Ένας παλιός καραβοκύρης μου έλεγε: «Είχαμε τότε τα ιστιοφόρα. Και δεν φοβόμασταν την ανοιχτή θάλασσα, γιατί το πανί κρατούσε το καράβι, και έπαιζε με το κύμα. Δυσκολία πολλή συναντούσαμε, όταν πλησιάζαμε στη στεριά. Και όταν πηγαίναμε τους υποψήφιους μοναχούς στο Όρος, ξέραμε ότι δεν θα τους ξαναπαίρναμε. Τους χάναμε, δεν ξανάβγαιναν έξω, όπως δεν γυρίζουν πίσω οι πεθαμένοι που τους πάνε στο κοιμητήριο».
Το Άγιον Όρος το χαρακτήρισε κοιμητήριο, τάφο, όπου μπαίνει κανείς και δεν βγαίνει έξω. Και είχε δίκιο. Μπορούμε να πούμε ότι το Άγιον Όρος είναι ένα κοιμητήριο νεκρών σπόρων, από όπου βλάστησε μια άλλη ζωή και ανθοφορία.
Το Άγιον Όρος είναι κάτι που σε συγκινεί βαθύτατα και σε έλκει. Κάτι που έχει σχέση με ένα θάνατο και με μια ζωή. Ο υποψήφιος μοναχός έρχεται στο Άγιον Όρος. Μένει εν ελευθερία. Θέλει να δει ποιές αντιδράσεις δημιουργούνται μέσα του με το τόπο. Και οι αντιδράσεις είναι διάφορες, ποικίλλουν κατά τα πρόσωπα και κατά τις αναζητήσεις των.
Εάν η κλίση σου είναι γι’ αυτή τη ζωή, τη λογική, τον τόπο και το κλίμα, τότε μένεις. Γίνεται η κουρά σου. Και το άγιο Θυσιαστήριο, η αγία Τράπεζα είναι ο Τάφος ο πανάγιος του Χριστού, απ’ όπου ανατέλλει ως Νυμφίος εκ παστάδος φωτεινής. Και αγαπάς έναν Τάφο. Και προσπίπτεις στον Τάφο, επειδή αγαπάς τη ζωή.
Διαβάστε περισσότερα »