(Λουκ. 10:25-37)
Εμείς όλοι οι άνθρωποι, εξαιτίας της παράβασης των προπατόρων μας και της παρακοής, λάβαμε ως κληρονομιά την κατάρα και την καταδίκη την αιώνια και ξεπέσαμε από την ουράνια Ιερουσαλήμ σε αυτήν την πρόσκαιρη πατρίδα, η οποία είναι γεμάτη από θλίψεις και στενοχώριες, από πόνους και συμφορές, τις οποίες μας επιφέρουν οι ληστές, οι νοητοί δαίμονες, που μας πληγώνουν κάθε μέρα. Πληγές είναι οι αμαρτίες τις οποίες μας επιφέρουν η υπερηφάνεια, ο φθόνος, η ζήλεια, η μνησικακία, η κατάκριση, η καταλαλιά, η συκοφαντία, οι ασέλγειες, οι πορνείες, οι μοιχείες, οι κλοπές, οι αδικίες και γενικά κάθε αμαρτία την οποία πράττει ο άνθρωπος, με τη συνεργεία του πονηρού δαίμονα, διότι εκείνος είναι που μας τραυματίζει, μας πληγώνει.
Ο Θεός μας έδωσε σύνεση, σοφία και διάκριση, αλλ’ επειδή δεν προσέχουμε και δεν φροντίζουμε, δεχόμαστε τις πληγές και τα τραύματα από τους δαίμονες και ως αμαρτωλοί πέφτουμε κάτω ημιθανείς. Και αν πεθάνουμε από τις πληγές και τα τραύματα που μας επιφέρουν οι πονηροί, οι ληστές δαίμονες, τότε πεθαίνουμε τον αιώνιο θάνατο, καταδικαζόμαστε στην αιώνια κόλαση.
Ενώ η ανθρώπινη φύση βρισκόταν ημιθανής από τα τραύματα και τις πληγές, τις οποίες οι ληστές –οι νοητοί δαίμονες– επέφεραν στο ανθρώπινο γένος, «κατά συγκυρία», λέει, πέρασε κάποιος ιερέας και είδε τον άνθρωπο αυτόν τον τραυματισμένο και εξακολούθησε τον δρόμο του. Δεν τον ευσπλαχνίσθηκε, δεν είχε δύναμη να του προσφέρει βοήθεια. Παρομοίως έπραξε και ο λευΐτης. Και αυτός πέρασε, τον είδε τραυματισμένο και δεν μπόρεσε να του προσφέρει καμία βοήθεια. Ο ιερέας και ο λευΐτης εικονίζουν τους Προφήτες, τους απεσταλμένους του Θεού για να διδάξουν τους ανθρώπους να αποφεύγουν την αμαρτία, να μην ακούν τους πονηρούς δαίμονες που τους παρακινούν και προτρέπουν στην αμαρτία. Αλλ’ ούτε Προφήτης ούτε δίκαιος ούτε κανείς άλλος απεσταλμένος από τον Θεό για βοήθεια του ανθρώπου μπόρεσε να βοηθήσει τον άνθρωπο, που έπεσε στα χέρια των ληστών και τραυματίσθηκε…