Ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο «κατ᾽εἰκόνα» Του, λογικὴ ὕπαρξη, γιὰ νὰ ὑπάρχῃ ὡς ἀθάνατη ἀνθρώπινη ὀντότητα στὸν χῶρο τοῦ παραδείσου.
Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, μὲ τὴν παρακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Δημιουργοῦ Του ἐξῆλθε τοῦ παραδείσου καὶ εἰσῆλθε στὸν χῶρο τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Προηγήθηκε ὁ πνευματικὸς θάνατος καὶ ἀκολούθησε ὁ σωματικός. Ἡ ψυχή μας ἔχασε τὴν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Δημιουργοῦ της Θεοῦ. Ὁ νοῦς ἐσκοτίσθη καὶ αὐτὴν τὴν σκότωση τὴν μετέδωσε καὶ στὸ σῶμα. Κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπο ὑπέστησαν φθορὰ καὶ τὰ δύο. Ἡ ψυχὴ γέμισε ἀπὸ πάθη, τὸ δὲ σῶμα «παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσιν τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48, 21).





