Η ιστορία διηγείται, πως μία ρωμαιοκαθολική Μοναχή ανακάλυψε την πληρότητα της αληθείας στην Ορθόδοξη Εκκλησία
Οι γονείς μου πίστευαν στο Θεό, αλλά δεν έκαναν πράξη αυτή τους την πίστη, δηλαδή δεν πηγαίναμε ποτέ τις Κυριακές στην εκκλησία, δεν προσευχόμασταν-τουλάχιστον όχι όλοι μαζί ούτε καν πριν από τα γεύματα-και το θέμα «Θεός» ήταν ανύπαρκτο στο σπίτι μας.
Όμως στο σπίτι των παππούδων μας έμενε μία μεγάλη, ευαγγελική αδελφή διακόνισσα, η οποία ήταν παλαιότερα νηπιαγωγός. Ήταν σαν ένα φως για μένα. Κάθε φορά που επισκεπτόμουν τους παππούδες μου, εκμεταλλευόμουν την ευκαιρία να «εξαφανιστώ» και να επισκεφτώ αυτή την αδελφή. Μου διηγούταν συνεχώς για τον Ιησού, για τα θαύματα που έκανε, πώς την είχε βοηθήσει επανειλημμένως και ποικιλοτρόπως, για τον παράδεισο, τον ουρανό, τους αγγέλους και προσευχόταν μαζί μου. Ο χρόνος μαζί της κυλούσε πολύ γρήγορα! Ήμουν πάντα λυπημένη, κάθε φορά που άκουγα μια φωνή να μου λέει: «Μα πού είσαι πάλι; Έλα γρήγορα»! Οι παππούδες δεν έβλεπαν με καλό μάτι το γεγονός ότι περνούσα τόσο πολύ χρόνο με αυτή την «ευλαβή θεία».
Ένα βράδυ, όταν ήμουν τεσσάρων ή πέντε ετών, ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου και σκεφτόμουν πόσο φρικτά κουραστικό θα πρέπει να είναι για τον πατέρα Θεό το γεγονός ότι δεν μπορεί να ξεκουραστεί ποτέ. Πάντα θα έπρεπε να αγρυπνά πάνω από τους ανθρώπους και να προσέχει να μην τους συμβεί κανένα κακό. Εγώ Του πρότεινα όλες τις πιθανές λύσεις, όπως π.χ. το να εναλλάσσεται με τον Υιό Του ή με τους αγγέλους. Στο τέλος Του είπα ότι ήθελα τόσο πολύ να Τον βοηθήσω και ότι δε θα με πείραζε καθόλου πού και πού να μένω τις νύχτες ξάγρυπνη, αλλά αυτό πάλι δε θα βοηθούσε τους ανθρώπους. Από τη μια ήταν πολύ παιδικό όλο αυτό το σκεπτικό μου, από την άλλη όμως το εννοούσα πραγματικά και ποτέ δεν το ξέχασα, αν και τα επόμενα χρόνια το λησμόνησα. Μετά άρχισαν τα σχολικά μου χρόνια. Ήμουν απασχολημένη με άλλα πράγματα.
Ναι μεν δεν αμφέβαλλα ποτέ για την ύπαρξη του Θεού, αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία για μένα και τη ζωή μου. Ήταν σαν δύο ξεχωριστά πράγματα που δεν είχαν καμία σχέση το ένα με το άλλο. Όλη η εφηβεία μου ήταν επηρεασμένη από το γεγονός ότι πάντα ήθελα να είμαι όπως οι άλλοι(κάτι που ποτέ μου δεν κατάφερα, αφού ήμουν πάντα στο περιθώριο, πράγμα που πρέπει να οφείλεται εν μέρει και στην άχαρη εξωτερική μου εμφάνιση). Δοκίμασα όλα όσα έκαναν και οι άλλοι, τσιγάρα, καπηλειά, μαριχουάνα, ροκ μουσική κλπ. Τότε ήμουν σε μία ομάδα, αλλά τον περισσότερο χρόνο καθόμουν μόνη σε μία γωνιά. Έτσι ποτέ δεν ενσωματώθηκα, παρόλο που προσπάθησα πολύ.
Κάποιος έδωσε στη μαμά μου δύο εισιτήρια για μία συναυλία. Επρόκειτο για το «Matthauspassion» του Joh. Seb. Bach, που είναι τα πάθη του Χριστού κατά το ευαγγέλιο του Ματθαίου. Η συναυλία θα λάμβανε χώρα τη Μεγάλη Παρασκευή.
Οι προτεστάντες δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη θεία λειτουργία τη Μεγάλη εβδομάδα, γι` αυτό συχνά πραγματοποιούνται οι λεγόμενες «θρησκευτικές συναυλίες» τις οποίες παρακολουθεί κανείς για περισυλλογή και εσωτερική ηρεμία. Η συναυλία διήρκησε τρεισήμισι ώρες. Βασικά δεν μπορώ να περιγράψω τι συνέβη μέσα μου. Το άγιο ευαγγέλιο σε συνδυασμό με αυτή τη συναρπαστική μουσική με άγγιξε βαθύτατα και συγκλόνισε την καρδιά μου (Κάτι παρόμοιο διάβασα-παρεμπιπτόντως-στη βιογραφία του πατέρα Σεραφείμ Ρόουζ). Ήμουν συνεπαρμένη και εντυπωσιασμένη από την αγάπη του Ιησού Χριστού, ο οποίος υπέκυψε για εμάς και για τις αμαρτίες μας στο Σταυρό. Αυτή η αγάπη έγινε ακριβώς εκείνη τη στιγμή πραγματικότητα για εμένα και με γέμιζε ολοκληρωτικά. Δεν ξέρω για πόση ώρα καθόμουν μόνη στην εκκλησία και έκλαιγα. Ήξερα μόνο ένα πράγμα, ότι ήθελα να γίνω μία απάντηση σε αυτή την αγάπη. Αυτό ήταν ξεκάθαρο στην καρδιά μου. Αργότερα αναρωτιόμουν συχνά για ποιο λόγο είπα «Θέλω να γίνω μία απάντηση σε αυτή την αγάπη» και όχι «Θέλω να δώσω μία απάντηση σε αυτή την αγάπη». Δεν το καταλάβαινα, αλλά φαινόταν να έχει κάποια σημασία. Από εκείνη τη μέρα άλλαξε η ζωή μου. Την επόμενη μέρα αγόρασα μία Βίβλο. Κρέμασα ένα σταυρό στο δωμάτιό μου και, αντί να πηγαίνω τα βράδια στα καπηλειά, διάβαζα την Αγία Γραφή και προσευχόμουν. Μετά πήρα την απόφαση να σπουδάσω εκκλησιαστική μουσική. Σκεφτόμουν πως, αφού ο Θεός με άγγιξε τόσο με αυτό τον τρόπο και μου χάρισε ένα ταλέντο, τότε θέλω να βοηθήσω να μπορέσουν και άλλοι άνθρωποι να αποκτήσουν παρόμοια εμπειρία. Έγινα μέλος της εκκλησιαστικής χορωδίας της πόλης μας και άρχισα να παρακολουθώ ένα τμήμα της εκκλησιαστικής μουσικής και μαθήματα εκκλησιαστικού οργάνου. Έτσι άλλαξε και το φιλικό μου περιβάλλον. Τα επόμενα τρία χρόνια τα αφιέρωσα τελείως στην εκκλησιαστική μουσική, στις νέες γνωριμίες, στην Αγία Γραφή και παράλληλα και στο σχολείο.
Αυτό που τελικά με ώθησε στο να γίνω ρωμαιοκαθολική ήταν η εμπειρία αυτής της υπέρβασης και προπάντων η ευχαριστία, δηλ. η πίστη ότι κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας μεταβάλλονται ο άρτος και ο οίνος πράγματι σε σώμα και αίμα Χριστού, ότι δηλαδή όλο αυτό ήταν μία πραγματικότητα και όχι κάτι το συμβολικό. Ένας άλλος λόγος ήταν η λειτουργία , διότι στην ευαγγελική “εκκλησία” δεν υπήρχε λειτουργία υπό αυτή την έννοια. Η θεία λειτουργία αποτελείται μόνο από το ανάγνωσμα της Αγίας Γραφής, ένα μεγάλο κήρυγμα και πολλά τραγούδια και περίπου μία φορά το μήνα από τη λεγόμενη «θεία κοινωνία» αμέσως μετά τη λειτουργία. Τον Οκτώβριο του 1982 έγινα λοιπόν ρωμαιοκαθολική. Αναλογιζόμενη σήμερα τον τρόπο με τον οποίο έγινε όλο αυτό κουνάω το κεφάλι μου, γιατί ήμουν τυφλή. Είχαμε αποφασίσει να γιορτάσουμε με μία “λειτουργία” στο σπίτι (Hausmesse), μέσα σε οικογενειακή ατμόσφαιρα. Η γιορτή δεν έλαβε χώρα στην εκκλησία, αλλά στο σαλόνι του σπιτιού του ιερέα. Μπορούσα να επιλέξω η ίδια το ανάγνωσμα του ευαγγελίου και, αντί για ένα κήρυγμα, ανταλλάξαμε όλοι μαζί κηρύγματα-σύμφωνα με τα εδάφια του ευαγγελίου που είχαμε επιλέξει-ενώ καθόμασταν στον καναπέ. Αυτό ονομαζόταν λειτουργία του λόγου. Για τη γιορτή της ευχαριστίας καθόμασταν όλοι μαζί γύρω από την τραπεζαρία η οποία χρησίμευε ως Αγία Τράπεζα. Ναι μεν έπρεπε να πω μαζί με τους υπόλοιπους το σύμβολο της πίστεως, αλλά κανείς δε μου ζήτησε να ομολογήσω το εξής: «Πιστεύω και ομολογώ όλα όσα πιστεύει, διδάσκει και διακηρύττει η αγία καθολική εκκλησία ». (Αυτό το αντιλήφθηκα μετά από 24 χρόνια, όταν κάποιος μου είπε «Δεν μπορείς να εγκαταλείψεις την εκκλησία μας έτσι απλά, αφού έκανες αυτήν την ομολογία»).
Έτσι λοιπόν έγινα ρωμαιοκαθολική. Και τώρα; Η εκκλησιαστική μουσική παίζει σημαντικό ρόλο στην ευαγγελική εκκλησία, στη ρωμαιοκαθολική εκκλησία όμως είναι δευτερεύουσα. Επιπλέον η εκκλησιαστική μουσική εδώ δε μου φαινόταν και πολύ ελκυστική. Δημιουργήθηκε με ταχείς διαδικασίες μετά τη Β` σύνοδο του Βατικανού, όταν επιτράπηκε η τέλεση της λειτουργίας στην εκάστοτε γλώσσα της χώρας, και δεν είχε καμία παράδοση. Εκτός από αυτό σκεφτόμουν πως έπρεπε κάπως να δραστηριοποιηθώ σε μία κοινότητα και, επειδή ως γυναίκα δεν μπορούσα να γίνω ιερέας, αποφάσισα να σπουδάσω θεολογία, για να γίνω ιεροκήρυκας. Συνέχιζα να μελετώ πολύ την Αγία Γραφή και πιο πολύ από όλα με άγγιζαν βαθύτατα οι ονομαζόμενες παραβολές. Με άγγιζε κάθε φορά που έλεγε ο Ιησούς στον πλούσιο νεανία: «Ύπαγε, πώλησόν σου τα υπάρχοντα και δεύρο ακολούθει μοι.»(Ματθ.ιθ.21). Σε κάποιον άλλον είπε: «Ακολούθει μοι και άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς» (Ματθ.η.22) ή «Ουδείς επιβαλών την χείρα αυτού επ` άροτρον και βλέπων εις τα οπίσω εύθετος εστίν εις την βασιλείαν του Θεού»(Λουκ.θ.62). Με άγγιζε και με πονούσε. Ήθελα να κάνω την πίστη μου επάγγελμα και το βασικότερο πράγμα στη ζωή μου. Αλλά με ποιον τρόπο; Μήπως έπρεπε να φύγω από το σπίτι μου χωρίς μία δραχμή, χωρίς δεύτερο πανωφόρι, χωρίς τίποτα και απλά να αναχωρήσω, έτσι όπως λέει το ευαγγέλιο; Αλλά προς τα πού;
Έμαθα ότι υπήρχαν διάφορα τάγματα, με διαφορετικούς κανονισμούς και διαφορετικό πνεύμα. Γνώρισα τις Φραγκισκανές μοναχές, το κάρμελ και μερικά άλλα. Παντού μου άρεσε κάτι, αλλά πάντα κάτι μου έλειπε, όμως τι; (Την απάντηση σε αυτή την ερώτηση θα την έπαιρνα πολλά χρόνια αργότερα). Πάντως είχα ξεκαθαρίσει πλέον μέσα μου ότι σε κάθε περίπτωση ήθελα να αφιερώσω τη ζωή μου στο Θεό και να γίνω μοναχή. Στην προσευχή μου ρωτούσα το Θεό συνεχώς πού με ήθελε, σε ποιο από όλα αυτά τα τάγματα και τις κοινότητες. Κατά την αναζήτησή μου ήλθα σε επαφή και με τη λεγόμενη χαρισματική κοινότητα.
Εκείνο το διάστημα έκανα μία επίσκεψη σε μία από τις καινούργιες πνευματικές κοινότητες. Ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του `80 και αποτελούνταν από άγαμους άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι μετά από μία μεγάλη περίοδο δοκιμής (Noviziat) έπαιρναν όρκο και υπόσχονταν ακτημοσύνη, παρθενία και υπακοή. Στα μέλη συμπεριλαμβάνονταν όμως και οικογένειες με παιδιά. Τα ζευγάρια υπόσχονταν ακτημοσύνη και συζυγική αγνότητα. Αν το δει κανείς επιφανειακά τίποτα δε με συγκίνησε εκεί κατά την πρώτη μου επίσκεψη, μάλλον το αντίθετο θα έλεγα. Κάποιος επισκέπτης ρώτησε στα πλαίσια μιας συνομιλίας ποιοι ήταν οι όροι για την είσοδο στην κοινότητα, οπότε απάντησε ο ιδρυτής και υπεύθυνος της κοινότητας το εξής: «Όροι; Ένας και μοναδικός υπάρχει. Όποιος θέλει να μπει εδώ μέσα, πρέπει να εγκαταλείψει καθετί εγκόσμιο»! Αυτό ήταν! Όταν επέστρεψα το βράδυ στο σπίτι μου δε γνώριζα περισσότερα από πριν. Μόνο εκείνη η μία πρόταση δεν μπορούσε να βγει από το μυαλό μου.
Εκείνο το καλοκαίρι με προσκάλεσε ένας καλός φίλος στη Γαλλία, σε μία μεγάλη συνάντηση με διάφορες νέες καθολικές πνευματικές κοινότητες. Η ποικιλία, οι ψαλμοί, οι ισραηλινοί παραδοσιακοί χοροί, η ακολουθία των ωρών, η ευχαριστιακή λατρεία στην ησυχία. Αυτά με άγγιζαν και πίστεψα ότι επιτέλους είχα φτάσει στον προορισμό μου. Ήθελα να μπω σε αυτή την κοινότητα και να γίνω μοναχή. Επέστρεψα στη Γερμανία, έδωσα το φθινόπωρο τελικές εξετάσεις για τα θεολογικά μαθήματα που παρακολούθησα και αγόρασα ένα εισιτήριο για τη Γαλλία με τα τελευταία 300 μάρκα που μου είχε δώσει ένας φίλος μου, με σκοπό να μην ξαναγυρίσω ποτέ. Ο άνθρωπος κάνει σχέδια και ο Θεός ορίζει. Μετά από δύο εβδομάδες έμαθα ότι όλα τα σπίτια της κοινότητας θα παρέμειναν κλειστά για τους επισκέπτες. Τι φρίκη! Και τώρα; Καθόλου χρήματα, καμία προοπτική, τι κάνω; Δόξα τω Θεώ έγινε τελευταία στιγμή μια αλλαγή. Ένα από τα σπίτια της κοινότητας πρόσφερε για το διάστημα των Χριστουγέννων ένα πρόγραμμα πνευματικών ασκήσεων και παρέμεινε ανοιχτό. Μόλις που έφταναν τα χρήματά μου για αυτό το πράγμα. Μετά από μία εβδομάδα βρισκόμουν πάλι στην ίδια κατάσταση. Όμως μία γυναίκα, η οποία επίσης συμμετείχε στο πρόγραμμα των πνευματικών ασκήσεων, με προσκάλεσε να κάνουμε μαζί μία προσκυνηματική εκδρομή. Αμέσως μετά μου έδωσε λίγα χρήματα και μου πλήρωσε το εισιτήριο του τρένου για το λεγόμενο Mutterhaus (το κυρίως μοναστήρι) σε ένα άλλο μέρος της Γαλλίας. Εκεί πέρασα άλλη μία εβδομάδα και ήμουν όλο προσμονή να μπορέσω επιτέλους να μιλήσω με τον ιδρυτή της κοινότητας και να μου επιτρέψει να εισέλθω σε αυτήν. Έμεινα εκεί για μία εβδομάδα, αλλά στο τέλος αυτής δεν ήταν και τόσο ξεκάθαρο σε εκείνον ότι ο Θεός με προόριζε για εκείνη την κοινότητα. Στη διάρκεια ενός εσπερινού προσευχήθηκε για εμένα και αφού με ακούμπησε με τα χέρια του μου φανέρωσε την εντολή που δέχτηκε: «Οι δικοί μου δρόμοι δεν είναι και δικοί σου. Θα σου δείξω έναν άλλο δρόμο τον οποίο τώρα δεν μπορείς ακόμη να καταλάβεις. Αλλά απαιτώ από εσένα απόλυτη διαθεσιμότητα».
Με αυτά τα λόγια λοιπόν εκδιώχτηκα για άλλη μια φορά. Και τώρα προς τα πού; Ήμουν πραγματικά απογοητευμένη. Κανείς δεν μπορούσε να μου δώσει μία εξήγηση για αυτά τα λόγια ή μία προοπτική. Μα ήθελα μόνο ένα πράγμα: Να ακολουθήσω τον Ιησού Χριστό, να του αφιερώσω τη ζωή μου. Ήταν φρικτό. Εκτός από την απογοήτευσή μου, μου δημιουργήθηκε και μία εσωτερική αμφισβήτηση, ότι δηλ. ο Θεός είτε δε με ήθελε είτε εγώ ήμουν τόσο χαζή, ώστε να μην μπορώ να βρω τη θέση μου, ή καλύτερα τη θέση στην οποία Εκείνος με προόριζε. Πάλι με λυπήθηκε κάποιος και μου έδωσε τα χρήματα για την επιστροφή μου στο σπίτι. Είχα φύγει από το σπίτι με σκοπό να μην ξαναγυρίσω ποτέ και τώρα, λίγες εβδομάδες αργότερα, βρισκόμουν πάλι εντελώς απροειδοποίητα μπροστά από το σπίτι των γονιών μου (πριν από αυτό είχα κάνει για μία εβδομάδα μία ενδιάμεση στάση σε ένα μοναστήρι στη Γαλλία, για να σιωπήσω και να ηρεμήσει η ψυχή μου. Το πρώτο το κατάφερα, το δεύτερο όχι). Οι γονείς μου φυσικά χάρηκαν που ξαναγύρισα, όμως εγώ ήμουν τελείως αποπροσανατολισμένη. Τις επόμενες δύο εβδομάδες τις πέρασα ζώντας σχεδόν αποκλειστικά στην αφάνεια και προσευχόμενη στο δωμάτιό μου. Ταυτόχρονα αντηχούσε μέσα μου συνεχώς εκείνη η πρόταση: Όποιος θέλει να μπει εδώ πρέπει να εγκαταλείψει καθετί εγκόσμιο. Γινόταν μία μάχη μέσα μου. Από τη μια δε με προσέλκυε τίποτα εκεί, η ακτημοσύνη, οι περίεργες γενειοφόρες μορφές με τα παλιά ράσα, καθόλου ρεύμα, καθόλου τρεχούμενο νερό, πρωτόγονη τουαλέτα, κανένα ιδιωτικό χώρο και πολλά άλλα. Όμως εκείνη η πρόταση δε με άφηνε πια σε ησυχία. Όλο αυτό ήταν βασικά αυτό που ήθελα, αυτό που έψαχνα μέσα μου από τότε που προσηλυτίστηκα, αυτή η πλήρης αφιέρωση στο Χριστό, χωρίς να ψάχνει κανείς τίποτα πια για τον εαυτό του, να εγκαταλείψει καθετί εγκόσμιο. Λοιπόν, ήθελα να το διακινδυνεύσω. Ήταν Παρασκευή απόγευμα, αποφάσισα αμέσως να τηλεφωνήσω και να ρωτήσω αν μπορούσα να πάω για το Σαββατοκύριακο. Αν η απάντηση ήταν αρνητική, τότε θα έκλεινα αυτό το κεφάλαιο και δε θα το ξανάνοιγα ποτέ(κρυφά μέσα μου το ήλπιζα αυτό κατά κάποιο τρόπο). Η απάντηση ήταν θετική. Εντάξει λοιπόν. Την επόμενη μέρα πήγα εκεί και αυτή τη φορά ήταν διαφορετικά. Τα εξωτερικά πράγματα δε με απωθούσαν πια τόσο πολύ και είχα μία μεγάλη συζήτηση με τον ιδρυτή που αφορούσε την εσωτερική μου αναζήτηση και τους περασμένους μήνες. Μου πρότεινε να παραμείνω στην κοινότητα για τέσσερις μήνες, μέχρι τις 15 Αυγούστου, για να μπορέσω με ηρεμία και προσευχή να ρωτήσω το Θεό για τον προορισμό μου.
Μετά από τρεις εβδομάδες είχα την εντύπωση ότι εκεί βρήκα τη θέση μου. Πιο πολύ από όλα αγαπούσα την ησυχία και τη νοερά προσευχή, αλλά μάθαινα να αγαπώ όλο και περισσότερο και την απλότητα και την αμεσότητα της ζωής και δεν ήθελα να την ανταλλάξω με μία άνετη ζωή. Εδώ έμαθα τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία και από μία εντελώς διαφορετική πλευρά. Αν και είχα γίνει καθολική σε ένα δήμο, ο οποίος διακατεχόταν από ακραίο μοντερνισμό, τώρα βρισκόμουν σε μία κοινότητα, όπου την αγάπη για τον πάπα και την υπακοή σε αυτόν την έγραφαν με κεφαλαία γράμματα. Ακολουθούσε κανείς με ζήλο και κατευθυνόταν σύμφωνα με ό,τι έλεγε και έπραττε εκείνος. Αυτό μου φαινόταν αρκετά δύσκολο και ένιωθα πάντα σαν μία ανυπότακτη, που συμμετείχε σε όλα αυτά με το ζόρι. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια μέχρι να αλλάξει αυτή η τοποθέτησή μου στο θέμα αυτό.
Ένα χρόνο αργότερα άρχισε για μένα η περίοδος δοκιμασίας (Noviziat). Ένα χρόνο μετά από αυτό, έδωσα τις πρώτες υποσχέσεις για τρία χρόνια. Μετά ακολούθησαν και οι ονομαζόμενες προσωρινές υποσχέσεις (για ορισμένο χρονικό διάστημα) και οι υποσχέσεις αφιερώσεως για όλη μου τη ζωή. Ωστόσο βρισκόμουν σε μεγάλη ψυχική κρίση και ήμουν αμφιταλαντευόμενη, γεμάτη αβεβαιότητα. Σκέφτηκα ότι όλα αυτά είναι εσωτερικές αμφιβολίες, κακές σκέψεις και συναισθήματα που δεν πρέπει να επιτρέψει κανείς και έτσι έκρυψα εσωτερικά όλο αυτό το «ψυχικό χάος» και έδωσα τις υποσχέσεις. Η ανεμοθύελλα κόπασε κάπως, αλλά δεν μπορούσα να ηρεμήσω πραγματικά. Αυτό μπορεί να ήταν και συμπτωματικό για την πορεία μου. Όπως ήδη ανέφερα, με έλκυαν στα διάφορα τάγματα και στις κοινότητες πολλά πράγματα, όμως πάντα κάτι, το οποίο εκείνη τη χρονική στιγμή δεν μπορούσα να ονομάσω, μου έλειπε. Σε αυτήν την κοινότητα ήταν όλα πιο εκλεπτυσμένα, ναι μεν δε μου έλειπε τίποτε πια, αλλά την πραγματική εσωτερική ηρεμία δεν τη βρήκα ούτε εδώ και δεν ένιωθα ότι έφτασα στον προορισμό μου. Εκείνους τους λογισμούς και την ακαθόριστη νοσταλγία που έβγαιναν συνεχώς από μέσα μου, εγώ πίστευα ότι έπρεπε να πολεμήσω με πνευματικό αγώνα και ότι είναι εκ του πονηρού και για αυτό το λόγο δε θα έπρεπε να επιτρέψω σε καμία περίπτωση τέτοιους λογισμούς και συναισθήματα. Σκεφτόμουν ότι την πραγματική ειρήνη και το συναίσθημα μπορεί κανείς να τα πετύχει μόνο στον τελικό προορισμό του, δηλαδή να τα βιώσει μόνο στον ουρανό. Επίσης σκεφτόμουν ότι ο καθένας σε αυτήν τη ζωή είναι καθοδόν και ότι στην επίγεια ζωή μένει πάντα μία εσωτερική ανησυχία και μια σιωπηρή θλίψη.
Δε μου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι θα εγκατέλειπα ποτέ αυτήν την κοινότητα. Με εξαίρεση κάποιες κρίσεις, τις οποίες όμως ο καθένας που ακολουθεί αυτό το δρόμο σίγουρα θα βιώνει, ήμουν χαρούμενη και ευτυχισμένη εκεί. Αγαπούσα τον πνευματικό μου, τον ιδρυτή της κοινότητας και τις αδελφές. Επίσης τις διάφορες διακονίες που μου ανέθεταν τις έκανα ευχαρίστως. Για να μην παρεξηγηθώ: Ακόμη και σήμερα δεν τους απεχθάνομαι. Εκτιμώ την καλή θέλησή τους, το ζήλο, την προθυμία για την πλήρη αφιέρωσή τους. Εκεί έμαθα πολλά πράγματα, για τα οποία ακόμη και σήμερα τους είμαι ευγνώμων. Παρ` όλα αυτά εγκατέλειψα την κοινότητα μετά από 21 χρόνια. Γιατί;
Ενώ στην αρχή διακατεχόμουν από μοντερνισμό, οι εξελίξεις στη ρωμαιοκαθολική εκκλησία με έβαλαν με την πάροδο του χρόνου σε όλο και περισσότερες σκέψεις: όλες οι πιθανές θεωρίες, τα νέα θεολογικά ρεύματα, τα οποία υποστήριζαν ότι το Άγιο Πνεύμα μας οδηγεί όλο και βαθύτερα στην αλήθεια, οι πολλές αποχωρήσεις από την εκκλησία, η έλλειψη ιερέων και η έλλειψη νέων μοναχών. Επειδή οι έφηβοι δεν πήγαιναν πια στην εκκλησία, προσπαθούσαν να το αποτρέψουν με το να πειραματίζονται με διάφορους τρόπους για να τους ξανακερδίσουν: Ροκ μουσική στη λειτουργία, ντίσκο, μεσολάβηση μέσω SMS, λειτουργίες όπου οι έφηβοι πήγαιναν με Skateboard και πατίνια στην εκκλησία και άλλα παρόμοια. Είχα την εντύπωση πως καθετί ιερό πουλιόταν και προσαρμοζόταν, μόνο και μόνο για να το παρουσιάσουν στους ανθρώπους με τον πιο ελκυστικό τρόπο. Έπεφτα σε όλο και μεγαλύτερο δίλημμα. Από τη μια γινόμουν όλο και πιο συντηρητική, διότι ήμουν πεπεισμένη πως οτιδήποτε ιερό οφείλει κανείς να το διατηρήσει ιερό. Από την άλλη η κοινότητά μας ήταν οικουμενική.
Εμπνευσμένοι από τον πάπα Ιωάννη Παύλο Β`, ο οποίος άρχισε να προσεύχεται μαζί με τους εκπροσώπους των διφορων θρησκειών, γράφτηκε και στη δική μας κοινότητα ο διάλογος με τις θρησκείες με κεφαλαία γράμματα. Ήμασταν ανοιχτοί σε άλλα θρησκεύματα, σε άλλες θρησκείες και πνευματικά ρεύματα -φυσικά με την ελπίδα να τους προσηλυτίσουμε στη ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Ένας τρόπος έκφρασης αυτών ήταν η μουσική. Για παράδειγμα διαλογιζόμασταν με ειδικούς ψαλμούς που έμοιαζαν με το ινδουιστικό μάντρα (ινδουιστική προσευχή), μόνο που λέγαμε π.χ. το όνομα «Jeschuah» για να έρθουμε σε εσωτερική συγκέντρωση και ηρεμία. Κατά την ώρα των προσευχών μας ενσωματώσαμε όμως και ορθόδοξα στοιχεία, έτσι ψέλναμε π.χ. το Σάββατο βράδυ αποσπάσματα του ορθόδοξου εσπερινού σε γερμανική γλώσσα με ρωσικές μελωδίες και άλλους ορθόδοξους ψαλμούς.
Την πρώτη ελληνορθόδοξη λειτουργία τη βίωσα το Πάσχα στο Ναό της Αναστάσεως. Αυτό ήταν το καθοριστικό βίωμα. Μου είναι δύσκολο να περιγράψω τι ακριβώς βίωσα εκεί. Νόμιζα ότι ήμουν στον ουρανό ή ότι ο ουρανός είχε κατέβει κάτω στη γη. Τότε δε γνώριζα ακόμη τι είναι το Χερουβικόν, όμως όταν το άκουσα για πρώτη φορά, ένιωσα μία τόσο βαθιά αυτοσυγκέντρωση και σκέφτηκα πως αυτή τη στιγμή οι άγγελοι ψέλνουν μαζί με τους ανθρώπους (αργότερα έμαθα ότι το ίδιο ένιωσαν και οι δύο πρεσβευτές του Ρώσου τσάρου, όταν βίωσαν για πρώτη φορά τη λειτουργία στην Κωνσταντινούπολη). Το βαθύτερο βίωμα ήταν μία εσωτερική γνώση, μία βεβαιότητα: ΤΩΡΑ ΕΦΤΑΣΕΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ! Αυτή σαν να ήταν η απάντηση στην εσωτερική μου ανησυχία. Αυτό ήταν που μου έλειπε ακόμη. Όπως είπα προηγουμένως, ήταν ένα εσωτερικό βίωμα. Τότε δε γνώριζα ακόμη πολλά για την ιστορία της εκκλησίας, το Filioque, το σχίσμα κλπ.
Αυτή τη χρονική στιγμή δεν μπορούσα και δεν ήθελα ακόμη να έρθω σε ρήξη με τον ιδρυτή της κοινότητάς μας. Πρώτα ήθελα να γνωρίσω την ορθόδοξη εκκλησία πιο βαθιά. Αυτό αρχικά θα μπορούσε να συμβεί μόνο στη λειτουργία. Ποια θα ήταν όμως η συνέχεια; Μετά τη γιορτή του Αγίου Πνεύματος θα έπρεπε όλοι να αναχωρήσουμε. Και μετά…
Κατά τη διάρκεια αυτού του κύκλου των λειτουργιών περίμενα πάντα την επόμενη ελληνική λειτουργία. Δόξα το Θεό ήταν εκείνο το χρονικό διάστημα ένας νεαρός ορθόδοξος διάκονος φρουρός στο Γολγοθά, ο οποίος μιλούσε πολύ καλά αγγλικά και ήταν πολύ ανοιχτός. Μπορούσα να του κάνω ερωτήσεις σχετικά με τη λειτουργία, να μάθω μερικούς ψαλμούς και να ανταλλάξουμε απόψεις σχετικά με τις διαφορές της ορθόδοξης και της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας. Πραγματικά του χρωστάω πάρα πάρα πολλά! Απαντούσε σε όλες τις ερωτήσεις μου με ατέλειωτη υπομονή και προπάντων δεν με επηρέασε ποτέ, πράγμα που ήταν πολύ σημαντικό για εμένα. Διότι αργότερα, στην αντιπαράθεση με τη «δική» μου κοινότητα, μου έλεγαν συνεχώς ότι με επηρέασαν οι ορθόδοξοι. Συνέβη όμως το ακριβώς αντίθετο! Από τη ρωμαιοκαθολική πλευρά πιέστηκα, προσπαθούσαν διαρκώς να με πείσουν ότι εδώ ήταν η πληρότητα της αλήθειας, ότι δεν μπορούσε κανείς να παραμελήσει την υπεροχή του πάπα κλπ. Από την ορθόδοξη πλευρά έπαιρνα μόνο απαντήσεις στις ερωτήσεις μου και πληροφορίες. Φυσικά όλοι ομολογούσαν ότι ήταν πεπεισμένοι πως η ορθόδοξη εκκλησία είναι η πραγματική εκκλησία του Χριστού, αλλά ποτέ κανείς δε με πίεσε να γίνω ορθόδοξη! *
Έτσι πέρασαν οι τρεις πρώτοι μήνες με τις λειτουργίες, τη μελέτη και τις ανταλλαγές απόψεων. Ήταν μία όμορφη, εντατική αλλά και πολύ δύσκολη περίοδος για μένα, διότι δεν έπρεπε να φανερώσω ότι μέσα μου μεγάλωνε όλο και περισσότερο η έλξη προς την ορθοδοξία, διαφορετικά σίγουρα θα απαιτούσαν να επιστρέψω άμεσα στη Γερμανία! Μετά από αυτούς τους τρεις μήνες παρουσιάστηκε και ένα άλλο πρόβλημα. Οι βίζες μας είχαν λήξει και έπρεπε είτε να τις ανανεώσουμε είτε να επιστρέψουμε στη Γερμανία και να ξαναέρθουμε. Το τελευταίο το φοβόμουν πολύ, διότι ήμουν σίγουρη ότι ο πνευματικός μου θα αντιλαμβανόταν αμέσως ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με μένα. Ένας γνωστός ορθόδοξος ιερέας με συμβούλεψε να απευθυνθώ σε έναν ορθόδοξο επίσκοπο, μήπως μπορούσε εκείνος να με βοηθήσει στην υπόθεση με τη βίζα. Πήγα και τον βρήκα, του εξήγησα τα πάντα, του διηγήθηκα επίσης και για το βίωμά μου σε εκείνη τη λειτουργία στο Ναό της Αναστάσεως το Πάσχα και ότι αναρωτιόμουν όλο και περισσότερο μήπως έπρεπε να γίνω ορθόδοξη. Εάν όμως έπρεπε να επιστρέψω στη Γερμανία, τότε αυτό θα σήμαινε «το τέλος» για μένα.
Ο επίσκοπος μου έδωσε τη σοφή συμβουλή να ομολογήσω την αλήθεια στον πνευματικό μου και ιδρυτή της κοινότητας και να παρακαλέσω να απαλλαγώ για ένα έτος από την κοινότητα με σκοπό να διαβάζω, να μελετώ, να επισκέπτομαι τη λειτουργία, να γνωρίσω την ομορφιά και το βάθος της ορθοδοξίας, αλλά όμως και τις ανθρώπινες αδυναμίες και λάθη, ώστε να μπορέσω μετά από αυτό το έτος να πάρω μία ώριμη απόφαση. Μου άρεσε αυτή η συμβουλή και έτσι έγραψα ένα γράμμα στον πνευματικό μου για να τον παρακαλέσω για αυτή την απαλλαγή. Του έγραψα ξεκάθαρα ότι δεν ήθελα να πάρω την απόφαση από μία πρώτη εντύπωση αγάπης και ενθουσιασμού, αλλά ότι χρειαζόμουν το χρόνο για τη μελέτη και την εξέταση. Αυτό το αίτημά μου απορρίφθηκε με άκρα αποφασιστικότητα.
Σε μία άλλη απαντητική επιστολή μου δόθηκε η εντολή να επιστρέψω άμεσα στη Γερμανία για να ξεκαθαρίσω την κατάσταση επιτόπου. Αυτό βασικά δεν το ήθελα, γιατί φοβόμουν τη δική μου αδυναμία, μήπως και επηρεαζόμουν πάλι και έκανα πίσω. Δυστυχώς δεν υπήρχε δυνατότητα να ανανεωθεί η βίζα και παράλληλα με αυτό έμαθα ότι ο πνευματικός μου είχε κλείσει ήδη μία θέση, για να έρθει στα Ιεροσόλυμα και να μιλήσει μαζί μου, σε περίπτωση που δε θα πήγαινα στη Γερμανία.
Έτσι επέστρεψα, λοιπόν, στη Γερμανία στη «δική μου» κοινότητα και έκανα περισσότερες συζητήσεις με τον πνευματικό μου. Σε μία από αυτές τις συζητήσεις μου υπέδειξε ότι έπρεπε ,ως καθολική, να εξετάσω την απορία μου για το αν η ορθόδοξη εκκλησία είναι η αληθινή εκκλησία του Χριστού και ότι «δε θα μπορούσα να βρίσκομαι ήδη στην άλλη πλευρά, δηλαδή να είμαι ήδη ορθόδοξη» και να εξετάσω από εκεί εάν η καθολική εκκλησία είναι η αληθινή. Αυτό θα ήταν παράνομο. Ως καθολική θα έπρεπε να το εξετάσω από την καθολική πλευρά. Αυτό με έπεισε κατά κάποιον τρόπο, όπως επίσης και η διαβεβαίωση του πνευματικού μου ότι με τη λήξη του έτους και της αποστολής μου θα μπορούσα να εξετάσω το θέμα της ορθοδοξίας. Έτσι επέστρεψα στην υπακοή και στην πνευματική καθοδήγησή του. Ωστόσο ομολογώ ότι ήδη μία ώρα αργότερα στεκόμουν με κλάματα και επαναλάμβανα συνεχώς το εξής: «Τώρα έχασα τα πάντα»! Ο πνευματικός μου, μου επιβεβαίωνε συνεχώς ότι δεν είχα χάσει τίποτε, ότι θα μπορούσα να ασχοληθώ με το θέμα που με απασχολούσε, αλλά όχι τώρα. Μια που είχα επιστρέψει στην υπακοή και την πνευματική καθοδήγηση, με έστειλαν μετά από τρεις εβδομάδες ξανά πίσω στα Ιεροσόλυμα, για να συνεχίσω την αποστολή μου μέχρι την Πεντηκοστή. Τις πρώτες τρεις εβδομάδες πήγαν όλα καλά, ήμουν αποφασισμένη να εκπληρώσω την αποστολή μου και προπάντων να εξετάσω το θέμα της ορθόδοξης εκκλησίας ως καθολική -αργότερα. Όμως η καρδιά μου δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω! Μεταφορικά ένιωθα σαν έγκυος, το παιδί ήθελε να γεννηθεί -και εγώ έπρεπε αυτό να το παραμερίσω εντελώς. Αυτό για μένα έμοιαζε από θρησκευτικής απόψεως με έκτρωση! Αν είχα τουλάχιστον την άδεια να μπορώ να διαβάζω ή να ανταλλάσσω απόψεις. Όμως όλα αυτά μου τα αρνήθηκαν, το μόνο που μου επιτρεπόταν ήταν μία φορά το μήνα να παρακολουθώ τη λειτουργία. Μετά από μερικές εβδομάδες είχα γίνει μέσα μου εντελώς ράκος. Καθόμουν κλαμένη στον Αγιο Γολγοθά και δεν ήξερα πια τι έπρεπε να κάνω. Ένας ορθόδοξος μοναχός μου είπε κάποτε: «Just follow the voice of your heart» ( = «απλά ακολούθησε τη φωνή της καρδιά σου»). Βασικά η καρδιά μου ήταν ήδη ορθόδοξη.
Τα Χριστούγεννα έπρεπε πάλι να επιστρέψω εξαιτίας της βίζας στη Γερμανία. Βρισκόμουν πάλι μπροστά στο ίδιο πρόβλημα. Η καρδιά μου ήταν ήδη «στην άλλη πλευρά», αλλά αυτή τη φορά δεν ήθελα να φανερώσω τα συναισθήματά μου, διότι διαφορετικά δε θα υπήρχε επιστροφή στα Ιεροσόλυμα. Ωστόσο σε μία συζήτηση που είχα με τον πνευματικό μου, του είπα ότι ανυπομονώ να εξετάσω επιτέλους το θέμα της μεταστροφής μου. Έμεινε έκπληκτος και ομολόγησε ότι πίστευε βασικά, πως αυτό το θέμα δε θα ήταν πια επίκαιρο για μένα και ότι με την πάροδο του χρόνου θα ήταν περιττό. Μετά ανακοίνωσε επίσημα σε όλη την κοινότητα ότι σκόπευα ακόμη να εξετάσω αυτό το θέμα.
Μέσα μου ένιωθα ένα ράκος και ήμουν σε δίλημμα. Από τη μια μου έλεγε η καρδιά και η συνείδησή μου ότι η πληρότητα της αλήθειας βρίσκεται στην Ορθόδοξη εκκλησία και ότι εκείνη είναι η πραγματική Εκκλησία. Δεν ήταν μόνο εκείνο το πρώτο βίωμα. Εδώ ό,τι ήταν ιερό, το διατηρούσαν ακόμη ιερό, η λειτουργία ήταν κατευθυνόμενη προς το Θεό και δεν πουλιόταν στους ανθρώπους ούτε τους την παρουσίαζαν με ελκυστικό τρόπο, ήταν πάντοτε η ίδια, έτσι όπως μας τη δίδαξαν οι πατέρες μας. Η πίστη διατηρούταν, έτσι όπως μας την παρέδωσαν οι πατέρες και όπως κατατέθηκε στις επτά πρώτες συνόδους. Όχι συνεχώς νέες θεολογικές θεωρίες και λειτουργικά πειράματα. Εδώ βρισκόταν η πληρότητα της αλήθειας και η μία και γνήσια εκκλησία του Χριστού. Αυτή η βεβαιότητα μεγάλωνε όλο και περισσότερο μέσα μου, μετά από τις πολλές συζητήσεις με το διάκονο και με μερικούς άλλους μοναχούς και μέσα από την παρακολούθηση της Θείας Λειτουργίας. Από την άλλη ένιωθα δεσμευμένη με την υπακοή, δηλαδή να μην εξετάσω τώρα αυτό το θέμα (το οποίο δεν υφίστατο πλέον ως θέμα) και να μην ανταλλάξω απόψεις με κανέναν από τα μέλη της ορθόδοξης εκκλησίας. Προς τα πού να στρέψω λοιπόν αυτήν την εσωτερική ανάγκη;!
Ο Θεός μου έστειλε και πάλι έναν βοηθό. Ήταν ένας φίλος, ρωμαιοκαθολικός θεολόγος και διάκονος, του οποίου την αγάπη για την ορθοδοξία εγώ γνώριζα. Όταν του φανέρωσα την εσωτερική μου διαμάχη ανάμεσα στη συνείδηση και την πνευματική υπακοή, μου απάντησε: «Είναι ρωμαιοκαθολικό δόγμα το να βρίσκεται η προσωπική συνείδηση πάνω από την υπακοή στα θέματα της πίστης και της εκκλησίας». Αυτό ήταν σαν μία λύτρωση για μένα! Η απόφασή μου είχε ληφθεί. Την επόμενη μέρα πήγα και βρήκα τον Πατριάρχη, του διηγήθηκα την ιστορία μου και του φανέρωσα την επιθυμία μου να γίνω ορθόδοξη. Πήρε το σκοπό μου στα σοβαρά και με παρέπεμψε σε έναν μοναχό, ο οποίος θα μου έκανε κατήχηση. Αυτό συνέβη μία εβδομάδα πριν από την αρχή της νηστείας, δηλ. περίπου ένα χρόνο μετά την άφιξή μου στα Ιεροσόλυμα.
Σε ένα επόμενο γράμμα μου ανακοίνωσα την απόφασή μου στον πνευματικό μου και στην κοινότητα. Φυσικά δεν την αποδέχτηκαν. Ο πνευματικός μου απαίτησε να επιστρέψω άμεσα στην τέλεια υπακοή-μια που δε θα επρόκειτο για ένα θέμα συνείδησης-, να μην επιχειρήσω περαιτέρω βήματα και από αυτή τη στιγμή να διακόψω αμέσως κάθε επαφή και κατήχηση που προέρχεται από την ορθόδοξη πλευρά, μέχρι να έρθει ο ίδιος στα Ιεροσόλυμα. Ωστόσο αυτή τη φορά είχα πάρει την απόφασή μου, που ήταν οριστική και δεν ήθελα να την επανεξετάσω. Έγραψα ένα τελευταίο γράμμα στον πνευματικό μου και εγκατέλειψα την κοινότητα λίγες μέρες πριν από την άφιξή του. Εκείνη τη στιγμή δεν είχα διάθεση να έρθω σε έναν ακόμη διαξιφισμό με τον πνευματικό μου ούτε έβλεπα και κάποια προοπτική σε αυτό: Η κοινότητα ήθελε να υπηρετεί την οικουμένη -εγώ δεν έβλεπα καμία προοπτική για την ένωση των λεγομένων «αδελφών εκκλησιών». Ή ΝΑ ΠΩ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΠΩΣ ΕΙΜΑΙ ΠΕΠΕΙΣΜΕΝΗ ΟΤΙ ΓΙΑ ΤΗ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗ “ΕΚΚΛΗΣΙΑ” ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΟΝΟ ΕΝΑΣ ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ, Ο ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ. Όλα τα άλλα αποτελούν ένα τεχνητό, ανθρώπινο σχήμα. Πόσο λυτρωτικό είναι να συμμετέχει κανείς σε μία ορθόδοξη λειτουργία και να γνωρίζει ότι είναι αμετάβλητη και όχι όπως στην καθολική λειτουργία, να πρέπει να φοβάται με ποιο πράγμα θα βρίσκεται πάλι αντιμέτωπος αυτή τη φορά. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι πολλοί ορθόδοξοι άνθρωποι δε γνωρίζουν καν πόσος πνευματικός πλούτος και τι θησαυρός τους έχει δοθεί, πόσο ευγνώμονες θα πρέπει να είμαστε για αυτό στο Θεό και πόσο υπεύθυνοι πρέπει να νιώθουμε στο να τον διαφυλάξουμε!
Τη νύχτα την πέρασα προσευχόμενη στην εκκλησία και την επόμενη μέρα, κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας, έλαβα τη Μοναχική Κουρά από τον Γέροντα. Αυτές οι δύο μέρες ήταν οι πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής μου. «Επιτέλους έφτασες στο σπίτι σου».
Εν τω μεταξύ πέρασαν τρία χρόνια και όπως τότε έτσι και τώρα, ευχαριστώ το Θεό κάθε μέρα, που με οδήγησε στην Εκκλησία Του και μου χάρισε την ευλογία της Βαπτίσεως.