Ὅπως ὅλα τὰ ἔμβια ὄντα, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ τρέφεται γιὰ νὰ συντηρηθεῖ. Καὶ αὐτὴ ἡ ἐξάρτησή του ἀπὸ τὸν κόσμο ἀποτελεῖ οὐσιαστικὸ σημεῖο τῆς ἀστάθειάς του, ἀλλὰ καὶ πρόσκληση γιὰ νὰ τραφεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, τὸν μόνον ποὺ εἶναι σταθερός. Γιὰ νὰ διδάξει τὸν ἄνθρωπο ὅτι ἡ πραγματικὴ τροφή του εἶναι, ὅπως καὶ γιὰ τὸν Κύριο, τὸ θέλημα τοῦ Πατρός του[1], ἡ Ἁγία Γραφὴ τοῦ παρουσιάζει τὴν τροφοδοσία σὲ τρία διαφορετικὰ ἐπίπεδα: 1. Τῆς δημιουργίας καὶ τῆς ὑπακοῆς, 2. Τῆς Διαθήκης καὶ τῆς πίστεως, καὶ 3. Τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς ἀγάπης.
- Ὁ Θεὸς προμηθεύει τροφὴ στὰ πλάσματά του
«Ἰδοὺ δέδωκα ὑμῖν πάντα χόρτον σπόριμον … καὶ πᾶν ξύλον, ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ καρπόν … καὶ πᾶσι τοῖς θηρίοις τῆς γῆς … πάντα χόρτον χλωρὸν εἰς βρῶσιν»[2]. Ὁ Θεός, ἀφοῦ ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κατέστησε κύριο τῆς δημιουργίας, τοῦ παρέχει καὶ τὴν τροφή του, ὅπως καὶ σὲ ὅλον τὸν ζωϊκὸ κόσμο. Σὲ αὐτὴν τὴν χρυσὴ περίοδο τῆς παγκοσμίας εἰρήνης, κανένα ζῶο δὲν τρώγει τὶς σάρκες τοῦ ἄλλου.
Ὅταν, μετὰ τὸν κατακλυσμό, ὁ Θεὸς «δέδωκεν ὑπὸ χεῖρας» ἀνθρώπου ὅλα τὰ ζωντανὰ θηρία γιὰ τροφή του, χρησιμοποιεῖ τὴν ἴδια γλώσσα: «Ὡς λάχανα χόρτου δέδωκα ὑμῖν τὰ πάντα»[3]. Σὲ αὐτὰ τὰ λόγια φαίνεται ἡ ἐξάρτηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν φύση – χωρὶς τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει – καὶ συγχρόνως ἡ αὐτονομία του. Τὸ ζῶο τρέφεται μὲ τὸ χορτάρι, ποὺ βρίσκει, ἢ μὲ τὴν βορά, ποὺ κυνηγᾶ. Ὁ ἄνθρωπος τρέφεται μὲ τοὺς καρποὺς καὶ μὲ τὰ φυτά, ποὺ καλλιεργεῖ, μὲ τὰ ζῶα ποὺ τοῦ ἀνηκουν, καὶ ποὺ τὰ φροντίζει: Τρέφεται δηλαδὴ μὲ τὸ προϊὸν τῶν καλλιεργειῶν του καὶ τῆς ἐργασίας του[4], «ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις, οἷς ἐὰν ποιῇ»[5].
Ὑπάρχει, ὅμως, ὁ κίνδυνος νὰ καταχρασθεῖ τὴν τροφὴ αὐτήν, καὶ νὰ περιπέσει στὴν λαιμαργία καὶ στὴν μέθη, ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴν ἀθλιότητα[6]. Ἀντιστρόφως, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ χρησιμοποιήσει τὴν τροφὴ ἐγωϊστικά, καὶ νὰ περιπέσει στὴν χλιδή[7], μέχρι σημείου νὰ ἐκμεταλλεύεται τοὺς πτωχούς[8], ξεχνώντας ὅτι κάθε τροφὴ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ἄν, μία σταθερὴ παράδοση σοφίας εἶναι ἱκανὴ νὰ διατηρήσει τὴν ἰσορροπία[9], νὰ ἀναγνωρίσει ὅτι «ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται, καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ», ἀποτελοῦν ἕνα μεγάλο μέρος τῆς ἀνθρωπίνης εὐωχίας[10], καὶ ταυτόχρονα ὅτι, ὡς τόσο «κρείσσων ξενισμὸς μετὰ λαχάνων πρὸς φιλίαν καὶ χάριν ἢ παράθεσις μόσχων μετὰ ἔχθρας»[11], εἶναι γιατὶ αὐτὴ ἡ παράδοση, ἀκόμη καὶ στὸν Ἐκκλησιαστή, ποτὲ δὲν ξεχνᾶ πὼς ὅλα αὐτὰ τὰ ἀγαθὰ «ἀπὸ χειρὸς τοῦ Θεοῦ ἐστιν»[12].
Σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ χρυσὸς κανόνας εἶναι τὸ νὰ ἐμπιστευόμεθα στὴν θεία Πρόνοια τὴν φροντίδα τῆς τροφῆς μας[13]. Πρέπει λοιπὸν νὰ τὴν ζητοῦμε καθημερινὰ στὴν προσευχὴ Του ἀπὸ τὸν ἐπουράνιο Πατέρα μας[14].
Οὐσιαστικὸ ρόλο ἔπαιξαν οἱ θυσίες καὶ οἱ προσφορὲς ἀπὸ τὴν μία πλευρά, καὶ οἱ ἀπαγορεύσεις τῶν διαφόρων τροφῶν ἀπὸ τὴν ἄλλη, γιὰ νὰ διατηρηθεῖ ζωντανὴ ἡ συνείδηση ὅτι τρέφεται κανεὶς ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Τὰ πλούσια γεύματα καὶ τὰ ἑορταστικὰ φαγητὰ παρέχονται, ἀφοῦ ἀναβεῖ κάποιος στὸν βωμό, γιὰ νὰ θυσιάσει ἕνα ζῶο, ἢ γιὰ νὰ προσφέρει τὰ πρῶτα στάχυα καὶ τοὺς ὡραιοτέρους καρποὺς τῆς ἐσοδείας του[15]. Ἡ ἀπαγόρευση τῶν ἀκαθάρτων ζώων[16], βασισμένη στὴν ἐντολή: «Οὐ φάγεσθε ἀκάθαρτα … Πᾶν καθαρὸν φάγεσθε … ὅτι λαὸς ἅγιος εἶ Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου»[17], διατηρεῖ, καὶ σ’ αὐτὸν τὸν τόσο σημαντικὸ τομέα τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, ποὺ εἶναι ἡ τροφή, τὸν σεβασμὸ τῆς κυριάρχου θελήσεως τοῦ Θεοῦ.
- Ὁ Θεὸς τρέφει τὸν λαὸ διὰ τοῦ Λόγου του
Μὲ τὴν «Διαθήκη», ὁ Θεὸς ἀναλαμβάνει τὴν εὐθύνη τῆς ὑπάρξεως τοῦ λαοῦ του. Τὸ «μάννα» τὸ «ἐκ τοῦ οὐρανοῦ»[18], «οὗτος ὁ ἄρτος, ὃν ἔδωκε Κύριος τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ φαγεῖν»[19], εἶναι μία τροφή, ποὺ παρέχεται ἀπ’ εὐθείας ἀπὸ τὸν Θεό,καὶ γιὰ τὴν ὁποίαν δὲν ὠφελοῦν σὲ τίποτε ἡ ἐργασία καὶ οἱ ὑπολογισμοὶ τοῦ ἀνθρώπου[20]. Αὐτὸ εἶναι τὸ σημεῖον τῆς νέας καταστάσεως, ἡ ὁποία ὅμως προϋποθετει τὴν πίστη: Τὸ «μάννα» παρέχεται γιὰ νὰ θρέψει ὄχι μόνον τὸ σῶμα, ἀλλὰ γιὰ νὰ θρέψει καὶ τὴν πίστη, γιὰ νὰ διδάξει τὸν Ἰσραήλ, ὅτι πρέπει νὰ περιμένει τὴν συντήρηση καὶ τὴν ἐπιβίωσή του ἀπὸ τὸν λόγο «τὸν ἐκπορευόμενον διὰ στόματος Θεοῦ»[21]. «Καὶ (αὐτός) ὁ λόγος ἔσται εἰς εὐφροσύνην καὶ χαρὰν καρδίας» τοῦ ἀνθρώπου[22]. Καὶ «τὰ κρίματα [=κρίσεις έντολές] Κυρίου ἀληθινά … γλυκύτερα ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον»[23].
Δὲν πρόκειται πλέον γιὰ μία διατροφὴ ἀπὸ διάφορα εἴδη καρπῶν, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου[24]. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ προφήτης Ἰεζεκιὴλ καὶ ὁ ἀπόστολος Ἰωάννης, ἀφομοιώνουν τὸν θεῖον λόγο, πρὶν ἐξαγγείλουν αὐτόν, καὶ ἐκφράζουν τὴν ἀφομοίωση αὐτὴν μὲ τὸ συμβολισμὸ ἑνὸς βιβλίου, ποὺ τὸ τρώγουν[25]. Κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης, οἱ χριστιανοὶ θὰ ἐξακολουθήσουν νὰ τρέφονται μὲ τοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ[26], νὰ τρώγουν «βρῶμα πνευματικόν», καὶ νὰ πίνουν «ἐκ πνευματικῆς πέτρας· ἡ δὲ πέτρα ἦν ὁ Χριστός»[27].
- Ὁ Θεός, τροφὴ τῶν παιδιῶν του
Ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος εἶναι παιδὶ τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ νὰ ζήσει χωρὶς καμμία ἀπὸ τὶς τροφὲς τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλα μπορεῖ καὶ νὰ τὶς χρησιμοποιήσει ὅλες. «Θῦσον καὶ φάγε», λέγει στὸν Πέτρο ἡ φωνὴ ἐξ οὐρανοῦ[28]. Καὶ ὁ χριστιανὸς δὲν κάνει πλέον διάκριση ἀνάμεσα σὲ καθαρὰ καὶ ἀκάθαρτα ζῶα, δὲν εἶναι πιὰ «δεδουλωμένος ὑπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου»[29]. Διὰ τῆς «υἱοθεσίας»[30] ἔχει γίνει παιδὶ τοῦ Θεοῦ, καὶ τοῦ ἀνήκουν ὅλα, ὅσα εἶναι μέσα στὴν οἰκουμένη[31], ἀκόμα καὶ τὰ σφάγια ποὺ προσφέρθηκαν στὰ εἴδωλα[32], ὑπὸ τὸν ὅρον νὰ θυμάται ὅτι ὁ ἴδιος ἀνήκει στὸν Χριστό, ὅπως ὁ Χριστὸς στὸν Θεό[33]. Ἑπομένως ὅ,τι καὶ νὰ φάγει ἢ νὰ πιεῖ ὁ χριστιανός, ὅλα εἶναι γι’ αὐτὸν πηγὴ εὐχαριστίας[34].
Ἀλλὰ ὁ Χριστός, γιὰ νὰ δείξει ὅτι τοῦ ἀρκεῖ ὁ Θεός, καὶ ὅτι τροφὴ του εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Πατρός του[35], νηστεύει ἐπὶ σαράντα ἡμέρες καὶ σαράντα νύκτες[36]. Αὐτὸ βεβαίως δὲν σημαίνει ὅτι περιφρονεῖ τὴν τροφή, διότι τρώγει ὅπως καὶ οἱ μαθητές του[37], δέχεται τὶς προσκλήσεις σὲ γεύματα[38], παραγγέλλει στοὺς μαθητές του νὰ λαμβάνουν ὅ,τι τοὺς προσφέρουν[39], πολλαπλασιάζει τοὺς ἄρτους, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσει τὸν κόσμο νὰ ὑποφέρει ἀπὸ τὴν πείνα[40].
Μὲ τὸ θαῦμα αὐτό, ὁ Χριστὸς δείχνει ὅτι ὁ Πατήρ, προστάτης τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ, φροντίζει ἀκόμη περισσότερο γιὰ τὰ παιδιά του[41]. Κυρίως, ὅμως, θέλει νὰ διδάξει ὅτι ὁ ἴδιος «ἄρτος τοῦ Θεοῦ ἐστιν, ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ζωὴν διδοὺς τῷ κόσμῳ»[42]. Ὅπως, στὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία συνιστοῦσε: «Μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε»[43], «ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν»[44], ἔτσι καὶ ἐδῶ συνιστᾶ τὸ νὰ ζητεῖ κάποιος κάτι περισσότερο ἀπὸ «τὴν βρῶσιν τὴν ἀπολλυμένην»[45], καὶ προτείνει ὁ ἴδιος τὴν σάρκα του ὡς ἀληθινὴ τροφὴ καὶ τὸ αἷμα του ὡς ἀληθινὸ ποτό[46].
Ἡ Εὐχαριστία, στὴν ὁποίαν ὁ ἄρτος τῆς γῆς γίνεται τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, κάνει τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἔχει γίνει παιδὶ τοῦ Θεοῦ, ἱκανὸ νὰ τρέφεται σὲ κάθε περίσταση ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἀπὸ τὰ λόγια του, ἀπὸ τὶς πράξεις του, ἀπὸ τὴν ζωή του.
__________________
[1] Πρβλ.: «Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον» (Ἰω. 4, 34).
[2]Γεν. 1, 29-30.
[3]Γεν. 9, 2-3.
[4] Πρβλ.: «Κύριος ὁ Θεός … τῷ δὲ Ἀδὰμ εἶπεν … Καὶ φαγῇ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ. Ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου» (Γεν. 3, 19).
[5]Δευτ.14, 29.
[6] Πρβλ.: «Υἱέ …μὴ ἴσθι οἰνοπότης, μηδὲ ἐκτείνου συμβουλαῖς κρεῶν τε ἀγορασμοῖς· πᾶς γὰρ μέθυσος καὶ πορνοκόπος πτωχεύσει, καὶ ἐνδύσεται διερρηγμένα καὶ ρακώδη πᾶς ὑπνώδης …Ἀνὴρ ἐνδεὴς ἀγαπᾷ εὐφροσύνην, φιλῶν οἶνον καὶ ἔλαιον εἰς πλοῦτον» (Παροιμ. 23, 20-21/ 21,17).
[7] Πρβλ. «Οἱ καθεύδοντες ἐπὶ κλινῶν ἐλεφαντίνων καὶ κατασπαταλῶντες ἐπὶ ταῖς στρωμναῖς αὐτῶν, καὶ ἔσθοντες ἐρίφους ἐκ ποιμνίων καὶ μοσχάρια ἐκ μέσου βουκολίων γαλαθηνά» (Ἀμὼς 6,4).
[8] Πρβλ.:«Ὁ συνέχων σῖτον ὑπολείποιτο αὐτὸν τοῖς ἔθνεσιν, εὐλογίαν δὲ εἰς κεφαλὴν τοῦ μεταδιδόντος» (Παροιμ. 11, 26).
[9] Πρβλ.: «Ἐπὶ τραπέζης μεγάλης ἐκάθισας, μὴ ἀνοίξῃς ἐπ’ αὐτῆς φάρυγγά σου καὶ μὴ εἴπῃς· πολλά γε τὰ ἐπ’ αὐτῆς … Ἐν συμποσίῳ οἴνου μὴ ἐλέγξῃς τὸν πλησίον καὶ μὴ ἐξουδενώσῃς αὐτὸν ἐν εὐφροσύνῃ αὐτοῦ· λόγον ὀνειδισμοῦ μὴ εἴπῃς αὐτῷ, καὶ μὴ αὐτὸν θλίψῃς ἐν ἀπαιτήσει … Τέκνον, ἐν τῇ ζωῇ σου πείρασον τὴν ψυχήν σου καὶ ἰδὲ τί πονηρὸν αὐτῇ, καὶ μὴ δῷς αὐτῇ· οὐ γὰρ πάντα πᾶσι συμφέρει, καὶ οὐ πᾶσα ψυχὴ ἐν παντὶ εὐδοκεῖ. Μὴ ἀπληστεύου ἐν πάσῃ τρυφῇ καὶ μὴ ἐκχυθῇς ἐπὶ ἐδεσμάτων· ἐν πολλοῖς γὰρ βρώμασιν ἔσται πόνος, καὶ ἡ ἀπληστία ἐγγιεῖ ἕως χολέρας. Δι’ ἀπληστίαν πολλοὶ ἐτελεύτησαν, ὁ δὲ προσέχων προσθήσει ζωήν» (Σοφ. Σειρ. 31,12,31 / 37,27-31).
[10] Πρβλ.: «Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἀνθρώπῳ, ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ. καί γε τοῦτο εἶδον ἐγὼ ὅτι ἀπὸ χειρὸς τοῦ Θεοῦ ἐστιν … Καί γε πᾶς ἄνθρωπος, ὃς φάγεται καὶ πίεται καὶ ἴδῃ ἀγαθὸν ἐν παντὶ μόχθῳ αὐτοῦ, δόμα Θεοῦ ἐστιν. Ἔγνων ὅτι πάντα, ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεός, αὐτὰ ἔσται εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἐκκλ. 2, 24 / 3, 13-14).
[11]Παροιμ. 15, 17. Πρβλ.: «Κρείσσων ψωμὸς μεθ’ ἡδονῆς ἐν εἰρήνη ἢ οἶκος πλήρης πολλῶν ἀγαθῶν καὶ ἀδίκων θυμάτων μετὰ μάχης» (Παροιμ. 17, 1).
[12] Πρβλ.: «Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἀνθρώπῳ, ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ. Καί γε τοῦτο εἶδον ἐγὼ ὅτι ἀπὸ χειρὸς τοῦ Θεοῦ ἐστιν» (Ἐκκλ. 2, 24).
[13] Πρβλ.: «Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν·Μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος; Ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν; Τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα; Καὶ περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; Καταμάθετε τὰ κρῖνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει· λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων. Εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι; Μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες·Τί φάγωμεν ἢ τί πίωμεν ἢ τί περιβαλώμεθα; Πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ· οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων. Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν. Μὴ οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον· ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τὰ ἑαυτῆς· ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς» (Ματθ. 6,25-34). Ἐπίσης, πρβλ. Λουκ. 12, 22-31.
[14] Πρβλ.: «Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον» (Ματθ. 6, 11). Ἐπίσης, πρβλ. Λουκ. 11, 3.
[15] Πρβλ. Δευτ. 16, 1-17.
[16] Πρβλ. Λευϊτ. 11.
[17]Πρβλ. Δευτ. 14, 1-21.
[18] Ἐξόδ. 16, 4.
[19]Ἐξόδ. 16,15.
[20] Πρβλ.Ἐξόδ. 16, 4 ἐξ.
[21] Πρβλ.: «Ἰσραήλ … Κύριος ὁ Θεός σου …ἐψώμισέ σε τὸ μάννα … ἵνα ἀναγγείλῃ σοι, ὅτι οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ὁ ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἐπὶ παντὶ ρήματι τῷ ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ ζήσεται ὁ ἄνθρωπος» (Δευτ. 8,3). «Γέγραπται· οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἐπὶ παντὶ ρήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ» (Ματθ. 4,4).
[22] Ἱερ. 15,16.
[23]Ψαλμ. 18,10-11.
[24] Πρβλ.: «Κύριε, οὐχ αἱ γενέσεις τῶν καρπῶν τρέφουσιν ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸ ρῆμά σου τοὺς σοὶ πιστεύοντας διατηρεῖ» (Σοφ. Σολ. 16, 26).
[25] Πρβλ. «Καὶ εἶπε πρός με· Υἱὲ ἀνθρώπου, κατάφαγε τὴν κεφαλίδα ταύτην καὶ πορεύθητι καὶ λάλησον τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ» (Ἰεζ. 3, 1). «Καὶ ἡ φωνὴ … λέγουσα· Ὕπαγε λάβε τὸ βιβλιδάριον …Καὶ λέγει μοι· Λάβε καὶ κατάφαγε αὐτό, καὶ πικρανεῖ σου τὴν κοιλίαν, ἀλλ’ ἐν τῷ στόματί σου ἔσται γλυκὺ ὡς μέλι» (Ἀποκ. 10,8-9).
[26] Πρβλ. Ἑβρ. 5,12-14 // Α΄ Κορ. 3,1-2 //Α΄ Πέτρ. 2, 2.
[27] Πρβλ. Α΄ Κορ. 10,3-4.
[28] Πρβλ. Πράξ. 10, 13.
[29] Πρβλ. Γαλ. 4, 3.
[30] Πρβλ. Γαλ. 4, 5.
[31] Πρβλ.: «Πάντα ὑμῶν ἐστιν» (Α΄ Κορ. 3, 21-22).
[32] Πρβλ. Α΄ Κορ. 8, 4 / 10, 26.
[33] Πρβλ.: «Ὑμεῖς δὲ Χριστοῦ, Χριστὸς δὲ Θεοῦ» (Α΄ Κορ. 3,23).
[34] Πρβλ.: «Εἴτε οὖν ἐσθίετε, εἴτε πίνετε, εἴτε τι ποιεῖτε, πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε» (Α΄ Κορ. 10, 31). Ἐπίσης, πρβλ.: «Ἃ ὁ Θεὸς ἔκτισεν εἰς μετάληψιν μετὰ εὐχαριστίας τοῖς πιστοῖς καὶ ἐπεγνωκόσι τὴν ἀλήθειαν. Ὅτι πᾶν κτίσμα Θεοῦ καλόν, καὶ οὐδὲν ἀπόβλητον μετὰ εὐχαριστίας λαμβανόμενον· ἁγιάζεται γὰρ διὰ λόγου Θεοῦ καὶ ἐντεύξεως» (Α΄ Τιμ. 4, 3-5).
[35] Πρβλ.: «Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον» (Ἰωάν. 4, 34).
[36] Πρβλ. Ματθ. 4, 1-4.
[37] Πρβλ. Ἰωάν. 4,31.
[38] Πρβλ.: «Ἦλθεν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐσθίων καὶ πίνων, καὶ λέγουσιν· Ἰδοὺ ἄνθρωπος φάγος καὶ οἰνοπότης, τελωνῶν φίλος καὶ ἁμαρτωλῶν» (Ματθ. 11,19).
[39] Πρβλ.: «Καὶ εἰς ἣν ἂν πόλιν εἰσέρχησθε καὶ δέχωνται ὑμᾶς, ἐσθίετε τὰ παρατιθέμενα ὑμῖν» (Λουκ. 10, 8).
[40] Πρβλ. «Ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ εἶπε· Σπλαγχνίζομαι ἐπὶ τὸν ὄχλον, ὅτι ἤδη ἡμέραι τρεῖς προσμένουσί μοι, καὶ οὐκ ἔχουσι τί φάγωσι· καὶ ἀπολῦσαι αὐτοὺς νήστεις οὐ θέλω, μήποτε ἐκλυθῶσιν ἐν τῇ ὁδῷ … Καὶ λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Πόσους ἄρτους ἔχετε; Οἱ δὲ εἶπον· Ἑπτά …Καὶ λαβὼν τοὺς ἑπτὰ ἄρτους … εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις. Καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν» (Ματθ. 15,32-37).
[41] Πρβλ.: «Ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν;» (Ματθ. 6, 26).
[42] Ἰωάν. 6, 33.
[43]Ματθ. 6, 25.
[44] Ματθ. 6, 33.
[45] Ἰωάν. 6,27. Πρβλ. Ρωμ. 14,17.
[46] Πρβλ.: «Ἡ γὰρ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις, καὶ τὸ αἷμά μου ἀληθῶς ἐστι πόσις. Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ» (Ἰωάν. 5, 55-56).
(Πηγή: Λεξικὸ Βιβλικῆς Θεολογίας, ἔκδ. «Βιβλικὸ Κέντρο “Ἄρτος Ζωῆς”», Ἀθήνα 1980, σσ. 944-945)