«Γνωρίζετε, τί εἴδους ἄνθρωποι ὑπάρχουν περισσότερο», μικρά μου μυρμηγκάκια; «Οἱ ἀπογοητευμένοι και, μετὰ ἀπὸ αὐτούς, οἱ γοητευμένοι».
Ἀπογοητευμένοι εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ πρὶν ἀπὸ αὐτὸ ἦσαν γοητευμένοι. Γοητευμένοι εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ κατόπιν θὰ γίνουν ἀπογοητευμένοι.
«Ἔτσι εἶναι καὶ ἀναμεσά σας;», ἀγαπητά μουμυρμηγκάκια. «Φαίνεται, πώς ὄχι. Ἔτσι μοῡ φαίνεται, ἐπειδὴ δὲν εἶδα ἀκόμη, καμμία νύκτα, κάποιο ἀπὸ σᾶς νὰ βγαίνει κρυφὰ στὸ σεληνόφως καὶ νὰ ἐξομολογεῖται στὴν νύκτα τὴν σαγήνη του ἢ τὴν ἀπογοήτευσή του. Σὲ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους ὅμως, κάθε νύκτα εἶναι γεμάτη μὲ τέτοιες ἐξομολογήσεις. Εἶναι πολὺ χορτάτη κάθε νύκτα ἀπὸ τέτοιες ἐξομολογήσεις».
Ἀπογοητευμένοι εἶναι οἱ πεινασμένοι, ποὺ γοητεύθηκαν μὲ τὴν πρώτη ματιὰ στὰ πλούτη αὐτοῦ τοῦ κόσμου.
Ἀπογοητευμένοι εἶναι οἱ ἐλεήμονες, ἐπειδὴ δὲν εὐνοήθηκαν.
Ἀπογοητευμένοι εἶναι οἱ δίκαιοι, ἐπειδὴ τοὺς εἶχαν κρεμάσει στὸν σταυρό.
Ἀπογοητευμένοι εἶναι οἱ ἁμαριωλοί, ἐπειδὴ κατάλαβαν, ὅτι καὶ ἡ σαγήνη τῆς ἁμαρτίας εἶναι μία πλάνη μόνο.
Ἀπογοητευμένοι εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ ἀναζητοῦν τὶς ἀπολαύσεις, ἐπειδὴ ὅταν μὲ ὅλη τους τὴν δύναμη ἄδραξαν κι ἔσφιξαν τὶς ἀπολαύσεις, τὰ μάτια τους ἄνοιξαν καὶ εἶδαν, ὅτι ἔσφιξαν μόνο τ’ ἄδεια χέρια.
Ἀπογοητευμένοι εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ ἀναζητοῡν τὸ καθαρὸ μαρτύριο, ἐπειδὴ ἔμαθαν ὅτι καὶ στὸ μαρτύριο ὑπάρχει ἀπόλαυση.
«Μὲ τὴν ἀπογοήτευση, ὁ Θεὸς διαπαιδαγωγεῖ τοὺς ἀνθρώπους», μικρά μου μυρμηγκάκια.
Ἡ ἀπογοήτευση εἶναι καλὸ πρᾶγμα, ὅπως εἶναι καλὸ τὸ μαστίγωμα τῶν μυῶν, γιὰ νὰ σκληραγωγηθοῦν.
Πολλὲς μικρὲς ἀπογοητεύσεις προετοιμάζουν ἁπλὰ τὸν ἄνθρωπο γιὰ μία μεγάλη. Τὸ νὰ ὑπομένει μία μεγάλη ἀπογοήτευση, κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ βλέπει μακριά, πέρα ἀπὸ τὸν σωρὸ τῶν μικρῶν ἀπογοητεύσεων.
Οἱ ἀπογοητεύσεις εἶναι μαστιγώματα. Μοῦ ἀρέσουν ἐκεῖνοι, ποὺ κάτω ἀπὸ τὸ μαστίγωμα αὐτὸ ἔχουν σκληραγωγηθεῖ, καὶ δὲ μοῦ ἀρέσουν ἐκεῖνοι, ποὺ κάτω ἀπὸ τὸ μαστίγωμα αὐτό, ἔγιναν μαλθακοί.
Ἡ σκληραγωγία χρειαζεται σ’ αὐτὴν τὴν ζωή –κάτι ποὺ συνήθως ξεχνοῦν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, ποὺ παραπονοῦνται περισσότερο γιὰ τὶς ἀπογοητεύσεις σ’ αὐτὴν τὴνζωή.
–«Σ’ αὐτὴν τὴν ζωὴ δὲν ὑπάρχουν ποτάμια ἀπὸ μέλι καὶ γάλα», εἶπα μία ἡμέρα σὲ ἕναν σωρὸ ἀπογοητευμένων, ποὺ καταροῦνταν τὴν ζωὴ γιὰ τὶς πλάνες της. «Ἡ ζωὴ ποτὲ δὲν σᾶς ὑποσχέθηκε ποτάμια ἀπὸ μέλι καὶ γάλα. Αὐτὴ λοιπόν, δὲν μποροῦσε οὔτε νὰ σᾶς παραπλανήσει ὡς πρὸς αὐτό. Ἐσεῖς παραπλανήσατε τὸν ἑαυτό σας, ἐπειδὴ ὑποσχόσασταν στὸν ἑαυτό σας κάτι γιὰ λογαριασμὸ τῆς ζωῆς, μὴ γνωρίζοντας ὅτι ἡ ζωὴ δὲν ἀναγνωρίζει κανένα λογαριασμό, ποὺ ἔγινε χωρὶς νὰ τὸν δεῖ καὶ χωρὶς νὰ λαβει γνώση ἐπ’ αὐτοῦ».
«Μία εἶναι ἡ θανάσιμη ἁμαρτία σας», φίλοι μου. «Παραμένετε ἐπίμονα γοητευμένοι ἀπὸ τὸν ἑαυτό σας, καὶ ποτὲ δὲν ἐπιτρέπετε στὴν σκέψη σας ν’ ἀπογοητευθεῖ ἀπὸ αὐτὴν τὴν αὐτο-γοήτευση. Ἡ θανάσιμη ἁμαρτία σας εἶναι, ὅτι δὲν μπορεῖτε ν’ ἀπογοητευθεῖτε ἀπὸ τὸν ἑαυτό σας, ὅτι δὲν τολμᾶτε ν’ ἀπογοητευθεῖτε ἀπὸ τὸν ἑαυτό σας».
Ἡ ἀπογοήτευση γιὰ τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό, εἶναι τὸ μαστίγωμα τοῦ ἑαυτοῦ μας. Μέχρι πότε θὰ μαστιγώνετε τοὺς ἄλλους, καὶ θὰ ὑποκρίνεστε ὅτι αὐτὸ σᾶς πονᾶ; Μέχρι πότε θὰ κλείνετε τ’ αὐτιά, γιὰ νὰ μὴν ἀκοῦτε ἐκείνους, ποὺ ἀπὸ τὴν ἀπέναντι πλευρὰ τοῦ δρόμου, βαδίζοντας παράλληλα μὲ σᾶς, ἀναγγέλλουν τὴν ἀπογοήτευση μέσα σας; Ἀφουγκρασθεῖτε, ἀφουγκρασθεῖτε πόσες φωνὲς μιλοῡν γιὰ τὴν ἀπογοήτευση μέσα σας! Ὅμως, ἐγὼ εἶμαι κάτι περισσότερο· εἶμαι ἀπογοητευμένος καὶ μὲ τὸν ἑαυτό μου. Ἐπέζησα τῆς αὐτο-απογοητεύσεως.
Ἂς ἀπογοητευθεῖτε ἐσεῖς οἱ ἴδιοι μὲ τοὺς ἑαυτούς σας· ἐσεῖς οἱ τρυφεροὶ καὶ ψεύτικοι.Κι ἂν ἀντέξετε τὸ μαστίγιο αὐτό, καὶ παραμείνετε ζωντανοί, τότε θὰ σᾶς ἀποκαλῶ φίλους μου. Ἂς ἀπογοητευθεῖτε ἐσεῖς οἱ ἴδιοι μὲ τοὺς ἑαυτούς σας, κι ἂν τότε δὲν αὐτοκτονήσετε, ἡ ζωὴ θὰ σᾶς συμπεριλάβει στοὺς δικούς της πραγματικοὺς στρατιῶτες.
Ἡ αὐτο-απογοήτευση εἶναι στρατολόγηση γιὰ τὴν ζωή. Κατ’ αὐτὴν τὴν στρατολόγηση, ἕνα μέρος τῶν ὑποψηφίων παραδίδεται στὴν αὐτοκτονία, ἐνῶ τὸ ἄλλο στὴν ζωή. Ὅμως, μεγάλο μέρος τῶν ἀνθρώπων δὲν προφθαίνει τὴν στρατολόγηση αὐτήν, ἐπειδὴ παραμένει ἀνήλικο καὶ στὰ γεράματα ἤ, ἀκριβέστερα, στὸ μεγάλο μέρος του συχνὰ εἶναι πολύχρονο, ὅμως ποτὲ ἐνήλικο.
Ἂς ἀπογοητευθεῖτε μὲ ὅλα, καὶ τότε θὰ εἶστε γοητευμένοι μὲ ὅλα, ἀκόμη καὶ μὲ τὶς ἀπογοπτεύσεις σας. Ἐὰν ὁλόκληρη ἡ ζωὴ ἦταν ἀπογοήτευση, τότε θὰ αὐτοκτονοῦσε, πρὶν ἀκόμη ἐγὼ κι ἐσεῖς παρουσιασθοῦμε σ’ αὐτήν.
Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ ἀπογοητεύονταν πολύ, ἀλλ’ ὅμως δὲν ἔχασαν τὴν ἱκανότητα νὰ γοητεύονται.
Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ βρίσκουν τρόπο νὰ ἐπιβιώνουν, καὶ δὲν παραιτοῦνται.
Ἂν δὲν ὑπῆρχαν ἀπογοητεύσεις στὴν γοπτεία, ὁ ἄνθρωπος δὲν θὰ εἶχε κόκκαλα καὶ μῦς, ἀλλα θὰ ἦταν σὰν σφουγγάρι, ποὺ δὲν μπορεῖ τίποτε νὰ σπάσει, καὶ ποὺ δὲν μπορεῖ τίποτε νὰ τὸν σπάσει, καὶ ποὺ ἐξ ἴσου ὑπερήφανα φουσκώνει καὶ μορφάζει, μὲ ὅτι καὶ νὰ τὸν πιέσουμε, εἴτε μὲ τὸ κούτελο εἴτε μὲ τὴν πατοῦσα. Ὅμως, τί ρόλο παίζουν οἱ σφουγγαράνθρωποι, ἀφοῦ ἡ φύση δημιούργησε ξέχωρα τὰ σφουγγάρια ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους;
Οἱ ἀπογοητεύσεις εἶναι τὰ ἀμόνια, πάνω στὰ ὁποῖα ἡ μοίρα σφυρηλατεῖ τοὺς ἀνθρώπους. Οἱ ὑπερβολικά ἀδύναμοι πέφτουν σὰν ρινίσματα, ποὺ ἡ μοίρα τὰ ξαναλιώνει στὸν φοῦρνο. Οἱ δυνατοί, τελικά, γοητεύονται μὲ ὅλη τὴν διαδικασία, στὴν ὁποία τοὺς ὑποβαλλει ἡ μοίρα. Πολλὰ κομμάτια πετάγονται κι ἀπὸ αὐτούς, κάτω ἀπὸ τὰ κτυπήματα τῆς μοίρας· ὅμως, ἀρκετὰ παραμένουν μέσα τους, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ νικήσουν τὴν αὐτοκτονία. Κι ἐὰν νικήσουν τὴν αὐτοκτονία, τότε εἶναι ἐνήλικες, τότε ἔχουν ὡριμάσει γιὰ τὴν ζωὴ.
«Ξέρετε, τί εἴδους ἄνθρωποι ὑπαρχουν περισσότερο», μικρά μου μυρμηγκάκια; «Ἐκεῖνοι, ποὺ κλαῖνε ἀπογοητευμένοι μὲ ἀναφιλητά, καί, μετά ἀπὸ αὐτούς, ἐκεῖνοι ποὺ τραγουδοῦν γοητευμένοι. Καὶ γνωρίζετε, σὲ τί ἡ ζωὴ εἶναι μεγαλη; Σὲ αὐτό», ἀγαπητά μου μυρμηγκάκια, «ὅτι δηλαδὴ αὐτή, συνθέτει τὰ δύο αὐτὰ τραγούδια σὲ μία ἁρμονία. Κι αὐτό, ἐπειδὴ αὐτὴ εἶναι εὐρύτερη καὶ ἀπὸ τὴν τραγωδία καὶ ἀπὸ τὴν κωμωδία».
(Πηγή: “Λόγοι πάνω ἀπὸ μία μυρμηγκοφωλιά, Λόγος 5ος”, ἐκδ. «Χρόες», Σπάτα – Ἀττικῆς 2010, σσ. 25-28)