Μάρτιος 2006, ΣYΓΓPAΦEAΣ: Tito Squillaci, METAΦPAΣH: Παναγιώτης Aρ. Yφαντής, ΣEΛ. 96
ΕΚΔΟΣΕΙΣ “Ακρίτας”
Tο βιβλίο αναφέρεται στην επιρροή της τηλεόρασης στα παιδιά μας και απευθύνεται στους γονείς εκείνους που δεν είναι διατεθειμένοι να αφήσουν μια ηλεκτρονική συσκευή να σφετεριστεί το ρόλο τους ως παιδαγωγών, αλλά και σε όσους δεν ανέχονται οι αμείλικτοι «νόμοι της αγοράς» να καθορίζουν την ζωή του σπιτικού τους.
“Ωστόσο, δύο Αμερικανοί επιστήμονες που ασχολήθηκαν με το θέμα, οι Detz και Strasburger, θέτουν στους γονείς το πρόβλημα ως εξής: «Θα δεχόσασταν μια baby -sitter στο σπίτι, που θα παρότρυνε το παιδί σας να αγοράζει παιχνίδια και γλυκίσματα και θα του μιλούσε κάθε μέρα για το σεξ και τη βία;»”
***
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΚΔΟΤΕΣ
Ο παιδίατρος Tito Squillaci, επί το ελληνικότερο Ευάγγελος Σκυλάκης, αποτελεί εξέχον μέλος του τελευταίου ελληνόφωνου θύλακα της Καλαβρίας, του Γιαλού του Βούα (Bova Marina), πενήντα χιλιόμετρα ανατολικά του Ρηγίου.
Χειρίζεται με άνεση τη γραικάνικη ελληνική ντοπιολαλιά, αλλά και τη νέα ελληνική· είναι παντρεμένος με την πρόσχαρη Nunziella (Ευαγγελία) και έχουν τέσσερις χαριτωμένες έφηβες κόρες. Όλοι τους μιλούν ευχερώς τα γραικάνικα, τα οποία από πολύ νωρίς και με την επιμονή του Tito χρησιμοποιούν εναλλακτικά με την ιταλική γλώσσα. Γράφει τραγούδια στη γραικάνικη διάλεκτο, παίζει την καλαβρέζικη λύρα, όμοια με την κρητική, διαβάζει Πατέρες της Εκκλησίας…
Οικογενειακώς επισκέπτονται την Ελλάδα, όπου έχουν πολλούς φίλους, του γράφοντος περιλαμβανομένου.
Πάνω απ’ όλα, όμως, ο Tito είναι ένας ταλαντούχος, ανήσυχος και φιλάνθρωπος παιδίατρος! Το ανά χείρας ευσύνοπτο «εγκόλπιο» αποτελεί έναν απ’ τους καρπούς αυτών του των ανησυχιών.
Σ’ αυτό, χωρίς να είναι δογματικός υπέρ και κυρίως κατά της τηλεοράσεως, οικοδομεί μια συστηματική και πειστική επιχειρηματολογία για να επισημάνει τους κινδύνους από την κατάχρηση ενός ευεργετικού, κατά τα άλλα, εργαλείου πληροφόρησης, γνώσεων και αναψυχής. Ενός εργαλείου που, όμως, αν αφεθεί να λειτουργήσει ανεξέλεγκτα μέσα στην οικογένεια, μπορεί να αποβεί μοιραίο στην αγωγή και την πνευματική ανάπτυξη των παιδιών μας (και βεβαίως και ημών των ιδίων).
Όπως ο ίδιος μας λέει στον πρόλογό του «σκοπός αυτής της μελέτης είναι να ενσταλάξει στις οικογένειες λίγη ανησυχία, έτσι ώστε η μαμά και ο μπαμπάς να μη νιώθουν εντελώς ήρεμοι όταν το παιδί τους κάθεται και βλέπει τηλεόραση. Είναι καλύτερο να ανησυχούν λίγο. Όπως ακριβώς θα ανησυχούσαν αν το παιδί τους έπαιζε στη μέση του δρόμου…».
Οι εκδότες
***
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Nullus medicus nisi philosophus
Προς το τέλος του 18ου αιώνα, ένας άγιος μοναχός, ο Κοσμάς ο Αιτωλός, προφήτευε: «Θα ‘ρθει καιρός, Χριστιανοί μου, που ο διάβολος θα είναι μέσα στα σπίτια σας, κλεισμένος σ’ ένα κουτί, και τα κέρατά του θα είναι στις στέγες των σπιτιών σας».
Μοιάζει υπερβολή να θεωρήσουμε ότι αυτά τα λόγια ενός οραματιστή αγίου αναφέρονταν στην τηλεόραση, αν και, στην ουσία, δεν απέχουν πολύ από την ακόλουθη κριτική άποψη που διατύπωσε τον 20ό αιώνα ένας άνθρωπος της λογικής, ο φιλόσοφος Karl Popper «Η τηλεόραση είναι μια τρομακτική δύναμη στην υπηρεσία του κακού, ενώ θα μπορούσε να είναι μια μεγάλη δύναμη στην υπηρεσία του καλού».
Οι παραπάνω φράσεις, με όλη τη δηκτικότητά τους, επανέρχονταν συχνά στο νου μου καθώς παρακολουθούσα τηλεόραση και, κυρίως, κάθε φορά που δοκίμαζα ως τηλεθεατής να μπω στη θέση των θυγατέρων μου και των πολλών παιδιών που, ως παιδίατρος, συναντώ καθημερινά. Έτσι σκέφτηκα ότι θα ήταν χρήσιμο να επισημάνω κάποιες αρνητικές όψεις της τηλεόρασης. Και αυτό όχι βέβαια για να διαψεύσω το γεγονός ότι η τηλεόραση έχει και θετικές όψεις, αλλά επειδή αυτές σήμερα υπερτονίζονται τόσο πολύ, ώστε να διαμορφώνεται η γενική εντύπωση ότι αποτελούν την ίδια την ουσία της τηλεόρασης, και ότι είναι τόσο πολλές που να αμνηστεύουν οποιοδήποτε μειονέκτημα της.
Γνωρίζω, βέβαια, ότι είναι ανόητο να εναντιώνεται κανείς στην τηλεόραση αυτή καθαυτή, στο μέτρο που, αποτελώντας απλώς ένα τεχνικό εργαλείο, η αρετή ή η κακία της εξαρτώνται από τον τρόπο με τον οποίο εμείς οι ίδιοι τη χρησιμοποιούμε. Ωστόσο, η καθημερινή εμπειρία μας διδάσκει ότι, ενώ φροντίζουμε να μην αφήνουμε ένα μαχαίρι στα χέρια ενός παιδιού, για να μην κόψει το δάχτυλο του, αφήνουμε άφοβα στα χέρια του ένα τηλεχειριστήριο, χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι αυτό μπορεί να το πληγώσει πολύ πιο βαθιά από ένα μαχαίρι. Τα προβλήματα γύρω από την τηλεόραση, πράγματι, πηγάζουν ουσιαστικά από δύο λόγους: από την ισχύ της και από τον τρόπο χρήσης της.
Η τηλεόραση αποτελεί μια νέα απειλητική παρουσία μέσα στα σπίτια μας, και μάλιστα την πιο σταθερή που υπάρχει: όλες οι άλλες, πράγματι, έρχονται και φεύγουν, μα αυτή είναι πάντα εκεί. Επιπλέον, η επιρροή της είναι τόσο έντονη που επιφέρει βαθιές αλλαγές στον τρόπο ζωής, στη γλώσσα, στη νοοτροπία και στο αξιακό μας σύστημα. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να αξιολογηθεί με προσοχή ο τρόπος με τον οποίο τη χρησιμοποιούν, αφ’ ενός εκείνοι που παράγουν και οργανώνουν τα προγράμματα, καθορίζοντας την ποιότητά τους, και αφ’ ετέρου εκείνοι που την παρακολουθούν, δηλαδή το τηλεοπτικό κοινό, που πολλές φορές μοιάζει με ένα «σφουγγάρι» πρόθυμο να απορροφήσει παθητικά οποιοδήποτε μήνυμα.
Σ’ αυτό τον κίνδυνο είναι εκτεθειμένα κυρίως τα παιδιά, τα οποία, ως γνωστόν, δεν είναι ενήλικες σε μικρογραφία αλλά διαμορφούμενες ακόμη προσωπικότητες, και για το λόγο αυτό εξαιρετικά ευάλωτα.
Ενώ, λοιπόν, είναι υπερβολή να δαιμονοποιούμε την τηλεόραση, να θέλουμε να τη στείλουμε στην πυρά (ή μάλλον να τη βραχυκυκλώσουμε), είναι εξίσου αλήθεια ότι πρέπει να μάθουμε να τη χρησιμοποιούμε καλύτερα, ώστε η ζημιά που προκαλεί να μην αμαυρώνει την εξίσου μεγάλη ωφέλεια που προσφέρει στην κοινωνία μας.
Σχετικά με την τηλεόραση έχουν δημοσιευθεί πολυάριθμες και ειδικές μελέτες, στις οποίες παραπέμπω όποιον θα ήθελε να εμβαθύνει περισσότερο επί του θέματος (βλ. Ενδεικτική βιβλιογραφία).
Η δική μου συμβολή, που γεννήθηκε από συζητήσεις που είχα με μητέρες και παιδαγωγούς για την αντιμετώπιση του συγκεκριμένου προβλήματος, απευθύνεται σε όσους δεν έχουν την υπομονή να αφιερώσουν πολύ χρόνο σε μια εξαντλητική μελέτη. Ουσιαστικά, φιλοδοξεί να αποτελέσει ένα απλό εγχειρίδιο αυτοάμυνας, για τους γονείς εκείνους που δεν είναι διατεθειμένοι να αφήσουν μια ηλεκτρονική συσκευή να σφετεριστεί το ρόλο τους ως παιδαγωγών.
Ειδικότερα, σκοπός αυτής της μελέτης είναι να ενσταλάξει στις οικογένειες λίγη ανησυχία, έτσι ώστε η μαμά και ο μπαμπάς να μη νιώθουν εντελώς ήρεμοι όταν το παιδί τους κάθεται και βλέπει τηλεόραση. Είναι καλύτερο να ανησυχούν λίγο. Όπως ακριβώς θα ανησυχούσαν αν το παιδί τους έπαιζε στη μέση του δρόμου.
***
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
…αρχικά η κρατική τηλεόραση ως δημόσια υπηρεσία ακολουθούσε μια πολιτιστική πολιτική, χάρη στην οποία διαμόρφωνε τα προγράμματά της με γνώμονα την καλλιέργεια των τηλεθεατών. Από την εμφάνιση της ιδιωτικής τηλεόρασης και εξής, ο προνομιούχος συνομιλητής του τηλεοπτικού μέσου δεν είναι πλέον ο τηλεθεατής αλλά ο χορηγός, για τον οποίο παράγονται προγράμματα που έχουν ως κύριο στόχο να κατακτήσουν όλο και υψηλότερα ποσοστά τηλεθέασης.
Η εμφάνιση της εμπορικής τηλεόρασης, στις αρχές της δεκαετίας του ’70 (Σ.τ.Μ.: Η ιδιωτική τηλεόραση στη χώρα μας εμφανίστηκε το 1989), σηματοδοτεί μια ριζική αλλαγή: από ένα, έστω σε γενικές γραμμές, εργαλείο για την προώθηση του πολιτισμού και τη μετάδοση αντικειμενικής πληροφόρησης, η τηλεόραση μετατρέπεται σε μια οικονομική υπόθεση πελώριων διαστάσεων και, συνακόλουθα, σε εργαλείο μαζικοποίησης και κυριαρχίας.
Μιλώντας για μαζικοποίηση και κυριαρχία δεν υπερβάλλουμε, δεδομένου ότι μεγάλο μέρος της τηλεοπτικής δραστηριότητας έχει πλέον στόχο να χειραγωγήσει τον τηλεθεατή, να τον ωθήσει να αγοράσει και να καταναλώσει αγαθά, καθώς και να τον κατευθύνει πολιτικά.
Η δύναμη της τηλεόρασης στο επίπεδο της κατανάλωσης, των ηθών και της πολιτικής είναι σήμερα τόσο μεγάλη, ώστε οι κοινωνιολόγοι να μιλούν πλέον για το φαινόμενο της «τηλεοκρατίας» (videocrazia).
Η τηλεόραση σήμερα περισσότερο από ποτέ υπηρετεί ολοκληρωτικά την καταναλωτική κοινωνία και η αποστολή της συνίσταται στο να διεγείρει κάθε είδους -και συχνότερα περιττές- ανάγκες, τις οποίες στη συνέχεια ικανοποιεί η βιομηχανία πουλώντας.
Αν ένας ενήλικας βλέπει ένα φιλμ, στο οποίο κάποιος κλέβει και επιβραβεύεται, δεν επιτρέπει στον εαυτό του να επηρεαστεί περισσότερο, επειδή η εμπειρία της ζωής του του διδάσκει ότι αυτό που βλέπει δεν είναι αλήθεια: ξέρει ότι όποιος κλέβει πάει στη φυλακή. Το παιδί, όμως, δεν διαθέτει μια προσωπική εμπειρία να αντιτάξει, γι’ αυτό πιστεύει αυτό που βλέπει, και είναι επιρρεπές στο να αφομοιώσει και να εσωτερικεύσει το συγκεκριμένο μήνυμα.
Όταν ένας ενήλικας παρακολουθεί τηλεόραση, προκειμένου να διασκεδάσει, ενεργοποιεί τη λεγόμενη αναστολή της απιστίας, δηλαδή υποκρίνεται ότι αυτό που βλέπει στην οθόνη είναι πραγματικό, αν και ξέρει καλά ότι δεν είναι.
Το παιδί της πρώτης και εν μέρει και της δεύτερης παιδικής ηλικίας, αντίθετα, δεν διακρίνει ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα. Έτσι, τις σκηνές που βλέπει στην τηλεόραση είναι σαν να τις βλέπει στην πραγματικότητα και οι τηλεοπτικές εμπειρίες γι’ αυτό αποτελούν εμπειρίες ζωής. Το να βλέπει ένα παιδί τριών ή τεσσάρων ετών τη δολοφονία ενός ανθρώπου στην τηλεόραση ισοδυναμεί με το να βλέπει τη δολοφονία ενός ανθρώπου στην πραγματικότητα.
Ενήλικες και παιδιά, λοιπόν, δεν παρακολουθούν τηλεόραση με τον ίδιο τρόπο και η θεμελιώδης διαφορά έγκειται στο εξής: ο ενήλικας παρακολουθεί τηλεόραση για να διασκεδάσει, ενώ το παιδί για να κατανοήσει τον κόσμο. Σήμερα το παιδί ανακαλύπτει τον κόσμο μέσω της τηλεόρασης.
Μια μαμά μάλωσε την επτάχρονη κόρη της, η οποία παρακολουθούσε στην τηλεόραση την εκπομπή «Colpo Grosso», ένα τηλεοπτικό παιχνίδι όπου οι παίκτες γδύνονταν μπροστά στην κάμερα. Η απάντηση του παιδιού ήταν: «Γιατί, εσύ με τον μπαμπά δεν κάνετε τέτοια πράγματα;».
Για το συγκεκριμένο κορίτσι, αυτό που είχε δει στην τηλεόραση ήταν η κανονική συμπεριφορά όλων των γυναικών…
Ένα τεράστιο ποσοστό παιδιών, λοιπόν, προσεγγίζει την ίδια την πραγματικότητα με ένα διαστρεβλωμένο τρόπο. Διότι το παιδί δεν διεισδύει στην πραγματικότητα μέσω της άμεσης παρατήρησης του περιβάλλοντος στο οποίο ζει, έτσι ώστε να ωριμάσει βαθμιαία, μέσω της χρήσης και των πέντε αισθήσεων (δηλαδή αγγίζοντας, γεμίζοντας βρωμιές, μυρίζοντας, δοκιμάζοντας, κ,λπ.), αλλά μέσω μιας παθητικής στάσης κατά την οποία παρατηρεί αυτό που η μικρή οθόνη παρουσιάζει ως πραγματικότητα.
(Στο σημείο αυτό στο βιβλίο παρουσιάζονται αποτελέσματα ερευνών σε σχέση με την τηλεθέαση από τα παιδιά. Μπορεί να βρει κανείς αντίστοιχες έρευνες που εξετάζουν την σχέση παιδιού και τηλεόρασης στον Ελλαδικό χώρο.)
…υπάρχουν οικογένειες οι οποίες έχουν την τηλεοπτική συσκευή διαρκώς ανοιχτή κατά τη διάρκεια της μέρας, έτσι ώστε οποιαδήποτε δραστηριότητα μεγάλων και μικρών να γίνεται με φόντο την τηλεόραση.
Αυτή η τελευταία όψη δεν πρέπει να υποτιμηθεί, επειδή η τηλεόραση εξακολουθεί να έλκει την προσοχή του παιδιού με τη συνεχή ροή εικόνων και ήχων ακόμη και όταν αυτό μελετά ή παίζει.
Η πληροφόρηση
Για να διαμορφώσουν μια ισορροπημένη προσωπικότητα, τα παιδιά έχουν ανάγκη από θετικά πρότυπα προς μίμηση. Το βάρος των μεταδιδόμενων αρνητικών ειδήσεων, αντίθετα, είναι σήμερα τόσο κυρίαρχο, που σε κάποια άτομα προκαλεί το «Mean world syndrome» («Σύνδρομο του κακού κόσμου»). Πρόκειται για μια πραγματική ψυχιατρική πάθηση, που πλήττει όσους βλέπουν πολλές σκηνές βίας στην τηλεόραση. Αυτά τα άτομα κατανοούν τον κόσμο έτσι όπως τον παρουσιάζει η τηλεόραση, υπερεκτιμώντας δραματικά το πλήθος των εγκλημάτων και των εγκληματιών στην κοινωνία.
…ας μην ξεχνάμε ότι ένα δελτίο ειδήσεων μπορεί να ψεύδεται όχι μόνο μ’ αυτά που λέει αλλά και μ’ αυτά που αποσιωπά
Το θέαμα
– Οι εκπομπές που προσφέρουν χρηματικά βραβεία μαθαίνουν έμμεσα στους νέους να αναζητούν τον εύκολο και γρήγορο πλούτο και να θεωρούν τα χιλιάδες ευρώ «καραμέλες».
Επιπλέον, τα τηλεκουίζ δεν βασίζονται στην καλλιέργεια των παικτών αλλά στην τύχη τους ή, ακόμη χειρότερα, στις γνώσεις τους γύρω από τον κόσμο του θεάματος…
Ας μην ξεχνάμε, τέλος, ότι τα ευρώ που μοιράζονται με τέτοια γενναιοδωρία σ’ αυτές τις εκπομπές δεν επενδύονται από τους τηλεοπτικούς σταθμούς αλλά από τους χορηγούς. Αυτοί, στη συνέχεια, μετακυλούν το κόστος στην τελική τιμή του διαφημιζόμενου προϊόντος, δηλαδή στους ίδιους τους καταναλωτές.
Το κοινωνικό πρόσταγμα που βομβαρδίζει το σημερινό νέο είναι να γίνει επιτυχημένος. Πράγμα που σημαίνει να υπερτερεί των άλλων, κατακτώντας ολοένα και υψηλότερη κοινωνική θέση απ’ αυτούς. Πρόκειται για μια επιτυχία που μετριέται με χρήματα, που καλύπτεται κάτω από ποικίλα προσωπεία και εκφράζεται ως κατοχή όλων των συμβόλων της. Το πρόσταγμα, λοιπόν, είναι: «γίνε πλούσιος». Το πως θα γίνεις δεν έχει και τόση σημασία. (V. Andreoli, νευροψυχίατρος)
Οι εκπομπές αυτές (talk-show) παρουσιάζουν ακραίες περιπτώσεις ιδιόρρυθμης ή παραβατικής συμπεριφοράς σαν συνηθισμένα γεγονότα Οι συμπεριφορές αυτές, μολονότι κατανοούνται στα πλαίσια των ατομικών επιλογών της ζωής κάποιου ανθρώπου, αν αποτελούσαν πρότυπα συλλογικής στάσης θα χαρακτηρίζονταν ολέθριες.
– Οι σαπουνόπερες, αντίστοιχα, παρουσιάζουν ασυνήθιστες καταστάσεις σαν να πρόκειται για την πραγματική μας ζωή. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι στα σενάρια αυτών των εκπομπών, ο αριθμός των εξωσυζυγικών σχέσεων είναι οχτώ φορές μεγαλύτερος από τον αριθμό των συζυγικών. Στην ουσία διδάσκουν, ότι οι εξωσυζυγικές σχέσεις είναι ο κανόνας και οι συζυγικές η εξαίρεση.
Αυτή η μεγάλη αστάθεια των οικογενειακών σχέσεων (με πρόσωπα που παντρεύονται, ξαναπαντρεύονται, συζούν, ή απατούν το σύντροφό τους με κουνιάδους, πεθερούς, φίλους, εραστές κ.λπ.) προβάλλεται ως πρότυπο της «σύγχρονης» ζωής για εκατομμύρια ανθρώπους σε όλες τις γωνιές της γης. Αυτός ο τρόπος ζωής, που παρουσιάζεται υπεραπλουστευμένος και γοητευτικός, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να εντείνει την κρίση της παραδοσιακής οικογένειας, η οποία παραγκωνίζεται συνεχώς από διαπροσωπικές σχέσεις, βασισμένες σ’ έναν απελπιστικό ατομισμό και μια απέραντη αβεβαιότητα.
Στην περίπτωση των κινουμένων σχεδίων, το πρόβλημα δεν έγκειται στις βίαιες σκηνές αυτές καθαυτές, που δεν εντυπωσιάζουν κανένα, αλλά στο βασικό μήνυμα που περνούν: ότι, δηλαδή, η χρήση βίας αποτελεί τη νόμιμη και αποτελεσματική λύση για οποιοδήποτε πρόβλημα.
– Τα βιντεοκλίπ αποτελούν ένα πρόβλημα που αγγίζει ιδιαίτερα τους εφήβους.
Το 56% των βιντεοκλίπ περιέχουν σκηνές βίας και το 75% σκηνές που αφορούν στο σεξ. Εκείνα που παρουσιάζουν σκηνές βίας καθιστούν τους νέους πιο αδιάφορους απέναντι στη βία και, ταυτόχρονα, πιο επιρρεπείς στη διάπραξη βιαιοτήτων. Επίσης, τα βιντεοκλίπ έχουν μια επίδραση σχεδόν συνειρμική: η ακρόαση, δηλαδή, του τραγουδιού ανακαλεί στη μνήμη την εικόνα του βιντεοκλίπ και οδηγεί στη μίμηση.
…όσο για τις προκατασκευασμένες εκπομπές, του τύπου Μεγάλος Αδελφός αυτές στηρίζονται σχεδόν εξ ολοκλήρου στο ψέμα. Σύμφωνα με τον F. Casetti, διευθυντή του Τμήματος των Επιστημών Επικοινωνιών και Θεάματος του Καθολικού Πανεπιστημίου του Μιλάνου, αυτό το είδος των προγραμμάτων «είναι ένα σχολείο, όπου διδάσκεται η ανευθυνότητα και η άρνηση της προσωπικής ταυτότητας. Αντί οι παίκτες να διερευνήσουν τον εαυτό τους, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στα παιχνίδια των ρόλων, στα συγκεκριμένα προγράμματα εκπαιδεύονται πώς να δίνουν μια παράσταση, όπου οι βασικές αξίες είναι ο οίκτος, η ελαφρότητα και η κοροϊδία. Τα reality show είναι μια απόδειξη ότι η πραγματικότητα αφήνει πλέον την τηλεόραση αδιάφορη. Είναι ένα άλλοθι για να μην αντιμετωπίζει κανείς την πραγματικότητα, δηλαδή ό,τι συμβαίνει στον κόσμο, τον πόλεμο, την πολιτική, τη φτώχεια, την εργασία, τις συντάξεις. Η τηλεόραση έπαψε να είναι ένας χώρος που ενδιαφέρεται για την πραγματικότητα».
Στην καρδιά του προβλήματος: οι διαφημίσεις
Οι διαφημίσεις, αποτελούν τον πυρήνα του προβλήματος, επειδή είναι η πηγή του κέρδους των τηλεοπτικών σταθμών και ο στόχος προς τον οποίο αποβλέπουν όλα τα τηλεοπτικά προγράμματα.
Η διαφήμιση αποτελεί το πιο καυτό πρόβλημα της τηλεόρασης, επειδή εξαιτίας της οι τηλεοπτικοί σταθμοί υποβαθμίζουν τόσο πολύ το επίπεδο τους, πασχίζοντας να κρατήσουν τους τηλεθεατές όσο το δυνατόν περισσότερο κολλημένους στην οθόνη.
Και επειδή ακριβώς οι διαφημίσεις είναι πηγή κέρδους για τους τηλεοπτικούς σταθμούς, οι τελευταίοι προσπαθούν να μεταδίδουν όσο το δυνατόν περισσότερες διαφημίσεις.
Επιπλέον, οι διαφημίσεις έχουν έναν άμεσο οικονομικό αντίκτυπο στην αγορά, επειδή εξαιτίας τους οι τιμές των διαφημιζόμενων προϊόντων αυξάνονται δυσανάλογα σε σχέση με εκείνες των μη διαφημιζόμενων προϊόντων, και πολύ συχνά ανεξάρτητα από την ποιότητά τους.
Για το λόγο αυτό, είναι ολοφάνερα λανθασμένος ο ισχυρισμός ότι τα ιδιωτικά κανάλια, που δεν ενισχύονται από την υποχρεωτική εισφορά που καταβάλλουν οι πολίτες για τη δημόσια τηλεόραση, προσφέρουν δωρεάν τα προγράμματα τους.
Οι διαφημίσεις παρουσιάζουν τη γυναίκα υποτιμητικά και σαν αντικείμενο. Επιπλέον, δείχνοντας όλους τους ανθρώπους νέους, ωραίους και επιτυχημένους, διδάσκουν εμμέσως πλην σαφώς ότι αυτές είναι οι θεμελιώδεις αξίες της ζωής.
Όσον αφορά στα παιδιά, οι διαφημίσεις εστιάζουν κυρίως το ενδιαφέρον τους στην προβολή προϊόντων ζαχαροπλαστικής και παιχνιδιών.
Όμως, αυτή η πίεση που ασκείται στα παιδιά, τι επιπτώσεις έχει επάνω τους;
Η κατανάλωση γλυκισμάτων και τροφών υπερβολικά επεξεργασμένων και πλούσιων σε θερμίδες έχει αλλοιώσει τις παραδοσιακές διατροφικές μας συνήθειες. Σήμερα τα παιδιά μας τρώνε σνακ, γκοφρέτες, Wurstel, κέτσαπ, εις βάρος όχι μόνο της παραδοσιακής μεσογειακής διατροφής και της οικονομίας μας αλλά και της ίδιας της υγείας τους. Πράγματι, η συγκεκριμένη διατροφή ευθύνεται, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ όσο η παραδοσιακή, για την εμφάνιση τερηδόνας και παχυσαρκίας, η οποία με τη σειρά της αποτελεί προπομπό πολλών και σοβαρών προβλημάτων υγείας.
Όσον αφορά στα παιχνίδια, τα περισσότερα απ’ αυτά είναι εντελώς περιττά.
Τώρα πλέον γνωρίζουμε ότι είναι λάθος να προσφέρουμε πολλά παιχνίδια στα παιδιά, γιατί έτσι περιορίζεται η δημιουργικότητα τους.
Το παιδί που με λιγοστά παιχνίδια βρίσκει τρόπο να παίξει, αύριο θα είναι ένας ενήλικας που θα μπορεί πιο εύκολα να βρίσκει λύσεις σε ένα πρόβλημα της ζωής του. Αντίθετα, το παιδί που τα βρίσκει όλα έτοιμα, συνηθίζει σε μια παθητική συμπεριφορά και θα γίνει ένας ενήλικας που θα περιμένει έτοιμες λύσεις για όλες τις ανάγκες του.
Στα παιδιά κυρίως, περισσότερο απ’ όσο στους ενήλικες, η διαφήμιση προκαλεί έντονο αίσθημα απογοήτευσης, επειδή τους παρουσιάζει μια χαρούμενη πραγματικότητα, γεμάτη ενθουσιασμό, αρμονία και καλοπέραση, που όμως αποδεικνύεται στην πράξη ανέφικτη.
Το παιδί, στην προσπάθεια του να ταυτιστεί με αυτή την εικονική πραγματικότητα, τρέφει ουτοπικές προσδοκίες, πλάθοντας ιδεατά πρότυπα για τον εαυτό του και για τη ζωή. Η αναμέτρησή του με αυτά τα ιδεατά πρότυπα γεννά μέσα στο παιδί το αίσθημα της απογοήτευσης, το οποίο προέρχεται από την επίγνωση της απόστασης ανάμεσα στην πραγματικότητα και στα προτεινόμενα τηλεοπτικά πρότυπα. Συγκρινόμενη με την τηλεοπτική, η καθημερινή πραγματικότητα του παιδιού φαντάζει στα μάτια του φτωχή και άχρωμη.
Ποιες είναι οι συνέπειες της απογοήτευσης;
Η απογοήτευση μπορεί να προκαλέσει, ή τουλάχιστον να εντείνει την επιθετικότητα, ωθώντας το απογοητευμένο υποκείμενο να επιτεθεί εναντίον της γενεσιουργού αιτίας της δυσαρέσκειάς του. Σε περίπτωση, όμως, που η πραγματική αιτία της δυσαρέσκειάς του τού είναι απρόσιτη, επιτίθεται εναντίον ενός άλλου πιο ανίσχυρου αντικειμένου. Επιπλέον, η απογοήτευση μπορεί να προκαλέσει απάθεια, αδιαφορία και ενδοστρέφεια.
Άμεση συνέπεια του παρατεταμένου χρόνου που το παιδί περνάει μπροστά στην τηλεόραση είναι η αδράνεια της καθιστικής στάσης. Σε άμεση συνάρτηση με την αδράνεια είναι η παχυσαρκία, που αυξάνεται κατά 2% ανά ώρα τηλεθέασης. Αυτή η αύξηση της παχυσαρκίας οφείλεται από τη μια πλευρά στη μειωμένη δραστηριότητα και από την άλλη στη μεγαλύτερη κατανάλωση παχυντικών διαφημιζόμενων τροφών. Ένας τρίτος λόγος, έπειτα, που συμβάλλει στην αύξηση της παχυσαρκίας, συνδέεται με την παρουσία κάποιων λιπόσαρκων ανθρώπων της τηλεόρασης, οι οποίοι ενώ μιλούν για φαγητά, παρουσιάζουν και καταναλώνουν διάφορα εδέσματα και παρ’ όλ’ αυτά δεν παχαίνουν. Μ’ αυτό τον τρόπο περνούν έμμεσα το μήνυμα, ότι μπορεί κανείς να τρώει χωρίς μέτρο και να παραμένει αδύνατος. Ή, αντίστροφα, περνούν το μήνυμα ότι η ομορφιά και η επιτυχία είναι άρρηκτα συνυφασμένες με την αδυναμία. Πράγμα που καλλιεργεί μια μονομανία γύρω από το αδυνάτισμα, η οποία έχει κυριέψει ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης κοινωνίας και ιδιαίτερα τους εφήβους.
Μα η πιο σημαντική επίπτωση του παρατεταμένου χρόνου τηλεθέασης είναι ότι αυτή αντικαθιστά άλλες εμπειρίες και άλλες δραστηριότητες των παιδιών, όπως η ανάγνωση, η μουσική, ο αθλητισμός, τα υπαίθρια παιχνίδια, η συντροφιά με φίλους… Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι παιδιά πιο μοναχικά, εσωστρεφή και κλεισμένα στο δικό τους φανταστικό κόσμο.
Όσον αφορά στις επιπτώσεις που σχετίζονται με το περιεχόμενο των προγραμμάτων που παρακολουθούν τα παιδιά, το πιο μεγάλο πρόβλημα είναι αναμφισβήτητα η επιθετικότητα.
Η αλληλεπίδραση ανάμεσα στην επιθετικότητα των θεαμάτων και στην επιθετικότητα του περιβάλλοντος επισημάνθηκε έγκαιρα από τους κοινωνιολόγους και τους ψυχολόγους. Ωστόσο, τους οδήγησε μπροστά σε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα: αν, δηλαδή, η παρακολούθηση βίαιων προγραμμάτων είναι η αιτία της επιθετικής συμπεριφοράς ή αν, αντίθετα, άτομα εκ φύσεως επιθετικά προτιμούν να παρακολουθούν βίαια προγράμματα, απλώς και μόνο εξαιτίας του χαρακτήρα τους.
Σήμερα, ένα πλήθος κοινωνιολογικές μελέτες, που πραγματοποιήθηκαν σε διάφορα μέρη πριν και μετά την εμφάνιση της τηλεόρασης (για παράδειγμα στον Καναδά, στη Νότια Αφρική και στη νήσο Έλβα), καθώς και μελέτες εμπειρικής ψυχολογίας απέδειξαν, σε συμφωνία με τη θεωρία της κοινωνικής μάθησης, ότι η επιθετική συμπεριφορά εκδηλώνεται πρόωρα και είναι ανθεκτική στις αλλαγές.
Σήμερα έχει αποδειχθεί ότι υφίσταται μια αιτιακή σχέση ανάμεσα στην παρακολούθηση βίαιων θεαμάτων και την εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς. Σύμφωνα, μάλιστα, με σχετικές μετρήσεις, η παρακολούθηση βίαιων θεαμάτων αυξάνει τα συμπτώματα βίαιης συμπεριφοράς κατά 3-15%.
…οι συνέπειες που προκαλούν τα βίαια θεάματα, σύμφωνα με τον εξελικτικό ψυχολόγο R. Slaby, είναι οι ακόλουθες τρεις:
Επιθετικότητα. Αυξάνεται η πιθανότητα να εκδηλωθεί βίαιη συμπεριφορά εκ μέρους του θεατή.
Φόβος. Ο θεατής φοβάται ότι θα πέσει θύμα βίαιης συμπεριφοράς.
Αδιαφορία. Αυξάνεται η αδιαφορία του θεατή απέναντι στη βία που υφίστανται οι άλλοι.
…αξίζει να επισημάνουμε ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται συστηματικά για να τραβήξει την προσοχή και το ενδιαφέρον, σαν καρύκευμα σε κάθε είδους εκπομπές και ιδιαίτερα στις διαφημίσεις και στις ψυχαγωγικές εκπομπές: τη σεξουαλικότητα.
Από την τηλεόραση τα παιδιά μαθαίνουν ότι το σεξ είναι ρομαντικό και προκλητικό, και ότι οι προγαμιαίες σεξουαλικές σχέσεις και η ελεύθερη συμβίωση αποτελούν την κανονική ερωτική συμπεριφορά των ενηλίκων. Αυτό έχει ως συνέπεια, οι έφηβοι που βλέπουν τηλεόραση μόνοι τους να αναπτύσσουν 3 έως 6 φορές πιο έντονη σεξουαλική ζωή από εκείνους που βλέπουν τηλεόραση μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας τους.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις συνδέονται, όπως είναι φυσικό, με την αύξηση των ανεπιθύμητων κυήσεων μεταξύ των εφήβων, που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια.
Ο έφηβος, απ’ αυτή την άποψη, είναι εξαιρετικά ευάλωτος, επειδή από την τηλεόραση, τον κινηματογράφο, τα περιοδικά life style, βομβαρδίζεται συστηματικά με σεξουαλικά ερεθίσματα. Τα ερεθίσματα αυτά εξάπτουν τα -ήδη αφυπνισμένα- ένστικτά του, που έπειτα ο ίδιος καλείται να τιθασεύσει στα πλαίσια ενός αγώνα γεμάτου εσωτερικές συγκρούσεις και άγχος.
Τελικά, οι σημερινοί νέοι προσπαθούν να ικανοποιήσουν ταυτόχρονα δύο αντίθετες μεταξύ τους επιθυμίες. Από τη μια πλευρά, καθυστερούν να επωμιστούν τις υποχρεώσεις των ενηλίκων (π.χ. στο πεδίο της εργασίας, της οικογένειας, των παιδιών…). Έτσι, παρατείνουν κατά πολύ την περίοδο της μετ-εφηβείας τους και απολαμβάνουν την ανεμελιά μιας βολικής ζωής, όπου οι σοβαρές αποφάσεις μονίμως αναβάλλονται. Πρόκειται για το σύνδρομο του Πήτερ Παν, όπως το ονομάζουν οι ψυχολόγοι.
Από την άλλη πλευρά, οι σημερινοί νέοι ωθούνται πιεστικά να απολαύσουν όσο το δυνατόν νωρίτερα τις χαρές της προσωπικής ελευθερίας (τη σεξουαλικότητα, τα ταξίδια, τις κοινωνικές σχέσεις κ.λπ.), χωρίς όμως να έχουν αναπτύξει πραγματικά τις απαραίτητες ικανότητες προκειμένου να διαχειριστούν τις ευθύνες αυτών των καταστάσεων. Όλα αυτά αυξάνουν τα προβλήματα των σημερινών νέων, μα εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο την κοινωνία της κατανάλωσης, μέσω των άπειρων σχετικών προϊόντων που διευρύνουν σημαντικά την αγορά.
Άλλες σημαντικές όψεις των τηλεοπτικών μηνυμάτων από παιδαγωγική άποψη είναι αυτές που σχετίζονται με τα ναρκωτικά, τον αλκοολισμό και το κάπνισμα.
Σε όλο σχεδόν τον κόσμο ο νόμος απαγορεύει την άμεση μετάδοση μηνυμάτων που ενθαρρύνουν τις παραπάνω συνήθειες. Ωστόσο, εμπεριστατωμένες μελέτες έχουν αποδείξει ότι τα υπονοούμενα μηνύματα, που ενθαρρύνουν αυτές τις συνήθειες, ξεπερνούν ποσοτικά τα ρητά μηνύματα που τις καταδικάζουν. Για παράδειγμα, αν και δεν υπάρχει άμεση διαφήμιση του τσιγάρου, η τηλεοπτική εμφάνιση ενός θετικού ήρωα ή μιας ελκυστικής προσωπικότητας που καπνίζει ωθεί έμμεσα τους νέους στο κάπνισμα.
Επιπλέον, η τηλεόραση:
– Δημιουργεί ψεύτικα είδωλα. Τι είναι, στ’ αλήθεια, μια ταλαίπωρη μαμά που πλένει και σιδερώνει από το πρωί ως το βράδυ, σε σύγκριση με τις σταρ της τηλεόρασης; Ή ένας δύστυχος μπαμπάς που ξεθεώνεται στη δουλειά όλη τη μέρα σε σύγκριση με ένα Ράμπο;
– Διαστρεβλώνει την πραγματικότητα. Ας πάρουμε για παράδειγμα τα γουέστερν, με τους «ηρωικούς» καουμπόηδες που πολεμούν εναντίον των «απολίτιστων» ερυθρόδερμων. Οι τηλεοράσεις μας, παρότι γνωρίζουν ότι αυτό το στερεότυπο διαστρεβλώνει την πραγματικότητα, συνεχίζουν να το αναπαράγουν αρκεί να αυξάνουν τα ποσοστά τους σε τηλεθέαση.
– Προκαλεί εξάρτηση, όπως ένα πραγματικό ναρκωτικό. Αν ξαφνικά έκλειναν όλες οι τηλεοράσεις του σπιτιού, και μάλιστα τη στιγμή που προβάλλεται ένα δημοφιλές πρόγραμμα, πολλές οικογένειες θα βρίσκονταν ξαφνικά σε κατάσταση πανικού. Αξίζει να το δοκιμάσουμε για να δούμε τα αποτελέσματα.
Ποιες αξίες προβάλλει η τηλεόραση;
Στην τηλεόραση υπερτερούν οι εγωιστικές ή ιδιοτελείς αξίες (όπως π.χ. η ατομική ευτυχία, η έντονη ζωή, η κοινωνική αναγνώριση, η καπατσοσύνη, ο πλούτος, η ομορφιά κ.λπ.) έναντι των αλτρουιστικών (όπως είναι η ισότητα, η φιλία, η συγχώρηση, η κοινοκτημοσύνη, η φιλαλληλία, η ανιδιοτέλεια κ.λπ.).
Τα παιδικά προγράμματα προβάλλουν ακόμη λιγότερο τις αλτρουιστικές αξίες. Αντίθετα, υπερτονίζουν την αξία του ατέλειωτου παιχνιδιού, της διασκέδασης, της καλοπέρασης κ.λπ.
Όποιος, λοιπόν, θέλει να διδάξει στα παιδιά του τις χριστιανικές αξίες πρέπει να έχει κατά νου ότι στο σπίτι του υπάρχει ένας εχθρός που προπαγανδίζει καθημερινά αντίθετες αξίες. Ένας εχθρός, μεταξύ άλλων, που «μιλά» στα παιδιά του πολύ περισσότερο απ’ τον ίδιο (ποιος γονιός, πράγματι, μιλά στα παιδιά του 3-4 ώρες την ημέρα;) και, μάλιστα, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα πολύ πιο αποτελεσματική από τη δική του.
Η δημοκρατία δεν μπορεί να υπάρξει, αν δεν θέσει υπό έλεγχο την τηλεόραση. (K. Popper, φιλόσοφος)
Η εξάρτηση του σύγχρονου ανθρώπου από την τηλεόραση συνδέεται και με την επιτακτική ανάγκη του για κοινωνικές σχέσεις. Η τηλεόραση, στην ουσία, αναπληρώνει τις σχέσεις του τηλεθεατή με πραγματικά πρόσωπα, δηλαδή ικανοποιεί την ανάγκη του να κοινωνικοποιηθεί, χωρίς όμως να τον εκθέτει στα προβλήματα και τους περιορισμούς που θα συνεπάγονταν οι αληθινές σχέσεις με τους συνανθρώπους του. Τελικά, λοιπόν, το πρόβλημα οφείλεται στη δυσκολία των ανθρώπων να επικοινωνήσουν μεταξύ τους στα πλαίσια της σύγχρονης κοινωνίας αλλά ακόμη και στα πλαίσια της οικογένειας, όπου το κενό του ανύπαρκτου διαλόγου καλείται να καλύψει η τηλεόραση.
Το αυξημένο ενδιαφέρον των ενηλίκων για την τηλεόραση επιβεβαιώνει και η θεματολογία των ενδοοικογενειακών συζητήσεων ή διαφωνιών, την οποία μονοπωλούν κατά κύριο λόγο τα γεγονότα που μεταδίδουν τα δελτία ειδήσεων και τα τηλεοπτικά μαγκαζίνο. Πρόκειται για μια θεματολογία που απέχει πολύ από τα πραγματικά προβλήματα της οικογένειας, τα οποία κινδυνεύουν να μείνουν για πάντα στο περιθώριο. Όπως έχει παρατηρηθεί από κάποιους φιλοσόφους, η αδιάκοπη ροή πληροφοριών αναγκάζει τον τηλεθεατή να ζει σε ένα διαρκές παρόν, δηλαδή σε μια κατάσταση, όπου οι ειδήσεις βρίσκονται σε έναν αδιάκοπο «ανταγωνισμό» μεταξύ τους. Ο τηλεθεατής, επειδή δεν διαθέτει τον απαιτούμενο χρόνο για να επεξεργαστεί και να αξιολογήσει κάθε είδηση ξεχωριστά, αποκτά την αίσθηση ότι το συγκεκριμένο πρόβλημα που παρουσιάζεται στην τηλεόραση ανά πάσα στιγμή είναι το μεγαλύτερο και σοβαρότερο πρόβλημα του κόσμου.
Όσο για την εξάρτηση των παιδιών από την τηλεόραση, αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο στη συνήθεια των γονιών να χρησιμοποιούν την τηλεοπτική συσκευή ούτε λίγο ούτε πολύ σαν baby-sitter. Ο συγκεκριμένος ρόλος της τηλεόρασης, όπως είναι φυσικό, βολεύει τους γονείς, οι οποίοι προτιμούν να «παρκάρουν» τα παιδιά τους μπροστά στην οθόνη, αντί να τα βγάλουν μια βόλτα, να τα δραστηριοποιήσουν, να παίξουν μαζί τους ή να τους διηγηθούν ένα παραμύθι…
Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η συγκεκριμένη τακτική των γονιών δεν οφείλεται τόσο στην αδιαφορία τους, όσο στις δυσκολίες που επιβάλλουν οι αυξημένες υποχρεώσεις της εργασίας και της καθημερινής τους ζωής. Είναι προφανές, ότι όσο συνεχίζουν να υπάρχουν παιδιά κλεισμένα όλη την ημέρα σε μικρά διαμερίσματα, μητέρες που αντιμετωπίζουν μόνες χιλιάδες προβλήματα και ηλικιωμένοι εγκλωβισμένοι στα σπίτια τους, κάθε προσπάθεια περιορισμού της τηλεθέασης θα φαντάζει όλο και πιο δύσκολη. Αντίστοιχα, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι όσο ένα μεγάλο μέρος των ανοιχτών χώρων παραμένει επικίνδυνο για μεγάλους και μικρούς, ενδεχομένως η τηλεόραση να αποτελεί το μικρότερο κακό.
Ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούμε την τηλεόραση, λοιπόν, είναι το σύμπτωμα μιας βαθιάς νόσου της κοινωνίας μας. Εκείνο πάντως που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι, ενώ η τηλεόραση εμφανίζεται ως μέσο θεραπείας αυτής της νόσου, όπως αποδεικνύουν όσα εκθέσαμε μέχρι τώρα, αποτελεί ταυτόχρονα έναν από τους παράγοντες που συμβάλλουν στην επιδείνωση της. Για παράδειγμα, η τηλεόραση παρουσιάζεται ως θεραπεία για τη μοναξιά ενώ η ίδια γεννά μοναξιά, προτείνεται ως θεραπεία για τη βία ενώ ή ίδια γεννά βία, ως καταφύγιο από τις καθημερινές απογοητεύσεις ενώ γεννά απογοήτευση κ.λπ.
Γνωρίζουμε ότι από άποψη ωριμότητας η ηλικία των τεσσάρων δεν ισοδυναμεί με την ηλικία των οκτώ ή των δώδεκα ετών. Γι’ αυτό ένα εκπαιδευτικό μήνυμα πρέπει να αναπτύσσεται βαθμιαία, με βάση την ηλικία και την προσωπικότητα κάθε μεμονωμένου υποκειμένου. Η τηλεόραση, δυστυχώς, από τη φύση της, δεν σέβεται κανένα στάδιο ψυχοσυναισθηματικής και διανοητικής ωριμότητας. Έτσι αδιαφορεί για τις συνέπειες που μπορεί να έχει η αδιάκριτη και αβασάνιστη μετάδοση ανεπεξέργαστων εικόνων και ειδήσεων πάνω σε κάθε παιδί την κάθε στιγμή.
Μια μελέτη επί του θέματος, που πραγματοποίησε ομάδα παιδιάτρων τη δεκαετία του ’80, όταν ακόμη το πρόβλημα δεν είχε προσλάβει τις διαστάσεις που έχει σήμερα, οδήγησε στα ακόλουθα συμπεράσματα:
Τα ψυχοκοινωνικά προβλήματα, που προκαλεί η κακή χρήση της τηλεόρασης κατά την παιδική ηλικία, εντοπίζονται:
(α) στη γνωστική ανάπτυξη του παιδιού, εφόσον η τηλεόραση περιορίζει την ανάπτυξη αφηρημένης σκέψης, τη φαντασία, την αγάπη για το διάβασμα, και καλλιεργεί τη χρήση μιας φτωχής και εξαιρετικά υπεραπλουστευμένης γλώσσας·
(β) στο συναισθηματικό και ψυχολογικό κόσμο του παιδιού, δεδομένου ότι η τηλεόραση αλλοιώνει τις ενδοοικογενειακές σχέσεις, περιορίζει την επικοινωνία μεταξύ των συνομηλίκων, μειώνει την ικανότητα οργάνωσης του ελευθέρου χρόνου, προκαλεί επιθετική και παθητική συμπεριφορά και συμπτώματα άγχους·
(γ) σε κοινωνικό επίπεδο, επειδή ευνοεί την αβασάνιστη υιοθέτηση στερεότυπων κοινωνικών μοντέλων, εξοικειώνει τα παιδιά και, μέσω των παιδιών, τους γονείς με τον καταναλωτισμό και συμβάλλει στην αύξηση της κοινωνικής βίας. (A. Di Palma, M.E. Zappatore, G. Buraschi)
Τί μπορούμε να κάνουμε, λοιπόν;
Πρώτα απ’ όλα, είναι σημαντικό να ξέρουμε ότι πολλοί αγώνες που διεξήγαγαν τηλεθεατές με σκοπό την εξυγίανση της τηλεόρασης είχαν θετικά αποτελέσματα. Έτσι, με πρωτοβουλία των τηλεθεατών μειώθηκε ο χρόνος των διαφημίσεων, απαγορεύθηκε στα κανάλια να αυξάνουν την ένταση του ήχου κατά τη διάρκεια των διαφημίσεων (στην Ιταλία) και υποχρεώθηκαν να δηλώνουν με έγχρωμα σύμβολα στην οθόνη αν μια εκπομπή είναι κατάλληλη ή ακατάλληλη για τα παιδιά.
Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η τηλεόραση προϋποθέτει ότι όλοι οι γονείς είναι σε θέση να ορίσουν κανόνες στα παιδιά τους και να τα υποχρεώσουν να τους σεβαστούν. Όμως όλοι ξέρουμε ότι στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει αυτό, εξαιτίας διαφόρων πολιτιστικών, ψυχολογικών, κοινωνικών κ.λπ. παραγόντων. Πρέπει, λοιπόν, να απαιτήσουμε από τους διευθυντές προγράμματος των καναλιών να σέβονται έναν κώδικα δεοντολογίας, που να λαμβάνει υπόψη πρώτα απ’ όλα τα παιδιά, τη σωματική και ψυχολογική τους ισορροπία και την πολιτιστική τους καλλιέργεια. Είναι αλήθεια ότι τέτοιου είδους κώδικες υφίστανται εδώ και χρόνια, όμως αγνοούνται καθημερινά, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχει πρόβλεψη κυρώσεων γι’ αυτόν που τους παραβαίνει. Συνεπώς, η απαίτηση θέσπισης ενός κώδικα δεοντολογίας και αυστηρών κυρώσεων για εκείνους που δεν τον τηρούν αποτελεί τη βάση για οποιαδήποτε αναβάθμιση της τηλεόρασης.
Το συγκεκριμένο είδος τηλεόρασης που έχουμε, λοιπόν, δεν είναι επιβεβλημένο από μια τυφλή μοίρα, που πρέπει να υπομείνουμε αδιαμαρτύρητα. Αντίθετα, είναι δυνατόν να βελτιωθεί. Πρώτα απ’ όλα, μπορούν να γίνουν διορθωτικές αλλαγές όσον αφορά στην προβολή βίαιων σκηνών, επειδή αυτό που ενδιαφέρει τα αφεντικά της τηλεόρασης δεν είναι η βία αυτή καθ’ αυτή, αλλά μόνο το πώς θα πουλήσουν.
Ο φόβος της ανίας
Το βασικό πρόβλημα, όσον αφορά στα παιδιά, έγκειται στο γεγονός ότι η τηλεόραση παρουσιάζεται σαν μια βολική baby-sitter, πάντα διαθέσιμη, οικονομική και εξαιρετικά ικανή στο να ακινητοποιεί τα μικρά θηρία.
Ωστόσο, δύο Αμερικανοί επιστήμονες που ασχολήθηκαν με το θέμα, οι Detz και Strasburger, θέτουν στους γονείς το πρόβλημα ως εξής: «Θα δεχόσασταν μια baby -sitter στο σπίτι, που θα παρότρυνε το παιδί σας να αγοράζει παιχνίδια και γλυκίσματα και θα του μιλούσε κάθε μέρα για το σεξ και τη βία;».
Είναι προβλέψιμη, στο σημείο αυτό, η ένσταση: Μα τα παιδιά βαριούνται!
Και όμως, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι η ανία είναι μια από τις καταστάσεις που βοηθούν τα παιδιά να αναπτύξουν τη δημιουργικότητά τους και την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους!
Η ανία είναι η προϋπόθεση για την ανάπτυξη της πρωτοβουλίας, επειδή το παιδί που βαριέται είναι εκείνο που σε λίγο ανασκουμπώνεται και μεταμορφώνει ένα χάρτινο πιάτο σε διαστημόπλοιο ή ένα κουτί σε αγροτόσπιτο μέσα στο δάσος, αναπτύσσοντας μ’ αυτό τον τρόπο τη δημιουργικότητα του. Η δημιουργικότητα, εξάλλου (που δεν πρέπει να συγχέεται με το ρεμβασμό και την ονειροπόληση), είναι εξαιρετικά σημαντική για τη μελλοντική ζωή του παιδιού, επειδή αργότερα θα το καταστήσει ικανό, από τη μια να εντοπίζει τα νέα προβλήματα που προκύπτουν και από την άλλη να βρίσκει νέους τρόπους επίλυσης των παλαιών.
Ίσως είναι προτιμότερο, λοιπόν, να αφήνουμε το παιδί να βαριέται, παρά να το εγκαταλείπουμε για ώρες μπροστά στην τηλεόραση, η οποία επιβάλλοντας μια παθητική συμπεριφορά με τη συνεχή της ροή, στην πραγματικότητα περιορίζει τη δημιουργικότητά του.
Δέκα χρυσοί κανόνες
Είναι ολοφάνερο, ότι για να γίνει κάτι ουσιαστικό στη σχέση μας με την τηλεόραση θα πρέπει να αλλάξουμε ριζικά τον τρόπο οργάνωσης της σύγχρονης κοινωνίας, δηλαδή τον τρόπο σκέψης και τον τρόπο ζωής μας. Πράγμα εύκολο στα λόγια βέβαια, όμως, δύσκολο στην πράξη.
Ωστόσο, μπορούμε να κάνουμε κάτι άμεσα. Στη συνέχεια, παραθέτω ένα δεκάλογο με κάποιες χρήσιμες συμβουλές:
1) Το πρώτο πράγμα που μπορούμε να κάνουμε είναι να μάθουμε εμείς οι ίδιοι (και να διδάξουμε στα παιδιά μας) να κλείνουμε την τηλεόραση. Όταν τελειώνει η εκπομπή που παρακολουθούμε, πρέπει να κλείνουμε την τηλεόραση και να μην αλλάζουμε συνεχώς κανάλι, γιατί έτσι συνηθίζουμε τα παιδιά να παραμένουν κολλημένα στην οθόνη.
2) Το δεύτερο σημαντικό πράγμα που μπορούμε να κάνουμε είναι να διαμαρτυρόμαστε κάθε φορά που προβάλλεται μια εκπομπή κακής ποιότητας ή ακατάλληλη για τα παιδιά στις παιδικές ζώνες του προγράμματος. Το ίδιο πρέπει να κάνουμε κάθε φορά που αποδοκιμάζουμε έντονα το περιεχόμενο ενός προγράμματος (Σ.τ.Μ.: Οι Έλληνες πολίτες μπορούν να διαμαρτύρονται για την ποιότητα των τηλεοπτικών προγραμμάτων στο αρμόδιο όργανο που έχει συσταθεί για το σκοπό αυτό, δηλαδή το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, Πανεπιστημίου και Αμερικής 5, 105 64 Αθήνα. Τηλ. 210-3354500, Fax:210-3319881. e-mail: ncrtv@otenet.gr).
3) Χρήσιμο επίσης είναι, να παρακινούμε το σχολείο να μαθαίνει στα παιδιά πώς να παρακολουθούν τηλεόραση με κριτικό πνεύμα.
Πρέπει το σχολείο να μαθαίνει στα παιδιά κάποια πράγματα γύρω από την τηλεόραση, όπως για το περιεχόμενο των διαφόρων εκπομπών και για το ρόλο των διαφημίσεων.
Τα παιδιά πρέπει να μάθουν, ότι η απόκτηση υλικών αγαθών δεν είναι ο υπέρτατος σκοπός της ζωής και ότι πολλές αξίες που διδάσκονται στην τηλεόραση αντιτίθενται σ’ αυτό που διδάσκεται στο σχολείο ή στην οικογένεια (μα ποιος αγαπά πραγματικά τα παιδιά, οι βιομηχανίες ή οι γονείς;).
Το σχολείο δεν πρέπει να αγνοεί την τηλεόραση. Αξίζει τα παιδιά να δοκιμάσουν να χρησιμοποιήσουν μια βιντεοκάμερα, για να καταλάβουν πόσο εύκολο είναι να διαστρεβλωθεί η πραγματικότητα. (J. Condry, επικοινωνιολόγος)
4) Μία μόνο τηλεόραση στο σπίτι είναι αρκετή. Επιπλέον: ποτέ να μη βρίσκεται στο υπνοδωμάτιο ενός παιδιού ή ενός εφήβου,
ποτέ στην κουζίνα,
ποτέ να μην είναι ανοιχτή την ώρα του φαγητού, που συνήθως αποτελεί τη μοναδική στιγμή κατά την οποία όλα τα μέλη της οικογένειας βρίσκονται συγκεντρωμένα και μπορούν να συζητήσουν.
5) Πρέπει να μειώσουμε το χρόνο που αφιερώνουμε, κυρίως εμείς οι ενήλικες, στην τηλεόραση.
Όσο για τα παιδιά, καλό είναι να μην τα αποτρέπουμε από την τηλεόραση με αυταρχικές απαγορεύσεις αλλά, αντίθετα, προτείνοντας τους ευχάριστες εναλλακτικές λύσεις, όπως παιχνίδια, ανάγνωση βιβλίων, περιπάτους, αθλητισμό, μουσική, συντροφιά με φίλους, κ.λπ.
Το να παρακολουθεί ένα παιδί μια ωριαία επιλεγμένη εκπομπή κάθε βράδυ είναι αρκετό.
Όσον αφορά, ιδιαίτερα, στα παιδιά που είναι μικρότερα του ενός έτους, σύμφωνα με τα πορίσματα μιας μελέτης που έγινε στην Αγγλία, ο συνιστώμενος χρόνος έκθεσης τους στην τηλεόραση είναι μηδενικός. Με άλλα λόγια, τα βρέφη δεν πρέπει να βλέπουν καθόλου τηλεόραση (Σ.τ.Μ.: Αξίζει να σημειώσουμε στο σημείο αυτό, ότι από τον Οκτώβριο του 2005 λειτουργεί στη Γαλλία ένα κανάλι που απευθύνεται σε βρέφη και νήπια, από μερικών μηνών έως τριών!).
Αυτό διότι φαίνεται ότι η τηλεόραση, σε κάποιες περιπτώσεις, μπορεί να καθυστερήσει την εκμάθηση της γλώσσας, αλλά, κυρίως, διότι μπορεί να προκαλέσει στα βρέφη μια πολύ ισχυρή εξάρτηση που δύσκολα στη συνέχεια μπορεί να καταπολεμηθεί. Η εξάρτηση αυτή οφείλεται στο συσχετισμό μεταξύ της τηλεόρασης και των πιο ευχάριστων στιγμών της μέρας, όπως το ταχτάρισμα, το νανούρισμα και οι εκδηλώσεις της μητρικής τρυφερότητας… Τέλος, είναι λάθος να θεωρούμε ότι οι εικόνες δεν έχουν καμιά επίπτωση σε ένα παιδί επειδή, δήθεν, δεν είναι σε θέση να παρακολουθήσει την πλοκή ή να συλλάβει το γενικό νόημα μιας εκπομπής. Στην πραγματικότητα οι εικόνες, όπως και οι ήχοι ή οι κραυγές τρόμου, ενεργοποιούν, κυρίως στη διάρκεια της νύχτας, ένα μηχανισμό που επιτρέπει στο παιδί ή ακόμη και στο βρέφος να επεξεργάζεται εκ νέου αυτές τις παραστάσεις και να τις μεταφράζει σε σκέψεις και συναισθήματα.
6) Να μη χρησιμοποιούμε την τηλεόραση ως βραβείο ή τιμωρία, επειδή έτσι της δίνουμε αξία στα μάτιατου παιδιού.
7) Αντί για την τηλεόραση, καλύτερα να χρησιμοποιούμε όσο το δυνατόν περισσότερο το βίντεο ή το cd-player, έτσι ώστε να προτείνουμε στα παιδιά προγράμματα κατάλληλα για την ηλικία τους και απαλλαγμένα από διαφημίσεις.
…
9) Στο σπίτι, είναι προτιμότερη η συντροφιά του ραδιοφώνου παρά της τηλεόρασης.
Παρότι μεταδίδει πολλές διαφημίσεις, αναμφισβήτητα το ραδιόφωνο προκαλεί πολύ λιγότερα προβλήματα σε σχέση με την τηλεόραση. Συχνά μεταδίδει εξαιρετικές εκπομπές και, πάνω απ’ όλα, δεν μαγνητίζει τόσο τα παιδιά ώστε να τα κάνει παθητικά.
Αν, εν πάση περιπτώσει, μια μητέρα όταν είναι μόνη προτιμά την τηλεόραση, είναι καλύτερο να αποφεύγει τα σήριαλ. Διότι, η παρακολούθηση ενός σήριαλ θα την υποχρεώνει να ανοίγει την τηλεόραση καθημερινά, ακόμη και όταν είναι παρόντα τα παιδιά, τα οποία, βέβαια, μετά το τέλος της συγκεκριμένης εκπομπής δεν θα θέλουν να ξεκολλήσουν από την οθόνη.
Είναι κανόνας καλής συμπεριφοράς, επιπλέον, να κλείνουμε την τηλεόραση όταν έρχεται ένας επισκέπτης στο σπίτι, ο οποίος σίγουρα αξίζει περισσότερη προσοχή απ’ όσο ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα.
10) Να βλέπουμε τηλεόραση μαζί με τα παιδιά.
Μαζί με τον μπαμπά και τη μαμά, ακόμη και το χειρότερο πρόγραμμα μπορεί να είναι μια ωφέλιμη εμπειρία για τα παιδιά. Αντίθετα, η απουσία ενός ενήλικα ο οποίος θα διύλιζε και θα εξηγούσε στα παιδιά αυτό που δείχνει η οθόνη, μπορεί να καταστήσει επιζήμια ακόμη και την παρακολούθηση μιας αντικειμενικά εξαιρετικής εκπομπής.
Και η τηλεόραση μπορεί να κάνει καλό. Αρκεί να την κλείσουμε.
Με αυτά τα λόγια, ξεκίνησε στις 4.8.1999 ένα τηλεοπτικό ρεπορτάζ, βασισμένο στα ανησυχητικά πορίσματα Αμερικανών παιδιάτρων γύρω από τη σχέση μεταξύ τηλεόρασης και παιδιού.
Πραγματικά, καλό είναι να θυμόμαστε ότι μπορούμε να ζήσουμε, και μάλιστα καλύτερα (όπως διαβεβαιώνουν πολλοί που το εφαρμόζουν), κλείνοντας ακόμη και οριστικά την τηλεόραση. Η πρώτη επίπτωση μιας τέτοιας απόφασης είναι ένα αίσθημα κενού, που όμως σύντομα μεταφράζεται σε πολύτιμο ξανακερδισμένο χρόνο. Αυτός ο ελεύθερος χρόνος στους ενήλικες προσφέρει τη δυνατότητα να ασχοληθούν με ένα σωρό πράγματα που πριν δεν προλάβαιναν ούτε καν να σκεφτούν, και στα παιδιά έναν παράγοντα ανεκτίμητης αξίας στην πορεία τους προς την ωριμότητα.
Ωστόσο, πέρα από τις ριζοσπαστικές επιλογές, που φαντάζουν ανεφάρμοστες στην πλειονότητα των ανθρώπων, το σημαντικό είναι να κατακτήσουμε τουλάχιστον αυτό: να μην επιτρέψουμε στην τηλεόραση να γίνει το αφεντικό του σπιτιού.
Με ποιο τρόπο;
Ένας εύκολος τρόπος, εφαρμόσιμος από όλους, είναι να αντιστρέψουμε τη νοοτροπία εκείνη, σύμφωνα με την οποία η τηλεόραση «κανονικά» πρέπει να είναι ανοιχτή σε καθημερινή βάση.
Δηλαδή, είναι προτιμότερο να θεωρούμε ότι κανονικά πρέπει να έχουμε την τηλεόραση κλειστή, να την ανοίγουμε μόνο για να παρακολουθήσουμε μια συγκεκριμένη εκπομπή, και αμέσως μετά τη λήξη της εκπομπής να την ξανακλείνουμε. Γενικά, την τηλεόραση πρέπει να την αντιμετωπίζουμε σαν μια οποιαδήποτε ηλεκτρική οικιακή συσκευή, όπως νια παράδειγμα ένα μίξερ, που το χρησιμοποιούμε μόνο όταν υπάρχει ανάγκη και έπειτα το βάζουμε στη θέση του.
Βέβαια, με αυτό τον τρόπο ο μπαμπάς θα πρέπει να στερηθεί κάποιο δελτίο ειδήσεων (ούτως ή άλλως, όμως, τα σημαντικά νέα θα τα πληροφορηθεί) και η μαμά τη «συντροφιά» της (όμως, σε αντάλλαγμα, θα ξαναβρεί τη συντροφικότητα της οικογένειας της)…
Ίσως αξίζει τον κόπο να το προσπαθήσουμε.
Να κλείσω την τηλεόραση; Νόμιζα ότι θα ήταν ένα βασανιστήριο, αλλά στην πραγματικότητα ήταν μια ευλογία. (N. Cocuzza, μητέρα)