Υιός του Ανθρώπου (Ε. Π. Παπανούτσος)

(30 άτομα το έχουν διαβάσει)

Δὲν ἦταν πάντα τόσο «γλυκύς», ὅσο μᾶς ἀρέσει νὰ τὸν φανταζόμαστε. Ἕτοιμοι νὰ συμβιβαστοῦμε με τὴν συνείδησή μας, κάθε φορὰ ποὺ μᾶς ἐλέγχει, πρόθυμοι νὰ συχωρέσουμε τὶς ἀδυναμίες μας, ὅταν ἀμετανόητοι ἐνδίδουμε πάλι στὶς παρορμήσεις μας, ἔχουμε σχηματίσει μέσα στὴν φαντασία μας ἕνα Θεὸ ἁπλοϊκὰ καλοκάγαθο, ποὺ μόνο τὴν ἐπιείκεια ξέρει, καὶ με ἀνεξάντλητη ὑπομονή χαρίζει τὴν συγγνώμη του, ἅμα (στὶς σπάνιες στιγμὲς τῆς μεταμέλειας) σκύβουμε ταπεινωμένοι τὸ κεφάλι. Γιὰ τοῦτο, καὶ στὴν μορφὴ ποὺ μᾶς ἱστοροῦν τὰ Εὐαγγέλια, προσέχουμε μόνο τὰ χαρακτηριστικά, ποὺ θὰ θέλαμε νὰ ἔχει αὐτὸς ὁ πολὺ βολικὸς Θεὸς μας: τὴν συγκατάβαση, τὴν ἀνεκτικότητα, τὴν ἀπέραντη ἐπιείκεια. «Γλυκύτατο Ἰησοῦ» τόν λέμε, καὶ μὲ τρυφερότητα ἀναπολοῦμε κάθε χρόνο, μέσα στό φῶς καὶ στὰ ἀρώματα τῆς ἄνοιξης, τό μαρτύριό του ἀπό τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἤξερε ὣς τὴν ὕστερή του ὥρα νὰ τοὺς συχωράει, μὲ μιὰ δικαιολογία ποὺ μᾶς ἀνακουφίζει: «Οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι»…

Καὶ ὅμως, δὲν ἦταν πάντα τόσο γλυκύς, ὅσο τόν θέλουμε. Εἶχε τὸ χαμόγελο στὰ χείλη ἀπέναντι στὴν πόρνη, ποὺ ἔβρεξε τὰ πόδια του μὲ τὰ δάκρυά της, καὶ στὸν ληστή ποὺ λυπήθηκε τήν σταυρωμένη του ἀθωότητα. Ἀλλὰ τὰ χέρια του ἤξεραν καὶ τὸ φραγγέλιο νὰ μεταχειρίζονται, ὅταν ἔπρεπε νὰ χτυπηθεῖ ἡ καπηλεία, ποὺ τίποτα δὲν θέλει νὰ σεβαστεῖ. Μνημονεύουμε τόν οἶκτο του, ἀλλὰ λησμονοῦμε τὴν ὀργή του. Τὴν συκιὰ τὴν ἄγονη τὴν καταράστηκε, καὶ ξεράθηκε. Τὸν δοῦλο, ποὺ ἔκρυψε τὸ τάλαντό του καὶ δὲν τὸ πολλαπλασίασε, δὲν τὸν συχώρεσε ποτέ. Στοὺς πλούσιους δὲν ἄνοιξε τὶς πόρτες τῆς βασιλείας του. Καὶ ἀπέναντι στὸ ψεῦδος καὶ στὴν ὑποκρισία ἦταν κι ἔμεινε σ’ ὅλη τὴν ζωή του σκληρός, δριμύς, ἀνοικτίρμων. Ὅ,τι τὸν ἐξόργιζε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο, ἦταν ἀκριβῶς ὁ φαρισαϊσμός, τὸ ψεύτισμα τῆς ψυχῆς κάτω ἀπὸ τὴν σχολαστικότητα, ποὺ πιθηκίζει τὴν ἐξωτερικὴ συμπεριφορὰ τῆς ἀρετῆς. Ὁ νεκρὸς τύπος, ἡ φόρμουλα ἡ ψυχρή, δὲν ἔβρισκαν ἔλεος στὰ μάτια του. Τὴν ἄγνοια καὶ τὴν πλάνη θὰ τὴν συχωροῦσε. Τὴν ἀδυναμία τὴν ἔβλεπε μὲ ἐπιείκεια. Ὁ φαρισαϊσμός, ὅμως, εἶναι ἐσκεμμένη κι ἐμπρόθετη νοθεία. Κάνει τὸ γράμμα δήμιο τῆς ἰδέας, ἐνῶ προορισμό του ἔχει νὰ δίνει ἀκρίβεια στὸ περιεχόμενό της. Ζυγίζει τὰ σκύβαλα, διχοτομεῑ καὶ τὴν τρίχα. Ἀλλὰ κατὰ βάθος αὐτὴ ἡ ἀκριβολογία εἶναι ὑπολογισμὸς καὶ ματαιοδοξία. Γι’ αὐτό, ὁ Χριστὸς τὸν μαστίγωνε μὲ πάθος, ποὺ ἔδινε ἀσυνήθιστη εὐγλωττία στὴν ἁπλὴ καὶ στεγνὴ γλῶσσα του. Ὁρμητικὸς ρίχνει κατὰ πρόσωπο τῶν φαρισαίων τὰ ἀπειλητικὰ «Οὐαί» του. Μὲ «τάφους κεκονιαμένους» τοὺς παρομοιάζει. Ἀπ’ ἔξω στολίδια καὶ στόμφος, καὶ μέσα ἀνυπόφορη δυσοσμία. Ἐνῶ ἐκεῖνος κήρυττε τὴν πείνα καὶ τὴν δίψα τῆς δικαιοσύνης, τὴν ἀρετή, ποὺ εἶναι γιὰ τὴν ψυχὴ ἀκοίμητη λαχτάρα, πῦρ φλέγον…

Ἀγαποῦμε νὰ τὸν θεωροῦμε μετριοπαθῆ, συμβιβαστικό, διαλλακτικό. Θυμούμαστε τὴν σύνεσή του, ὅταν ἔβρισκε τὴν διατύπωση: «Τὰ τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι, τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ». Λησμονήσαμε, ὅμως, ὅτι κάποτε τὰ χείλη του ξεστόμισαν καὶ μιὰ λέξη, ποὺ κανεὶς δὲν περίμενε: «Μάχαιραν βαλεῖν». Μνημονεύουμε ἀκόμη καὶ τὴν περίσκεψή του νὰ μὴν ἐμφανιστεῖ ἀπερίφραστα καταλυτής τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου: «Οὐκ ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον, ἀλλὰ πληρῶσαι». Τὶ εἴδους, ὅμως, συμπλήρωση τοῦ νόμου εἶναι ἡ ἠθική του, ποὺ σπάζει τὰ πλαίσια τῆς ἐξωτερικῆς νομιμότητας, καὶ τοποθετεῖ τὸν δικό της κανόνα πέρα ἀπὸ τὸ σημεῖο, ὅπου φτάνουν οἱ δεσμεύσεις καὶ οἱ ποινὲς τοῦ ὁποιουδήποτε γραμμένου νόμου;

Κανεὶς δὲν ἔκανε ὀξύτερα ἀπ’ αὐτὸν τὴν ἀντιδιαστολὴ τοῦ γνήσιου ἠθικοῦ φρονήματος ἀπὸ τὶς τυπικὲς ἐντολὲς τοῦ νόμου. «Ὁ νόμος σοῦ λέγει νὰ μὴ σκοτώνεις –ἐγὼ σοῦ λέγω οὔτε κὰν νὰ ὁρκίζεσαι καὶ νὰ βρίζεις. Ὁ νόμος σοῦ λέγει ν’ ἀγαπᾶς τοὺς φίλους σου –ἐγὼ σοῦ λέγω ν’ ἀγαπᾶς τοὺς ἐχθρούς σου. Ὁ νόμος σοῦ λέγει νὰ μὴ μοιχεύεις – ἐγὼ σοῦ λέγω νὰ μὴ βλέπεις μ’ ἔνοχα μάτια τοῦ ἄλλου τὴν γυναίκα…». Αὐτὴ μάλιστα ἡ τελευταία ἀντίθεση, μὲ τὶς ἄπειρες προεκτάσεις της, εἶναι ἱκανὴ νὰ σοῦ δώσει τὸν ἴλιγγο:«Καὶ μόνο βλέποντας τὴν γυναίκα τοῦ ἄλλου ἔνοχα, ἁμάρτησες». Ποιὸς νόμος μπορεῖ νὰ εἰσδύσει σὲ τέτοιο βάθος, καὶ νὰ ἐλέγξει μὲ τόση αὐστηρότητα τὰ μύχια τῆς ψυχῆς σου; Κάθε κανόνας Δικαίου, μιάν ἐξωτερικὴ τάξη θέλει νὰ ἐξασφαλίσει. Τὸ τί γίνεται μέσα στὰ σκοτεινὰ βάθη τοῦ ἑαυτοῦ σου, δὲν τὸν ἐνδιαφέρει. Γιὰ τὶς πράξεις σου νοιάζεται, ποὺ μποροῦν νὰ βλάψουν τοὺς ἄλλους, ὄχι γιὰ τοὺς λογισμούς σου. Αὐτός, ὅμως, ἔρχεται καὶ τοὺς λογισμοὺς ἀκόμη νὰ ζυγίσει, καὶ νὰ βεβαιωθεῖ γιὰ τὴν καθαρότητά τους. Καὶ τὸν λέτε «ἐπιεική, κολόβολο, ἀνεκτικό;».

Μέσα στὸ Εὐαγγέλιο λοιπὸν δὲν ὑπάρχει μόνον ἕνας γλυκὺς Ἰησοῦς, ποὺ τὸν ἀγαπᾶς τρυφερά, ἀλλὰ καὶ ἕνας αὐστηρὸς Ἰησοῦς, ποὺ ὅταν θελήσεις νὰ καταλάβεις τὰ λόγια του τὸν φοβᾶσαι. Ἴσα – ἴσα μάλιστα, σ’ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν συναίρεση ἀπέραντης καλοσύνης καὶ ἀμείλικτης αὐστηρότητας, βρίσκεται τὸ ἠθικὸ μεγαλεῖο αὐτῆς τῆς μορφῆς, ποὺ δὲν ἔπαυσε οὔτε θὰ παύσει νὰ ἐπιβάλλεται, μὲ τὸ ὕψος της, σὲ πιστοὺς καὶ ἀπίστους.

Ἕνας ἀγαθὸς Θεὸς πάντα χρειάστηκε στὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ γλυκαίνει τὶς πληγὲς του, νὰ τὸν παρηγορεῖ στὴν δυστυχία του καὶ νὰ συχωράει μακρόθυμος τὶς παρεκτροπὲς καὶ τὶς ἀδυναμίες του. Μιὰ τέτοια θεότητα στηρίζει βέβαια τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ δὲν τὸν τινάζει μὲ ὁρμὴ νὰ ξεπεράσει τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ πάει παραπέρα, νὰ πατήσει στὴν ἀνάγκη ἀπάνω στοὺς ἴδιους τοὺς ὤμους του καὶ νὰ φθάσει πιὸ ψηλά. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ κάνει μόνον ἕνας αὐστηρός, ἀπαιτητικός, ἀνένδοτος Θεός. Τοῦτος ἐδῶ θὰ φτερώσει τὸν πολεμιστή, ἐνῶ ἐκεῖνος θὰ παρηγορήσει τὸν πληγωμένο. Καὶ ἄν, τὸν ἐπιεικὴ Θεὸ χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος σάν ἄτομο, ἡ ἀνθρωπότητα, σάν φάλαγγα συμπαγής, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὸν ἄλλο, τὸν ἄτεγκτο καὶ ἀμείλικτο.

Τοῦ Χριστιανισμοῦ ἡ ἀνυπολόγιστη ἱστορικὴ ἀξία ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι ἕνωσε καὶ τὰ δύο πρόσωπα στὸν ἴδιο Θεό, καὶ τὸν ἔφερε σὰν ἄνθρωπο κοντά μας. Νὰ τὸν ἀγαπᾶμε καὶ νὰ τὸν φοβόμαστε μαζί. Νὰ μᾶς εἶναι διαρκὴς παραμυθία, ἀλλὰ καὶ ἀδυσώπητος ἔλεγχος, καταφύγιο καὶ ἀνάπαυση, ἀλλὰ καὶ ὁδηγός, ποὺ δὲν μᾶς ἀφήνει ποτὲ ἤσυχους, θαλπωρὴ καὶ τίναγμα, χάδι καὶ μαστίγωμα. Ἔτσι κατόρθωσε νὰ γίνει ὁμολογία πίστης σὲ μιάν ἱστορικὴ φάση τῆς ἀνθρωπότητας, τὴν ὥρα ποὺ γύρω ἀπὸ τὴν λεκάνη τῆς Μεσογείου, ἡ Ἀνατολὴ μὲ τὸν ἡσυχασμό της καὶ ἡ Δύση μὲ τὴν τόλμη της, ἔσμιξαν γιὰ νὰ δημιουργήσουν ἕνα νέο ἱστορικὸ τύπο ἀνθρώπου.

Ἂν μάλιστα ἐπέζησε ὡς θρησκεία τοῦ πιὸ πολιτισμένου κόσμου τῆς γῆς, ὕστερ’ ἀπὸ τόσους ἐξωτερικοὺς σάλους καὶ κρίσεις ἐξωτερικές, ποὺ τὸν βρῆκαν, καὶ ἂν ἐπιζεῖ ἀκόμη μέσα στὴν τόσο ταραγμένη ἐποχή μας, αὐτὸ ὀφείλεται κατὰ πρῶτο καὶ κύριο λόγο στὴν ἀνώτερη ποιότητα τῆς ἠθικῆς, ποὺ κήρυξε στοὺς ἀνθρώπους. Ὅλες οἱ μορφὲς ποὺ προβάλλει, ἀπὸ τὶς πιὸ ὑψηλὲς καὶ κεντρικὲς ἕως τὶς πιὸ δευτερεύουσες, ποὺ ἔχουν κάποια θέση μέσα στὸ εὐαγγελικὸ ἱστόρημα, ἀντιπροσωπεύουν ἠθικὲς δυνάμεις, ἄλλοτε γνήσιες καὶ ἔντονες, ἄλλοτε ἰσχνὲς καὶ ἀμφίβολες. Ἀκόμη καὶ ὅσα στοιχεῖα ἀπὸ ἀρχαίους μύθους πέρασαν μέσα στὴν κοσμοαντίληψή του, καὶ αὐτὰ σημασιολογήθηκαν ἠθικά: ἔχασαν τὸ ἀρχικὸ μεταφυσικὸ βάρος τους, καὶ ἔγιναν σύμβολα-καταστάσεις, καὶ ἐνεργήματα καὶ παραλλαγὲς τῆς ἠθικῆς ζωῆς. Γιατὶ τὸ πρῶτο καὶ τελευταῖο, τὸ μοναδικὸ θέμα, εἶναι γιὰ τὸν Χριστιανισμὸ τὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου. Πρόβλημα πέρα ὣς πέρα ἠθικό, ποὺ γιὰ νὰ λυθεῖ ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ γεφυρωθεῖ τὸ χάσμα, ποὺ χωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἰδανικὴ τελειότητα, τὸν Θεό.

Αὐτὸ τὸ βαθύτερο νόημα ἔχει ἡ ἀπόφαση τοῦ χριστιανικοῦ Θεοῦ νὰ πλησιάσει τοὺς ἀνθρώπους σὰν ὅμοιος, καὶ μαζὶ ἀνόμοιός τους. Σὰν ὅμοιος, γιὰ νὰ τὸν ἀγαπήσουν. Καὶ σὰν ἀνόμοιος, γιὰ νὰ τὸν φοβηθοῦν. Τοὺς μίλησε τὴν γλώσσα τους, γιὰ νὰ τὸν καταλάβουν. Ἀλλὰ τοὺς μίλησε ὑπεράνθρωπα, ἀπάνθρωπα κάποτε, γιὰ νὰ τοὺς τινάξει ὑψηλά. Κάθε χρόνο, καθὼς ἀναπολοῦν τὸ μαρτύριό Του, οἱ χριστιανοὶ παραστέκονται στὴν ἀγωνία Του καὶ κλαῖνε τὸν Θεό, ποὺ πόνεσε. Τὴν ὀργὴ ὅμως τοῦ «υἰοῦ τοῦ Ἀνθρώπου», ὅπως ὁ ἴδιος ὀνόμαζε τὸν ἑαυτό του, σπάνια τὴν θυμοῦνται. Κι ἔτσι, ἀντὶ νὰ Τὸν πλησιάζουν, ὁλοένα περισσότερο ἀπομακρύνονται ἀπ’ Αὐτόν.

 

21 Ἀπριλίου 1949

 

 

(Πηγή: Ε. Π. Παπανούτσου, Ἐφήμερα, Ἐπίκαιρα, Ἀνεπίκαιρα, ἐκδ. «Ἴκαρος», Ἀθήνα, 1980,β΄ ἔκδ., σσ. 98-101).

Κοινοποίηση:
[Ψήφοι: 0 Βαθμολογία: 0]
Both comments and pings are currently closed.
Powered by WordPress and ShopThemes