Δεν έχουμε θέση στο Π.Σ.Ε. (Ιωάννης Κορναράκης, Ομότιμος Καθηγητής Ποιμαντικής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών)

«Τα Πατριαρχεία Αλε­ξανδρείας και Αντιοχείας, φορείς μιας θεολογίας αιώνων αγιότητας … έχουν την ίδια ψήφο στην Κ.Ε. του Π.Σ.Ε. με τον αντιαλκοολικό αντιπρόσω­πο του «Στρατού της Σωτηρίας», μιας «εκκλη­σίας» δηλ…. που οι αντιπρόσωποί της δηλώνουν συνήθως αποχή από συζητήσεις σχετικές με το Ποτήριον της Ευχαριστίας, επειδή στις δικές τους συνάξεις, το έχουν καταργήσει, αφού είναι αντιαλκοολικοί»! Κατά τις εργασίες της πρόσφατης συγκλήσεως της Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, σύμφωνα με το Δελτίο Τύπου της Ι. Συν­όδου, ο Μακαριώτος κ. Χριστόδουλος εδήλωσε ότι «Η Εκκλησία της Ελλάδος συνε­χίζει να μετέχει στον θεολογικό διάλογο (με τους ετεροδόξους) … με πνεύμα αγά­πης, διακρίσεως και προπαντός εμμονής στην Ορθόδοξη Παράδοση της Εκκλησίας μας». (Βλπ. «Ο.Τ.», 15.10.04).
Εν τούτοις η δήλωση – διαβεβαίωση αυτή του Μακαριωτάτου, ότι στον διάλογο με τους ετεροδόξους μετέχουμε με πνεύμα «…Προπαντός εμμονής στην Ορθόδοξη Παράδοση της Εκκλησίας μας», αποτελεί κραυγαλέα παραπληροφόρηση, που σκο­πεύει στη στήριξη της ιδέας, ότι πρέπει να μετέχουμε στο διάλογο αυτό, γιατί, δήθεν, με την εμμονή μας αυτή, όπως ισχυρίζον­ται οι φίλοι των οικουμενιστικών διαλόγων, διακηρύσσουμε και προβάλλουμε διεθνώς τις θεολογικές διδασκαλίες της ορθοδο­ξίας μας και ιδιαίτερα στους ετεροδόξους εταίρους μας στο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» (Π.Σ.Ε.).
ΔΥΣΤΥΧΩΣ, όμως, τα ήδη καταγεγραμ­μένα γεγονότα της πορείας του διαλόγου μας εντός του Π.Σ.Ε., επιμαρτυρούν, ότι, στον διαχριστιανικό αυτό χώρο, όπου δε­σπόζει κυριαρχικά ο προτεσταντισμός, η Ορθοδοξία περιφρονείται ταπεινωτικώς και σύρεται, λόγω της πενιχρής σε αριθμό παρουσίας της, στην αποδοχή αποφάσεων και δια «κοινών δηλώσεων», οι οποίες, τις περισσότερες φορές, πλήττουν και ακυρώ­νουν τον ομολογιακό χαρακτήρα και την ισοπεδώνουν, στο επίπεδο μιας Εκκλησίας εγκλωβισμένης στις σιδηροπαγείς αρχές του διαχριστιανικού συγκρητισμού!
Δύο είναι, κυρίως, οι αθεράπευτοι αρνη­τικοί παράγοντες, που καθιστούν αδύνατη την αλώβητη διατήρηση της Ορθοδοξίας μας, από κρυφές ή φανερές επιβουλές των εταίρων μας, μέσα στο Π.Σ.Ε. Και δή·
1. Οι εκάστοτε Ορθόδοξοι εκπρόσωποι στο Π.Σ.Ε. Στην πλειονότητά τους, δυστυχώς, προσέρχονται στο διάλογο, που θα εκπροσωπήσουν την Εκκλησία τους, ακα­τάρτιστοι θεολογικώς, απροετοίμαστοι ψυχολογικώς, για τις δυσκολίες, που τους αναμένουν σ’ ένα περιβάλλον με κρυμμέ­νες παγίδες και με αφανείς εκ πρώτης όψε­ως επιδιώξεις, με συνειδητοποιημένη εν τούτοις την πρόθεση να επωφεληθούν προσωπικώς παντοιοτρόπως. Ενδεικτικά είναι τα κάτωθι παραθέματα.
α. Ο Χρ. Γιανναράς, στην μελέτη του Αλήθεια και Ενότητα της Εκκλησίας (1997) σ. 233, επισημαίνει ότι, στο διάλογο με τους Προτεστάντες· «Οι Ορθόδοξοι είχαμε ελλιπή προπαρασκευή και δεν αρνη­θήκαμε ποτέ την συμμετοχή μας στις κοι­νές προσευχές στα συνέδρια. Προβάλλου­με στην οικουμενική κίνηση την εσωτερική μας κρίση και είμαστε τραγικά απόντες στη θεολογική αντιμετώπιση των ευαισθησιών, που εμφανίζει το Π.Σ.Ε.»!
β. Ο Γ. Ψαλτάκης, στο βιβλίο του ο Οι­κουμενισμός (1991) σ. 18, παρατηρεί επίσης ότι· «Οι Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι εις τους διαλόγους παρουσιάζονται τελείως απαράσκευοι και δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Πολλά ορθόδοξα μέλη, λόγω αγνοίας, υιοθετούν ΡΚαθολικάς απόψεις… και απορρίπτουν τας Ορθοδόξους» ή «θεωρούν τον διάλογον προσωπική των υπόθεσιν και βάσει των προσωπικών γνωριμι­ών και συμφερόντων καθορίζουν την θέσιν των»!
2. Οι καταστατικές αρχές λειτουργίας του Π.Σ.Ε. Από τη στιγμή, που η Ελλαδική Ορθόδοξη Εκκλησία έγινε νόμιμο και κανονικό μέλος του Π.Σ.Ε., ευρέθη υποχρεωμένη να αποδέχεται και να τηρεί τους καταστατικούς κανόνες της λειτουργίας του. Αυτή ακριβώς η υποχρέωσή της απέβη δεσμευτική γι’ αυτήν, όχι μόνο για την τή­ρηση αποφάσεων του Π.Σ. πρακτικής —ποιμαντικής σκοπιμότητος, αλλά και θεολογικής— δογματικής διατυπώσεως. Ενδεικτικώς παραθέ­τουμε, στο εξής, μέρος αυτών των δεσμεύσεων, από τις οποίες δεν μας διασώζει η αρχιεπισκο­πική «εμμονή» στην ορθόδοξη παράδοση της Εκκλησίας μας (!!).
«Έχουμε δεχθεί νομικώς το δικαίωμα του Π.Σ. να εκδίδει κατά πλειοψηφία, αποφάσεις σε δογματικά θέματα, οι οποίες αντίκεινται στην Εκκλησιολογία και τους Ι. Κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας» (π. Ι. Ρωμανίδης).
«Έχουμε δεχθεί τις αρχές της Οικουμενι­κής Χάρτας (2000), σύμφωνα με την οποία· όλες οι αιρετικές ομολογιακές ομάδες αναγνωρίζον­ται ως ισοδύναμες «εκκλησίες» και έχουμε υπο­σχεθεί να μη προτρέπουμε ανθρώπους να αλλάσσουν την Εκκλησία τους» (Αστ. Χατζηνικολάου. Η Ορθοξοξία στη θύελλα του συγχρόνου συγκρητισμού (2002), σ. 40).
Μας έχει επιβληθεί η αρχή (στο Βανκούβερ, 1983), σύμφωνα με την οποία, οι θεολογικές δια­φορές είναι σε κάθε περίπτωση νόμιμες και δεν θεωρούνται ως εμπόδιο για την ενότητα των δια­φόρων ομολογιών.
Επειδή «έχουμε αποδεχθεί σαν αυτονόητη τη διάρθρωση του οικουμενικού συμβουλίου, πάνω στην αρχή όχι του διαλόγου των θεολο­γικών και εκκλησιαστικών παραδόσεων, αλλά της ποσοτικής – στατιστικής εκπροσωπήσεως αυτο­νόμων εκκλησιαστικών οργανισμών, εξουδετε­ρώνεται a priori η παρουσία των ορθοδόξων, αφού αποτελούν ανίσχυρη μειοψηφία» (Χρ. Γιαν­ναράς, ανωτ. σ. 232-233), η οποία δεν μπορεί ούτε τον εαυτό της να διασώσει από το πέλμα του διαχριστιανικού συγκρητισμού του Π.Σ.Ε.!
Τα λίγα και απλώς ενδεικτικώς παρατεθέντα στοιχεία της απαράδεκτης εμπλοκής μας στους θεολογικούς διάλογους με τους ετεροδόξους, επισημαίνουν και επιγραμματικώς τις ανησυχητι­κές, ολέθριες, συνέπειες της εμπλοκής μας αυτής, για την Ορθόδοξη Παράδοση της Εκκλη­σίας μας, που τις συνειδητοποιούμε στις αναμ­φισβήτητες πραγματικότητες.
α. Με την υποχρέωσή μας, θέλοντας και μη, να αναγνωρίζουμε όλες τις προτεσταντικές αιρε­τικές παραφυάδες ως «αδελφές εκκλησίες»!!
β. Με την ανοχή μας, θέλοντας και μη, να συν­υπάρχουμε, λόγω της «αδελφικής» μας σχέσε­ως, με «εκκλησίες», που δέχονται τον γάμο των ομοφυλοφίλων και τη χειροτονία των γυναικών!!
γ. Με την υποχρέωση μας να έχουμε την ισο­δύναμη και ισόκυρη ψήφο στο Π.Σ.Ε. ακόμη και με θρησκευτικούς προτεσταντικούς συλλόγους!! Παρατηρείται με θλίψη ότι «Τα Πατριαρχεία Αλε­ξανδρείας και Αντιοχείας, φορείς μιας θεολογίας αιώνων αγιότητας … έχουν την ίδια ψήφο στην Κ.Ε. του Π.Σ.Ε. με τον αντιαλκοολικό αντιπρόσω­πο του «Στρατού της Σωτηρίας», μιας «εκκλη­σίας» δηλ…. που οι αντιπρόσωποί της δηλώνουν συνήθως αποχή από συζητήσεις σχετικές με το Ποτήριον της Ευχαριστίας, επειδή στις δικές τους συνάξεις, το έχουν καταργήσει, αφού είναι αντιαλκοολικοί». (Γιανναράς Χρ. ανωτ. σ. 200).
δ. Με την ανοχή μας και εφόσον νομίζουμε (παραμένοντες εταίροι του Π.Σ.Ε.), ότι μπο­ρούμε να έχουμε «ενότητα» (γρ. αδελφότητα) με αιρέσεις, με ουσιαστική διαφοροποίηση από την ορθόδοξη αγιοπνευματική μας παράδοση, επι­κυρώνουμε την αδιαφορία μας για την μοναδική αλήθεια, τη Μία Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία», γεγονός, που εγγίζει, είτε το θέ­λουμε είτε όχι, την προδοσία της Αλήθειας της Εκκλησίας μας!!!
Κατόπιν αυτής της καταπτώσεώς μας, να συρόμεθα σε πράξεις και ενέργειες εναντίον της Αληθείας της Πίστεως και Ζωής της Εκκλησίας μας διερωτάται κανείς· ποιοι λόγοι ή ποια κίνη­τρα εκίνησαν την γλώσσα του Μακαριωτάτου να δηλώνει στο Δελτίο Τύπου της Ι. Συνόδου ότι «Η Εκκλησία της Ελλάδος συνεχίζει να μετέχει στον θεολογικό διάλογο με πνεύμα αγάπης, δια­κρίσεως και προπαντός εμμονής στην Ορθόδοξη Παράδοση της Εκκλησίας μας». Έχει λησμο­νήσει άραγε τι σημαίνει διάκριση και τι σημαίνει Ορθόδοξη Παράδοση;
Δεν αποκλείεται!!!

 

Σημ. Όλα τα παραθέματα του παρόντος κειμένου έχουν ληφθεί από το βιβλίο του καλού θεολόγου Πα­ναγιώτη Σημάτη, με τίτλο Διαχριστιανικοί και Δια­θρησκειακοί Διάλογοι. Έκδ. ΤΗΝΟΣ, ΑΘΗΝΑ 2003 (Πηγή: "Ορθόδοξος Τύπος" 19/11/2004)

[Ψήφοι: 1 Βαθμολογία: 5]