(Iωαν. θ΄1-35)
Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ τυφλὸς πρὶν τὴν συνάντησή του μὲ τὸν Χριστὸ δὲν εἶχε δεῖ ποτέ. Παντοῦ σκοτάδι· ἔπρεπε νὰ μαντεύει ἐξερευνώντας μὲ τὴν ἁφή τὰ πράγματα, νὰ χρησιμοποιεῖ τὴν φαντασία του. Δὲν εἶχε καθαρὴ εἰκόνα τῶν πραγμάτων.
Τότε συνάντησε τὸν Χριστό, καὶ Ἐκεῖνος τοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια. Καὶ ποιὸ ἦταν τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ εἶδε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος; Τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἡ ματιά Του· τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ ποὺ γίνεται ἄνθρωπος, γεμάτο προσοχή, συμπονετικὴ ἀγάπη νὰ στέκει ἐπάνω σ’ ἐκεῖνον μοναχά, ξέχωρα ἀπὸ τὸ πλῆθος. Ἦρθε πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὸν Ζωντανό Θεὸ καὶ ἀντιμετώπισε τὸ θαῦμα ποὺ τόσο πολὺ μᾶς ἐκπλήσσει: Ὄτι ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ ἐπικεντώσει τὴν προσοχή Του στὸν καθένα μας – ὅπως ὁ Καλός Ποιμὴν στὸ χαμένο πρόβατο – καὶ δὲν βλέπει τὸ πλῆθος ἀλλὰ τὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ πρόσωπο.
Μετὰ ἀπὸ ὅ,τι ἔγινε, πιθανὸν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἐρεύνησε τὰ πάντα γύρω του, καὶ ὅ,τι γνώριζε μόνο ἀπὸ περιγραφὲς, ἀπὸ φῆμες, ἔγινε πραγματικότητα – «τώρα βλέπω».
Συμβαίνει καὶ τώρα· μπορεῖ νὰ συμβεῖ στὸν καθένα μας.