Όταν ένας έχη και δίνη ελεημοσύνη, δεν μπορείς να καταλάβης αν έχη αγάπη ή όχι, γιατί μπορεί να δίνη όχι από αγάπη, αλλά για να ξεφορτωθή κάποια πράγματα. Όταν στερήται και δίνη, τότε φαίνεται η αγάπη του.
Πιστεύω, ας υποθέσουμε, ότι έχω αγάπη• ο Θεός, για να δοκιμάση την αγάπη μου, μου στέλνει έναν φτωχό. Αν έχω λ.χ. δυο ρολόγια, ένα καλό και ένα λίγο χαλασμένο, και δώσω το χαλασμένο στον φτωχό, σημαίνει ότι η αγάπη μου είναι δευτέρας ποιότητος. Αν έχω πραγματική αγάπη, θα δώσω το καλό στον φτωχό. Μπαίνει όμως η βλαμμένη λογική και λέμε: «Τι, το καλό θα δώσω; Γι’ αυτόν, αφού δεν έχει κανένα ρολόι, καλό είναι και το παλιό», και δίνω το παλιό. Αλλά, όταν δίνης το παλιό, ζη ο παλαιός άνθρωπος ακόμη μέσα σου• αν δίνης το καινούργιο, είσαι αναγεννημένος άνθρωπος. Κολάσιμη κατάσταση είναι, όταν κρατάς και τα δυο και δεν δίνης κανένα.
– Γέροντα, πώς βγαίνει κανείς από αυτήν την κατάσταση;
– Να σκεφθή: «Αν ήταν ο ίδιος ο Χριστός, τι θα έδινα; Ασφαλώς το καλύτερο». Έτσι καταλαβαίνει ποια είναι η πραγματική αγάπη. Θα πάρη λοιπόν μια γερή απόφαση και την άλλη φορά θα δώση το καλύτερο. Μπορεί λίγο να δυσκολευθή στις αρχές, αλλά, αν αγωνίζεται μ’ αυτόν τον τρόπο, θα φθάση σε κατάσταση να δίνη και το παλιό και το καινούργιο, για να διευκολύνη τους άλλους, και αυτός να μην έχη ρολόι, αλλά να έχη μέσα του Χριστό και να ακούη το γλυκό χτύπημα της καρδιάς του που θα σκιρτά από θεϊκή χαρά. Αν σου αφαιρέσουν το ιμάτιο και εσύ δώσης και τον χιτώνα που έχεις, θα σε ντύση μετά ο Χριστός. Αν πονάς έναν ταλαίπωρο και τον βοηθάς, σκέψου, αν ήταν ο ίδιος ο Χριστός, τι θυσία θα έκανες! Έτσι δίνει κανείς εξετάσεις. Στον πλησίον του ο πιστός άνθρωπος βλέπει το πρόσωπο του Χριστού. Και ο ίδιος ο Χριστός λέει: «αυτό που κάνετε σε έναν ταλαίπωρο είναι σαν να το κάνετε σε μένα». Βέβαια την τιμή την απονέμει στον καθένα ανάλογα, αλλά η αγάπη είναι ίδια για όλους. Στην καρδιά του την ίδια θέση έχει ένας υπουργός και ένας φτωχός• ένας στρατηγός και ένας στρατιώτης.
– Γέροντα, πώς συμβαίνει μερικές φορές, αυτός που βοηθιέται, να φέρεται άσχημα προς αυτόν που τον βοήθησε;
– ο διάβολος πάει και κεντάει τον άλλον, ώστε να μας φερθή άσχημα και να αγανακτήσουμε, οπότε χάνουμε το καλό. Δεν φταίει ο άνθρωπος• ο διάβολος κεντάει τον άλλο, για να μας κάνη να τα χάσουμε όλα. Όταν κάνετε μια καλωσύνη, να αισθάνεσθε πάντα πως ό,τι κάνετε έχετε υποχρέωση να το κάνετε και να είστε έτοιμες να αντιμετωπίσετε πειρασμό, για να μη χάσετε το καλό που κάνατε, αλλά να το κερδίσετε όλο. Κάνει λ.χ. ένας μια ελεημοσύνη, χωρίς να έχη σκοπό να την φανερώση. Μπαίνει ο πειρασμός στην μέση και βάζει άλλους να του πουν «εσύ ο φιλάργυρος, που δεν έκανες τίποτε κ.λπ., ο τάδε έκανε αυτό, ο τάδε εκείνο», για να τον αναγκάση να πη και αυτός… ταπεινά «έκανα και εγώ κάτι μικρό, ένα νοσοκομείο» ή να τον αναγκάση να αγανακτήση και να πη «ποιος, εγώ, που έκανα αυτό και αυτό;» και να τα χάση όλα. Ή θα βάλη αυτόν που ευεργέτησε να του πη: «Αχάριστε, εκμεταλλευτά κ.λπ.», μέχρι να του απαντήση: «Εγώ εκμεταλλευτής; Εγώ που σου έκανα εκείνη την καλωσύνη, εκείνη την ευεργεσία;».
«Βρε τον αχάριστο, θα πη μετά, δεν ήθελα να μου πη “ευχαριστώ”, αλλά τουλάχιστον να το αναγνώριζε». Όταν όμως κανείς περιμένη αναγνώριση, πάει, τα χάνει όλα. Ενώ, αν βάλη έναν καλό λογισμό και πη «καλύτερα που ξέχασε την καλωσύνη που του έκανα» ή «μπορεί να ήταν στεναχωρημένος ή κουρασμένος, γι’ αυτό μίλησε έτσι», δικαιολογεί τον άλλον και δεν χάνει. Όταν δεν περιμένουμε ανταπόδοση, τότε έχουμε καθαρό μισθό. Ο Χριστός έκανε το παν για μας και εμείς Τον σταυρώσαμε. Τι ψάλλουμε; «Αντί του μάννα χολήν». Πάντοτε να προσπαθούμε να κάνουμε το καλό, χωρίς να περιμένουμε ανταπόδοση.
Αυτός που δίνει δέχεται θεϊκή χαρά
Δυο χαρές υπάρχουν στον άνθρωπο. Μία χαρά, όταν παίρνη, και μία χαρά, όταν δίνη. Δεν συγκρίνεται η χαρά που νιώθει κανείς, όταν δίνη, με την χαρά που νιώθει, όταν παίρνη. Ο άνθρωπος, για να καταλάβη αν προχωράη σωστά πνευματικά, πρέπει να εξετάση κατ’ αρχάς αν χαίρεται, όταν δίνη και όχι όταν παίρνη• αν νιώθη στενοχώρια, όταν του δίνουν, και χαρά, όταν δίνη. Ύστερα, αν εργάζεται σωστά πνευματικά, όταν κάνη κανένα καλό, δεν το θυμάται ποτέ, αλλά δεν ξεχνάει ποτέ και το παραμικρό καλό που του κάνουν. Δεν μπορεί να κλείση μάτι από την παραμικρή ευεργεσία των άλλων. Μπορεί αυτός να έχη δώσει ένα αμπέλι στον άλλον και να το έχη ξεχάσει. Αν όμως ο άλλος του δώση ένα τσαμπί σταφύλι από το αμπέλι που εκείνος του χάρισε, δεν μπορεί να το ξεχάση ποτέ. Ή μπορεί να έχη δώσει σε κάποιον πολλές ξυλόγλυπτες εικόνες και να μην το θυμάται. Αν εκείνος του δώση μια εικονίτσα πλαστικοποιημένη, αυτός συγκινείται από την εικονίτσα αυτή, παρόλο που είναι μικρής αξίας, και από ευγνωμοσύνη σκέφτεται πώς να το ανταποδώση.
Ακόμη και ολόκληρη Εκκλησία μπορεί να δώση, και το οικόπεδο, και να το ξεχάση. Δηλαδή η σωστή πνευματική πορεία είναι να ξεχνάη κανείς τα καλά που κάνει και να θυμάται τα καλά που του κάνουν οι άλλοι. Όταν φθάση σ’ αυτήν την κατάσταση ο άνθρωπος, τότε είναι άνθρωπος• άνθρωπος του Θεού. Αν όμως συνέχεια ξεχνάη τις καλωσύνες που του έκαναν οι άλλοι και θυμάται τις καλωσύνες που έκανε αυτός, αυτή είναι αντίθετη εργασία από αυτήν που ζητάει ο Χριστός. Αλλά και όταν σκέφτεται «εσύ μου έδωσες τόσο και εγώ σου έδωσα τόσο», αυτό πάλι είναι μπακαλίστικο πράγμα. Εγώ κοιτάω να δώσω σ’ αυτόν που έχει μεγαλύτερη ανάγκη. Δεν υπολογίζω μπακαλίστικα: ο τάδε μου έδωσε αυτά τα βιβλία και εγώ τώρα σ’ αυτόν χρωστάω τόσα, οπότε πρέπει να του τα δώσω, για να εξοφλήσω. Ή, αν ο άλλος δεν μου έδωσε, δεν θα του δώσω και εγώ τίποτε. Και αυτό είναι μια ανθρώπινη δικαιοσύνη.
Αυτός που παίρνει κάτι, δέχεται ανθρώπινη χαρά. Αυτός που δίνει, δέχεται θεϊκή χαρά. Την θεϊκή χαρά με το δόσιμο την παίρνουμε. Μου δίνει λ.χ. κάποιος ένα βιβλίο. Αυτός τώρα χαίρεται πνευματικά, θεϊκά, και εγώ που πήρα το βιβλίο χαίρομαι ανθρώπινα. Όταν και εγώ δώσω το βιβλίο, θα χαρώ και εγώ θεϊκά, και ο άλλος που θα το πάρη θα χαρή ανθρώπινα. Όταν και εκείνος το δώση, θα χαρή και αυτός θεϊκά, και εκείνος που θα το πάρη θα χαρή ανθρώπινα. Αν όμως και αυτός το δώση, τότε θα χαρή και θεϊκά κ.ο.κ. Βλέπετε πως με ένα πράγμα μπορούν πολλοί άνθρωποι να χαρούν και ανθρώπινα και θεϊκά;
Να μάθη κανείς να χαίρεται με το να δίνη. Όταν χαίρεται με το να δίνη, είναι τοποθετημένος σωστά, είναι δικτυωμένος με τον Χριστό• έχει την θεία Χάρη. Όταν δίνη ή προσφέρη κάτι, η χαρά που νιώθει έχει θείο οξυγόνο. Όταν χαίρεται με το να λαμβάνη ή να θυσιάζωνται οι άλλοι γι’ αυτόν, αυτή η χαρά έχει μπόχα, ασφυξία. Τέτοιοι άνθρωποι που δίνονται, χωρίς να υπολογίζουν τον εαυτό τους, θα μας κρίνουν μεθαύριο. Τι χαρά νιώθουν αυτοί οι άνθρωποι! Αυτούς τους προστατεύει ο Χριστός. Αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι χαίρονται με το να παίρνουν και στερούνται την θεϊκή χαρά, γι’ αυτό είναι βασανισμένοι. Ο Χριστός συγκινείται, όταν αγαπάμε τον πλησίον μας πιο πολύ από τον εαυτό μας, και μας γεμίζει με θεία ευφροσύνη. Βλέπεις, Εκείνος δεν περιορίσθηκε στο «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν», αλλά θυσιάσθηκε για τον άνθρωπο.
(Πηγή: “Λόγοι του Γέροντος Παϊσίου Β’. Πνευματική αφύπνιση”, Έκδοση: Ιερόν Ησυχαστήριον Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος. Σουρωτή Θεσσαλονίκης. 1999)