- Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ - https://alopsis.gr -

Δημιουργικότης και μοναχική αγιότης στην σκέψι και το έργο του Αντρέι Ταρκόφσκι (Edwin Carels)

Ο ρώσ­σος Α­ντρέϊ Ταρ­κόφ­σκι, ο ‘ποι­η­τής του κι­νη­μα­το­γρά­φου’, ένας α­πό τους ση­μα­ντι­κο­τέ­ρους σύγ­χρο­νους σκη­νο­θέ­τες, εγεν­νήθη το 1932 κο­ντά στην Μόσχα. Η α­ξία των έρ­γων του, η αι­σθη­τι­κή και η πνευ­μα­τι­κή, εί­ναι τό­σο μεγά­λη, που σπά­νι­α συ­να­ντά­ται, όχι μό­νο στον κι­νη­μα­το­γρά­φο, αλ­λά και στην πα­γκό­σμι­α τέχνη. Ε­νώ ο ίδι­ος συ­χνά πα­ρε­πο­νεί­το: ‘Θα ή­θε­λα να γυ­ρί­ζω δυο ται­νί­ες τον χρόνο’, μέσα σε 23 χρό­νι­α γύρι­σε μό­νον 7 ται­νί­ες: ‘Τα παιδικά χρόνι­α του Ι­βάν’ (1962), ‘Α­ντρέϊ Ρου­μπλι­ώφ’ (1966), που προεβλήθη πε­ρι­κε­κομ­μέ­νη το 1971 και ο­λόκλη­ρη το 1987 στη Μό­σχα και το 1973 στο ε­ξω­τε­ρι­κό, ‘Σολάρις’ (1971), ‘Ο κα­θρέ­φτης’ (1974), ‘Στάλ­κερ’ (1979), ‘Νο­σταλ­γί­α’ (1983) και ‘Η θυ­σία’ (1985). Σι­γά – σι­γά, η δι­ε­θνής αναγνώρι­ση, τα βρα­βεί­α και οι δι­α­κρίσεις συ­νόδευ­σαν ό­λα του τα έρ­γα. Όμως, μέσα στην πα­τρίδα του, μετά την ται­νία γι­α την ζω­ή του με­γάλου ρώσσου αγι­ο­γράφου Αντρέϊ Ρουμπλιώφ (15ος αι.), ή­ταν έ­νας ανε­πι­θύμη­τος, έ­νας κυ­νη­γη­μέ­νος, κά­τι σαν ‘μία­σμα’. Έτσι το 1984 α­να­γκάσθη­κε να αυτοεξο­ρι­σθή στην Δύ­ση, θρη­νώ­ντας γι­α την α­γα­πη­μένη του Ρωσ­σία και λέγο­ντας: ‘Αυ­τή είναι η χει­ρότε­ρη στι­γμή της ζω­ής μου’. Πέθα­νε σε η­λι­κί­α 54 ετών α­πό καρ­κί­νο των πνευ­μό­νων, στις 29 Δε­κεμ­βρίου του 1986, στο Πα­ρίσι κι ε­τά­φη στο νε­κρο­τα­φεί­ο της α­γί­ας Ζενεβι­έ­βης του Δά­σους, κο­ντά σε άλ­λους ρώσ­σους εξό­ρι­στους και μετανάστες.

«ΔΗ­ΜΙ­ΟΥΡ­ΓΙ­ΚΟ­ΤΗΣ ΚΑΙ ΜΟ­ΝΑ­ΧΙ­ΚΗ Α­ΓΙ­Ο­ΤΗΣ

ΣΤΗΝ ΣΚΕ­ΨΙ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡ­ΓΟ ΤΟΥ Α­ΝΤΡΕΪ ΤΑΡ­ΚΟΦ­ΣΚΙ»

Ἡ ζω­ή τοῦ ἁ­γι­ο­γρά­φου “Ἀ­ντρέϊ Ρου­μπλι­ώφ” δέν εἶ­ναι ἡ μο­να­δι­κή ται­νί­α τοῦ Ταρ­κόφ­σκι ἡ ὁ­ποί­α σχε­τί­ζε­ται μέ τόν ρω­σι­κό μο­να­χι­σμό· θά ἔ­λε­γα ἀ­κό­μη πώς δέν εἶ­ναι οὔ­τε ἡ κα­λύ­τε­ρη. Ὅ­σα, ὅ­μως, ἀ­κο­λου­θοῦν δέν προ­σπα­θοῦν νά πα­ρου­σι­ά­σουν τό βά­θος τῆς σχέ­σε­ως τοῦ Ταρ­κόφ­σκι μέ τή πνευ­μα­τι­κή πα­ρά­δο­σι τῆς Ρωσ­σί­ας, ὅ­πως ἔ­χει γί­νει μέ τόν Ντο­στο­γι­έφ­σκι, ἀλ­λ’ εἶ­ναι μό­νον κά­ποι­α σχό­λι­α.

Προ­κει­μέ­νου νά πά­ρη τό δί­πλω­μα κα­λῶν τε­χνῶν, ὁ Ταρ­κόφ­σκι, ἔ­φτι­α­ξε τήν παι­δι­κή ται­νί­α “Ὁ συ­μπι­ε­στι­κός κύ­λιν­δρος καί ὁ βι­ο­λι­στής”. Ἐ­κεῖ φα­νε­ρώ­νε­ται ἤ­δη ἡ σχέ­σι του μέ τόν κό­σμο. Στόν “Ἀ­ντρέϊ Ρου­μπλι­ώφ” φαί­νε­ται κα­θα­ρά ὅ­τι δέν ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται γι­ά μι­ά αὐ­θε­ντι­κή ἱ­στο­ρι­κή πα­λι­νόρ­θω­σι τῆς ζω­ῆς τοῦ ἁ­γι­ο­γρά­φου· γι­’ αὐ­τήν ἐξ ἄλ­λου γνω­ρί­ζο­με ἐ­λά­χι­στα. Αὐ­τό τό θέ­μα ἔ­δω­σε μᾶλ­λον στόν Ταρ­κόφ­σκι τήν εὐ­και­ρί­α νά με­λε­τή­ση τήν προ­σω­πι­κό­τη­τα τοῦ καλ­λι­τέ­χνου καί τή σχέ­σι του μέ τήν ἐ­πο­χή του. Οὐ­σι­α­στι­κά, ἐ­δῶ, ἡ μο­να­χι­κή ζω­ή ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὅ­ταν βρί­σκη τήν ἔκ­βα­σί της, στήν ἀ­ντί­θε­τη κα­τεύ­θυν­σι, ἡ τό­σο ἀν­θρώ­πι­νη πο­ρεί­α τοῦ πε­ρι­πε­τει­ώ­δους Ρου­μπλι­ώφ, πού συμ­με­τεῖ­χε σ’ ἕ­ναν κό­σμο σκλη­ρό καί βί­αι­ο, πρίν φθά­ση νά ἱ­στο­ρί­ση τήν ὡ­ραι­ό­τε­ρη ἀ­π’ ὅ­λες τίς εἰ­κό­νες, τήν εἰ­κό­να τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος.

Ἀ­ξί­ζει νά πα­ρα­τη­ρή­σω­με ὅ­τι ἔ­πει­τα ἀ­πό 20 καί πλέ­ον χρό­νι­α, δη­λα­δή κα­τά τό τέ­λος τῆς ζω­ῆς του, ὁ Ταρ­κόφ­σκι, με­τά τήν τε­λευ­ταί­α του ται­νί­α “Ἡ Θυ­σί­α”, ἐρ­γά­σθη­κε σέ μί­α και­νούρ­γι­α προ­βο­λή γι­ά τόν Μέ­γα Ἀ­ντώ­νι­ο: “Οἱ πει­ρα­σμοί τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀ­ντω­νί­ου”. Τό θέ­μα τοῦ μο­να­χι­σμοῦ δέν ἔ­παυ­σε νά τόν ἀ­πα­σχο­λῆ, καί πά­ντο­τε τοῦ χρη­σί­μευ­ε ὡς ἐ­κτι­μη­τής τῆς κι­νη­μα­το­γρα­φι­κῆς του δου­λει­ᾶς. Ἔ­λε­γε: “Ἡ ἐρ­γα­σί­α μου στίς ται­νί­ες συ­χνά μοῦ φαί­νε­ται ἀ­νι­α­ρή καί γε­λοί­α. Ὑ­πάρ­χουν τό­σα πι­ό ἐν­δι­α­φέ­ρο­ντα πρά­γμα­τα. Θά ἤ­θε­λα νά ἤ­ξε­ρα ἄν ἡ τέ­χνη μπο­ρεῖ νά ὁ­δη­γή­ση σ’ ἕ­ναν θε­τι­κό δρό­μο. Περ­νῶ τόν και­ρό μου δι­δά­σκο­ντας τούς ἄλ­λους, ἀλ­λ’ ἐ­γώ ὁ ἴ­δι­ος δέν εἶ­μαι ἕ­τοι­μος γι­ά τί­πο­τε. Ἰ­δού τί μέ βα­σα­νί­ζει…”.

Στίς τε­λευ­ταί­ες του συ­νε­ντεύ­ξεις, τίς ὁ­ποῖ­ες πα­ρε­χώ­ρη­σε μό­νον σέ δύ­ο θρη­σκευ­τι­κές ἐ­φη­με­ρί­δες, ἐ­πα­νέρ­χε­ται στά ἴ­δι­α ἐ­ρω­τή­μα­τα μέ σφο­δρό­τη­τα: “Τί εἶ­ναι ἐ­λευ­θε­ρί­α; Τί ση­μαί­νει ὀ­μορ­φι­ά; Πῶς μπο­ρεῖς νά ζή­σης χω­ρίς ν’ ἁ­μαρ­τά­νης; Πῶς μπο­ρεῖς νά σω­θῆς; Ἡ ἐ­κλο­γή με­τα­ξύ τῆς πρα­κτι­κῆς καί τῆς θε­ω­ρη­τι­κῆς ζω­ῆς…”.  Ἔ­τσι δέν ἄ­φη­νε καμ­μι­ά ἀμ­φι­βο­λί­α πώς, γι­ά τόν σύγ­χρο­νο ἄν­θρω­πο, ἡ πί­στις εἶ­ναι ἡ μο­να­δι­κή δυ­να­τό­τη­τα, ἡ μο­να­δι­κή ἐλ­πί­δα.

Στήν Δύ­σι τέ­τοι­ες δι­α­βε­βαι­ώ­σεις προ­κα­λοῦ­σαν στε­νο­χω­ρί­α στό κοι­νό. Αὐ­τοί προ­σπα­θοῦν νά ἑρ­μη­νεύ­σουν τόν Ταρ­κόφ­σκι μέ τόν Νί­τσε, τόν Φρόϋ­ντ, τόν οὑ­μα­νι­σμό ἤ τόν γερ­μα­νι­κό ἰ­δε­α­λι­σμό, ἀ­γνο­ώ­ντας πα­ντε­λῶς τίς θε­ο­λο­γι­κές πα­ρα­δό­σεις τῆς Ρωσ­σί­ας. Δέν κα­τα­νο­οῦν ὅ­τι πρέ­πει νά το­πο­θε­τή­σουν τόν Ταρ­κόφ­σκι στήν σω­στή προ­ο­πτι­κή του, ὡς συ­νε­χι­στή τῆς δι­α­νο­ή­σε­ως καί τῆς πνευ­μα­τι­κό­τη­τος τῶν Ρώσ­σων: Φι­ο­ντό­ρωφ, Σο­λό­βι­εφ, Με­ρεζ­κόφ­σκι, Μπερ­ντι­ά­γι­εφ, καί πολ­λῶν ἄλ­λων. (Μι­ά πο­λύ κα­λή με­λέ­τη ἐ­π’ αὐ­τοῦ ἀ­πο­τε­λεῖ τό βι­βλί­ο δύ­ο Οὔγ­γ­ρων: «Kovacs A. – Szilagyi A.: “Les mondes d’ Andrei Tarkovski”» – “Οἱ κό­σμοι τοῦ Ἀ­ντρέϊ Ταρ­κόφ­σκι”, πού ἐ­ξε­δό­θη στήν γαλ­λι­κή τό 1987 ἀ­πό τόν ἐκ­δο­τι­κὸ οἶ­κο “L’ Α­ge d’ Η­omme”).

Ὁ Ταρ­κόφ­σκι, στήν ἔν­νοι­α τῆς δη­μι­ουρ­γι­κό­τη­τος, ἐ­δέ­χθη τήν ἐ­πιρ­ρο­ή τοῦ Μπερ­ντι­ά­γι­εφ. Ἀλ­λ’ ἡ ἀ­πο­δει­κτι­κό­της καί ἡ ἀ­πο­λυ­τό­της, μέ τίς ὁ­ποί­ες ὁ Μπερ­ντι­ά­γεφ πα­ρου­σί­α­ζε τίς ἰ­δέ­ες του, εἶ­ναι πο­λύ δυ­να­τό­τε­ρες ἀ­π’ ὅ­σο μπο­ροῦ­σε νά τίς δε­χθῆ ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου ὁ Ταρ­κόφ­σκι. Σ’ αὐ­τόν ὑ­πάρ­χει μι­ά ἰ­δέ­α κλει­δί, ἡ ὁ­ποί­α ἑρ­μη­νεύ­ει ὁ­λό­κλη­ρη τήν ται­νί­α τοῦ “Ἀ­ντρέϊ Ρου­μπλι­ώφ”: Ὁ ἄν­θρω­πος δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι κλη­ρο­νό­μος τῶν πα­ρα­δο­σι­α­κῶν ἀ­λη­θει­ῶν, ἄν δέν τίς δι­εκ­δι­κῆ ἐν ὀ­νό­μα­τι τῶν προ­σω­πι­κῶν του ἐ­μπει­ρι­ῶν.

Ὁ Ταρ­κόφ­σκι ἀ­νε­γνώ­ρι­ζε πώς εἶ­χε μι­ά με­γά­λη ἀ­φο­σί­ω­σι στήν τέ­χνη. Κα­τ’ αὐ­τόν, ὁ καλ­λι­τέ­χνης ἔ­χει μι­ά ση­μα­ντι­κή ὑ­πευ­θυ­νό­τη­τα· τό τα­λέ­ντο του τόν δε­σμεύ­ει· τό νό­η­μα τῆς τέ­χνης του εἶ­ναι νά ὑ­πεν­θυ­μί­ζη τό νό­η­μα τῆς ζω­ῆς. Γι­’ αὐ­τό εἶ­πε κά­πο­τε ὅ­τι, ἕ­νας καλ­λι­τέ­χνης δί­χως πί­στι εἶ­ναι σάν ἕ­να ζω­γρά­φο δί­χως ὅ­ρα­σι. Στό μο­να­δι­κό βι­βλί­ο του, “Σμι­λεύ­ο­ντας τόν χρό­νο”, ἀ­να­φέ­ρει: Ἴ­σως τό νό­η­μα κά­θε ἀν­θρω­πί­νης δη­μι­ουρ­γι­κό­τη­τος ἑ­στι­ά­ζε­ται στήν καλ­λι­τε­χνι­κή συ­νεί­δη­σι, στήν ἐ­λεύ­θε­ρη καί ἀ­νε­πι­τή­δευ­τη δη­μι­ουρ­γι­κή πρά­ξι. Ἴ­σως, ἡ ἴ­δι­α ἡ δη­μι­ουρ­γι­κή μας ἱ­κα­νό­της εἶ­ναι ἀ­πό­δει­ξις πώς εἴ­με­θα πλα­σμέ­νοι “κα­τ’ εἰ­κό­να Θε­οῦ καί ὁ­μοί­ω­σιν”. Αὐ­τό, βε­βαί­ως, δέν ση­μαί­νει πώς ὁ Ταρ­κόφ­σκι θε­ω­ροῦ­σε τήν τέ­χνη σάν μι­ά και­νούρ­γι­α θρη­σκεί­α. Κα­τ’ αὐ­τόν, ἡ ὁ­μοί­ω­σι πρός τόν Δη­μι­ουρ­γό εἶ­ναι ὅ­πως ἡ ἀ­να­πνο­ή. Κα­νείς δέν εἶ­ναι στε­ρη­μέ­νος τοῦ προ­νο­μί­ου νά ἐκ­φρά­ζε­ται ἐ­νώ­πι­ον τοῦ Θε­οῦ· καί αὐ­τό μά­λι­στα εἶ­ναι πού ἔ­χει ἀ­ξί­α, καί ὄ­χι τό νά ἐκ­φρά­ζε­ται ἐ­μπρός στούς ἀν­θρώ­πους.

Ἂν καί ἔ­χουν πῆ ὅ­τι, γε­νι­κῶς, ὁ δυ­τι­κός κό­σμος εἶ­ναι στε­ρη­μέ­νος μι­ᾶς στοι­χει­ώ­δους γνώ­σε­ως τῆς ρωσ­σι­κῆς πνευ­μα­τι­κῆς πα­ρα­δό­σε­ως, ἐν τού­τοις οἱ ται­νί­ες τοῦ Ταρ­κόφ­σκι εὑ­ρῆ­καν με­γά­λη ἀ­πή­χη­σι στό εὐ­ρύ κοι­νό. Ἴ­σως ἐ­πει­δή ὁ Ταρ­κόφ­σκι δέν εἶ­ναι μό­νο Ρῶσ­σος, μέ­χρι τά βά­θη τῆς ὑ­πάρ­ξε­ώς του, ἀλ­λ’ ἦλ­θε ἀ­ντι­μέ­τω­πος μέ τό εὐ­ρω­παϊ­κό πνεῦ­μα καί εὐ­ρῆ­κε ἐ­κεῖ τήν ἀ­ντα­νά­κλα­σί του. Πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά, ὁ κυ­ρι­ώ­τε­ρος λό­γος εἶ­ναι μᾶλ­λον ἡ προ­τε­ραι­ό­της τῶν εἰ­κό­νων του ἐ­πά­νω στά λό­γι­α. Ὑ­πάρ­χουν εἰ­κό­νες τῆς φύ­σε­ως, τῶν ἀ­ντι­κει­μέ­νων – ἡ βρο­χή καί τά πρό­σω­πα – πού μ’ ἕ­ναν τρό­πο ἀ­νε­ξή­γη­το ἐγ­γί­ζουν τόν θε­α­τή μέ τήν ἰ­δι­αί­τε­ρη πα­ρου­σί­α τους. Εἶ­ναι φα­νε­ρό πώς σ’ αὐ­τό τό ση­μεῖ­ο ὁ Ταρ­κόφ­σκι ὀ­φεί­λει πολ­λά στήν Ὀρ­θό­δο­ξη θε­ο­λο­γι­κή πα­ρά­δο­σι τῶν Εἰ­κό­νων. Ὁ­λό­κλη­ρο τό ὕ­φος του, ὡς σε­να­ρι­ο­γρά­φου, πε­ρι­στρέ­φε­ται γύ­ρω ἀ­πό τήν ἀ­να­γνώ­ρι­σι τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ μέ­σα στό ὑ­λι­κό, γύ­ρω ἀ­πό τά ἴ­χνη τοῦ Δη­μι­ουρ­γοῦ.

Συ­χνά κά­νει ἀ­να­φο­ρές καί στήν ἁ­γι­ο­γρα­φί­α, τήν ἱ­ε­ρά αὐ­τήν τέ­χνη, καί μνη­μο­νεύ­ει κά­ποι­ες φο­ρές τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή. Ἀλ­λ’ εἶ­ναι ἀ­κό­μη πι­ό ἐν­δι­α­φέ­ρον νά προ­σε­χθῆ ὅ­τι, σέ κά­θε ται­νί­α του πε­ρι­λαμ­βά­νει τά ἴ­δι­α “ἀ­δέ­ξι­α” πρό­σω­πα, τά λί­γο πα­ρά­ξε­να, τά ὁ­ποῖ­α, ὅ­μως, παί­ζουν συ­νή­θως κά­ποι­ο κρί­σι­μο ρό­λο. Στό βι­βλί­ο του μά­λι­στα πλέ­κει τό ἐ­γκώ­μι­ο τοῦ “ἀ­δυ­νά­μου”: “Ἤ­θε­λα στήν “Νο­σταλ­γί­α” νά συ­νε­χί­σω τό θέ­μα τοῦ “ἀ­δυ­νά­μου”, τόν ὁ­ποῖ­ον ἀ­ντι­λαμ­βά­νο­μαι σάν νι­κη­τή τού­της τῆς ζω­ῆς”, γρά­φει, ἐ­νῶ ἤ­δη στόν “Στάλ­κερ”, σ’ ἕ­ναν μο­νό­λο­γο πα­ρου­σί­α­ζε τήν “ἀ­δυ­να­μί­α” σάν τήν μο­να­δι­κή ἀ­ξί­α καί ἐλ­πί­δα τῆς ζω­ῆς. καὶ συ­νε­χί­ζει: “Πά­ντο­τε ἀ­γα­ποῦ­σα ἐ­κεί­νους, πού δέν φθά­νουν πο­τέ νά προ­σαρ­μο­σθοῦν στήν ζω­ή μ’ ἕ­να τρό­πο ρε­α­λι­στι­κό. Στίς ται­νί­ες μου δέν ὑ­πάρ­χουν ἥ­ρω­ες, ἀλ­λά κά­ποι­οι χα­ρα­κτῆ­ρες, τῶν ὁ­ποί­ων ἡ δύ­να­μι ἀ­πο­τε­λεῖ τό πνευ­μα­τι­κό τε­κμή­ρι­ο πού ἕλ­κει ἐ­πά­νω τους τήν εὐ­θύ­νη τῶν ἄλ­λων. Τά πρό­σω­πα αὐ­τά μοι­ά­ζουν συ­χνά μέ παι­δι­ά, τά ὁ­ποῖ­α ἔ­χουν ἐ­φη­βι­κή σο­βα­ρό­τη­τα στήν πρό­θε­σί τους, ἀλ­λ’ ἀ­πό πλευ­ρᾶς κοι­νω­νι­κῆς, εἶ­ναι ἐ­ξω­πρα­γμα­τι­κά καί ἀ­δι­ά­φο­ρα”.

Ἀ­νά­με­σα στήν σω­μα­τι­κή ἀ­δε­ξι­ό­τη­τα καί τήν ἠ­θι­κή δύ­να­μι ὑ­πάρ­χει πα­ραλ­λη­λι­σμός. Ὁ “ἀ­δύ­να­μος” ἔ­χει ἄλ­λες σχέ­σεις μέ τόν κό­σμο. Γι­ά πο­λύ και­ρό, μά­λι­στα, ὁ Ταρ­κόφ­σκι προ­σπά­θη­σε νά σκη­νο­θε­τή­ση τόν “Ἠ­λί­θι­ο” τοῦ Ντο­στο­γι­έφ­σκι. Γί­νε­ται συ­χνά λό­γος γι­ά τούς “δι­ά Χρι­στόν σα­λούς”, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­ντι­προ­σω­πεύ­ουν μι­ά ἰ­δι­αί­τε­ρη μορ­φή τοῦ ρω­σι­κοῦ μο­να­χι­σμοῦ. Πρό­κει­ται γι­ά ἑ­κού­σι­ους πε­ρι­θω­ρι­α­κούς οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­σκοῦν κρι­τι­κή στόν κό­σμο καί τήν Ἐκ­κ­λη­σί­α. Βι­ώ­νουν τήν Εὐ­αγ­γε­λι­κή ἀ­λή­θει­α ἀ­να­τρέ­πο­ντας ὅ­λες τίς ἐ­πί­γει­ες ἀ­ξί­ες, γι­ά νά δώ­σουν χῶ­ρο στό οὐ­σι­α­στι­κό, τό αἰ­ώ­νι­ο.

Χω­ρίς δο­γμα­τι­κό κή­ρυ­γμα, ὁ Ταρ­κόφ­σκι ὑ­πεν­θυ­μί­ζει στόν θε­α­τή, ὁ ὁ­ποῖ­ος ζῆ στόν κό­σμο, κά­θε τι πού εἶ­ναι ἁ­πτό καί λο­γι­κό. Ἔ­τσι ὅ­ταν θέ­λη νά προ­βά­λη μι­ά ἐκ­κ­λη­σί­α, στά “Παι­δι­κά χρό­νι­α τοῦ Ἰ­βάν”, ἤ στόν “Ἀ­ντρέϊ Ρου­μπλι­ώφ”, ἤ στήν “Νο­σταλ­γί­α”, πα­ρου­σι­ά­ζει ἕ­να ἐ­ρεί­πι­ο. Γι­α­τί, ὡς παι­δί τοῦ β΄ πα­γκο­σμί­ου πο­λέ­μου, ἔ­ζη­σε προ­σω­πι­κά τήν τρα­γι­κή ἐ­μπει­ρί­α τοῦ συγ­χρό­νου ἀν­θρώ­που. Λέ­γε­ται συ­νή­θως ὅ­τι, γι­ά νά ἔ­χης σχέ­σεις μέ τήν Εκ­κ­λη­σί­α, σοῦ χρει­ά­ζε­ται μι­ά “ἐ­γκα­τε­στη­μέ­νη” ζω­ή. Αὐ­τός αἰ­σθά­νο­νταν σάν νά εὑ­ρί­σκε­ται κά­τω ἀ­πό τά ἐ­ρεί­πι­α, με­τά τόν βομ­βαρ­δι­σμό. Στό Λον­δί­νο, πρίν δώ­ση μι­ά ὀ­μι­λί­α γι­ά τήν ἀ­πο­κά­λυ­ψι, ἀ­ντί γι­ά κά­τι ἄλ­λο, ἄρ­χι­σε νά δι­η­γῆ­ται τήν ζω­ή του. Καί κα­τό­πιν ζή­τη­σε νά συ­να­ντή­ση τόν Μη­τρο­πο­λί­τη τοῦ Σου­ρόζ Ἀ­ντώ­νι­ο (Bloom).

Ἀ­πό ται­νί­α σέ ται­νί­α, τό ἐ­σχα­το­λο­γι­κό πε­ρι­ε­χό­με­νο ἐ­νι­σχύ­ε­ται καί, κα­τά συ­νέ­πει­αν, ἡ ἀ­να­ζή­τη­σι τῆς σω­τη­ρί­ας κά­νει τήν πα­ρου­σί­α της ὅ­λο καί ἐ­ντο­νώ­τε­ρα. Ἄν, στήν ἀλ­λη­γο­ρι­κή ται­νί­α “Στάλ­κερ”, ὁ πνευ­μα­τι­κός ἀ­φι­ε­ρώ­νη ἤ­δη ὅ­λον του τόν χρό­νο γι­ά νά συ­μπα­ρα­στα­θῆ στόν δι­α­νο­η­τή καί τόν συγ­γ­ρα­φέ­α, στήν “Νο­σταλ­γί­α”, ὁ σα­λός Ντο­μέ­νι­κο θέ­λει μέ μι­ᾶς νά σώ­ση ὅ­λον τόν κό­σμο. Ἀ­φοῦ ἔ­βα­λε σέ πε­ρι­ο­ρι­σμό τήν οἰ­κο­γέ­νει­ά του γι­ά 7 χρό­νι­α, ἀ­να­μέ­νο­ντας τήν ἀ­πο­κά­λυ­ψι, ὀρ­γα­νώ­νει μι­ά δι­α­δή­λω­σι ὅ­που αὐ­το­πυρ­πο­λεῖ­ται, δι­α­κιν­δυ­νεύ­ο­ντας ἔ­τσι μι­ά πρᾶ­ξι βί­ας, γε­λει­ό­τη­τος καί ἀρ­νή­σε­ως. Ἡ τε­λευ­ταί­α του ται­νί­α, “Ἡ Θυ­σί­α”, εἶ­ναι πε­ρί­που ὅ­μοι­α. Τό κύ­ρι­ο πρό­σω­πο, ὁ Ἀ­λέ­ξαν­δρος, βά­ζει φω­τι­ά στό σπί­τι του καί δέ­χε­ται νά τόν ὁ­δη­γή­σουν στό ψυ­χι­α­τρεῖ­ο, προ­κει­μέ­νου νά μεί­νη πι­στός στήν ὑ­πό­σχε­σί του πρός τόν Θε­ό.

Καί στίς δύ­ο πε­ρι­πτώ­σεις εἶ­ναι πρά­ξεις ἀλ­λο­πρό­σαλ­λες, ἐ­μπνευ­σμέ­νες ὅ­μως ἀ­πό τήν ἀ­γά­πη πρός τούς ἄλ­λους. Ἔ­τσι ὁ Ταρ­κόφ­σκι ἔ­γρα­φε: “Κά­ποι­ες φο­ρές ἐ­πι­μέ­νο­με σέ ἔρ­γα τά ὁ­ποῖ­α βλά­πτουν ἐ­μᾶς τούς ἴ­δι­ους. Εἶ­ναι οἱ ἰ­δι­αί­τε­ρες στι­γμές τῆς συ­νει­δή­σε­ως κά­ποι­ου κα­θή­κο­ντος, ἀ­πο­φυ­γῆς κά­ποι­ας θυ­σί­ας, ὅ,τι ὁ ὑ­λι­στής Φρόϋ­ντ ὀ­νό­μα­ζε μα­ζο­χι­σμό. Γι­ά τόν πι­στόν, ὅ­μως, αὐ­τό εἶ­ναι κα­θῆ­κον, ὅ,τι ὁ Ντο­στο­γι­έφ­σκι ὀ­νό­μα­ζε ἐ­πι­θυ­μί­α τοῦ πό­νου…  Ἡ ἀ­γά­πη εἶ­ναι πά­ντο­τε ἕ­να δῶ­ρο πρός τόν ἄλ­λον. Ὁ ὅ­ρος “θυ­σί­α”, ἄν καί πε­ρι­κλεί­η μι­ά ἔν­νοι­α κα­τα­στρο­φῆς καί ἀρ­νή­σε­ως, ἀ­πο­δι­δό­με­νος ὅ­μως σ’ ἕ­να πρό­σω­πο γί­νε­ται ἀ­ντι­κεί­με­νο ἀ­γά­πης, μι­ά πρᾶ­ξι πά­ντο­τε θε­τι­κή, δη­μι­ουρ­γι­κή, ση­μεῖ­ον θεῖ­ον…”. Ἀλ­λά πρίν σώ­σω­με τούς ἄλ­λους δέν πρέ­πει νά σω­θοῦ­με ἐ­μεῖς; Γι­α­τὶ χω­ρίς αὐ­τό, κά­νο­με τό­τε μι­ά πρᾶ­ξι βί­ας καί ὄ­χι μι­ά πρᾶ­ξι ἀ­γά­πης.

Στήν ἀρ­χή τῆς ται­νί­ας “Ἡ Θυ­σί­α” βλέ­πο­με τόν Ἀ­λέ­ξαν­δρο μέ τόν γυι­ό του τόν μουγ­γό νά φυ­τεύ­η ἕ­να ξε­ρό δέν­δρο. Συγ­χρό­νως τοῦ δι­η­γεῖ­ται μι­ά σχε­τι­κή ἱ­στο­ρί­α ἀ­πό τό Γε­ρο­ντι­κό: Τό πε­ρί­φη­μο ἀ­πό­φθε­γμα τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ωάν­νου τοῦ Κο­λο­βοῦ. Ἀλ­λ’ ὁ Ἀ­λέ­ξαν­δρος μι­λά­ει, μι­λά­ει καί χά­νε­ται μέ­σα στήν φλυ­α­ρί­α του, ὥς που μι­ά ἐ­ξω­τε­ρι­κή κρί­σι, ἕ­νας πυ­ρη­νι­κός πό­λε­μος, τόν ἀ­να­γκά­ζει νά ἐ­νερ­γο­ποι­η­θῆ. Ἀ­πευ­θύ­νε­ται στόν Θε­ό λέ­γο­ντας τό “Πά­τερ ἡ­μῶν” καί προ­σφέ­ρε­ται θυ­σί­α γι­ά νά σώ­ση τήν οἰ­κο­γέ­νει­ά του, ἡ ὁ­ποί­α, ὅ­μως, δέν θά μπο­ρέ­ση νά τόν κα­τα­λά­βη. Ἀλ­λ’ ἐ­νῶ τό σπί­τι καί­γε­ται καί με­τα­φέ­ρουν τόν Ἀ­λέ­ξαν­δρο στό ψυ­χι­α­τρεῖ­ο, ὁ γυι­ός του ἀ­σχο­λεῖ­ται μέ τό πό­τι­σμα τοῦ νε­κροῦ δέν­δρου. Νά “ἡ μο­να­δι­κή μας ἐλ­πί­δα: ἡ ἐ­πι­στρο­φή στόν Πα­τέ­ρα. Μέ ὑ­πα­κο­ή καί τα­πεί­νω­σι ὁ μουγ­γός γυι­ός ἐ­κτε­λεῖ τίς ἐ­ντο­λές τοῦ πα­τέ­ρα του καί ἀρ­χί­ζει μι­ά ἐρ­γα­σί­α σι­ω­πη­λή, ἀλ­λ’ ἐ­μπνευ­σμέ­νη ἀ­πό τήν πί­στι στό θαῦ­μα. Οἱ πρῶ­τες του λέ­ξεις, καί οἱ τε­λευ­ταῖ­ες τῆς ται­νί­ας, εἶ­ναι αὐ­τές: “‘ Εν ἀρ­χῇ ἦν ὁ Λό­γος… γι­α­τί πα­τέ­ρα;…”. Ἆ­ρα γε, δέν βά­ζει ἐ­δῶ ὁ Ταρ­κόφ­σκι ὅ­λο τό νό­η­μα τοῦ μο­να­χι­σμοῦ; Ὁ γυι­ός προ­σπα­θεῖ νά ὑ­πα­κού­ση καί νά κα­τα­λά­βη τόν λό­γο τοῦ πα­τέ­ρα. Ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­πι­ζη­τεῖ νά ὁ­μοι­ά­ση στόν Θε­όν.

Δέν εἶ­ναι, λοι­πόν, τυ­χαῖ­ο πού ὁ Ταρ­κόφ­σκι θυ­μή­θη­κε ἐ­πί­σης τήν μορ­φή τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀ­ντω­νί­ου, τό πρό­τυ­πο κά­θε μο­να­χοῦ. Σέ μι­ά ση­μεί­ω­σί του, ἔ­γρα­φε: “Κά­ποι­ος θέ­λη­σε νά σω­θῆ κι ἀ­μέ­σως αἰ­σθάν­θη­κε προ­δό­της, με­γά­λος ἁ­μαρ­τω­λός, ἀ­ντί­θε­τος σέ ὅ­λα, ὁ ἴ­δι­ος ἐ­νά­ντι­α στήν ζω­ή”. Καί ἀλ­λοῦ, λυ­πη­μέ­νος ἀ­πό τόν ἑ­αυ­τό του, λέ­γει: “Ζοῦ­με γι­ά νά ἀ­γω­νι­ζώ­με­θα καί γι­ά νά κερ­δί­σω­με αὐ­τήν τήν νί­κη ἐ­να­ντί­ον τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας. Νά κερ­δί­σω­με, ἀλ­λά καί νά χά­σω­με συγ­χρό­νως. Νά τό ξέ­ρε­τε, πο­τέ δέν γνω­ρί­ζο­με μέ βε­βαι­ό­τη­τα ἄν ἔ­χω­με κερ­δί­σει, ἔ­στω κι ἄν ἔ­χω­με αὐ­τήν τήν ἐ­ντύ­πω­σι…”.

(Με­τά­φρα­σις από τα γαλ­λι­κά).