«Αυτό είναι η αληθινή κατά Θεόν φιλοσοφία, να είναι κανείς πάντοτε σε νήψη, ακόμη και στις ελάχιστες και μικρές καθημερινές του ενέργειες».
Άγιος Ισαάκ ο Σύρος
«Αυτό είναι η αληθινή κατά Θεόν φιλοσοφία, να είναι κανείς πάντοτε σε νήψη, ακόμη και στις ελάχιστες και μικρές καθημερινές του ενέργειες».
Άγιος Ισαάκ ο Σύρος
Από το Συναξάρι – Άγιος Μιχαήλ Χωνιάτης, Μητροπολίτης Αθηνών
Ὅσοι «κρύβονται» κάτω ἀπό τήν σκέπη τῆς Ἐκκλησίας, κάτω ἀπό τό «μαφόριο» τῆς Θεοτόκου, ἐπιθυμοῦν τήν ἀσφάλεια τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, τόν φωτισμό ἀπό τό ἀληθινό Φῶς, τόν Χριστό, καί ὄχι τήν «διακινδύνευση» τῆς ὑπεροπτικῆς προβολῆς τῶν δικῶν τους προαιρέσεων.
Ὅσα σημειωθοῦν στήν συνέχεια προῆλθαν ἀπό σημειώσεις στό περιθώριο κάποιων κειμένων πού γεννήθηκαν ἀπό θαυμαστικούς λόγους γιά τόν πάπα Φραγκίσκο, οἱ ὁποῖοι συνοδεύονταν ἀπό θυμωμένες ἐκφράσεις γιά τούς Ὀρθοδόξους ὑπερμάχους τῆς πίστεως Πατέρες.
Δυό στοιχεῖα θά σχολιασθοῦν: Ὁ σχετισμός γιά τήν ἀλήθεια τῶν δογμάτων τῆς πίστεως καί ἡ ἀδιάκριτη «οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν» ἀγάπη πού χρησιμοποιεῖται ὡς κάλυμμα τῶν δογματικῶν διαφορῶν καί ὡς προσχηματική αἰτία ἑνότητας.
Ο Γεώργιος Μαντζαρίδης, ομότιμος καθηγητής της θεολογικής σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μιλά για την ποιότητα ζωής του σύγχρονου ανθρώπου.
Ο εθισμός των παιδιών στο διαδίκτυο αποτελεί σύγχρονη κοινωνική απειλή και κύριο θέμα προβληματισμού στην ιατρική κοινότητα. Η βλαπτική συσχέτιση μεταξύ διαδικτύου και υγείας συχνά μεταφέρεται ως αντικείμενο συζήτησης στο παιδιατρικό ιατρείο, γεγονός που δεν ίσχυε τη περασμένη δεκαετία. Ο διάχυτος προβληματισμός επιβεβαιώνει δύο πράγματα. Αρχικά ότι τα παιδιά πράγματι αφιερώνουν δυσανάλογα μεγάλο χρόνο μπροστά σε οθόνες και κατά δεύτερον ότι η οικογένεια αδυνατεί να ελέγξει τη κατάσταση. Γονείς σε απελπισία, δάσκαλοι και καθηγητές ανήσυχοι, παιδοψυχολόγοι και παιδοψυχίατροι μπροστά σε μία εντελώς διαφορετική πραγματικότητα.
Τὴν μνήμη τῶν Ἀποστόλων ἑορτάζει πανηγυρικὰ ἡ Ἐκκλησία μας καὶ φέτος, ὅπως κάθε χρόνο. Τιμᾶ τοὺς κορυφαίους, Πέτρο καὶ Παῦλο, καὶ τὸ σύνολο τῶν Ἀποστόλων, «τὸν δωδεκάριθμο χορό». Ὑμνεῖ τοὺς κήρυκες τοῦ λόγου, ποὺ σὰν τὰ γοργόφτερα πουλιὰ μετέφεραν τὸ μήνυμα τῆς ἀληθείας σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη, τοὺς φωτεινοὺς ἀστέρες ποὺ διέλυσαν τὰ σκοτάδια τῆς πλάνης, τὶς κιθάρες τοῦ πνεύματος ποὺ σκόρπισαν τὴν ἁρμονία καὶ τὴν ἀγάπη στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων.
Εἶναι νὰ ἀπορῇ, πράγματι, κανεὶς πῶς μπόρεσε μιὰ δράκα ἁπλῶν καὶ ἀνίσχυρων, «ἀμόρφωτων» ἀνθρώπων νὰ ἀντιμετωπίσῃ πολυπληθέστερους καὶ μάλιστα μεγάλους καὶ τρανοὺς ἄρχοντες καὶ βασιλεῖς. Πῶς κατάφεραν, ἐπίσης, μέσα σὲ ἀντικειμενικὰ δύσκολες καὶ ἀντίξοες συνθῆκες, ὄχι μόνον νὰ διατηρήσουν οἱ ἴδιοι τὴν πίστη καὶ τὴν ἁγνότητά των ἀλλὰ νὰ ὁδηγήσουν καὶ ἄλλους στὸν ὀρθὸ δρόμο!
Ὑπῆρξαν ἀληθινὰ ἀξιοθαύμαστοι οἱ «θεοφεγγεῖς» αὐτοὶ «κήρυκες», διότι ἡ ἀποστολή των δὲν ἦταν οὔτε εὔκολη, οὔτε μονοδιάστατη, ἀλλὰ πολύπλευρη, -πνευματική, μορφωτικὴ καὶ κοινωνική.