Ἡ μελέτη εἶναι ἕνα σημαντικὸ στοιχεῖο στὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν ἀναζήτηση τῆς ἀληθείας.
Πρὸς αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους οἱ πιστοὶ καλοῦνταν νὰ μελετοῦν τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ, τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ὁ προφητάναξ Δαυὶδ ἀναφωνοῦσε: «Ὡς ἠγάπησα τὸν νόμον σου, κύριε· ὅλην τὴν ἡμέραν μελέτη μού ἐστιν» (Ψαλμ. 118, 97).
Προστέθηκε κατόπιν ἡ Καινὴ Διαθήκη, μέσα στὴν ὁποία εὑρίσκεται ἡ ἀποκεκαλυμμένη πλέον Ἀλήθεια, ἄνευ τῶν τύπων καὶ προτυπώσεων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐφ᾽ ὅσον ὁ Ἴδιος ὁ Κύριός μας ἀπεκάλυψε γιὰ τὸν Ἑαυτό Του ὅτι «ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀλήθεια» (Ἰωάν. 14, 6).
Ἡ μελέτη εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ὅπως ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς λέγει: «Ἡ δὲ τῶν Γραφῶν ἀνάγνωσις, Θεοῦ ὁμιλία ἐστίν» (PG 50, 90). Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὴν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, κατὰ τὸν Κλήμεντα Ἀλεξανδρείας, γίνεται «θεοδίδακτος» (Πρβλ. Στρωματεῖς, Βιβλ. 1, 20, 98, κ. ἀλ.).
Αὐτή, ὅμως, ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς πρέπει νὰ εὑρίσκεται μακριὰ ἀπὸ δύο στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα ἐμποδίζουν τὴν ὀρθὴ κατανόησή της. Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ σχολαστικὴ λογικὴ ἀνάλυση τοῦ περιεχομένου της καὶ τὸ δεύτερο ὁ συναισθηματικὸς ρεμβασμός. Συνεπῶς, ὅποιος ἐπιθυμεῖ νὰ εὕρῃ τὸ βαθύτερο καὶ ἀληθινὸ νόημα αὐτῶν ποὺ μελετᾶ στὴν Ἁγία Γραφὴ δὲν πρέπει νὰ παραμένῃ στὶς προσωπικὲς λογικὲς ἢ συναισθηματικὲς ἑρμηνείες, ἀλλὰ ὀφείλει νὰ ἀποκαλύπτῃ τὸν λόγο τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Διότι ἡ μαρτυρία τοῦ Παναγίου Πνεύματος ζωοποιεῖ τὰ γραπτὰ κείμενα. Καὶ αὐτὸ εἶναι δυνατὸ νὰ ἐπιτευχθῇ μόνον ἐντὸς τοῦ χώρου τῆς Μίας Ἐκκλησίας, ἐκεῖ ὅπου φυλάσσεται ἡ Ἀποστολικὴ καὶ Πατερικὴ παράδοση.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὡς συνεχιστὲς τῶν ἉγίωνἈποστόλων καὶ κατέχοντες τὴν διαδοχὴ αὐτῶν, εἶναι οἱ αὐθεντικοὶ ἑρμηνευτὲς τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Κι αὐτὸ διότι ζοῦσαν καὶ ἐσκέπτοντο «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι», βιώνοντες τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ὀργανικὴ ἑνότητα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ ἱερᾶς Παραδόσεως. Καταδεικνύουν κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν διαχρονικότητα τῶν κειμένων τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ βεβαιώνουν τὴν οὐσιαστικὴ καὶ βασικὴ διδασκαλία της ὅτι ὁ Τριαδικὸς Θεὸς μέσῳ αὐτῆς ἀπευθύνεται σὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία καὶ ἀποβλέπει στὴν λύτρωση κάθε πιστοῦ, μέσῳ τῆς ᾽Ενανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Οἱ ἴδιοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἔχουν προσωπικὴ πείρα τῆς βιώσεως αὐτῆς τῆς ἀποκαλυφθείσης Ἀληθείας μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Ἡ Ὀρθόδοξη πνευματικότητα εἶναι Βιβλική. Γι᾽ αὐτὸ καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες ὄχι μόνον ζοῦσαν ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ σκέπτονταν καὶ δίδασκαν μὲ τὴν Ἁγία Γραφή. Συνεπείᾳ τούτου ταυτίζονταν μὲ τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ κατεστάθησαν οἱ αὐθεντικοὶ ἑρμηνευτές του.



Posted in
Tags: 



