Να θυμάστε, σας παρακαλώ, πάντοτε τα λόγια του Χριστού: «οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Μτ. 21, 31).
Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός ήταν καλεσμένος στο σπίτι ενός Φαρισαίου Σίμωνα σε γεύμα. Το έμαθε μια πόρνη και αφού αγόρασε πολύτιμο μύρο πήγε τρομαγμένη στο σπίτι του Σίμωνα. Γονάτισε κοντά στα πόδια του Ιησού, τα έβρεχε με τα δάκρυά της, τα σκούπιζε με τα μαλλιά της και τα άλειφε με μύρο. Ο Φαρισαίος Σίμων το έβλεπε και μέσα του κατηγορούσε τον Ιησού αγανακτώντας για το ότι ο Κύριος δεν απομάκρυνε αυτήν την ακάθαρτη και αμαρτωλή γυναίκα. Μέσα του έλεγε: «οὗτος εἰ ἦν προφήτης, ἐγίνωσκεν ἂν τίς καὶ ποταπὴ ἡ γυνὴ ἥτις ἅπτεται αὐτοῦ, ὅτι ἁμαρτωλός ἐστι» (Λκ. 7, 39).
Ο Πολυέλεος Υιός του Θεού κοίταξε με ευσπλαχνία την γυναίκα αυτή και της άφησε τις πολλές της αμαρτίες διότι μετανόησε ειλικρινά και με όλη την καρδιά της αγάπησε Αυτόν που είναι ο Ήλιος της Δικαιοσύνης.
Στο Ναό των Ιεροσολύμων την ώρα που προσφέρονταν θυσίες βρίσκονταν μεταξύ των άλλων ανθρώπων ένας Φαρισαίος, υπερήφανος για την ευσέβειά του, και ένας αμαρτωλός τελώνης περιφρονημένος από όλους. Αυτός δεν τολμούσε να σηκώσει τα μάτια του και χτυπώντας το στήθος του επαναλάμβανε μόνο μία σύντομη ευχή: «ὁ Θεὸς ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λκ. 18, 13). Ο υπερήφανος Φαρισαίος ευχαριστούσε τον Θεό ότι δεν είναι όπως αυτό το πλήθος των αμαρτωλών ανθρώπων ή όπως αυτός ο τελώνης. Όμως αυτόν τον ταπεινό τελώνη έβλεπε από τα ύψη του ουρανού και άκουγε πώς εκείνος χτυπά το στήθος του, Αυτός που με το στόμα του προφήτη Ησαΐα είπε: «ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλ᾿ ἢ ἐπὶ τὸν ταπεινὸν καὶ ἡσύχιον καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους μου» (Ησ. 66, 2).