Ακούσατε, Άρχοντες, διδαχήν και παραίνεσιν, ακούσατε λόγον Θεού να εύγη η λύπη από την καρδίαν σας∙ διότι πολλαίς φοραίς ο λόγος παρηγορεί πόνον, και η διδαχή η καλή αφανίζει λύπην∙ πολλούς, αδελφοί μου, εβλέπαμεν εχθές ζωντανούς, οπού ωμιλούσαν και εσυγχαίροντο με ημάς, και τώρα δεν είναι, αλλά ή επήγαν προς τον καλέσαντα αυτούς Δεσπότην, ή κείτονται εις την στρώσιν, και απαντεχαίνουσι και αυτοί τον θάνατον∙ διά τούτο και πολύν θρήνον τώρα βλέπω, πολλήν σύγχυσιν εις την Εκκλησίαν, άμετρα κλαύματα εις το ασπήτιον, και σχήματα εις τον Ναόν τού Θεού. Πολλαίς φοραίς επαρακάλεσα την αφεντίαν σας, διά τούτο και αναθύμησά το, ότι με υπομονήν και με ευχαριστίαν να υπομένωμεν των αποθνησκόντων την κοίμησιν, και να μη κάμνετε έτσι άτακτα και άπρεπα, μηδέ ωσάν χαμένους να έχετε τους εν Χριστώ αποθανόντας, και να κλαίετε άπρεπα. Του λόγου μας, ευλογημένοι Χριστιανοί, ας κλαύσωμεν, τους κολασμένους ας θρηνήσωμεν∙ εάν δεν σωφρονισθούμεν από τον θάνατον του αδελφού μας, πότε να μετανοήσωμεν; εάν οφθαλμοφανώς βλέπωμεν πώς γινόμεσθεν, και δεν επιστρέφωμεν, πότε να διορθώσωμεν τον εαυτόν μας; διά τούτο ας λυπηθούμεν τού λόγου μας, παρακαλώ σας, και μη φανταζώμεσθεν ως αθάνατοι, διότι μία είναι η στράτα τού θανάτου, και πλέον άλλη δεν είναι∙ εις όλους είναι η απόφασις του Θεού δοσμένη ίσια∙ ο θάνατος βασιλέα δεν φοβάται, αρχιερέα δεν τιμά. γέροντα δεν λυπείται, ευμορφίαν δεν ζηλεύει, μονογενή δεν σπλαγχνίζεται. μηδέ δάκρυα βλέπει, άρχοντας δεν τρέμει, αφεντάδες δεν τους βάνει εις τον νουν του, πρόσωπον δεν κοιτάζει, αλλά εις όλους έρχεται∙ διά τούτο βλέπομεν όσους ήτον σήμερον εις την γην, αύριον εις τον ουρανόν, εάν έκαμαν καλόν διά την ψυχήν τους∙ σήμερον είναι εις παλάτια, και αύριον εις τάφον∙ σήμερον άρχων και μέγας, αύριον βρώμα και δυσωδία, σκωλήκων γεμάτος∙ σήμερον υπερήφανος και ακατάδεκτος, και αύριον ταπεινός και ασύντυχος∙ σήμερον χαίρεται και ευφραίνεται, και αύριον μυρίζει από πάσαν βρώμαν περισσότερον∙ πολλαίς φοραίς ερωτούμεν ένας τον άλλον, πού ο δείνας άρχων; πού ο βασιλεύς ο μέγας; πού ο δυνάστης και υπερήφανος; πού ο άρπαξ και άδικος; πού ο συκοφάντης και καταδότης; υπάγουσιν εις τόπον φοβερόν και παράδοξον∙ πού; όπου είναι ο Κριτής των κριτών∙ όπου είναι ο φοβερώτερος των φοβερών, ο Βασιλεύς των βασιλέων∙ εκεί οπού όλοι ίσια στέκονται σκλάβοι, δούλοι, ελεύθεροι, ευγενείς, άτιμοι, αμαρτωλοί, δίκαιοι, οι μεν δίκαιοι στεφανωμένοι, οι δε αμαρτωλοί καταδικασμένοι.
Πού εκεί των βασιλέων η φαντασία; πού των αρχόντων η υπερηφανία; πού των πλουσίων η ανελεημοσύνη; πού των αρχόντων η προσωποληψία; πού το κάλλος τής νεότητος το πολυφάνταστον; νεότης η άγνωστος οπού έχει ελπίδας να ζήση πολύν χρόνον; νεότης η μωρά και υπερήφανος; όμως όποιος εδώ είναι υπερήφανος, εκεί ελεεινός∙ εδώ μεθυσμένος, εκεί καν μίαν σταλαγματίαν νερόν δεν έχει∙ εδώ έτοιμος εις κακολογίας και ύβρεις, και εκεί δεμένος και υβρισμένος∙ εδώ έτοιμος να αδικήσει και να αρπάξη, αλλά εκεί καταδικασμένος και τετραχηλισμένος· πού εκεί σοφός, αδελφοί μου; πού δυνάστης; πού η σύγχυσις η πολλή και μεγάλη; πού εκείνοι όπου πίνουν το κρασί με χορούς και παιγνίδια; και ταύτα να πεινούν άλλοι, και να διψούν δούλοι τού Χριστού και Χριστιανοί, οπού πιστεύσατέ με από την κακοπάθειάν τους και την πτωχείαν τους επιθυμούσι και ζητούσι τον θάνατον. Αλλοίμονον, άρχοντες· ο φοβερός θάνατος γίνεται επιθυμητός τοις πτωχοίς· η ζωή η αγαπημένη γίνεται εις τους αναγκασμένους μισημένη, και το φως ετούτο, το αγαπημένον εις όλους, γίνεται εις εκείνους συγχαντόν· δοξασμένος να είναι ο Θεός, οπού όλα προς το συμφέρον τα οικονομεί· αδελφοί μου Χριστιανοί, ο θάνατος δεν είναι κακός, αλλά και μάλιστα καλός και δεν το λέγω εγώ, αλλά και ο δίκαιος Ιώβ ούτω λέγει· Θάνατος ανδρί ανάπαυσις· και ο Απόστολος Παύλος λέγει· Ο αποθανών δεδικαίωται από της αμαρτίας· ελευθερώνεται από πλεονεξίαν, από συκοφαντίαν, από διαβαλμόν· ο θάνατος είναι των δικαίων ανάπαυσις· ο θάνατος είναι των μικρών παιδιών παρηγορία· ο θάνατος είναι των δούλων ελευθερία· ο θάνατος είναι των εννοιασμένων λύτρωσις· ο θάνατος είναι των πειρασμένων εξεννοίασις· εάν δεν ήτον ο θάνατος, ηθέλαμεν τρώγει αλλήλους μας· εάν δεν ελπίζαμεν να κριθούμεν, μηδέ να αναστηθούμεν ελπίζαμεν· εάν δεν ηθέλαμεν εξεπέσει από τον Παράδεισον, μηδέ ο θάνατος μας ήθελεν κυριεύσει· βλέπεις φιλανθρωπίαν Δεσπότου; η καταδίκασις της παραβάσεώς μας έγινεν εις ημάς σωτηρία· ει μεν είναι δίκαιος ο αποθαμμένος χαίρου, διότι με πολύ θάρρος υπάγει προς τον Θεόν· ει δε είναι αμαρτωλός, μη λυπού, διότι εκέρδεσε τα κακά, οπού έμελλε να λάβη· εάν ήτον ότι ημείς απομέναμεν εδώ, δικαίως ηθέλαμεν κλαίη και τους αποθαμμέvoυς. ει δε ότι όλοι μας εκεί υπάγωμεν. ας μην κλαίωμεν έτζι απαρηγόρητα.
ΔΙΑΤΙ ΘΑΠΤΟΜΕΝ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ ΚΑΤ’ ΑΝΑΤΟΛΑΣ
Εκείνα όπου κάμνομεν δικαίως και νομίμως, μη τα χαλούμεν με άπρεπαις δουλείαις· δεν βλέπεις πώς κάμνομεν εις τους αποθαμμένους; με ψαλμούς και ύμνους τούς στέλλομεν εις τον τάφον, και δείχνομεν πώς ευχάριστουμεν τόν Θεόν· με άσπρον σάββανον τους ενδύνομεν, και σημειώνομεν το καινούργιον ένδυμα της αφθαρσίας· με θυμιάματα και κερία αναμμένα τους συνοδεύομεν, και δείχνομεν, ότι από τον σκοτεινόν κόσμον ετούτον υπάγουσιν εις το φώς τού Θεού· κατά ανατολάς θέτομεν τας κεφαλάς των, και σημειώνομεν την ανάστασιν· ότι ώσπερ ο ήλιος κρύπτεται, και πάλιν ανατέλλει, έτζι και ο άνθρωπος αποθνήσκει, και πάλιν ανασταίνεται. Ημείς γουν οπού πιστεύομεν ότι είναι ανάστασις των νεκρών, ας μη λυπούμεσθεν περισσώς, ωσάν και οι λοιποί οπού δεν έχουν αναστάσεως ελπίδα· διότι εκείνος οπού δεν ελπίζει την ανάστασιν, δικαίως κλαίει και τον αποθανόντα· οι Έλληνες, οι Εβραίοι, οι Σαμαρείται, τα άλλα έθνη τα αμαρτωλά και ασεβέστατα ας κλαίουσι τους αποθαμμένους των· ημείς δε ας ακούσωμεν τον Χριστόν, και ας πιστεύωμεν· Ότι έρχεται ώρα, και νυν εστίν, ότε οι νεκροί ακούσωσι της φωνής τού Υιού τού Θεού, και οι ακούσαντες ζήσονται και τον Προφήτην Ησαΐαν, λέγοντα· Αναστήσονται οι νεκροί, και εγερθήσονται οι εν τοις μνημείοις. Το λοιπόν επειδή ανασταίνονται οι νεκροί, και μέλλομεν να ιδούμεν αλλήλους μας, ας μη κάμνωμεν άπρεπα σχήματα εις τους αποθαμμένους· ας μη κάμνωμεν κατά την συνήθειαν την παλαιάν των Ελλήνων, ας μη σχίζωμεν τα ρούχα μας. αλλά μάλλον την ψυχήν ας κατανύγωμεν, ότι και ημάς αυτός ο θάνατος απαντεχαίνει· μη δέρνωμεν το κεφάλι μας με τα χέρια, μη κράζωμεν μυρολογίστραις και γυναίκες άτυχαις να μας παρακινούν να κλαίωμεν· μη ξεσκεπάσωμεν το κεφάλι μας, και εντροπιάσωμεν τον Χριστόν, την κεφαλήν όλων· μη κλαίωμεν εις πολλάς ημέρας τον θανόντα, διά να μην απιστήσωμεν την ανάστασιν· μην ειπούμεν βλασφήμους λόγους, διά να μη βλάψωμεν και τον αποθαμμένον, και του λόγου μας· απέθανε το παιδίον σου; ευχαρίστησαι τον Θεόν οπού σε το έδωσε, και πάλιν το επήρε· δόξασαι τον Θεόν, οπού εδιάλεξε το καλήτερον της γειτονίας· ο Χριστός το επήρε· προσκύνησαί τον· ο πλάστης το ανέπλασε· μην γογγύζεις, μην εχθρεύεσαι τον Θεόν, οπού επήρε τον καρπόν τής κοιλίας σου· απέθανεν ο αδελφός σου; και τότε ευχαρίστησαι τον Θεόν, οπού απέθανε διά την εδικήν μας σωτηρίαν· απέθανεν ο μονογενής σου υιός; δόξασαι τον Θεόν· ότι αυτός διά τα έδικά μας αμαρτήματα παρεδόθη εις θάνατον· απέθανεν η θυγάτηρ σου; ύμνησαι τον Θεόν, να μην αγανακτήση και πάρη και την άλλην· ει δε μόνον εκείνην έχης, και τότε ευχαρίστησαί τον, να με σε οργισθή.
Ειπέ με άνθρωπε, οπού κλαίεις και θρηνείς περισσά, τι δύνεσαι να κάμης με τα κλαύματα; να τον αναστήσης; και δεν ημπορείς· να τον σώσης; και δεν είναι βολετόν· άλλο τίποτε δεν κάμνεις, μόνον παροργίζεις τον Θεόν· νεκρόν βλέπεις απεθαμμένον, και εσύ αποτολμάς και ευγάλεις τας φωνάς; εις τοιούτον μυστήριον παραστέκεσαι, και αποκοτάς να κάμης άσχημα σχήματα; από την μίαν μεραίαν φέρεις Ιερείς να ευχαριστήσουν τον Θεόν, οπού ανάπαυσε τον εδικόν σου. και από το άλλο μέρος βοάς, και κράζεις, και πολλαίς φοραίς βλασφημείς και τον Θεόν; δεν βλέπεις τι κακόν μας απαντεχαίνει; τι θηρίον ο θάνατος μας μαρτυρεί; εις ποιαν στράταν μέλλομεν και ημείς να υπάγωμεν; ο αποθαμμένος τρέμει, και συ παίζεις, αυτός εξετάζεται, και συ φαντάζεσαι; εκείνος φοβάται και ταραττεται, βλέπωντας πράγματα φοβερά και παράδοξα, οπού δεν τα είδε ποτέ, και εσύ αναγκάζεις τον εαυτόν σου να κλαύσης; όταν έχη τον νουν του, όταν ορίζη την γλώσσάν του, και κλαίη ενθυμούμενος τον θάνατον, τότε, αν δύνεσαι, βοήθησαι την ψυχήν του· όταν σε αποχαιρετά, τότε αποχαιρέτησαί τον· όταν απλώνη τα χέρια του και ζητεί βοηθόν, τότε, αν δύνεσαι, κάμε ελεημοσύνην διά εκείνον πού μήτηρ να βοηθήση τότε; πού πατήρ να συνοδεύση; πού αδελφός; πού παιδία; πού γείτονες; εκεί αδελφός τον αδελφόν δεν λυτρώνει· τα καλά έργα βοηθούσιν εκεί· τίποτες δεν είναι ο άνθρωπος, ευλογημένοι Χριστιανοί· ολίγη θεραπεία, και όλα καταχαλούνται· εις μίαν ώραν ο φαινόμενος δεν φαίνεται· μία στιγμή, και ευγαίνει η ψυχή του, και πορεύεται το σώμα εις την γην την μητέρα του· μόνον εις εκείνην την ημέραν την φοβεράν θέλουσι χαθή οι διαλογισμοί μας, εις εκείνην την ημέραν χωρίζονται αδελφοί, και φίλοι, και εδικαί, και συγγενείς· ας συνοδεύσωμεν τους αποθαμμένους, πριν συνοδεύσουν άλλοι ημάς· ιδέτε τον αποθαμμένον, και γνωρίσατε πώς αποκατάντησε, και ιδέτε το μέγα μυστήριον του θανάτου, και καταφρονήσατε τας αμαρτίας· ιδέτε και φρίξετε· ιδέτε και κλαύσατε· ιδέτε και μην υπερηφανεύεσθε· εάν ιδής βασιλέα ή άρχοντα αποθαμμένον, γνωρίζεις τον διά βασιλέα; και αυτός τον θάνατον τρέμει, και αυτός ώσπερ τον πτωχόν φοβάται· όλος γίνεται ελεεινός, οπού ήταν φοβερός· εις μίαν ώραν γίνεται ταπεινός ο μέγας και υπερήφανος· αυτόν οπού εχθές έτρεμεν ο κόσμος, τώρα εταράχθη, εσαλεύθη, όλη του η δύναμις εχάθη· είδεν Αγγέλους φοβερούς, και αστοχά την εξουσίαν του· βλέπει φουσάτον φοβερόν, και τον εδικόν του φόβον ως καπνόν ελογίσθη· βλέπει θεωρίαν παράξενην, και χάνει την όψιν του· ακούει την απόφασιν της ψυχής του, και όλος τρομάσσει, και κλαίωντας λέγει· Πού είναι των αρχόντων μου η εξουσία; αλλοίμονον· άλλη τάξις αληθινή, άλλη δύναμις δυνατή, άλλη εξουσία μεγάλη, άλλη βασιλεία αχάλαστος, άλλος Βασιλεύς φοβερός και αθάνατος, άλλο φουσάτον παράδοξον. Τέτοια και άλλα φοβερώτερα συλλογίζονται οι αποθαμμένοι.
ΚΑΛΟΙ ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΟΙ ΤΟΥ ΠΕΘΑΜΕΝΟΥ
Πολλάκις δε και όταν ψυχομαχώσιν, άλλοι μεν πηδούν από την στρώσίν τους, θέλωντας να φύγουν τον θάνατον· άλλοι δε τρίζουσι τα οδόντιά τους· άλλοι κτυπούσι τα κατασάγονα· άλλοι γυρίζουσι φοβερώς τα μάτια τους, βλέποντες τούς Αγγέλους, και τους δαίμονας οπού εξετάζουν, οπού κατηγορούν, οπού κατακρίνουν την ψυχήν τους· τότε πολλάς ευχάς θέλει ο τοιούτος, πολλά δάκρυα, πολλά καλά να συνοδεύσουν την ψυχήν· εάν εδώ θέλωμεν να υπάγωμεν εις άλλον τόπον, και γυρεύομεν συνοδίτας, πόσω μάλλον θέλομεν να έχωμεν εκεί εις την φοβεράν εκείνην στράταν συνοδοιπόρους, να μας φυλάξουν από τους κακούς κλέπτας τους δαίμονας, οπού δεν γυρεύουν βίον και πλούτον, αλλά την ψυχήν ζητούν να κολάσουν; τότε καλή συνοδία είναι η ελεημοσύνη, και η αγάπη, οπού δύνονται να γλυτώσουν ψυχήν· καλοί σύντροφοι οι πτωχοί είναι να μας καθοδηγήσουν εις την Βασιλείαν των Ουρανών· διά τούτο ας προφθάσωμεν προ του τέλους, ας κλαύσωμεν πριν κολασθούμεν· η ζωή μας είναι ολίγη, η δε κόλασις άμετρη· γλίγωρος ο θάνατος, και ο κόσμος ολιγοστός· ας συνοδεύσωμεν τον αποθαμμένον, ας υπάμεν έως τον τάφον του, να ιδούμεν την κατάντησίν μας, να ιδούμεν τον πλούτόν μας πού έχει το σπήτί του, να ιδούμεν η τιμή μας πού κατοικεί· ας ιδούμεν τι γινόμεσθεν, ας ιδούμεν πώς χαλούμεν, και ας διορθώσωμεν τον εαυτόν μας· ας ιδούμεν πώς αποθνήσκομεν, και ας μετανοήσωμεν· όσοι γυρεύουν κάλλος και ευμορφίαν, ας υπάγουν εις τον τάφον να ιδούν· όσοι γυρεύουν τιμήν και προτίμησιν, ας υπάγουν εις τον τάφον να ιδούν τι ζητούν· πώς καταφρονούνται από όλους, πώς καταπατούνται από μικρούς και μεγάλους· όσοι έχουν έχθραν με άλλον, ας ιδούν με τίνα εχθρεύονται· όσοι πίνουν και μεθούν, και ευγαίνουν έξω από τον νουν τους, ας στοχάζωνται τι κερδαίνουν. Ιδέτε, Χριστιανοί ευλογημένοι, θέαμα ελεεινόν, ιδέτε φοβερόν θέαμα, και ειπέτε, ποιος είναι ο βασιλεύς, και ποιος ο στρατιώτης; ποιος είναι ο άρχων, και ποιος ο πτωχός; ποιος είναι ο νέος, και ποιος ο γέρων; ποιος είναι ο εύμορφος, και ποιος ο άσχημος; δεν γινόμεσθεν όλοι χώμα; δεν γινόμεσθεν στάκτη; δεν γινόμεσθεν κονιορτός; δεν γινόμεσθεν φαγί σκωλήκων; δεν μας τρώγει η γη η μήτηρ πάντων; ω μεγάλη συμφορά! εχθές αγαπημένος, και σήμερον μισημένος· εχθές τον αγκαλιζόμεσθεν και τον εφιλούσαμεν, και εις ολίγον καιρόν συγχενόμεσθεν καν να τον ιδούμεν· πού τα μάτια, οπού έκαμναν νεύματα κακά; αλλά ασφαλίσθησαν· πού τα μαλλία τα κτενισμένα, και συχνοβαμμένα; πού το πρόσωπον το βερνικωμένον και ψιμμυθωμένον; έτζι εμαύρισεν; έτζι εσυντρίφθη; πού ο λαιμός οπού υψώνετο; πού το στόλισμα του κορμιού; έτζι εφθάρθη; πού η νεότης, και η ευμορφία, και υπερηφάνεια; έτζι εσυντρίφθη; πού η γλώσσα η γοργή; έτζι εσιώπησε και εκαταργήθη;
Καί λοιπόν, ευλογημένοι Χριστιανοί, μη στεκώμεσθεν μόνον έως αυτού, αλλά ας ιδούμεν και παρέκει ας συλλογισθούμεν πώς ανασταίνεται ο νεκρός αυτός οπού κείτεται τώρα, πάλιν μέλλει να αναστηθή· αυτός οπού σιωπά, πάλιν μέλλει να συντύχη· και πότε; όταν έλθη η φοβερά ημέρα τής κρίσεως· όταν καθίση ο κριτής να κρίνη τον κόσμον· όταν παρασταθώσι χίλιαι χιλιάδες και μύριαι μυριάδες· όταν ο ουρανός τυλίγεται ως χαρτίον· όταν τα μνήματα ανοίγωνται· όταν οι βρύσες ξηραίνωνται, αι άβυσσοι σαλεύωνται, η γη τρομάσση, τα όρη σείωνται· ποταποί πρέπει τότε να είμεσθεν; διά τα έργα μας, διά τας πράξεις μας, διά τους αργούς λογισμούς, διά τα άσχημα νεύματα, διά όσα κάμνομεν νυκτός και ημέρας; διά όσα κάμνομεν θεληματικώς και μη θέλοντες; αλλοίμονον, αδελφοί μου, ποταπός είναι ο τόπος εκείνος, όπου ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων, οπού καλείται τάρταρος, τον οποίον τόπον και αυτός ο διάβολος φρίσσει βλέπωντάς τον· αλλοίμονον, ποταπή είναι η γέεννα τού πυρός τού ασβέστου, όπου καίει και ποτέ δεν φωτίζει; αλλοίμονον, ποταπά είναι εκείνα τα σκωλήκια τής κολάσεως, οπού ποτέ δεν παύουσι τρώγοντας τους αμαρτωλούς; αλλοίμονον, ποταποί είναι εκείνοι οι δαίμονες, οπού τον θέλουσι τυραννή; τότε θέλομεν κράζει, και κανείς δεν μας θέλει ακούει· θέλομεν κλαίει, και κανείς δεν θα μας λυπάται· αλλοίμονον εις τους αμαρτωλούς· όταν οι δίκαιοι στέκωνται εκ δεξιών τού Θεού, και εκείνοι λυπούνται· όταν οι αμαρτωλοί κλαίουσι, και οι δίκαιοι χαίρονται· όταν οι δίκαιοι χορεύουσι, και οι αμαρτωλοί δέρνονται· όταν οι δίκαιοι είναι εις κατάψυχον λειμώνα, και οι αμαρτωλοί εις τον φοβερόν χειμώνα· αλλοίμονον εις τους αμαρτωλούς· όταν οι δίκαιοι δοξάζωνται, και οι αμαρτωλοί καταδικάζονται· αλλοίμονον εις τους αμαρτωλούς, όταν οι δίκαιοι θέλουσιν έχη παν αγαθόν, και εκείνοι θέλουσι βλέπη να λυπούνται· όταν οι δίκαιοι τιμώνται, και εκείνοι ονειδίζονται· όταν οι δίκαιοι χαίρονται, και εκείνοι λυπούνται όταν ψάλλουσιν οι δίκαιοι, και εκείνοι κλαίουσιν· οι δίκαιοι θέλουν είσθαι εις τον κόλπον του Αβραάμ, και οι αμαρτωλοί εις το σκότoς το εξώτερον· οι δίκαιοι χαίρονται εις τους Ουρανούς, και οι αμαρτωλοί βασανίζονται εις την Κόλασιν· οι δίκαιοι γνωρίζουσιν ένας τον άλλον, και οι κολασμένοι ουδένα βλέπουσιν· οι δίκαιοι λαμπρύνονται, και οι αμαρτωλοί σκοτίζονται· οι δίκαιοι ασπρίζουσι, και οι αμαρτωλοί μαυρίζουσιν· οι δίκαιοι είναι χορτασμένοι, και οι αμαρτωλοί πεινασμένοι· οι δίκαιοι είναι εις Παράδεισον, και οι αμαρτωλοί εις Κόλασιν· οι δίκαιοι είναι εις περιβόλια εύμορφα, και οι αμαρτωλοί εις λάκκους σκοτεινούς· οι δίκαιοι με τους Αγγέλους, και οι αμαρτωλοί με τους διαβόλους· οι δίκαιοι εις χαραίς, και οι αμαρτωλοί εις λύπαις· οι δίκαιοι στεφανώνονται, και οι αμαρτωλοί ονειδίζονται· οι δίκαιοι επάνω, και οι αμαρτωλοί κάτω· οι δίκαιοι εις τον ουρανόν, και οι αμαρτωλοί εις την άβυσσον.
ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΟΙΟΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΛΑΙΩΜΕΝ
Διά τούτο πρέπει, ευλογημένοι Χριστιανοί, να θρηνούμεν, διά τούτο πρέπει να κλαίωμεν· αυτό πρέπει να ενθυμούμεσθεν, και να μη μας λείπη ποτέ το δάκρυον· άκουσον οπού ζης πενήντα ή εκατόν χρόνους και πλουταίνεις, και τεκνοποιείς, και προικίζεις υιούς και θυγατέρας, και βασιλεύεις, και εξουσιάζεις, έπειτα το τέλος τί; θάνατος· και μετά θάνατον; κρίσις οπού δεν έχει τέλος, και μετάνοιαν· διά τούτο επαινούμεν τα μικρά παιδία, ότι απέθαναν αναμάρτητα· διά τούτο λέγομεν και ημείς πολλαίς φοραίς, πώς δεν απεθάναμεν μικροί, όταν ήμεσθεν παιδία· και λοιπόν αδελφοί μου, αυτό οπού επαινούμεν και αγαπούμεν ημείς, όταν το βλέπωμεν εις τα μικρά παιδία, ας μη το κλαίωμεν. Αλλά λέγουσι τινές, Υιόν είχε μονογενή, φρόνιμον, τίμιον, ωραίον να με γεροτροφήση, να με κοιτάξη εις την ασθένειά μου, και τώρα απέθανε, και να μη κλαίω; Πόσα να ειπώ, και να μη κλαύση ο άνθρωπος; Ευλογημένοι Χριστιανοί, δεν είναι δυνατόν να μη θρηνήση τινάς. ηξεύρω το και εγώ, ότι μιας φύσεως είμεσθεν· γνωρίζω το και εγώ, ότι κλαίω, αλλά δεν λέγω να δακρύσης ουδεποσώς, δάκρυσον, κλαύσον, ευχαρίστησε και τον Θεόν· ότι ο Κύριος δείχνωντας το φιλάνθρωπον, έκλαυσεν ως άνθρωπος, και εδάκρυσε· τόσον μόνον κλαύσε, όσον σε σύρει το φυσικόν· μη σύρης τα μαλλιά σου, μηδέ λυπηθής άχρι θανάτου· μη περιπατής ως έξω του νοός σου από την λύπην σου· πολλάκις δε τινές ως άγνωστοι και μωροί, μηδέ εις την Εκκλησίαν οπού εθάπτη ο εδικός τους υπάγουσι· τι άλλο απρεπέστερον; τι άλλο εθνικώτερον; τι άλλο έξω της χριστιανικής τάξεως; με τον Θεόν κρατείς έχθραν; με τον Βασιλέα έχεις μάχην; αμή με τίνα να έχης αγάπην; ο Θεός τον επήρε, και συ γογγύζεις; ώστε δεν ηξεύρει ο Θεός τι κάμνει; δεν γνωρίζει ο μόνος καρδιογνώστης τι ποιεί; όταν ιδής θάνατον του υιού σου, ειπέ ως ο Ιώβ ο Κύριος έδωκεν, ο Κύριος αφείλετο ότι και εκείνος δώδεκα υιούς είχε και απέθαναν εις μίαν ημέραν, αλλά δεν εβλασφήμησε, μηδέ είπεν άπρεπον λόγον το στόμα του, ωσάν τινές άγνωσταις και μωραίς γυναίκες, οπού λέγουσιν· Α! Θεέ μου, και διατί έκαμες έτζι;
Εάν είχες γυναίκα και εκοιμήθη, δόξασον τον Θεόν, οπού σε αντάμωσε με αυτήν, και πάλιν σε εχώρισεν απ’ αυτήν, ή ότι ήτον άτυχη, και σε ελευθέρωσεν ο Θεός απ’ αυτήν, ή ότι ήτον καλή, και αγάπησέ την ο Θεός καλήτερα· ομοίως και η γυνή ούτω να ευχαριστή τον Θεόν διά τον θάνατον του ανδρός της· μη βλασφημήση, μη γογγύση, μην ειπή άσχημον λόγον το στόμα της· εάν θέλης να κάμης καλόν διά τον αποθαμμένον, κάμε ελεημοσύνην διά αυτόν· δος τους πτωχούς, τους ορφανούς, τους ξένους, τους φυλακωμένους, τους ιερείς να ευχηθούν διά αυτόν εις την Εκκλησίαν, και να μνημονεύεται· εάν θέλης να κάμης καλόν τον αποθαμμένον, κάμε τα τριήμερά του, τα έννατά του, τα σαράντα του, τα χρόνιά του, την ακολουθίαν του όλην· κάμε Λειτουργίας όσας δυνηθής, και μη κοιτάξης να τον θάψης εις τόπον όμορφον και καλόν· όπου τον βάλης, δεν βλάπτεται· εάν τον θάψης εις το μέσον τής Εκκλησίας, τίποτε δεν ωφελείται απ’ αυτό· εάν τον κηδεύσης έξω, τίποτε δεν βλάπτεται η ψυχή του· μόνον ας είναι καλή, και αξία τής Βασιλείας τών Ουρανών· άναψε κερί εις τον τάφον του, εάν δύνασαι, και την κανδήλαν κρέμασαι να καίη εις τας εορτάς, και εις τας Κυριακάς· εις αυτά μόνον εξόδιασαι· τα δε πολλά και μεγάλα φαντάσματα βλάβη είναι εις την ψυχήν τού αποθαμμένου· ποία; να μη τον θάψης με ασήμια, με άλλαις άπρεπαις φαντασίαις· εκείνα όλα δός τα εις Εκκλησίας, δός τα εις ταις ορφαναίς και εις ταις πτωχαίς να τον συγχωρούν, δος τα τον Ιερέα να τον μνημονεύη, ή όπου θέλεις δός τα. μόνον εις τον τάφον μη τα βάλης. ότι τίποτες δεν ωφελείται απ’ εκείνα ο αποθαμμένος. Λοιπόν, Χριστιανοί ευλογημένοι, όσοι ηκούσατε ποια είναι της Χριστιανικής τάξεως τα έργα, κάμνετέ τα, ίνα και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός αναπαύση την ψυχήν τού νυν κοιμηθέντος εις τους κόλπους τού Αβραάμ και εις την Βασιλείαν του. Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
(Από το σύγγραμμά του «Θησαυρός», Εκδόσεις ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ)



Posted in
Tags: 








