Μέ ἀφορμή τίς παλαιότερες καί νεότερες ρωμαιοκαθολικές ὑπερβολές καί καταχρήσεις (Μαριολογικά δόγματα καί συναφεῖς θεολογικές γνῶμες), εἶναι γνωστή ἱστορικά ἡ ἀρνητική καί ἀπορριπτική στάση τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ἀπέναντι στό πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας.
Ἡ ἀρνητική αὐτή προτεσταντική στάση ἀποτυπώνεται καί καταγράφεται εὐρύτερα καί στά πλαίσια τῶν διαχριστιανικῶν διαλόγων, καθώς καί ἐκεῖ, ὅπως ὁμολογοῦν λ.χ καί Διαμαρτυρόμενοι θεολόγοι1, τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου παραμένει ἕνα πολύ δύσκολο θέμα γιά νά ὑπάρξει μιά κοινή βάση δογματικῆς συμφωνίας καί ἀποδοχῆς.
Ἡ ἀντίθεση στό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου στόν Προτεσταντικό χῶρο, στά πλαίσια τῆς ἐπιχειρηματολογίας της, πολλές φορές θά υἱοθετήσει καί ἀνιστόρητα μυθεύματα στήν προσπάθειά της νά δικαιολογήσει ἀντίστοιχες δογματικές τοποθετήσεις της. Ἕνα τέτοιο μύθευμα εἶναι καί ὁ ὑποτιθέμενος γάμος, κατ᾽ αὐτούς πάντα, τῆς Κυρίας Θεοτόκου μέ τόν μνήστορα Ἰωσήφ.