Αλλά τι θέλει να ειπή καθολικά αιώνιος ζωή; Οι θεολόγοι μάς δίδουσι, μίαν υλικήν ιδέαν και την εξηγούσι τέτοιας λογής.
Μία σφαίρα μεγάλη σιδηρά επάνω εις ένα επίπεδον δεν εγγίζει παρά εις μίαν μοναχήν στιγμήν, κατά το ιδίωμα των σφαιρικών σωμάτων. Μ’ όλον τούτο, εις εκείνην την στιγμήν είναι όλον το βάρος της σφαίρας εκείνης. Ώστε όπου όσον βαρύνει όλη αντάμα, τόσον βαρύνει εις κάθε στιγμήν. Ομοίως η αιώνιος ζωή, όση είναι όλη αντάμα, τόση είναι και εις κάθε στιγμήν, διατί είναι αδιαίρετος. Όθεν η αιώνιος μακαρία ζωή των δικαίων βάρος αθανάτον δόξης λέγεται από τον Απόστολον (α΄ Κορ. δ΄). Και ορίζεται από τους Σχολαστικούς θεολόγους ζωής ατελευτήτου όλη ομού και τελεία απόλαυσις. Όλη ομού και τελεία, ήγουν ό,τι έχει να χαρή ένας δίκαιος εις όλον τον μακαριώτατον δρόμον τής αιωνίου ζωής, τόσον χαίρεται όλον αντάμα και όλον τέλειον εις κάθε αμέριστον στιγμήν της αιωνίου ζωής εκείνης. Χαίρεται όλην την δόξαν εις όλον τον αιώνα, και όλην την δόξαν εις κάθε στιγμήν τού αιώνος΄ ο οποίος διά τούτο ομπρός εις τον μακάριον νουν των δικαίων είναι όλος παρών, και κάνει των δικαίων άπειρον εις κάθε στιγμήν την απόλαυσιν.
Εκείνο οπού κάνει η θεία ευσπλαχνία με τους δικαίους εις τον Παράδεισον, κάνει η θεία δικαιοσύνη με τους αμαρτωλούς εις τον Άδην. Σφαίρα μεγάλη σιδηρά, βάρος αθανάτου τιμωρίας είναι η Κόλασις, όλη ομού και τελεία. Όσον είναι βαρεία όλη αντάμα, τόσον είναι βαρεία εις κάθε στιγμήν. Ήγουν ό,τι έχει να πάθη ένας κολασμένος εις όλον τον μακρότατον δρόμον της ατελευτήτου βασανισμένης ζωής, το πάσχει όλον αντάμα και όλον τέλειον εις κάθε αμέριστον στιγμήν της ζωής εκείνης. Πάσχει όλην την Κόλασιν εις όλον τον αιώνα, και όλην την Κόλασιν εις κάθε στιγμήν του αιώνος΄ ο οποιος, όσον είναι απλωμένος εις το μάκρος τής απεράντου διαμονής, τόσος είναι εις μίαν στιγμήν συμμαζωμένος. Όσος είναι και απερασμένος και μέλλων, τόσος είναι όλος παρών και κάνει διά τούτο πάντα παρούσαν όλην τήν Κόλασιν΄ η οποια πάλιν καθώς εις όλον της το μάκρος είναι ατελεύτητος, έτσι εις κάθε της στιγμήν είναι άπειρος.
Τις σοφός και συνήσει ταύτα; Τούτο είναι το αιώνιον εις διαφοράν του προσκαίρου, οπού διαιρείται εις μέρη, πρώτον και ύστερον, οπού έχει αρχήν και τέλος΄ και τούτο είναι οπού φοβερίζει ο Θεός εις το Δευτερονόμιον (Κεφ. κγ’), οπού λέγει: Συνάξω εις αυτούς κακά, και τα βέλη μου συντελέσω εν αυτοίς. Συνάξω κακά΄ σύναξις: ένωσις ολωνών των κακών είναι η κατάστασις των κολασμένων. Όλα τα φαρμάκια των θλίψεων, συνηγμένα εις ένα ποτήριον, όλες οι φλόγες του ασβέστου πυρός ηνωμένες εις μίαν φλόγα, όλη η κόλασις της Κολάσεως, όλη παρούσα εις μίαν στιγμήν. Και τα βέλη μου συντελέσω. Τι βέλος! τι κοντάρι, εις τον βασανισμένον νουν του κολασμένου! Ομπρός εις τα μάτια τού οποίου η βάσανός του είναι και όλη, δεν σμικρύνεται τίποτε, διατί είναι αδιαίρετος΄ είναι και πάντα, δεν τελειώνει ποτέ, διατί είναι αιώνιος. Όπου θέλει να ειπή: βάσανος άπειρος, μα και χωρίς άνεσιν και χωρίς τέλος. Αν η Κόλασις ήθελ’ ήτον μόνον χωρίς άνεσιν, μα να είχε τέλος’ ή αν η Κόλασις ήθελ’ ήτον μόνον χωρίς τέλος, μα να είχεν άνεσιν, και έτσι ήθελ’ ήτον ανυποφόρητος. Μα να είναι και χωρίς άνεσιν και χωρίς τέλος; Έτσι είναι και ανυποφόρητος και ακατανόητος. Τις σοφός και συνήσει ταύτα; Ποιος νους δύναται να καταλάβη, τέτοιον άκρον κακόν;
[Απόσπασμα από διδαχή του Ηλία Μηνιάτη την Δ’ Κυριακή των Νηστειών. Από το βιβλίο «Διδαχαί και Λόγοι» (1716), εκδόσεις «Άρτος Ζωής»]



Posted in
Tags: 



