Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανὸς (1756-1821) περικλεὴς μορφὴ τοῦ γένους, ὑπῆρξε καλλίνικος μάρτυρας τῆς ρωμηοσύνης, ποὺ μὲ τὴ θυσία του, στὴν ἀρχὴ τοῦ ἀγῶνος τῆς ἀνεξαρτησίας (1821), ἐνεψύχωσε τὸν ἐπαναστατημένο ἑλληνισμό, ἐπιβεβαιώνοντας συνάμα τὴ ρωμαίικη οἰκουμενικότητα τῆς ἐπαναστάσεώς του. Ἰδιαίτερη ὅμως σημασία ἔχει τὸ γεγονός, ὅτι ὁ Κυπριανός, κατὰ κοινὴ μαρτυρία, συγκέντρωνε τὰ γνωρίσματα τῶν γνησίων ἐκπροσώπων τῆς πατερικῆς παραδόσεως: πίστη-πιστότητα στὴν Ὀρθοδοξία, ἦθος ἁγιοπνευματικὸ καὶ ποιμαντικὴ πληρότητα. Τὸ μαρτύριό του ἀκολούθησε τὴν ἄρνησή του, κατὰ τὴ μαρτυρία μάλιστα ξένου, νὰ ἐξωμόσει, νὰ προδώσει δηλαδὴ τὴν πίστη τῶν πατέρων του, στὴν ὁποία ἀγωνιζόταν νὰ διακρατήσει καὶ τὰ πνευματικά του τέκνα, ὅπως ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὴν γνωστὴ ἐγκύκλιό του «κατὰ Φαρμασώνων», ἤδη τὸ 1815. Μὲ αὐτὴν ὑποστασιώθηκε ἡ ποιμαντική του ἀγωνία, νὰ προφυλάξει τὸ ποίμνιο, ποὺ τοῦ ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστός, ἀπὸ τὴν κορυφαία συνέπεια τῆς μεταφυσικῆς διαλεκτικῆς τῆς ἀποχριστιανοποιημένης Δύσεως, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἐκφράγκευση τοῦ γένους καὶ τὴν ριζικὴ ἀλλοτρίωσή του. Τὸ ἐνδιαφέρον του δὲ γιὰ τὴν συνέχεια τῆς παιδείας τοῦ γένους, ἐπιβεβαιώνει τὴν πατερικὴ συνείδησή του καὶ τὸν τοποθετεῖ στὴν χορεία τῶν ἀξίων ἱεραρχῶν μας, ποὺ θεωροῦν τὴν κατὰ Χριστὸν παίδευση ὡς περιχαράκωση τῆς πίστεως.