Μακράν της οδού των αγίων Πατέρων η συνάντησις Βαρθολομαίου και πάπα Ρώμης Βενεδίκτου (Πρωτοπρ. π. Θεόδωρος Ζήσης, Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Παν/μίου Θεσσαλονίκης)

Έπαυσαν οι άνθρωποι να διακρίνουν μεταξύ ορθού και εσφαλμένου, μεταξύ αληθείας και πλάνης. Το ναρκωτικό του Οικουμενισμού, της νέ­ας αυτής θρησκείας του Αντιχρίστου, της Παναιρέσεως αυτής κατά τον Γέροντα Ιουστίνο Πόποβιτς, διδόμενο κατά μικρές δόσεις επί δεκαετίες και καλυμμένο με ορθοδοξοφανές περικάλυμμα σαν την Ουνία, με παρερμηνευόμενα χωρία της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκ­κλησίας, έχει ναρκώσει τις συνειδήσεις των περισσοτέρων και μάλιστα πολλών κληρικών και θεολόγων. Έχει δημιουργή­σει μία φανταστική, ψεύτικη ατμόσφαιρα ειρήνης και ενότητος με τον δήθεν διάλο­γο της αγάπης, μέσα στην οποία αναπαύο­νται μακάρια τα πλήθη, που παίρνουν ανυποψίαστα και δωρεάν από τα μέσα ενη­μέρωσης το χαπάκι της οικουμενιστικής ηρωίνης.”

1. Λύπη και πίκρα των Ορθοδόξων

Γεμάτο πίκρα και στενοχώρια παρακολούθησε το θεοσεβές πλήρωμα της Εκκλησίας, του Χριστού όσα συνέβησαν κατά την συνάντηση του πατριάρχου Βαρθολομαίου με τον πάπα Βενέδικτο στην Κωνσταντινούπολη. Ανάμεσα στα πολλά τηλεφωνήματα που εδέ­χθη ο γράφων, εκφραστικά αυτής της πικρίας, από πολλές επαρχίες και μητροπόλεις και από το Άγιον Όρος, ιδιαίτερη εντύπωση του προκάλεσαν δύο: Ευλαβέστατος πνευματικός της Θεσσαλονίκης με πλήθος πνευματικών τέκνων είπε ότι δεν μπορεί να ησυχάσει, λυπάται μέχρι θανάτου, διότι εβίασαν, ατίμασαν την μάννα μας, την Ορθοδοξία. Έγγαμος ιερεύς, πολύτεκνος, της Ιεράς Μητροπόλε­ως Δημητριάδος, αποφασισμένος να διακόψει το μνημόσυνο του συμφωνούντος με όλα αυτά επισκόπου του, όταν διακριτικά του υπενθύμισα τις πιθανές διώξεις και ποινές μου είπε: «Προτιμώ να καλλιεργώ τα χωράφια μου, ως απλός αγρότης, και να κρατήσω την πίστη μου, παρά να συνεργήσω στην κατεδάφισή της και να πάω στην κόλαση μαζί με τον πατριάρχη και τους επισκόπους». Δεν ξέρω αν ο απλοϊκός αυτός και ολιγογράμματος ιερεύς είχε διαβάσει συγγράμματα Αγίων Πατέρων· αυτά που είπε όμως εκφράζουν την διαχρονική συνείδηση της Εκκλησίας για την στάση όλων των πι­στών και των λαϊκών απέναντι των επισκόπων και των πρεσβυτέρων σε περίπτωση που δεν ορθοτομούν τον λόγο της αληθείας, αλλά ενι­σχύουν την αίρεση και την πλάνη. Το πλήθος των σχετικών πατερικών μαρτυριών υπάρχει τώρα στο βιβλίο μας «Κακή Υπακοή και Αγία Ανυπακοή». Υπενθυμίζουμε απλώς εδώ ενδεικτικά την γνώμη του μεγάλου αγωνιστού της Ορθοδοξίας εναντίον της αιρέσεως του Αρειανισμού, του Μ. Αθανασίου. Γράφει ότι στην περίπτωση που ο επίσκοπος ή ο πρεσβύτερος, οι οφθαλμοί της Εκκλησίας, συμπεριφέρονται κακώς και σκανδαλίζουν τον λαό, πρέπει να εκδιώκο­νται, έστω και αν υπάρχει κίνδυνος να μείνουν οι πιστοί χωρίς ποιμέ­να. Είναι καλύτερα, συμφέρει, χωρίς επισκόπους και ιερείς να γίνονται οι συνάξεις στους ναούς, παρά να ριφθούν οι πιστοί μαζί με τον επίσκοπο και τους ιερείς στην κόλαση, όπου πήγαν οι Εβραίοι της εποχής του Χριστού μαζί με τους αρχιερείς τους Άννα και Καϊά­φα: «Συμφέρον γαρ άνευ αυτών συναθροίζεσθαι εις ευκτήριον οίκον ή μετ’ αυτών εμβληθήναι, ως μετά Άννα και Καϊάφα, εις την γέενναν του πυρός»(1). Αυτό έπραξε στις ήμερες μας ο Αγιορείτης Ιερομόναχος Γαβριήλ και με μια ολιγόλογη και θαρραλέα Δήλωση και Ομολογία διέκοψε το μνημόσυνο του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, μετά τις συμπροσευχές και τις κοινές δηλώσεις με τον προηγούμενο πάπα, που έγιναν πριν από δύο έτη κατά την θρονική εορτή της Ρώμης στις 29 Ιουνίου του 2004 και την τελετήν των θυρανοιξίων ορθοδόξου ιερού ναού την 1ην Ιουλίου του αυτού έτους. Στο εξής, γράφει, για να μη θεωρηθεί ότι με την σιωπή μου συμφωνώ με όσα γίνονται, δεν θα συμμετέχω στις ακολουθίες που μνημονεύ­εται το όνομα του οικουμενικού πατριάρχου, αλλά θα παραμένω εις το κελλάκι μου «κάμνων την κανονικήν και καθωρισμένην μοναχικήν ακολουθίαν μου κατά μόνας εις ένδειξιν διαμαρτυρίας και έως ότου λάβη σαφή και συγκεκριμένην θέσιν η Ι. Κοινότης του Αγίου Όρους περί των συμβάντων γεγονότων των ως άνω ημερών» (2).

2. Το ναρκωτικό του Οικουμενισμού και του Συγκρητισμού σε αυξημένες δόσεις

Υπάρχουν πολλές τέτοιες άγρυπνες και ευαίσθητες συνειδήσεις Ορθοδόξων, των οποίων όμως η φωνή και η στάση δεν φθάνουν στις ακοές και στα όμματα των πολλών και εν πολλοίς αδιαφόρων πιστών. Αντίθετα προβάλλονται και μεγαλύνονται όσοι κληρικοί και θεολό­γοι υμνούν και προσκυνούν το θηρίο της Αποκαλύψεως, τον θρη­σκευτικό συγκρητισμό του Αντιχρίστου, την ισοπέδωση θρησκειών και ομολογιών, το πολυπολιτισμικό και πολυθρησκευτικό μοντέλο της δήθεν Νέας Εποχής, που επαναφέρει τον κόσμο στο σκοτάδι και στην διαφθορά της προ Χριστού εποχής, η οποία είχε γεράσει και φθαρή μέσα σε πάθη ατιμίας. Κατά το μέτρο που εκδιώκεται ο Χρι­στός και αποχριστιανίζεται ο κόσμος, και μάλιστα ο δυτικός και «πολιτισμένος», με ευθύνη του Παπισμού και του Προτεσταντισμού, κα­τά το ίδιο μέτρο το κενό καλύπτει ο Διάβολος. Μεταλλάσσεται η αλή­θεια του Θεού, η αληθινή θεογνωσία του Ευαγγελίου, με το ψεύδος της νέας ειδωλολατρίας του πολυπολιτισμού και του συγκρητισμού, με συνέπεια να ατονήσει η τήρηση των εντολών και να φθάσουν οι άνθρωποι εις «αδόκιμον νουν» «πεπληρωμένοι πάσης κακίας», ακό­μη και στην διάπραξη της πιο απεχθούς ακαθαρσίας του Σοδομισμού, της επαινούμενης και ασκούμενης ακόμη και από κληρικούς ομοφυ­λοφιλίας, όπως ακριβώς παρουσιάζει ο Απόστολος Παύλος την προ Χριστού εποχή στο πρώτο κεφάλαιο της Προς Ρωμαίους Επιστολής, στην οποία θέλουν να μας επαναφέρουν ως δήθεν Νέα Εποχή οι του συγκρητισμού και της Πανθρησκείας. Όσες συναντήσεις και αν γί­νουν του πάπα με ορθοδόξους πατριάρχες, η μόνη οδός επανευαγγελισμού των Χριστιανών είναι η εν μετανοία επάνοδος, η μίμηση του Αποστόλου Πέτρου στα δάκρυα που έχυσε για την άρνηση του Χρι­στού, του πάπα τώρα για την άρνηση της Αγίας Ορθοδοξίας των κοινών Πατέρων και Αγίων της πρώτης χιλιετηρίδος. Αν εξακολου­θήσει να επιμένει εγωιστικά στο δήθεν αξίωμα του Πέτρου και στα κλειδιά της Βασιλείας, όπως έπραξε και αυτές τις ήμερες στην Κων­σταντινούπολη, σε κοσμικές φιλοδοξίες και πρωτεία, τότε δεν ισχύει το «ποίμαινε τα πρόβατά μου»(3), αλλά το «Ύπαγε οπίσω μου Σατανά, ότι ου φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων»(4). Μέσα, λοιπόν, στο κλίμα αυτό της δήθεν Νέας Εποχής, που διαμορφώνουν ο παπι­κός και προτεσταντικός Οικουμενισμός, με απώτερο όραμα την πανθρησκεία του Αντιχρίστου, ο Χριστός και η Εκκλησία Του δεν κηρύσσονται ως το μοναδικό φως, η μόνη οδός σωτηρίας, συνεργούντων δυστυχώς και συμφωνούντων και των περισσοτέρων Ορθοδόξων πατριαρ­χών, αρχιεπισκόπων και επισκόπων. Δια­ψεύδουμε στην πράξη αυτό που ψάλλουμε στο τέλος κάθε θείας Λειτουργίας, ότι δηλαδή «είδομεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον, εύρομεν πίστιν αληθή αδιαίρετον Τριάδα προσκυνούντες». Δυστυχώς το φως που έδωσε η πα­τριαρχική θεία λειτουργία στο Φανάρι με την λειτουργική συμμετοχή του πάπα δεν ήταν το αληθινό Φως, η αληθινή πίστις, αλλά το σκότος και η πλάνη των αιρέσεων του filioque, του πρωτείου, των αζύμων, του καθαρτηρίου πυρός, της κτιστής Χάριτος, της κακοποιήσεως όλων των μυ­στηρίων, της κοσμικής εκκλησίας του Βα­τικανού που υπέκυψε στους πειρασμούς του Διαβόλου (5), για να αποκτήσει πλούτη και εξουσία, να γίνει κοσμικό κράτος και ουσιαστικά να παύσει να έχει σχέση με τον Χριστό και τον Χριστιανισμό κατά τον Ντοστογιέφσκυ. Και το σκότος αυτό μεταδό­θηκε μέχρι εκεί που εργάζονται ορθόδο­ξοι ιεραπόστολοι, οι οποίοι διερωτήθηκαν πως τώρα μπορούν να πείσουν τους ανθρώπους να γίνουν Ορθόδοξοι και όχι Ρωμαιοκαθολικοί ή πως να ενισχύσουν πολλούς που έγιναν Ρωμαιοκαθολικοί να έλθουν στην Ορθοδοξία, και αυτοί είναι πάρα πολλοί στις χώρες της ιεραπο­στολής, όταν μεταδόθηκε σε όλο τον κό­σμο η εικόνα των συμπροσευχομένων και εν πολλοίς συλλειτουργούντων δύο προ­καθημένων, του πάπα και του πατριάρχου, αλληλοασπαζομένων και από κοινού ευλογούντων; Διερωτώμεθα και εμείς με­τά του Αποστόλου Παύλου και μετά του 46ου αποστολικού κανόνος, ο οποίος απα­γορεύει να δεχόμαστε το βάπτισμα και την Θ. Ευχαριστία των αιρετικών, τα οποία δυστυχώς και πάλι έχουν αναγνωρίσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο και άλλες ορθό­δοξες εκκλησίες, που επιτρέπουν σιω­πηρώς ακόμη και το κοινόν ποτήριον. «Τις γαρ κοινωνία φωτί προς σκότος; Τίς δε συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαλ ή τις μερίς πιστώ, μετά απίστου;»(6). Πώς θα τολμή­σουμε σε λίγες ημέρες να απευθυνθούμε προς τον γεννώμενο Χριστό· και να ψάλ­λουμε ότι «Η Γέννησίς Σου Χριστέ ο Θεός ημών ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως» και ότι όπως οι Μάγοι έτσι και εμείς τον προσκυνούμε «ως τον ήλιον της Δικαιοσύνης» και ευρίσκουμε την σωτη­ρία πιστεύοντες στη «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία» του Συμβόλου της Πίστεως, στην Ορθόδοξη δηλαδή Εκκλησία; Πόσες εκκλησίες υπάρχουν, και πόσες πίστες, και πόσα βαπτίσματα, μία, ένα ή πολλές και πολλά; Αν δεν είναι μία, η Ορθόδοξη, τότε κάνει λάθος ο Απόστολος Παύλος που λέγει «Εις Κύριος, μία πίστις, εν βάπτισμα»(7): Τα ερωτήματα όμως αυτά τώρα δεν προ­βληματίζουν, δεν γίνεται κατανοητή ακό­μη και η έννοια της αιρέσεως. Έπαυσαν οι άνθρωποι να διακρίνουν μεταξύ ορθού και εσφαλμένου, μεταξύ αληθείας και πλάνης. Το ναρκωτικό του Οικουμενισμού, της νέ­ας αυτής θρησκείας του Αντιχρίστου, της Παναιρέσεως αυτής κατά τον Γέροντα Ιουστίνο Πόποβιτς, διδόμενο κατά μικρές δόσεις επί δεκαετίες και καλυμμένο με ορθοδοξοφανές περικάλυμμα σαν την Ουνία, με παρερμηνευόμενα χωρία της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκ­κλησίας, έχει ναρκώσει τις συνειδήσεις των περισσοτέρων και μάλιστα πολλών κληρικών και θεολόγων. Έχει δημιουργή­σει μία φανταστική, ψεύτικη ατμόσφαιρα ειρήνης και ενότητος με τον δήθεν διάλο­γο της αγάπης, μέσα στην οποία αναπαύο­νται μακάρια τα πλήθη, που παίρνουν ανυποψίαστα και δωρεάν από τα μέσα ενη­μέρωσης το χαπάκι της οικουμενιστικής ηρωίνης. Οι δόσεις διαρκώς γίνονται ισχυ­ρότερες· από την απλή συνεργασία σε πρακτικά και κοινωνικά θέματα, από τις δη­λώσεις των Ορθοδόξων αντιπροσώπων στα οικουμενιστικά συνέδρια ότι μόνον η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η αληθής Εκκλησία, φθάσαμε στην πλήρη κατεδά­φιση των ιερών κανόνων, με απροκάλυ­πτες και εμφανείς πλέον συμπροσευχές εις τα όμματα αγγέλων και ανθρώπων, εις την διακωμώδηση του φρικτού μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, μυστηρίου απολύ­του εν αληθεία ενότητος, με τους λει­τουργικούς ασπασμούς των αιρετικών και τις υπέρ αυτών δεήσεις των διακόνων και τους πολυχρονισμούς των ιεροψαλτών.

3. Τα βήματα του Αθηναγόρα δεν είναι βήματα των Αποστόλων και των Πατέρων

Φαντάζεται κανείς τον Μ. Αθανάσιο να έχει απέναντί του τον Άρειο, στο αντίθρονο, να συμπροσεύχονται και να αλληλοασπάζονται στο «αγαπήσωμεν αλλή­λους», και ο χορός των ψαλτών να εύχε­ται υπέρ της μακροημερεύσεως του Α­ρείου, για να συνεχίζει το αιρετικό κατα­στροφικό του έργο; Έχει καμμία σχέση η εικόνα, που παρουσιάζει τον Άγιο Νικό­λαο να ραπίζει, να χαστουκίζει τον Άρειο, με την εικόνα του πατριάρχου να ασπάζε­ται τον παναιρετικό πάπα και να θεωρεί ευλογία την παρουσία του; Ποιος έχει δί­καιο, ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, που καταράται τον πάπα, ή ο πατριάρχης που τον επαινεί και τον περιπτύσσεται ως αδελφόν; Οι μοναχοί της ερήμου της Παλαι­στίνης με ηγέτη τον εορτάζοντα επίσης αυτές τις ημέρες Άγιο Σάββα, που εκράτησαν την Εκκλησία αμόλυντη από την αίρεση του Μονοθελητισμού, ή ο ταλαί­πωρος και δυστυχής μοναχός του Αγίου Όρους που συνέθεσεν ύμνους και τρο­πάρια, για να τιμήσουν την επίσκεψη του αιρετικού πάπα στο Φανάρι; (ΣΗΜ. «ΆΛ. ΟΨ.»: Στην Ανακοίνωση της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους στις 30/12/2006, δηλ. κατόπιν της συγγραφής του παρόντος άρθρου, διαψεύδεται η πληροφορία ότι τα τροπάρια τα συνέθεσε Αγιορείτης μοναχός). Έχουν αυτοί οι Αγιορείτες καμμία σχέση με τους οσιομάρτυρες Αγιορείτες, που εμαρτύρησαν αντιδρώντες στον φιλοπαπισμό του πα­τριάρχου Ιωάννου Βέκκου; Είναι βέβαιο πως η Αγία Ευφημία, της οποίας το σκήνωμα ευρίσκεται στον πα­τριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου, και η οποία «λίαν ηύφρανε τους Ορθοδόξους και κατήσχυνε τους κακοδόξους» Μονο­φυσίτες, δεν ευφραίνεται, αλλά λυπάται με όλα αυτά και συστέλλει την Χάρη της. Το ίδιο ισχύει και για τους Αγίους Γρηγόριο Θεολόγο και Ιωάννη Χρυσόστομο, των οποίων τα λείψανα ασπάσθηκαν ο πα­τριάρχης και ο πάπας· δεν ευφράνθηκαν, αλλά λυπήθηκαν. Η αποστολική διαδοχή δεν είναι μόνον χρονική διαδοχή στους θρόνους, αλλά είναι και διαδοχή στους τρόπους και στη διδασκαλία· «και τρόπων μέτοχος και θρόνων διάδοχος». Διακόπτε­ται, όταν διακοπεί η συνέχεια της αληθεί­ας, της ορθοδόξου πίστεως. Το μόνο αλη­θές στις προσφωνήσεις και ομιλίες του πα­τριάρχου είναι ότι ακολουθεί τα βήματα των προκατόχων του Αθηναγόρου και Δη­μητρίου. Η ιστορία, όμως, της Εκκλησίας δεν αρχίζει από τον Αθηναγόρα, αλλά έχει οπίσω της δύο χιλιάδων ετών ιστορία αγώ­νων εναντίον των ετεροθρήσκων και ετε­ροδόξων και χιλίων διακοσίων περίπου ετών ιστορία αγωνιστών πατριαρχών και ομολογητών, αρχιερέων, ιερέων, μοναχών και λαϊκών εναντίον του Παπισμού, από του Μ. Φωτίου μέχρι σήμερα. Και ασφαλώς οι ορθόδοξοι ακολουθούμε τους αναγνωρισμένους από την διαχρονική συνείδηση της Εκκλησίας Αγίους και Πατέρες και όχι τους αιρετίζοντας και λατινοφρονούντας συγχρόνους πατριάρχας, αρχιεπισκόπους και επισκόπους. Τα βήματα του Αθηναγό­ρου και του Δημητρίου δεν είναι βήματα των Αποστόλων και των Πατέρων.

4. Γκρεμίζεται ο φράκτης της Ορθοδοξίας. Ακοινώνητοι και αμνη­μόνευτοι οι επίσκοποι

Αυτά γράφονται εν πλήρει συνειδήσει των ιστορικών όντως στιγμών που ζούμε, από τις αρνητικές και καταστρο­φικές της Ορθοδοξίας ενέργειες και εκδηλώσεις. Εν πλήρει συνειδήσει επί­σης των ευθυνών και των συνεπειών αυτής μας της στάσεως. Προτιμούμε να διωκόμεθα και να συκοφαντούμεθα, παρά να μένουμε σιωπηλοί και αφωνότεροι ιχθύος μπροστά στην εμφανή κακοποίηση της Ορθοδό­ξου Πίστεως, να είμαστε με τους Αγίους, παρά να έχουμε την φιλία και την συμπά­θεια των φιλοπαπικών και λατινοφρόνων. Περιμένουμε και προσευχόμεθα να ενισχυθεί και με επισκόπους η ορθόδοξη παράταξη, όπως και με δειλιώντες ακόμη και αμφιρρέποντες ιερείς και μοναχούς. Η αλήθεια, πάντως, δεν είναι συνάρτηση αριθμών και ποσών. Οι πολλοί πολλάκις έχουν κάνει ισχυρό το ψεύδος και την πλάνη. Επισημαίνουμε ότι η τηλεοπτική εικόνα της συναντήσεως πατριάρχου και πάπα, οι λειτουργικοί ασπασμοί και πολυχρονισμοί, αφύπνισαν τις συνειδήσεις πολλών οι οποίοι διαπιστώνουν ότι κιν­δυνεύει πλέον η ακεραιότητα της αλή­θειας, ότι οι μνημονευόμενοι στη Θ. Λει­τουργία επίσκοποι, ως εγγυητές της εν τη πίστει ενότητος δεν ορθοτομούν τον λόγον της αληθείας, δεν ευρίσκονται σε κοινωνία με τους προ αυτών Αγίους, αλλά ουσιαστικά είναι ακοινώνητοι, ως κοινωνούντες με τους ακοινωνήτους. Είναι μεγάλη η ευθύνη όσων σιωπούν εν καιρώ κινδυνευούσης πίστεως. Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, επικρινόμενος από συμμοναστάς του, γιατί άφησε το αγιορειτικό του ησυχαστήριο, την προσευχή και την νήψη, και κατήλθε στη Θεσσαλονίκη, για να αναλάβει τον αγώνα εναντίον του παπικού Βαρλαάμ και των ομοφρόνων του, χαρακτηρίζει ως «ανευλαβή ευλάβεια» την παραίτηση από το να παρουσιάζουμε την δογματική διδασκα­λία της Εκκλησίας και να ελέγχουμε την αίρεση και την πλάνη, όπως έπραξαν οι Άγιοι Πατέρες και για τις πιο μικρές κακοδοξίες. Αληθής ευσέβεια είναι να ακολουθούμε όχι αυτούς, που καταστρέφουν τους φράκτες, για να εισέλθουν οι αιρετι­κοί, αλλά τους θεοφόρους Πατέρας. Αν παραβλέψει κανείς και υποτιμήσει και ενός μόνο Πατρός την διδασκαλία, αδυ­νατίζει ο φράκτης σε εκείνο το σημείο και εισέρχεται από εκεί όλο το πλήθος των κακοδόξων αιρετικών. Θλίβεται κανείς και σπαράσσει μέχρι βαθέων, αναλογιζόμε­νος και μόνο την πατριαρχική ρήση, που θεωρεί τους Αγίους Πατέρες, οι οποίοι αγωνίσθηκαν εναντίον του πάπα ως θύμα­τα του Διαβόλου και αξίους της συγχωρήσεως και του ελέους του Θεού (8). Αν όμως, ο Μ. Φώτιος, ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ο Άγιος Μάρκος Ευγενικός, ο Άγιος Κο­σμάς ο Αιτωλός, ο Άγιος Νικόδημος Αγιο­ρείτης και πλείστοι άλλοι πολέμιοι των αιρέσεων του Παπισμού, είναι όργανα και θύματα του Διαβόλου, πρέπει να τους διαγράψουμε από τις δέλτους των Αγίων, να καταργήσουμε τις εορτές και τις ακολουθίες, και αντί να επικαλούμεθα τις πρε­σβείες και την βοήθειά τους, να τους κά­νουμε μνημόσυνα και τρισάγια, για να τους συγχωρήσει ο Θεός. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς πάντως λέγει: «Τοιγαρούν, τούτ’ έστιν αληθής ευσέβεια, το μη προς τους θεοφόρους πατέρας αμφισβητείν. Και γαρ των προειρημένων αγίων αι θεολογίαι όρος εισί θεοσεβείας αληθούς και χάραξ, ώσπερ εκάστη τον οιονεί φραγμόν και το περιτείχισμα της ευσεβείας συμπληρούσα, καν περιέλη τις μίαν γουν αυτών, εκείθεν ο της κακονοίας των αιρε­τικών εσμός εισρυήσεται πολύς»(9). Χαρα­κτηρίζει, μάλιστα, όσους σιωπούν και δεν αγωνίζονται εναντίον των αιρέσεων ως τρίτο είδος αθεΐας, ενώ στα δύο πρώτα είδη κατατάσσει τους απίστους και τους αιρετικούς (10). Είναι εύλογη αύτη η εκτίμη­ση, αν αναλογισθεί κανείς την αξιωματική ρήση, ότι σιωπή σημαίνει συγκατάθεση.

5. Καταφρόνησις των Ιερών Κανό­νων. «Ένοχος ένοχον ου ποιεί»

Δεν θα επεκταθούμε τώρα περισσότερο. Είχαμε αποφασίσει εν όψει των Χριστου­γέννων να αναστείλουμε τους αγώνες και να περιμένουμε· τα γεγονότα όμως τρέ­χουν κατεδαφίζεται η ευσέβεια, ακυρώνε­ται το νόημα της θείας ενανθρωπήσεως, και παρεμποδίζεται το έργο της σωτηρίας. Χριστούγεννα χωρίς αληθινό Χριστό, χωρίς αληθινή πίστη, δεν έχουν κανένα νόημα· καταντούν κοσμική εορτή ευωχίας υλικής και σωματικών απολαύσεων. Σε λίγες ημέ­ρες το σκηνικό θα επαναληφθεί και στη Ρώ­μη με την εκεί επίσκεψη του αρχιεπισκό­που Χριστοδούλου. Στο επόμενο φύλλο του «Ορθοδόξου Τύπου» θα παρουσιά­σουμε ένα συγκλονιστικό θαύμα του εορτάζοντος αυτές τις ημέρες Αγίου Σπυρίδωνος, πολιούχου Κερκύρας, με το οποίο απέβαλε και απομάκρυνε από τον ναό του, επομένως και από την Ορθόδοξη Εκκλη­σία, τον πάπα, ως και τα επί του θαύματος σχόλια του Αγίου Αθανασίου του Παρίου. Στη συνέχεια δε με τη βοήθεια, του Θεού και τις πρεσβείες των εναντίον του πάπα αγωνισθέντων, ομολογησάντων και μαρτυρησάντων Αγίων, θα σχολιάσουμε θεολο­γικά και εκκλησιολογικά όσα έγιναν στο Φα­νάρι, «επόμενοι τοις Αγίοις Πατράσι» και όχι «τοις βήμασι» του Αθηναγόρου και του προκατόχου του Μελετίου Μεταξάκη. Θα δείξουμε ότι εκτός των συνηθισμένων ήδη συμπροσευχών, γίνονται και συλλείτουρ­γα, συμμετοχές στο κοινό ποτήριο σε «οι­κουμενικές» λειτουργίες (11), και απλώς αυτό αποκρύπτεται δεν εμφανίζεται επισήμως, διότι η οικουμενιστική ηρωίνη δεν έχει ναρ­κώσει ακόμη όλες τις συνειδήσεις, υπάρ­χουν μερικοί «φανατικοί», που αρνούνται να μετάσχουν στη νάρκωση και αντιδρούν. Είναι αδιανόητο να επιδιώκουμε την ενότητα με τους αιρετικούς και να αποσχι­ζόμαστε από τους αδελφούς μας Ορθο­δόξους· εκείνους να τους αγκαλιάζουμε, και αυτούς να τους αφορίζουμε και να τους τιμωρούμε. Εμείς παραμένουμε ενω­μένοι με την ανά τους αιώνας Εκκλησία των Αγίων, με την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, ως τρόφιμοι και τέ­κνα της. Αποδεχόμαστε όλα τα δόγματά της, όλους τους ιερούς κανόνες της, όλες τις οικουμενικές και τοπικές συνόδους και αποκρούουμε και αποκηρύσσουμε όλες τις αιρέσεις, παλαιές και νεώτερες, και με­ταξύ αυτών τις πάμπολλες του Παπισμού και του Προτεσταντισμού. Όσοι τις δικαι­ολογούν ως θεολογούμενα, όσοι αναγνω­ρίζουν τα μυστήρια και την Χάρη των δήθεν αδελφών εκκλησιών, όσοι εσμίκρυναν και εξευτέλισαν την Εκκλησία, συναριθμούντες αυτήν μεταξύ των αιρέσεων, των δήθεν εκκλησιών, αυτοί σχίζουν και δι­αιρούν τους Ορθοδόξους πιστούς και υπόκεινται στα σχετικά επιτίμια των ιερών κανόνων, που δεν έχουν παλιώσει, ούτε έχουν ακυρωθή, αλλά ίσχυαν, ισχύουν και θα ισχύουν πάντοτε. Η νέα εποχή, η καινή κτίση, άρχισε δια της ενανθρωπήσεως, δια της Γεννήσεως του Χριστού και συνεχίζε­ται δια των Αποστόλων και των Πατέρων. Δεν την αρχίζουν τώρα οι πατριάρχες και οι αρχιεπίσκοποι, που διακρίνουν τις επο­χές και διαιρούν την Εκκλησία, για να απο­φύγουν τις συνέπειες της συνεχείας και της ταυτότητος. Όσοι τολμήσουν να χρησιμοποιήσουν κατά το δοκούν και κατά το συμφέρον κά­ποιους κανόνες ως κανόνια εναντίον των αγωνιστών και ομολογητών της Ορθοδο­ξίας, ας σκεφθούν εν πρώτοις ότι είναι εμφανώς και καταφανώς με όσα δημοσίως λέγουν και πράττουν ένοχοι οι ίδιοι πλή­θους κανονικών παραβάσεων, και ότι εκτός του ότι «ένοχος ένοχον ου ποιεί», ενεδρεύει σε περίπτωση αδίκων αποφά­σεων ο κίνδυνος της ταυτοπαθείας είτε εν ζωή, είτε μετά θάνατον. Μνημονεύουμε ενδεικτικά μερικούς μόνον κανόνες που έχουν πλέον κουρελιασθή από τους πα­ραβαίνοντες: «Επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος αιρετικοίς συνευξάμενος μό­νον, αφοριζέσθω, ει δε επέτρεψεν αυτοίς ως κληρικοίς ενεργήσαί τι, καθαιρείσθω» (12). «Επίσκοπον ή πρεσβύτερον αιρε­τικών δεξαμένους Βάπτισμα ή θυσίαν, καθαιρείσθαι προστάσσομεν· τις γαρ συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαλ; Ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου» (13). «Περί του μη συγχωρείν τοις αιρετικοίς εισιέναι εις οίκον Θεού, επιμένοντας τη αιρέσει» (14). «Ότι ου δει αιρετικών ευλογίας λαμβάνειν, αίτινές εισιν, αλογίαι μάλλον, ή ευλογίαι»(15). «Ότι ου δει αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι» (16). «Ασπασίως τους θείους κανόνας ενστερνιζόμεθα και ολόκληρον την αυτών διαταγήν και ασάλευτον κρατύνομεν, των εκτεθέντων υπό των σαλπίγγων του Πνεύ­ματος πανευφήμων Αποστόλων, των τε εξ αγίων Οικουμενικών Συνόδων και των το­πικών συναθροισθεισών επί εκδόσει τοιούτων διαταγμάτων και των Αγίων Πατέ­ρων ημών εξ ενός γαρ άπαντες και του αυτού Πνεύματος αυγασθέντες, ώρισαν τα συμφέροντα· και ους μεν τω αναθέματι παραπέμπουσι αναθεματίζομεν, ους δε τη καθαιρέσει, και ημείς καθαιρούμεν, ους δε τω αφορισμώ, και ημείς αφορίζομεν, ους δε επιτιμίω παραδιδόασι και ημείς ωσαύτως υποβάλλομεν»(17).

Παραπομπαί:

1. Βλ. ΒΕΠΕΣ 33, 199. 2. Το πλήρες κείμενο της Δηλώσεως – Ομολογίας, βλ. στο περιοδικό «Άγιος Αγαθάγγελος Εσφιγμενίτης», τεύχος  204, Ιούλιος – Αύγουστος 2004, σελ. 35 και στο περιοδικό «Θεοδρομία» 8 (2006) 387 – 388. 3. Ιω. 21, 16. 4. Ματθ. 16, 23. 5. Ματθ. 4, 1-11. 6. Β’ Κορ. 6, 14. Κανών ΜΣΤ’ Αγίων Απο­στόλων: «Επίσκοπον ή πρεσβύτερον, αιρε­τικών δεξαμένους Βάπτισμα ή θυσίαν, καθαιρείσθαι προστάσσομεν. Τις γαρ συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ; Ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου;». 7. Εφ. 4, 5. 8. Βλ. «Εκκλησιαστική Αλήθεια» (16-2-1998): «Η μετάνοια ημών δια το παρελθόν είναι απαραίτητος. Δεν πρέπει να σπαταλήσωμεν τον χρόνον εις αναζήτησιν ευθυνών. Οι κληροδοτήσαντες εις ημάς την διάσπασιν προπάτορες ημών υπήρξαν ατυχή θύματα του αρχεκάκου όφεως και ευρίσκονται ήδη εις χείρας του δικαιοκρίτου Θεού. Αιτούμεθα υπέρ αυτών το έλεος του Θεού, αλλά οφείλομεν ενώπιον αυτού, όπως επανορθώσωμεν τα σφάλματα εκείνων». Η φρικτή αυτή δή­λωση προκάλεσε δικαιολογημένα έγγραφη αντίδραση του Αγίου Όρους. Οι πατριαρχι­κές εξηγήσεις και ερμηνείες δεν είναι καθό­λου πειστικές. Χρειαζόταν αναγνώριση του λάθους και αίτηση συγγνώμης από τους Αγί­ους και από το ορθόδοξο πλήρωμα. 9. Προς τον ευλαβέστατον εν μοναχοίς κυρ Διονύσιον 5, εν Π. Χρήστου, Γρηγορίου Παλαμά Συγγράμματα. Θεσσαλονίκη 1966, τόμ. 2, σελ. 486. 10. Αυτόθι, σελ. 482. Τα δύο άλλα είδη αθεΐας είναι η απιστία και η αίρεση, όπως αναπτύσσει στο εν λόγω έργο. 11. Είναι συγκλονιστική η περιγραφή «οικουμενικής» λειτουργίας στη Σύρο, από τον καθηγητή Κ. Μπέη, και τώρα κληρικό της Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως και Πρεβέζης, ο οποίος εν χαρά και καυχήσει περιγράφει  αυτήν  την καταλυτική των Ιερών Κανόνων και της Πατερικής Παρα­δόσεως εμπειρία. Βλ. Αθ. Σακαρέλλου, «Η Νέα Εποχή», εν «Ορθόδοξος Τύπος», φύλ. 1667, 1 Δεκεμβρίου 2006, σελ. 3: «Όταν ήλθε η στιγμή να απαγγελθεί το “Πιστεύω”, ο καθολικός επίσκοπος κάλεσε όλους τους πι­στούς, αδιάκριτα από δόγματα, να το απαγ­γείλουν κατά το αρχικό τυπικό της συνόδου της Νίκαιας, δίχως το φιλιόκβε. Και όταν ήλθε η ώρα της θείας κοινωνίας, εμβάπτιζε την όστια στο δισκοπότηρο με τον οίνο, έτσι ώστε κατά το λόγο του μεγάλου Αθηναγόρα να μπορούμε όλοι να κοινωνήσουμε από το ίδιο δισκοπότηρο. Και κοινωνήσαμε. Καθο­λικοί, ορθόδοξοι και διαμαρτυρόμενοι. Από το κοινό δισκοπότηρο της κοινής πίστης. Δίχως σύνορα και δίχως μισαλλόδοξες προ­καταλήψεις». Δεν αμφιβάλλουμε για τις νο­μικές γνώσεις του καθηγητού, αν και θα πε­ριμέναμε περισσότερη ευαισθησία απέναντι των κανόνων δικαίου της Εκκλησίας, για των οποίων την καταπάτηση καυχάται. Η άγνοια πάντως στοιχειωδών λειτουργικών όρων, που μαθαίνουν οι πρωτοετείς φοιτηταί της Θεολογικής Σχολής, όπως προκύ­πτει από αυτό και μόνο το απόσπασμα, συ­νηγορεί ότι πρέπει να μη είναι τόσο βέβαιος για τις θεολογικές θέσεις που εκφράζει (π.χ. τυπικό της συνόδου της Νίκαιας, δι­σκοπότηρο κ.ά.) 12. Κανών ΜΕ’ Αγίων Αποστόλων. 13. Κανών ΜΣΤ΄ Αγίων Αποστόλων. 14. Κανών ΣΤ΄ εν Λαοδικεία Συνόδου. 15. Κανών ΛΒ’ εν Λαοδικεία Συνόδου. 16. Κανών ΛΓ εν Λαοδικεία Συνόδου. 17. Κανών Α’ της εν Νικαία Ζ’ Οικουμε­νικής Συνόδου.

Διαβάστε περισσότερα άρθρα του π. Θεοδώρου πατώντας εδώ

(Πηγή:  Εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος», 22 ΔΕΚ 2006)

[Ψήφοι: 0 Βαθμολογία: 0]