Ευγενική υπενθύμιση: η ζωή δεν επιταχύνεται (Ελεάννα Βλαστού, συγγραφέας)

(18 άτομα το έχουν διαβάσει)

Διαβάζω ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα, γραμμένο από την Αμερικανίδα συγγραφέα Κρίστιν Ρόζεν, με τίτλο «The Extinction of Experience». Λυπάμαι, εάν γράφονται βιβλία για την εξάλειψη της εμπειρίας σημαίνει ότι έχουμε ήδη ξεκινήσει να πενθούμε τη ζωή. Λίγο-πολύ αυτό που λέει είναι ότι, χρόνο με τον χρόνο, χάνουμε την επαφή μας με την πραγματικότητα γιατί πάντα, σε ό,τι συμβαίνει, μεσολαβεί μια οθόνη και εμείς αντιλαμβανόμαστε τις εμπειρίες μέσω των κινητών, των εφαρμογών και των δικτύων. Πιο επιμελημένα, πιο άμεσα, πιο προσωπικά, αλλά πιο διαστρεβλωμένα και ασύνδετα από την πραγματικότητα.

Είμαι της γενιάς X και, αποχαιρετώντας το καλοκαίρι κάπως νοσταλγικά, θυμάμαι τα καλοκαίρια χωρίς κινητά και χωρίς οθόνες. Έχω έντονα στη μνήμη μου πολλά ταξίδια οδικώς προς την Κέρκυρα, μια διαδρομή που έμοιαζε ατελείωτη, να την περνάω κοιτώντας από το παράθυρο, απομνημονεύοντας τα λόγια των τραγουδιών που άκουγα και τις πινακίδες των αυτοκινήτων που έβλεπα. Είχαν όλα αυτά κάποιο νόημα; Κανένα απολύτως, ήταν και αυτό μέρος της εμπειρίας των θερινών διακοπών. Απλώς προσπαθούσα να σκοτώσω χρόνο ή μια απόπειρα να κάνω τον χρόνο να περάσει ευχάριστα.

Θυμάμαι επίσης την προσμονή μου για να δω τον παππού μου που μας περίμενε για να μας υποδεχθεί στο λιμάνι. Η παρουσία του σηματοδοτούσε την έναρξη των διακοπών, που συμπεριλάμβαναν μια σειρά από αμέτρητα ζεστά μεσημέρια, που ήταν πάντα ήσυχα γιατί έπρεπε να είμαι ήσυχη. Υπήρχε προσμονή για το μετά που δεν θα ήμουν ήσυχη, προσμονή για την άρση εντολής. Στο ενδιάμεσο, διάβαζα ό,τι υπήρχε ή ξαναδιάβαζα το ίδιο βιβλίο και παρατηρούσα τους τοίχους, τα αντικείμενα, τα δέντρα. Απλώς παρατηρούσα ή διάβαζα. Αν έμπαινε κάποιος στον κόπο να με ρωτήσει εάν βαριόμουν, θα απαντούσα «ναι! φριχτά!». Έπληττα τρομακτικά.

Κοιτώντας πίσω, βέβαια, ήταν ένα δώρο. Ένα παλιομοδίτικο δώρο, μια διαχρονικά χρήσιμη εμπειρία. Να βαριέσαι λίγο, να έχεις χρόνο να παρατηρείς, πρόσωπα να προσβλέπεις να αντικρίσεις ή την επιθυμία του γεγονότος που θα ακολουθήσει. Η απραξία είναι, κατά την άποψή μου, εντελώς παρεξηγημένη και η πλήξη η πιο δυσφημημένη ψυχική κατάσταση. Αυτό όμως το κείμενο δεν πάει προς τη σωστή κατεύθυνση. Μοιάζει σαν να θέλω να πω ότι τα παιδιά έχουν εκμηδενίσει το διάστημα μεταξύ της εμπειρίας της πλήξης και της κοινοποίησής της (#bored). Θέλω όμως να πω άλλα.

Κοιτώντας πίσω θέλω να μας συγχαρώ. Έχω την αίσθηση ότι ήμασταν όλοι γκουρού της υπομονής. Δίναμε προσοχή σε λεπτομέρειες, χρησιμοποιούσαμε τη φαντασία μας, υπομέναμε και υπολογίζαμε, καραδοκούσαμε και αναμέναμε. Αναμέναμε τους φίλους να εμφανιστούν έξω από το σινεμά, το λεωφορείο να εμφανιστεί στη γωνία, είχαμε υπομονή για την «εμφάνιση» των εκτυπωμένων καλοκαιρινών φωτογραφιών και άλλη τόση ανεκτικότητα μέχρι η βιντεοκασέτα «να γυρίσει στην αρχή». Απλώς δεν υπήρχε επιλογή. Περιμέναμε.

Το φετινό καλοκαίρι παρατήρησα ότι δεν υπάρχει καμία ανοχή στην αναμονή. Ένα ζευγάρι τουριστών σε εστιατόριο είπαν ότι δεν μπορούν να περιμένουν δέκα λεπτά μέχρι να ετοιμαστεί το τραπέζι τους – «και γιατί να περιμένουμε;» είπαν, «αφού κλείσαμε το τραπέζι για τις εννιά».

Είμαστε τόσο συνηθισμένοι στην ταχύτητα και στην αποτελεσματικότητα της εικονικής πραγματικότητας, που ξεχνάμε πώς να χειριστούμε την κανονικότητα, που είναι πιο αργή, ίσως λιγότερο αποτελεσματική.

Σταχυολόγησα άλλα δύο, πιο ακραία περιστατικά. Περίμενα το φέρι που κάνει τη διαδρομή Πάρος – Αντίπαρος και αντίστροφα. Το φέρι γέμιζε και ήμουν το τελευταίο αυτοκίνητο που, όπως υπολόγιζα, θα κατάφερνε να επιβιβαστεί. Και είχα πέσει μέσα. Ανεβαίνω στην πλατφόρμα τη στιγμή που βλέπω τη συνοδηγό του πίσω οχήματος να ανοίγει την πόρτα της, να τρέχει με ορμή, να στέκεται μπροστά από το αυτοκίνητό μου μπλοκάροντάς μου την πρόσβαση. Τη ρώτησα, κάπως αμήχανα, εάν συμβαίνει κάτι και σας υπόσχομαι ήμουν ανοιχτή σε οποιαδήποτε δικαιολογία. Οτιδήποτε και να άκουγα –ότι βιάζεται να κολυμπήσει, να δει την πεθερά της, να φάει παγωτό– θα με έπειθε να κάνω όπισθεν για να της παραχωρήσω τη θέση. Μου είπε απλώς: «Αποκλείεται να περιμένω δεκαπέντε ακόμα λεπτά!». Ήταν Αμερικάνα. Κρίμα, μου στέρησε την ευκαιρία να παραμείνω δεκαπέντε επιπλέον λεπτά μόνη μου. Δεν το έβλεπα σαν σπαταλημένο χρόνο, αλλά σαν ευχαρίστηση.

Χωρίς να θέλω να στοχοποιήσω τους Αμερικανούς, της ιδίας εθνικότητας ήταν και η κυρία στο αεροδρόμιο «Βενιζέλος», όπου έφτασε μπροστά με τις πολλές αποσκευές και την ανήμπορη φίλη της, παρακάμπτοντας όλη την ουρά που ήταν μεγάλη αλλά δυναμική και δίκαιη. Σε μια ουρά με αυτά τα χαρακτηριστικά είσαι ήρεμος, ξέρεις ότι θα φτάσεις στον στόχο και ότι θα εξυπηρετηθείς. «Είναι αδύνατον να περιμένω!», «ξεχάστε το!» φώναζε σε όσους την επέπλητταν. Αποπειράθηκε να παραγκωνίσει την πρώτη στη σειρά –μια μητέρα με παιδί– χωρίς καν να εισέλθει σε διαδικασία προφανών –παρακαλώ, θα χάσω την πτήση– δικαιολογιών. «Ξεχάστε το!» φώναζε, σε μια απίθανη σκηνή υπέρτατου εγωκεντρισμού και αντικοινωνικότητας που κάνει το «American psycho» του Μπρετ Ιστον Ελις να μοιάζει με καρικατούρα.

Αγένεια, θα μου πείτε. Δεν είναι μονάχα αγένεια, τα παραπάνω περιστατικά κάτι λένε γι’ αυτούς προσωπικά, αλλά και συλλογικά. Μοιάζει σαν να έχει ξεχαρβαλωθεί η ομοφωνία στο τι επιτρέπεται και τι όχι. Γιατί ζούμε πολλές ώρες της ημέρας ο καθένας στη δική του εικονική πραγματικότητα. Είμαστε τόσο συνηθισμένοι στην ταχύτητα και στην αποτελεσματικότητα, που ξεχνάμε πώς να χειριστούμε την κανονικότητα, που είναι πιο αργή, ίσως λιγότερο αποτελεσματική. Η επιτάχυνση της τεχνολογίας έχει ανεβάσει τους ρυθμούς και έχει συμπυκνώσει τους χρόνους. Έχει εκμηδενίσει την υπομονή στη μη πρακτικότητα, έχει αφανίσει εμπειρίες –μαζί και την εμπειρία της αναμονής– και έχει ανεβάσει τις προσδοκίες.

Είναι όλα μια απαίτηση, on-demand. Η καθημερινότητα όμως είναι διάσπαρτη με αίθουσες αναμονής. Είναι ένας άλλος τόπος. Σχεδόν πάντα δύσχρηστος, έμπλεος ενοχλήσεων, αβεβαιότητας, καθυστερήσεων, θεμάτων προς διαχείριση. Αυτό που έχει καταφέρει η τεχνολογία είναι να μας προσφέρει απόσπαση, να διοχετεύει την προσοχή μας σε κάτι –οτιδήποτε– μη αναγκαίο που δεν απαιτεί καμία διαχείριση από εμάς.

Οι περισπασμοί καταναλώνουν όλο τον χρόνο και την ενέργεια από άλλες συνήθειες του μυαλού που χρειάζονται χρόνο για να διαμορφωθούν, όπως η αυτογνωσία, η υπομονή, ο αυτοσχεδιασμός, η αντίληψη μιας κατάστασης, οι επιπτώσεις, οι αντιδράσεις, η ενσυναίσθηση και άλλα πολλά, όσα μας κάνουν να ξεχωρίζουμε από τις μηχανές. «Είχαμε την εμπειρία αλλά χάσαμε το νόημα», έγραψε ο Τ. Σ. Ελιοτ, και ήταν προφητικό.

 

 

 

(Πηγή: kathimerini.gr)

Κοινοποίηση:
[Ψήφοι: 0 Βαθμολογία: 0]
Both comments and pings are currently closed.
Powered by WordPress and ShopThemes