ΔΙΑΤΙ ΘΑΠΤΟΜΕΝ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ ΚΑΤ’ ΑΝΑΤΟΛΑΣ
ΚΑΛΟΙ ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΟΙ ΤΟΥ ΠΕΘΑΜΕΝΟΥ
ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΟΙΟΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΛΑΙΩΜΕΝ
Ακούσατε, Άρχοντες, διδαχήν και παραίνεσιν, ακούσατε λόγον Θεού να εύγη η λύπη από την καρδίαν σας∙ διότι πολλαίς φοραίς ο λόγος παρηγορεί πόνον, και η διδαχή η καλή αφανίζει λύπην∙ πολλούς, αδελφοί μου, εβλέπαμεν εχθές ζωντανούς, οπού ωμιλούσαν και εσυγχαίροντο με ημάς, και τώρα δεν είναι, αλλά ή επήγαν προς τον καλέσαντα αυτούς Δεσπότην, ή κείτονται εις την στρώσιν, και απαντεχαίνουσι και αυτοί τον θάνατον∙ διά τούτο και πολύν θρήνον τώρα βλέπω, πολλήν σύγχυσιν εις την Εκκλησίαν, άμετρα κλαύματα εις το ασπήτιον, και σχήματα εις τον Ναόν τού Θεού. Πολλαίς φοραίς επαρακάλεσα την αφεντίαν σας, διά τούτο και αναθύμησά το, ότι με υπομονήν και με ευχαριστίαν να υπομένωμεν των αποθνησκόντων την κοίμησιν, και να μη κάμνετε έτσι άτακτα και άπρεπα, μηδέ ωσάν χαμένους να έχετε τους εν Χριστώ αποθανόντας, και να κλαίετε άπρεπα. Του λόγου μας, ευλογημένοι Χριστιανοί, ας κλαύσωμεν, τους κολασμένους ας θρηνήσωμεν∙ εάν δεν σωφρονισθούμεν από τον θάνατον του αδελφού μας, πότε να μετανοήσωμεν; εάν οφθαλμοφανώς βλέπωμεν πώς γινόμεσθεν, και δεν επιστρέφωμεν, πότε να διορθώσωμεν τον εαυτόν μας; διά τούτο ας λυπηθούμεν τού λόγου μας, παρακαλώ σας, και μη φανταζώμεσθεν ως αθάνατοι, διότι μία είναι η στράτα τού θανάτου, και πλέον άλλη δεν είναι∙ εις όλους είναι η απόφασις του Θεού δοσμένη ίσια∙ ο θάνατος βασιλέα δεν φοβάται, αρχιερέα δεν τιμά. γέροντα δεν λυπείται, ευμορφίαν δεν ζηλεύει, μονογενή δεν σπλαγχνίζεται. μηδέ δάκρυα βλέπει, άρχοντας δεν τρέμει, αφεντάδες δεν τους βάνει εις τον νουν του, πρόσωπον δεν κοιτάζει, αλλά εις όλους έρχεται∙ διά τούτο βλέπομεν όσους ήτον σήμερον εις την γην, αύριον εις τον ουρανόν, εάν έκαμαν καλόν διά την ψυχήν τους∙ σήμερον είναι εις παλάτια, και αύριον εις τάφον∙ σήμερον άρχων και μέγας, αύριον βρώμα και δυσωδία, σκωλήκων γεμάτος∙ σήμερον υπερήφανος και ακατάδεκτος, και αύριον ταπεινός και ασύντυχος∙ σήμερον χαίρεται και ευφραίνεται, και αύριον μυρίζει από πάσαν βρώμαν περισσότερον∙ πολλαίς φοραίς ερωτούμεν ένας τον άλλον, πού ο δείνας άρχων; πού ο βασιλεύς ο μέγας; πού ο δυνάστης και υπερήφανος; πού ο άρπαξ και άδικος; πού ο συκοφάντης και καταδότης; υπάγουσιν εις τόπον φοβερόν και παράδοξον∙ πού; όπου είναι ο Κριτής των κριτών∙ όπου είναι ο φοβερώτερος των φοβερών, ο Βασιλεύς των βασιλέων∙ εκεί οπού όλοι ίσια στέκονται σκλάβοι, δούλοι, ελεύθεροι, ευγενείς, άτιμοι, αμαρτωλοί, δίκαιοι, οι μεν δίκαιοι στεφανωμένοι, οι δε αμαρτωλοί καταδικασμένοι.






