«Έξυπνος είναι ο εξαγνισμένος άνθρωπος, ο καθαρισμένος από τα πάθη. Αυτός που έχει αγιάσει και το μυαλό του, αυτός είναι ο πραγματικά έξυπνος. Άμα δεν αγιασθή το μυαλό, η εξυπνάδα δεν ωφελεί σε τίποτε».
Άγιος Παΐσιος Αγιορείτης
«Έξυπνος είναι ο εξαγνισμένος άνθρωπος, ο καθαρισμένος από τα πάθη. Αυτός που έχει αγιάσει και το μυαλό του, αυτός είναι ο πραγματικά έξυπνος. Άμα δεν αγιασθή το μυαλό, η εξυπνάδα δεν ωφελεί σε τίποτε».
Άγιος Παΐσιος Αγιορείτης
Από το Συναξάρι – Άγιος Μάρτυρας Αιμιλιανός
Μπορεί η επιστήμη να κατόρθωσε να νικήσει ασθένειες που στο παρελθόν προκαλούσαν πανδημίες και ευθύνονταν για τον ξεκληρισμό ολόκληρων πληθυσμών, δεν έχει κατορθώσει όμως ακόμη να εξαλείψει το φαινόμενο των επιδημιών. Όχι μόνο διότι μαζί με την ιατρική, τη βιολογία, τη φαρμακευτική, εξελίσσονται τα ποικίλα είδη των ιών που ευθύνονται για τις επιδημίες, αλλά και γιατί πολλές από αυτές, αν και θεωρούνται, δεν χαρακτηρίζονται ως τέτοιες λόγω διαφορετικής μεθοδολογίας και προσέγγισης. Έτσι, δύσκολα με επιστημονικούς όρους και κριτήρια μπορεί να χαρακτηρισθεί ως επιδημία η καταγραφόμενη από τις στατιστικές αύξηση των ψυχασθενειών. Η αλήθεια όμως είναι πως αναλογικά οι ψυχικές ασθένειες, ιδίως με τη μορφή ποικίλων φοβιών, τείνουν να καταλάβουν ποσοστά πληθυσμού μεγαλύτερα από αυτά των θανατηφόρων λοιμωδών νόσων.
Κι αυτή η καταγραφόμενη αύξηση -συνδυαζόμενη με τη θεμιτή επιστημονική διαπίστωση ότι το ορθόδοξο ήθος και η Εκκλησία έχουν την ικανότητα να παρηγορούν τον άνθρωπο, αλλά και εν όψει του προσδιορισμού της ασκητικής της Ορθοδοξίας ως ψυχοθεραπευτικής- οδηγεί σε μία προσέγγιση ψυχιατρικής, ψυχολογίας και ποιμαντικής, η οποία αν και καλοδεχούμενη, πρέπει να γίνεται τηρουμένων κάποιων προϋποθέσεων. Και πρώτιστη προϋπόθεση είναι ο σεβασμός προς την Εκκλησία και τον σκοπό της, ώστε να μη λογίζεται ο Λυτρωτής του ανθρώπινου γένους, ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων μας, ως ακόμη ένας εισηγητής ψυχοθεραπευτικής μεθόδου, ούτε να αποζητάται η παραμυθητική παρηγορία της Εκκλησίας μας αποκεκομμένη από την αλήθεια της πίστης.
Στην ψηφιακή εποχή, ο έλεγχος της πληροφορίας δεν γίνεται με απαγορεύσεις, αλλά με φίλτρα. Η λογοκρισία δεν είναι κραυγαλέα — είναι σιωπηλή. Και ίσως το πιο χαρακτηριστικό της θύμα δεν είναι κάποιο πολιτικό ρεύμα ή ριζοσπαστική ιδεολογία, αλλά η ίδια η φωνή του Ιερού — η Ορθόδοξη χριστιανική παράδοση.
Όσο ακόμη αντιτασσόμαστε στην βάναυση παραβίαση του Μέτρου στην πατρίδα μας σε κάθε επίπεδο μα, ειδικότερα, και σε αυτό πια του βάρβαρου υπερτουρισμού των “κοσμικών” νησιών του Αιγαίου μας, εκεί, όπου η υπερφίαλη αυθάδεια της παντός είδους υπερβολής, του παντελώς αλόγου κόστους, της αναιδούς τρυφηλότητας, της κωμικής πολυτέλειας, της υπερκομψευόμενης μπαναλαρίας, της γραφικής μαλθακότητας των ρωμαϊκού τύπου ανακλίντρων και μιάς ολοφάνερης ανίας που δεν χορταίνει διότι πρωτίστως δεν διψά, ας έχουμε κατά νου μιά – δύο γιγαντιαίες κουβέντες του Ελύτη, μπας και καταλάβουμε σε τι χώματα πατάμε, μήπως και ξαναζωντανέψει η ανάγκη μας να ψηλαφούμε την ομορφιά στην απλότητα:
«Η Ελλάδα είναι η χρυσή χώρα της Λιγοσύνης που αχρηστεύει την αξία του αριθμού». Ή πώς σε τούτον εδώ τον τόπο, ακόμη και στα βάναυσα χρόνια της Τουρκοκρατίας, «… το παραμικρό κεντητό πουκάμισο, το πιο φτηνό βαρκάκι, το πιο ταπεινό εκκλησάκι, το τέμπλο, το κιούπι, το χράμι, όλα τους αποπνέανε μιάν αρχοντιά κατά τι ανώτερη των Λουδοβίκων.»
Ἡ ἔννοια τῆς ὡραιότητος ὑπάρχει ἀπὸ τὴν Ἀρχαῖα Ἑλληνικὴ Γραμματεία καὶ Φιλοσοφία. Ὁ Πλάτων, ὁμιλώντας περὶ τοῦ ἰδεατοῦ κόσμου, πίστευε ὅτι ἐκεῖ ὑπάρχει ὁ Θεός, τὸν ὁποῖο ὀνόμαζε «ἀμήχανον κάλλος». Καὶ ὄντως αὐτὴ ἡ ἔκφραση τοῦ Πλάτωνος ἐμπεριέχει μία ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι τὸ ἀπόλυτον κάλλος, εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ κάλλους καὶ κάθε ὡραιότητος. Κατὰ παρόμοιο τρόπο ἀναφέρεται στὴν Ἁγία Γραφὴ ὅτι «εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν» (Γεν. 1, 31).
Ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιούργημα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι «τὸ πολυπόθητον κάλλος», κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο, γι᾽ αὐτὸ ἑλκύεται ἀπὸ τὸ κάλλος, θέλγεται ἀπὸ τὴν ὡραιότητα καὶ τὴν ἐπιδιώκει, ὄχι μόνον γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν περιβάλλοντα αὐτὸν χῶρο καὶ κόσμο. Ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ καὶ ἀπολαμβάνει τὸ κάλλος αἰσθητῶς. Αὐτὸ τὸ ὁποῖο εὐχαριστεῖ τὶς αἰσθήσεις του, τὴν ὅραση, τὴν ἀκοή, τὴν ἀφὴ κ.λπ. εἶναι ἡ ὡραιότης, τό κάλλος.