Εκδόσεις “Πέτρου Μπότση”

Κυριακή Β’ Ματθαίου: Η κλήση των αποστόλων (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

(Ματθ. δ’ 18-23)

Γιατί οι άνθρωποι είναι πάντα τόσο βιαστικοί σήμερα; Για να δουν όσο γίνεται πιο γρήγορα την επιτυχία των προσπαθειών τους. Κι η επιτυχία έρχεται και παρέρχεται, αφήνοντας πίσω της κάποια ίχνη λύπης.

Γιατί οι γιοι των ανθρώπων είναι τόσο βιαστικοί σήμερα; Για να δρέψουν τους καρπούς των αγώνων τους το συντομότερο δυνατό. Κι οι καρποί έρχονται και παρέρχονται, αφήνοντας πίσω τους τα ίχνη κάποιας πικρίας.

Όταν έρχεται ο θάνατος, οι σημερινοί άνθρωποι πεθαίνουν βλέποντας τον εαυτό τους στο παρελθόν. Βλέπουν τις επιτυχίες τους που έχουν ξεχαστεί, τους θερισμένους καρπούς που έχουν σαπίσει. Με το δικό τους θάνατο, χάνονται και τα τελευταία ίχνη των προσπαθειών και των καρπών τους. Εκείνοι που έρχονται μετά απ’ αυτούς σπέρνουν με την ίδια βιασύνη, θερίζουν τους καρπούς, τους τρώνε κι έπειτα φεύγουν γυμνοί και άδειοι απ’ αυτόν τον κόσμο.

Οι άνθρωποι έτσι εξελίσσονται. Δε γίνεται το ίδιο όμως με το Θεό. Οι άνθρωποι παρατηρούν πώς αντιμετωπίζουν τα πράγματα οι ίδιοι και πώς τ’ αντιμετωπίζει ο Θεός και λένε: Οι μύλοι του Θεού αλέθουν αργά, αλλ’ αλέθουν πολύ καλά.

Ο Θεός ίσως αργεί στη μια γενιά, αλλά δεν αργεί σ’ όλο το φάσμα των γενεών. Συχνά σπείρει στη μια γενιά και θερίζει στην άλλη. Έτσι η πρώτη γενιά (τότε που σπέρνει ο Θεός) λέει πως ο Θεός είναι αργός. Η άλλη γενιά, τότε που θερίζει ο Θεός, λέει πως είναι ταχύς. Στις δικές μας, τις ανθρώπινες ενασχολήσεις, κάθε θερισμός δεν είναι πιο γρήγορος από το όργωμα, τη σπορά, το ξεχορτάριασμα και την ανιαρή περίοδο αναμονής της ωρίμανσης του καρπού; Ο Θεός όμως δεν είναι ούτε αργός ούτε γρήγορος. Έχει το ρυθμό Του και δεν τον εγκαταλείπει. Το μυρμήγκι βλέπει μόνο τη μυρμηγκοφωλιά του. Ο αγρότης όμως παρατηρεί όλον τον αγρό.

Αν ο Χριστός ενεργούσε σύμφωνα με τον τρόπο των ανθρώπων, δε θα είχε διαλέξει για αποστόλους Του δώδεκα ψαράδες, αλλά μάλλον δώδεκα βασιλιάδες της γης. Αν ήθελε νά ‘χει άμεση επιτυχία στο έργο Του και να δρέψει τους καρπούς των αγώνων Του, με την ακατανίκητη δύναμή Του θα είχε διαλέξει δώδεκα από τους πιο δυνατούς βασιλιάδες του κόσμου για να τους κάνει οπαδούς και αποστόλους Του. Σκέψου απλά πώς θα μπορούσε αμέσως ο Χριστός, σε μια στιγμή, να γίνει γνωστός σ’ ολόκληρο τον κόσμο· πόσο γρήγορα θα διαδίδονταν τότε η διδασκαλία Του! Πώς θα εξαφανίζονταν τα είδωλα εν ριπή οφθαλμού μ’ ένα αυτοκρατορικό διάταγμα! Πώς θα μετατρέπονταν όλοι οι ειδωλολατρικοί ναοί σε χριστιανικούς! Πώς θα σταματούσαν αμέσως οι θυσίες ζώων στους θεούς και τους καπνούς από τις θυσίες θ’ αντικαθιστούσαν τα θυμιάματα! Σκέψου πόσο εύκολα η Εκκλησία του ενός Θεού θα είχε ιδρυθεί, για την εξυπηρέτηση ολόκληρης της ανθρωπότητας! Ο Χριστός, χωρίς να χρειαζόταν να υποφέρει και να πάθει, θα καταλάμβανε τον πρώτο και μοναδικό αυτοκρατορικό θρόνο κι από κει θα κυβερνούσε όλους τους λαούς της γης, ολόκληρο τον κόσμο από ανατολή σε δύση κι από βορρά ως το νότο, με αντιπροσώπους Του τους δώδεκα υποτελείς βασιλιάδες. Χωρίς να χρειαστεί να πάθει, οι σκληροτράχηλοι Ιουδαίοι θα αναγνώριζαν το Χριστό ως βασιλιά και τον αναμενόμενο Μεσσία και θα τον προσκυνούσαν.

Στοχάσου τελικά πόσα πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν από έναν τέτοιο επίγειο βασιλιά και μάλιστα σύντομα, με τη δύναμη και την ευφυΐα ενός μόνο ανθρώπου! Τ’ αποτελέσματα θα ήταν τα ίδια με όσα είχαν πραγματοποιήσει όλες μαζί οι βασιλείες, πριν αλλά και μετά το Χριστό. Θά ‘χαν φτάσει κι αυτά σ’ ένα τέλος, μαζί με τους ιδρυτές τους. Ο κόσμος θα ξαναγύριζε εκεί που ήταν και πριν. Πιο γραφικά ακόμα, θα ήταν σα νά ’χε ξεριζώσει κάποιος γίγαντας μια πανύψηλη δρυ από το δάσος και την είχε ξαναφυτέψει σε μια πεδιάδα. Όσο διάστημα ο γίγαντας στεκόταν δίπλα στο δέντρο και το κρατούσε όρθιο με το δυνατό του χέρι, η δρυς θα στεκόταν όρθια. Με το που θ’ απομακρυνόταν ο γίγαντας όμως, ο άνεμος που θα φυσούσε θα την ξερίζωνε και θα την έριχνε κάτω. Οι άνθρωποι θα μαζεύονταν γύρω από την πεσμένη δρυ και θα θαύμαζαν πώς ένα τόσο δυνατό δέντρο έπεσε με το πρώτο φύσημα του ανέμου, ενώ οι αργοανάπτυκτες φουντουκιές δίπλα τους αντιστέκονταν στον άνεμο και στέκονταν όρθιες. Οι άνθρωποι θα κουνούσαν το κεφάλι τους και θά ‘λεγαν: «Είναι αλήθεια πως οι χαμηλές φουντουκιές φυτεύονται με σπόρο κι αναπτύσσονται αργά, αλλ’ αντιστέκονται σθεναρά κι αντιμετωπίζουν πιο εύκολα τον άνεμο από την πανύψηλη δρυ που τη μεταφύτεψε ένας γίγαντας κι έπειτα την εγκατέλειψε. Όσο πιο βαθιά βρίσκονται στο έδαφος οι ρίζες του δέντρου, τόσο πιο δυνατό και πιο ανθεκτικό θα γίνει.

Πόσο σοφό ήταν το να ξεκινήσει από τα χαμηλά ο Κύριος κι όχι από την κορυφή. Πόσο σοφό ήταν ν’ αρχίσει την οικοδομή της βασιλείας Του όχι με βασιλείς, αλλά με ψαράδες. Πόσο καλό, πόσο σωτήριο ήταν για μας, που ζούμε δυο χιλιάδες χρόνια από τη γέννησή Του, το ότι δεν απέβλεψε στην τελική επιτυχία του έργου Του, ούτε και στο να θερίσει τους καρπούς των αγώνων Του όσο ζούσε. Δεν ήθελε, όπως ο γίγαντας, να μεταφυτέψει μεμιάς το τεράστιο δέντρο, αλλά σαν απλός αγρότης να θάψει το σπόρο του δέντρου βαθιά μέσα στη γη κι έπειτα να πάει στο σπίτι του. Κι αυτό έκανε. Ο Κύριος έθαψε το σπόρο του Δέντρου της Ζωής όχι μόνο στο βάθος της καρδιάς των απλών Γαλιλαίων ψαράδων, αλλά και στο βάθος της ίδιας της κόλασης. Έπειτα συνέχισε την πορεία Του. Και το δέντρο αναπτυσσόταν αργά, πολύ αργά. Άνεμοι ισχυροί φύσηξαν πάνω του σε μια προσπάθεια να το ξεριζώσουν, μα δεν το κατόρθωσαν. Οι εχθροί έκοψαν το δέντρο, το έριξαν κάτω, μα οι ρίζες του πέταξαν πολλούς καινούργιους βλαστούς. Όσο εκείνοι το πελέκιζαν, τόσο πιο γρήγορα αναπτυσσόταν. Οι ορδές του εχθρού έσκαψαν στη γη, πιο βαθιά κι από τις κατακόμβες για να το ξεριζώσουν. Όσο όμως εκείνοι προσπαθούσαν, τόσο οι ρίζες αντιστέκονταν, τόσο οι καινούργιοι βλαστοί μεγάλωναν κι άλλοι φύτρωναν από την αρχή και πύκνωναν. Έτσι το δέντρο του Χριστού, που φυτεύτηκε με του Θεού τον τρόπο κι όχι του ανθρώπου, εξακολουθεί ν’ ανθίζει ως σήμερα, δυο χιλιάδες χρόνια αργότερα, παράγει καρπούς γλυκούς για ανθρώπους και αγγέλους και λάμπει από φρεσκάδα και κάλλος, σα νά ‘χε φυτευτεί μια γενιά νωρίτερα.

Αν ο Κύριος είχε ενεργήσει όπως οι άνθρωποι, είναι αλήθεια πως θα τον είχαν δοξάσει πολύ νωρίτερα οι άνθρωποι, εμείς όμως δε θα είχαμε σωθεί. Δεν τον ενδιέφερε η δόξα των ανθρώπων, ο ήχος των ποιμενικών αυλών, που σήμερα ακούγονται κι αύριο ρίχνονται στη φωτιά. Εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν η σωτηρία των ανθρώπων. Δεν ήρθε στους ανθρώπους όπως κάνει κάποιος γίγαντας σε τσίρκο, για να δείξει τη δύναμη και τις ικανότητές του, ν’ απολαύσει το χειροκρότημα των θεατών. Ήρθε σαν φίλος σ’ εμάς, σαν γιατρός σε θεραπευτήριο για να μας επισκεφτεί, να συνομιλήσει με τον καθένα μας και να μας προσφέρει συμβουλές και θεραπεία. Είναι επομένως πολύ καλό για όλη την ανθρωπότητα, από τότε που ξεκίνησε ο κόσμος ως τη συντέλεια, το γεγονός ότι ο Κύριος ενήργησε με θεϊκό τρόπο. Διάλεξε για αποστόλους Του όχι δώδεκα τρανούς βασιλιάδες, μα δώδεκα άσημους ψαράδες. Στο σημερινό ευαγγέλιο μαθαίνουμε με ποιό τρόπο τους διάλεξε. Διαβάστε περισσότερα »

Κυριακή Γ’ Λουκά: Το θαύμα της νεκρανάστασης (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

(Λουκ. ζ’ 11-16)

Πολλοί είναι οι άνθρωποι που αυτοτιτλοφορούνται «Σωτήρες της ανθρωπότητας». Ποιος απ’ όλους τους όμως θα μπορούσε να φανταστεί πως θα ήταν δυνατό να σώσει ανθρώπους από το θάνατο; Στην ιστορία έχουμε δει πολλούς καταχτητές. Κανένας τους όμως δε νίκησε το θάνατο. Στη γη γνωρίσαμε πολλούς βασιλιάδες που είχαν εκατομμύρια υποτελείς. Κανένας τους όμως δεν μπόρεσε να μετρήσει στους υποτελείς του και τους νεκρούς μαζί με τους ζωντανούς.

Κανένας, εκτός από τον μοναδικό Ένα, τον Κύριο Ιησού Χριστό, Εκείνον που μαζί Του δεν μπορεί να συγκριθεί κανένας. Δεν είναι μόνο ο Νέος Άνθρωπος. Είναι ο Νέος Κόσμος, ο Δημιουργός Του. Όργωσε τον αγρό ζώντων και νεκρών κι έσπειρε και στους δυό τον καινούργιο σπόρο της ζωής. Οι νεκροί μπροστά Του είναι όπως κι οι ζωντανοί, οι ζωντανοί όπως οι νεκροί. Ο θάνατος δεν είναι εμπόδιο στη βασιλεία Του. Παραμέρισε το εμπόδιο αυτό κι άνοιξε τη βασιλεία Του στην ιστορία, από τον Αδάμ και την Εύα ως τον τελευταίο άνθρωπο που θα γεννηθεί στη γη. Κοίταξε τη ζωή και το θάνατο του ανθρώπου με διαφορετικό τρόπο απ’ ότι βλέπουμε εμείς οι θνητοί. Κοίταξε και είδε πως η ζωή δεν τελειώνει με το σωματικό θάνατο, πως η πραγματικότητα του θανάτου για μερικούς ανθρώπους έρχεται πριν από το σωματικό τους θάνατο. Πολλούς ζωντανούς τούς βλέπει στον τάφο, πολλούς νεκρούς σε σώματα ζωντανά. «Μη φοβηθήτε από των αποκτεννόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι» (Ματθ. ι’ 28), είπε ο ίδιος στους αποστόλους Του. Ο σωματικός θάνατος δεν συνεπάγεται και τον ψυχικό θάνατο. Αυτός προκαλείται μόνο από τη θανάσιμη αμαρτία πριν ή και κατά το σωματικό θάνατο, ξέχωρα απ’ αυτόν.

Με την πνευματική ματιά Του ο Κύριος διαπερνά το χρόνο όπως η αστραπή τα σύννεφα. Οι ζωντανές ψυχές τόσο εκείνων που πέθαναν προ πολλού όσο και αυτών που δε γεννήθηκαν ακόμα εμφανίζονται μπροστά Του. Ο προφήτης Ιεζεκιήλ είδε σε όραμα μια πεδιάδα γεμάτη οστά νεκρών και δεν μπορούσε να κατανοήσει αν τα οστά αυτά θα μπορούσαν να αναζωογονηθούν, ωσότου του το αποκάλυψε ο Κύριος. «Υιέ ανθρώπου, ει ζήσεται τα οστέα ταύτα;», τον ρώτησε ο Κύριος, «και είπα· Κύριε Κύριε, συ επίστη ταύτα» (Ιεζ. λζ’ 3). Ο Χριστός δεν έβλεπε νεκρά οστά, αλλά τα ζωντανά πνεύματα που είχαν μέσα τους. Το σώμα και τα οστά του ανθρώπου δεν είναι παρά το περίβλημα κι ο εξοπλισμός της ψυχής. Το περίβλημα αυτό γερνάει και γίνεται σαν φθαρμένο ρούχο. Ο Θεός όμως θα το ανακαινίσει και θα ξαναντύσει με αυτό την ψυχή που αναχώρησε.

Ο Χριστός ήρθε για ν’ απαλλάξει τον άνθρωπο από τον αρχαίο φόβο, αλλά και να δημιουργήσει έναν καινούργιο φόβο σ’ αυτούς που αμαρτάνουν. Ο αρχαίος φόβος του ανθρώπου ήταν ο σωματικός θάνατος. Ο καινούργιος φόβος είναι ο πνευματικός θάνατος. Και τον φόβο αυτόν ο Χριστός τον ενίσχυσε, τον έκανε πιο δυνατό. Ο φόβος του σωματικού θανάτου οδηγεί τον άνθρωπο στην αναζήτηση βοήθειας απ’ αυτόν τον κόσμο. Οι άνθρωποι εγκαθίστανται σ’ αυτόν τον κόσμο, σκορπίζονται σ’ αυτόν και πιάνονται απ’ αυτόν, μόνο και μόνο για να σιγουρέψουν τη μεγαλύτερη δυνατή διαμονή για το σώμα τους, να διανύσουν ένα ταξίδι όσο μεγαλύτερο και αβασάνιστο γίνεται. Ο Κύριος όμως λέει σ’ εκείνον που ήταν πλούσιος ολικά αλλά φτωχός πνευματικά: «Άφρον, ταύτη τη νυκτί την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου· α δε ητοίμασας τίνι έσται;» (Λουκ. ιβ’ 20). Τον άνθρωπο που φροντίζει για το σώμα του αλλά αδιαφορεί για την ψυχή του, ο Κύριος τον αποκαλεί άφρονα, ανόητο. «Ουκ εν τω περισσεύειν τινί η ζωή αυτού έστιν εκ των υπαρχόντων αυτού» (Λουκ. ιβ’ 15), είπε επίσης ο Κύριος. Σε τι συνίσταται λοιπόν η ζωή του ανθρώπου; Στην εξάρτησή του από το Θεό, που ζωοποιεί την ψυχή με το λόγο Του και μαζί με την ψυχή ζωοποιεί και το σώμα.

Με το λόγο Του ο Κύριος ανάστησε κι ανασταίνει ψυχές αμαρτωλές, ψυχές που πέθαναν πριν από το σωματικό θάνατο. Υποσχέθηκε πως θ’ αναστήσει τα νεκρά σώματα εκείνων που έχουν ήδη αποβιώσει. Με την άφεση των αμαρτιών, με τα ζωοποιά λόγια Του και με τα τίμια δώρα, το πάναγνο Σώμα και το Αίμα Του, ανέστησε κι ανασταίνει και σήμερα ακόμα νεκρούς. Και θα το κάνει αυτό ως τη συντέλεια του κόσμου. Μας το επιβεβαίωσε αυτό όχι μόνο με λόγια αλλά και με έργα, αφού ανάστησε αρκετούς στη διάρκεια της επίγειας ζωής Του, καθώς και με την Ανάστασή Του. «Αμήν λέγω υμίν ότι έρχεται ώρα, και νυν έστιν, ότε οι νεκροί ακούσονται της φωνής του υιού του Θεού, και οι ακούσαντες ζήσονται» (Ιωάν. ε’ 25). Πολλοί νεκροί άκουσαν τη φωνή του Υιού του Θεού και αναστήθηκαν. Ένα τέτοιο παράδειγμα έχουμε από το σημερινό ευαγγέλιο. Διαβάστε περισσότερα »

Στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

(Λουκ. α’ 24-38)

Ὅπως ὁ ἥλιος καθρεφτίζεται στά καθαρά καί διαυγή νερά, ἔτσι κι ὁ οὐρανός στήν καθαρή κι ἁγνή καρδιά. Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι πανταχοῦ παρόν κι ἀναπαύεται σέ πολλά σημεῖα τοῦ ἀχανοῦς σύμπαντος. Τό μέρος ἐκεῖνο ὅμως ὅπου ἀγαπάει κι ἐπιθυμεῖ περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα νά κατοικεῖ, εἶναι ἡ ἁγνή καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκεῖ εἶναι τό πραγματικό Του ἐνδιαίτημα, ἡ κατοικία του. Ὅλοι οἱ ἄλλοι τόποι εἶναι ἁπλά τό ἐργαστήριό Του. Ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου δέ μένει ποτέ ἄδεια. Πάντα ὑπάρχει κάτι νά τήν καλύψει: ἡ καθαρότητά της. Κάποτε, γιά κάποιο διάστημα, τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου τή γέμιζε μόνο ὁ Θεός. Τότε ἡ καρδιά ἦταν καθρέφτης τοῦ κάλλους τοῦ Θεοῦ, ἕνας ὕμνος καί μιά δοξολογία γιά τό Θεό. Ὑπῆρχε ἕνας καιρός πού ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου βρισκόταν πραγματικά στά χέρια τοῦ Θεοῦ, ἀπαλλαγμένη ἀπό κίνδυνο. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος μέ τήν παραφροσύνη του πῆρε τά πράγματα στά δικά του χέρια, τήν καρδιά του τήν κυνήγησαν πολλά ἄγρια θηρία. Κι ἀπό τότε ξεκίνησε ἐσωτερικά μέν ἡ δουλεία τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς, ἐξωτερικά δέ αὐτό πού λέμε ἱστορία τοῦ κόσμου. Ἀδύναμος πιά νά κουμαντάρει τήν καρδιά του ὁ ἄνθρωπος ἀναζήτησε στήριξη στά ἔμψυχα ὄντα ἤ καί στά ἄψυχα πράγματα πού τόν περιέβαλαν. Ὅ,τι κι ἄν βρῆκε ὁ ἄνθρωπος ὅμως γιά νά στηρίξει καί νά ἐνισχύσει τήν καρδιά του, ἀποδείχτηκε πώς αὐτό τήν τραυμάτιζε καί τήν πλήγωνε μόνο. Καϋμένη καρδιά τοῦ ἀνθρώπου! Αἰχμαλωτίστηκες ἀπό πολλά πράγματα πού δέν εἶχαν καμιά δικαιοδοσία σέ σένα, καμιά ἐξουσία πάνω σου. Βρέθηκες σάν τό μαργαριτάρι ἀνάμεσα σέ χοίρους. Πόσο σέ σκλήρυνε ἡ μακροχρόνια δουλεία, πόσο σέ σκότισε τό μαῦρο σκοτάδι ὅπου κινεῖσαι! Ὁ Θεός ὁ ἴδιος κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό γιά νά σ᾿ ἐλευθερώσει ἀπό τή δουλεία, νά σέ γλιτώσει ἀπό τό σκοτάδι, νά σέ θεραπεύσει ἀπό τή λέπρα τῆς ἁμαρτίας σου, νά σέ ἀναλάβει ξανά στά δικά Του χέρια! Ἡ ἔλευση τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο κι ἡ πορεία Του ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους εἶναι ἡ πιό θαυμαστή κι ἀνυπέρβλητη ἔνδειξη τῆς ἀγάπης Του γιά τόν ἄνθρωπο. Εἶναι ὁ εὐαγγελισμός, ἡ εὐχάριστη εἴδηση τῆς ὕψιστης χαρᾶς γιά τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς καί τό πιό ὀλέθριο γεγονός γιά τήν ἀκαθαρσία της. Τήν ἔλευση τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο θά τήν παρομοιάζαμε μέ τήν ἐμφάνιση πύρινου στύλου στά σκοτάδια τῆς ἀβύσσου. Ἡ εἴδηση γιά τήν ἔλευσή Του ξεκίνησε μέ ἕναν ἄγγελο καί μιά κόρη παρθένο, μιά συνομιλία πού ἔγινε ἀνάμεσα στήν οὐράνια καί τήν ἐπίγεια ἁγνότητα. Ὅταν ἡ ἀκάθαρτη καρδιά συναντιέται μέ μιάν ἄλλη, ἐπίσης ἀκάθαρτη, θά προκύψει σύγκρουση. Ὅταν ἡ ἀκάθαρτη καρδιά συναντιέται μέ μιάν ἄλλη, καθαρή καρδιά, πάλι θά ᾿χουμε σύγκρουση. Μόνο ὅταν ἡ καθαρή καρδιά συναντηθεῖ μέ μιάν ἄλλη καθαρή ἔχουμε χαρά, εἰρήνη καί εὐφροσύνη. Ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ εἶναι ὁ πρῶτος ἀγγελιοφόρος τῆς εὐχάριστης εἴδησης γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Τό θαυμαστό γεγονός τοῦ Θεοῦ γιά τή λύτρωση καί τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δέ θά μποροῦσε νά συμβεί χωρίς νά φανεῖ ἡ θαυματουργή ἐνέργεια καί δύναμή Του. Ἡ πρώτη ἀπ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους πού ἄκουσε τή σωτήρια αὐτή εἴδηση ἦταν ἡ πάναγνη Παρθένος. Καί τήν ἄκουσε μέ φόβο, μέ δέος. Ὁ οὐρανός καθρεφτιζόταν στήν ἁγνή καρδιά της ὅπως ὁ ἥλιος στά καθαρά καί διαυγή νερά. Στήν καρδιά της ὁ Κύριος καί Δημιουργός τοῦ νέου κόσμου καί ἀνακαινιστής τοῦ παλαιοῦ, ἐπρόκειτο νά γείρει τό κεφάλι Του καί νά δανειστεῖ σάρκα ἀπό τή σάρκα της. Διαβάστε περισσότερα »

Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

Ένας άνθρωπος βάδιζε στο δάσος. Ήθελε να διαλέξει ένα καλό δέντρο, απ’ όπου θα έβγαζε δοκάρια για τη σκεπή του σπιτιού του. Εκεί είδε δύο δέντρα, το ένα δίπλα στο άλλο. Το ένα ήταν ίσιο, λείο και ψηλό, αλλά το εσωτερικό του, ο πυρήνας του, ήταν σάπιο. Το άλλο είχε ανώμαλη επιφάνεια κι ο κορμός του έδειχνε άσχημος. Το εσωτερικό του όμως ήταν γερό. Ο άνθρωπος αναστέναξε και είπε: «Σε τι μπορεί να μου χρησιμέψει το ψηλό και ίσιο αυτό δέντρο, αφού το μέσα του είναι σάπιο κι ακατάλληλο για δοκάρια; Το άλλο μοιάζει ανώμαλο, άσχημο, αλλά τουλάχιστο το μέσα του είναι γερό. Έτσι, αν καταβάλω λίγο μεγαλύτερη προσπάθεια, μπορώ να το διαμορφώσω και να το χρησιμοποιήσω για δοκάρια στο σπίτι μου». Και χωρίς να το σκεφτεί περισσότερο, διάλεξε το δέντρο εκείνο, το γερό. Το ίδιο θα κάνει κι ο Θεός για να ξεχωρίσει δύο ανθρώπους που βρίσκονται μέσα στο ναό Του. Δε θα διαλέξει εκείνον που φαίνεται επιφανειακά δίκαιος, αλλά τον άλλον, εκείνον που η καρδιά του είναι γεμάτη με την αληθινή δικαιοσύνη του Θεού. Διαβάστε περισσότερα »

Κυριακή ΙΕ’ Λουκά: Η μετάνοια του Ζακχαίου (Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

(Λουκ. ιθ’ 1-10)

Όποιος θέλει να δει το Χριστό, πρέπει να σκαρφαλώσει πνευματικά, να υπερβεί τη φύση, γιατί ο Χριστός είναι ανώτερος απ’ αυτήν. Είναι πιο εύκολο να δεις ένα βουνό όταν είσαι πάνω σ’ ένα λόφο, παρά όταν βρίσκεσαι σε μια κοιλάδα. Ο Ζακχαίος ήταν κοντόσωμος άνθρωπος. Επειδή ήθελε πολύ να δει το Χριστό όμως, σκαρφάλωσε σ’ ένα ψηλό δέντρο. Εκείνος που θέλει να πλησιάσει το Χριστό πρέπει να εξαγνιστεί, γιατί θα συναντήσει τον Άγιο των αγίων, τον Ιερό των ιερών. Ο Ζακχαίος είχε μολυνθεί από τη φιλοχρηματία και την ασπλαχνία. Έτσι όταν αποφάσισε να συναντήσει το Χριστό, έσπευσε να εξαγνιστεί με μετάνοια και με έργα ελέους. Διαβάστε περισσότερα »