Η Ορθόδοξος Πατερική Εκκλησία (Αρχ. Κύριλλος Κωστόπουλος, Ιεροκήρυκας Ι. Μ. Πατρών)

(23 άτομα το έχουν διαβάσει)

Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία στηρίζεται σὲ δύο κίονες: Τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Ἱερὰ Παράδοση. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι βάση της εἶναι ἡ Θεία Ἀποκάλυψη, ἐφόσον ἡ μὲν Ἁγία Γραφὴ ἐμπεριέχει τὴν Θεία Ἀποκάλυψη, ἡ δὲ Ἱερὰ Παράδοση, ἀποτελούμενη ἀπὸ ὅσα ἀπεφάνθησαν οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι καὶ ἐδίδαξαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, συνθέτει τὴν αὐθεντικὴ ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Γι᾽ αὐτὸ καὶ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξo Θεολογία ὑφίσταται πλήρης ἀλληλοεξάρτηση τῶν δύο αὐτῶν μορφῶν τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως.

Ἡ Ἀποκαλυφθεῖσα Ἀλήθεια, ὅπως ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Ἱερὰ Παράδοση, ὅπως διδάχθηκε ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους καὶ διδάσκεται ἀδιάκοπα ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, διαφυλάττεται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μας ἀνόθευτη καὶ ἀπαραχάρακτη. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἡ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία μας ἠμπορεῖ νὰ ὀνομασθῇ καὶ Πατερική.

Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διαχωρίσουμε τὶς δύο αὐτὲς ἔννοιες «Ἀποστολικὴ» καὶ «Πατερική», ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία, ὅταν εἶναι Πατερική, εἶναι ἀληθῶς καὶ Ἀποστολικὴ καὶ ὅταν εἶναι Ἀποστολική, εἶναι ὄντως καὶ Πατερική. Γι᾽ αὐτὸ ἡ Πατερικὴ μαρτυρία εἶναι κάτι πολὺ περισσότερο ἀπὸ ἁπλὸ ἱστορικὸ γεγονὸς ἢ ἱστορικὸ χαρακτηριστικὸ ἢ μία φωνὴ ἀπὸ τὸ παρελθόν.

Ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἡ γενικότερη καὶ εἰδικώτερη δογματική, εἶναι τὸ ἴδιο τὸ Ἀποστολικὸ κήρυγμα, τὸ ὁποῖο ἐξέφραζε τὴν Ἀποκαλυφθεῖσα ὑπὸ τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου Ἀλήθεια. Εἶναι τὸ «ἁπλοῦν μήνυμα» τοῦ οὐρανοῦ, τὸ ὁποῖο, ἀφοῦ διεφυλάχθη ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους καὶ μετεδόθη στοὺς Ἁγίους Πατέρες, βιώθηκε ἀπὸ αὐτοὺς μέσα στὸν χῶρο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας καὶ κατέστη ἐμπειρικὴ μαρτυρία αὐτῆς.

Αὐτὴ ἡ Πατερικὴ θεολογία καὶ Πατερικὴ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ πόρρω ἀπέχει ἀπὸ τὴν Σχολαστικὴ ἀνελεύθερη Παπικὴ θεολογία καὶ ἀπὸ τὴν ὀρθολογικὴ καὶ πλήρη ἀσυδοσιῶν Προτεσταντικὴ τοιαύτη. Ἔτσι ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων ἀποτελεῖ τὸ σταθερὸ μέτρο καὶ τὸ ἀλάθητο κριτήριο τῆς ὀρθῆς πίστεως τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν.

Κατὰ συνέπειαν ὅποιος κληρικός –ἀνεξαρτήτως βαθμοῦ– ἢ λαϊκὸς φρονεῖ καὶ διδάσκει κάτι ἔξω ἀπὸ τὴν Πατερικὴ διδασκαλία ἢ –τὸ χειρότερο– περιφρονεῖ αὐτήν, πορευόμενος κατὰ τὴν δική του ἐμπαθῆ γνώμη καὶ ζωή, αὐτὸς βρίσκεται ἐκτὸς Ἐκκλησίας καὶ, κατὰ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες, δὲν πρέπει νὰ τὸν ἀκούουμε οὔτε νὰ τὸν ἀκολουθοῦμε.

Ἀκολούθως οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας καθίστανται αὐθεντικοὶ μάρτυρες τῆς ἀληθοῦς πίστεως. Οἱ «μυστικὲς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σάλπιγγες», οἱ θεοφόροι καὶ οὐρανόφρονες Πατέρες, οἱ «μελωδήσαντες ἐν μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας μέλος ἐναρμόνιον θεολογίας», αὐτοί, μὲ τὴν θεόγραφο διδασκαλία τους, εἶναι οἱ ὁδηγοί μας πρὸς τὴν ἀληθινή, τὴν Ὀρθόδοξο πίστη, τὴν Θεανθρώπινη ζωή, τὴν λύτρωση καὶ τὴν κατὰ Χάριν θέωσή μας. Γι᾽ αὐτὸ καὶ κοινωνοῦμε μὲ τὸν λόγο τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀφοῦ αὐτοὶ ἔγιναν μάρτυρες καὶ κοινωνοὶ τῆς «ἐπιφανείας» τοῦ Σαρκωθέντος Λόγου. Κοινωνοῦμε μαζί τους, μελετώντας τὰ κείμενά τους, ὄχι ὡς ἱστορικὲς πληροφορίες, ἀλλὰ ἐντρυφοῦμε στὰ ἔργα τους, δεχόμενοι τὴν μαρτυρία τους, ὡς ἐμπειρία τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως καὶ ὡς ἀλάνθαστο ὁδοδείκτη στὴν ζωή μας.

Σὲ ἀντίθετη περίπτωση, ἂν, δηλαδή, προσεγγίσουμε τὸ ἔργο τους μόνον ἐπιστημονικῶς, μὲ τὴν ψυχρὴ καὶ κοσμικὴ ἔννοια τῆς λέξεως, τότε τίποτε δὲν θὰ μᾶς ἐμποδίση νὰ προχωρήσουμε στὴν καθιέρωση κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα μετὰ τῶν αἱρετικῶν καὶ νὰ διαπράξουμε τὴν ὕψιστη μορφὴ συμπροσευχῆς, ἡ ὁποία ρητὰ καὶ κατηγορηματικὰ ἀπαγορεύεται ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες. Ἀκόμη, θὰ φθάσουμε στὸ ἀπαράδεκτο σημεῖο τῶν κοινῶν ἐκδηλώσεων – «ἑορτασμῶν» μὲ τοὺς αἱρετικοὺς γιὰ τὴν συμπλήρωση 1700 ἐτῶν ἀπὸ τὴν σύγκληση τῆς Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στὴν ὁποία οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας ἀγωνίσθηκαν νὰ διαφυλάξουν ἀνόθευτη τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ἀπομακρύνοντας τοὺς αἱρετικοὺς ὡς «λύκους βαρεῖς» καὶ ὄχι προσκαλώντας τους σὲ κοινωνία καὶ κοινὴ πορεία.

Ἡ Ἐκκλησία μας δὲν εἶναι μουσεῖο νεκρῶν ἀποθεμάτων οὔτε ἑταιρεία ἐρευνῶν. Ἡ ἀποθεματικὴ δύναμή της εἶναι ζωντανή, «ἐγγεγραμμένη οὐ μέλανι ἀλλὰ πνεύματι θεοῦ ζῶντος, οὐκ ἐν πλαξὶν λιθίναις ἀλλ᾽ἐν πλαξὶν καρδίαις σαρκίναις» (Β´ Κορ. 3, 3). Ἡ δὲ Ὀρθόδοξος πίστη μας δὲν εἶναι κειμήλιο τοῦ παρελθόντος, ἀλλὰ εἶναι ἡ «μάχαιρα τοῦ Πνεύματος» (Ἐφεσ. 6, 17), κινούμενη ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι ἦταν πάντοτε καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι ὅλο καὶ πιὸ ἐπίκαιροι, περισσότερο ἀπὸ πολλοὺς σύγχρονους δυτικίζοντες θεολόγους, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς.

Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι Πατερική, διότι πορεύεται ἔχοντας ὡς ἀπαράβατη ἀρχὴ τὸ «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι». Γι᾽ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀνάγκη ὅλοι οἱ θεολόγοι μας νὰ ξαναγυρίσουν στὶς ρίζες τῆς Παραδοσιακῆς – Πατερικῆς εὐσεβείας καὶ διδασκαλίας, γιὰ νὰ ἀνακτήσουν τὸ Πατερικό, δηλαδὴ τὸ Ἐκκλησιαστικό, φρόνημα. Μόνο μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ ἀποφευχθῆ ἡ ἐντελῶς ξένη πρὸς τὴν Ἱερά μας Παράδοση δυτικίζουσα θεολογία, θὰ διατηρήσουμε τὴν ἀκεραιότητά μας καὶ θὰ ἠμπορέσουμε νὰ βοηθήσουμε οὐσιαστικὰ τὸν ἀπελπισμένο καὶ ἀνερμάτιστο σύγχρονο ἄνθρωπο. Μοναδικὴ ἐλπίδα τοῦ κόσμου εἶναι ἡ Πατερικὴ Ἐκκλησία μας.

 

Κοινοποίηση:
[Ψήφοι: 0 Βαθμολογία: 0]
Both comments and pings are currently closed.
Powered by WordPress and ShopThemes