Ἡ ἔννοια τῆς ὡραιότητος ὑπάρχει ἀπὸ τὴν Ἀρχαῖα Ἑλληνικὴ Γραμματεία καὶ Φιλοσοφία. Ὁ Πλάτων, ὁμιλώντας περὶ τοῦ ἰδεατοῦ κόσμου, πίστευε ὅτι ἐκεῖ ὑπάρχει ὁ Θεός, τὸν ὁποῖο ὀνόμαζε «ἀμήχανον κάλλος». Καὶ ὄντως αὐτὴ ἡ ἔκφραση τοῦ Πλάτωνος ἐμπεριέχει μία ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι τὸ ἀπόλυτον κάλλος, εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ κάλλους καὶ κάθε ὡραιότητος. Κατὰ παρόμοιο τρόπο ἀναφέρεται στὴν Ἁγία Γραφὴ ὅτι «εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν» (Γεν. 1, 31).
Ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιούργημα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι «τὸ πολυπόθητον κάλλος», κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, γι᾽ αὐτὸ ἑλκύεται ἀπὸ τὸ κάλλος, θέλγεται ἀπὸ τὴν ὡραιότητα καὶ τὴν ἐπιδιώκει, ὄχι μόνον γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν περιβάλλοντα αὐτὸν χῶρο καὶ κόσμο. Ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ καὶ ἀπολαμβάνει τὸ κάλλος αἰσθητῶς. Αὐτὸ τὸ ὁποῖο εὐχαριστεῖ τὶς αἰσθήσεις του, τὴν ὅραση, τὴν ἀκοή, τὴν ἀφὴ κ.λπ. εἶναι ἡ ὡραιότης, τό κάλλος.