Κάποτε ο άγιος Αντώνιος, καθώς πλησίαζε η ώρα που έτρωγε, σηκώθηκε για να προσευχηθεί, την ενάτη ώρα περίπου (τρεις το απόγευμα). Ένιωσε τότε τον εαυτό του να αρπάζεται νοερά· και το παράδοξο είναι ότι στεκόταν και έβλεπε τον εαυτό του σαν να ήταν έξω από τον εαυτό του και κάποιοι να τον οδηγούν στον αέρα. Έπειτα είδε κάποιους απαίσιους και φοβερούς να στέκονται στον αέρα και να θέλουν να του εμποδίσουν το πέρασμα. Οι συνοδοί του τους αντιμάχονταν, εκείνοι όμως απαιτούσαν να λογοδοτήσει σε αυτούς, μήπως τον βρουν χρεώστη τους σε κάτι. Ήθελαν να αρχίσουν την εξέταση από τότε που γεννήθηκε, τους εμπόδισαν όμως οι συνοδοί τού Αντωνίου, λέγοντας ότι όσα έκανε από τότε που γεννήθηκε, τα έσβησε ο Κύριος, και μόνο για όσα έκανε από τότε που έγινε μοναχός και αφιερώθηκε στον Θεό επιτρέπεται να τον εξετάσουν. Καθώς λοιπόν εκείνοι έλεγαν κατηγορίες, τις οποίες δεν μπορούσαν να αποδείξουν, ο δρόμος του έμεινε ελεύθερος και ανεμπόδιστος. Και αμέσως είδε τον εαυτό του σαν να ήρθε και να στάθηκε δίπλα στον εαυτό του, και έγινε πάλι ένας Αντώνιος. Διαβάστε περισσότερα »