Καταλαβαίνουμε έτσι πόσο βαθύς είναι αυτός ο λόγος των πατέρων: «Είδες έναν άνθρωπο; Είδες τον Θεό» (Γεροντικό, Αββάς Απολλώς 3). Και καταλαβαίνουμε γιατί η φιλοξενία τιμάται τόσο πολύ στις ορθόδοξες χώρες. Διότι το να δεχθείς τον ξένο αδελφό, ταξιδιώτη ή άρρωστο, σημαίνει να δεχθείς τον Θεό: «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε», λέει ο Κύριος (Ματθ. 25:40).
Αλλά αυτός ο μοναδικός πλούτος, τον οποίο κρύβει ο καθένας μέσα στην ύπαρξή του, συνήθως είναι ένας κρυμμένος θησαυρός, άγνωστος και για τους άλλους αλλά πολλές φορές και για τον ίδιο τον κατέχοντα.
Επομένως μόνο η αγάπη είναι θαυμαστή δύναμη, το κλειδί που ανοίγει τα εσώτερα του ανθρώπου, στον οποίο αντανακλάται το θεϊκό κάλλος που φανερώνει την ωραιότητα της εικόνας του Θεού στον άνθρωπο. Η εικόνα όμως αυτή δεν είναι κάτι στατικό, αλλά δυναμικό, τείνει να ολοκληρωθεί στην ομοιότητα. Μιλώντας για το κάλλος της εικόνας προβλέπεται και η ολοκλήρωσή της στην ομοίωση, το οποίο είναι θεϊκό κάλλος. Εδώ βασίζεται η ανεξήγητη για τους άλλους στάση του αγαπώντος. Δεν βλέπει τις ελλείψεις ή τις ατέλειες του αγαπωμένου προσώπου διότι είναι γοητευμένος με το κάλλος της θεϊκής εικόνας του ανθρώπου και θαυμάζει ακόμη περισσότερο για το κάλλος της εικόνας που πρόκειται να ολοκληρωθεί στην ομοίωση.





