Στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνος, περὶ τὸ 1905, στὸ ρωσσικὸ μοναστῆρι τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος στὸν Ἄθωνα, ὁ ἅγιος Σιλουανὸς προσευχόταν μέσα στὸ κελλί του, ἀλλ’ οἱ δαίμονες τὸν ἐμπόδιζαν νὰ φθάσῃ στὴν καθαρὰ προσευχή. Καθισμένος, λοιπόν, στὸ σκαμνί του, εἶπε μὲ θλιμμένη καρδία: «Κύριε, βλέπεις ὅτι θέλω νὰ προσευχηθῶ μὲ καθαρὸ νοῦ, ἀλλ’ οἱ δαίμονες δὲν μὲ ἀφήνουν. Δίδαξέ με τὶ πρέπει νὰ κάνω, γιὰ νὰ μὴ μὲ ἐνοχλοῦν». Καὶ τότε ἄκουσε στὴν ψυχή του τὴν ἀπάντησι: «Οἱ ὑπερήφανοι πάντα ἔτσι ὑποφέρουν ἀπὸ τοὺς δαίμονες». «Κύριε», εἶπε ὁ ἅγιος Σιλουανός, «δίδαξέ με τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ ταπεινωθῆ ἡ ψυχή μου». Καὶ νέα ἀπάντησι ἀπὸ τὸν Θεὸ στὴν καρδιά του: «Κράτα τὸν νοῦ σου στὸν ἅδη, καὶ μὴν ἀπελπίζεσαι»… Διαβάστε περισσότερα »