«Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου»
«Καὶ πῶς», διερωτᾶται κάποιος, «θὰ ὑποβάλλω τὰ αἰτήματά μου πρὸς τὸν Κύριο, ὄντας ἐγὼ ἀγροῖκος, χωρικὸς κι ἀπαίδευτος»;
Γι’ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὰ αἰτήματα δὲν σοῦ χρειάζονται λογοτεχνικὲς ἱκανότητες, παρὰ μονάχα ἁπλότητα. Ἂς ἐπιστρέψουμε, ὅπως ἔκαμε ὁ ἄσωτος υἱός. Ἂς στενάξουμε, ὅπως στέναξε ὁ τελώνης. Ἂς χύσουμε δάκρυα μετανοίας ὅπως ἡ πόρνη καί, ὅπως ὁ ληστής, ἂς φωνάξουμε: «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου». Ποῦ βλέπεις τὸ δύσκολο καὶ το πολύπλοκο σ’ αὐτὰ τὰ τόσο ἄπλα λόγια;
«Ναί», ἀποκρίνεται, «ἀλλ’ ἐγὼ δὲν βλέπω τὸν ἑαυτό μου νὰ εἶναι συσταυρωμένος μὲ τὸν Κύριο. Πῶς, λοιπόν, νὰ ἐπαναλάβω τὰ λόγια του ληστῆ»;
Τί λέγεις, ἄνθρωπε; Θέλεις κάθε μέρα νὰ βλέπεις σταυρωμένο τὸν Χριστό; Τίποτε δὲν σ’ ἐμποδίζει κάθε μέρα νὰ στρέφεις τὸ βλέμμα τῆς διάνοιας καὶ ν’ ἀντικρίζεις τὴν σωτήρια σταύρωση καὶ στὴ συνέχεια νὰ λέγεις; «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».
Αὐτός, ὅμως, ξαναρωτᾶ καὶ λέγει:
«Πῶς κάθε μέρα σταυρώνεται ὁ Χριστός, γιὰ νὰ τὸν βλέπω μὲ τρόπο νοερό»;
Διαβάστε περισσότερα »