Χειμώνας, πρωί. Ἕνα μικρὸ ἀγόρι ξυπνᾶ μέσα σ’ ἕνα ὑγρὸ καὶ κρύο ὑπόγειο. Τουρτουρίζει ἀπὸ τὸ κρύο. Γυρίζει καὶ κοιτάζει τὴ μητερούλα του, ποὺ κοιμᾶται δίπλα σκεπασμένη μ’ ἕνα λεπτὸ καὶ κουρελιασμένο πάπλωμα. Τὸ ἀγοράκι παρατηρεῖ τὴν ἀναπνοή της, ποὺ ὅσο ἀδύνατα κι ἂν βγαίνει, μόλις βγαίνει γίνεται ἕνα ἄσπρο συννεφάκι καὶ μετὰ διαλύεται.
Εἶναι ἄρρωστη καὶ τὸ ἀγοράκι ὅσο μικρὸ καὶ ἂν εἶναι νοιώθει, πὼς δὲν πρέπει νὰ τὴν ξυπνήσει, ἂν καὶ ἡ πείνα τοῦ τρώει τὰ σωθικά.
Ἔξω εἶναι γιορτὴ μεγάλη. Ἦρθαν τὰ Χριστούγεννα. Καὶ γι’ αὐτὸ ὅλοι οἱ κάτοικοι τούτων τῶν ὑπογείων εἶχαν φύγει καὶ ἀκουόταν μόνο τὰ βογγητὰ μίας ἄρρωστης γριᾶς καρφωμένης στὸ παλιοκρέβατό της.









