Το μαρτυρικό τέλος του Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου

(32 άτομα το έχουν διαβάσει)

Δύο πολύτιμες προσωπικές μαρτυρίες υπάρχουν για τις τελευταίες ώρες του Μητροπολίτη της Σμύρνης Χρυσοστόμου και των Δημογερόντων Νικολάου Τσουρουκτσόγλου και Γεωργίου Κλιμάνογλου.

*   *   *

Η πρώτη μαρτυρία είναι από τον ίδιο τον κλητήρα (καβάση) της Μητρόπολης της Σμύρνης Θωμά Βούλτσιο, ο οποίος για είκοσι χρόνια υπηρετούσε πιστά τον Χρυσόστομο:

«Ο αστυνόμος οδήγησε τον Δεσπότη στον φρούραρχο, έναν μαυριδερό Αλβανό, ονόματι Σαλή Ζεκή Μπέη. Η πόρτα είχε μείνει μισάνοιχτη και έβλεπα μέσα. Χαιρετίστηκαν και ο φρούραρχος παρήγγειλε βυσσινάδα για τον Δεσπότη. Έπειτα άρχισε κάτι να του λέγει και ο Δεσπότης έγραφε. Σε λίγη ώρα τελείωσαν και αποχωρήσαμε.

Όταν βγήκαμε έξω, μαζί με τον αστυνόμο, είδαμε ότι έλειπε το αμάξι μας. Για καλή μας τύχη όμως, έφθασαν την ώρα εκείνη δύο Αμερικανοί αξιωματικοί και είχαν την καλοσύνη να μας δώσουν το αυτοκίνητό τους, για να γυρίσουμε. Φθάσαμε τελικά στην Μητρόπολη η ώρα πέντε το απόγευμα. Μεγάλη χαρά όλων, που μας είδαν πάλι. Ο Μητροπολίτης έγραψε την προκήρυξη, που του έδωσε ο φρούραρχος (το κείμενο πρότρεπε να μείνουν όλοι στα σπίτια τους και να παραδώσουν τα όπλα στις Αρχές).

Στις οκτώ το βράδυ έρχεται ξανά ένα αυτοκίνητο στην Μητρόπολη με τον ίδιο αστυνόμο, αλλά και με δύο στρατιώτες οπλισμένους με λόγχες. Ήλθαν να πάρουν τον Δεσπότη, πως τον ζητούσε ο νομάρχης, χωρίς να πουν το όνομά του, να πάει στο διοικητήριο μαζί με τρεις δημογέροντες.

Επήραν τον Τσουρουκτσόγλου και τον Κλιμάνογλου, και μπήκαν οι τρεις τους, και οι αστυνομικοί, στο αυτοκίνητο. Για μένα δεν υπήρχε θέση, και ο Δεσπότης μού είπε να περιμένω στην Μητρόπολη.

Μετά την Μητρόπολη, ο Χρυσόστομος μετέβη στην οικία του Νικολάου Τσουρουκτσόγλου, όπου και ήλθαν οι Τούρκοι στρατιώτες, για να τον μεταφέρουν, μαζί με τους δύο Δημογέροντες, στον Νουρεντίν.

Στις δέκα το βράδυ, ένας από τους στρατιώτες, που ήλθαν το απόγευμα, έφερε μια κάρτα του Δεσπότη για τον αδελφό του Ευγένιο, που τού έγραφε: «Αγαπητέ αδελφέ. Μας κράτησαν για απόψε, εμένα ως πρόεδρο της Μικρασιατικής Αμύνης, και τους άλλους δύο ως μέλη. Μην ανησυχείτε». Ο Ευγένιος άρχισε να κλαίει.

Το άλλο πρωί, Κυριακή, με στέλνει ο Ευγένιος να μάθω, για τον Δεσπότη. Βρήκα τον Κο Ζαδέ της Τραπέζης. Πριν μισή ώρα είχε συναντήσει τον υπαστυνόμο, που είχε πάρει τον Δεσπότη. Αυτός τους είπε πως τον Δεσπότη τον “χάλασαν”, καθώς το ίδιο και τους δυο δημογέροντες. Έτσι έγιναν. Ως την Τετάρτη που έφυγα, δεν μπόρεσα να μάθω τίποτε άλλο».

*   *   *

Η δεύτερη μαρτυρία είναι από τον Ρουστέμ Μπέη Βάσιτς, που ήταν έφεδρος λοχαγός του τουρκικού Στρατού. Καταγόταν από την Βοσνία, και ο πατέρας του ήταν έμπορος στην Σμύρνη. Κατά την διάρκεια της ελληνικής κατοχής δεν έφυγε, ήταν ένας από τους πολυάριθμους κατάσκοπους του Κεμάλ. Και, μόλις ο Στρατός μας εγκατέλειψε την πόλη το 1922, φόρεσε την στολή του και συγκρότησε το περιβόητο «απόσπασμα εκτελέσεων», μια ορδή εγκληματιών, που εξόντωσε χιλιάδες Ελλήνων. Αργότερα, ο Βάσιτς έγινε δικολάβος στην Σμύρνη.

Ο Βάσιτς, λοιπόν, ήταν ένας από τούς πρωταγωνιστές των δραματικών γεγονότων της 30ής Αυγούστου. Ήταν ο ίδιος ο διοικητής του αποσπάσματος, που οδήγησε τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο, τον Τσουρουκτσόγλου και τον Κλιμάνογλου στον Γολγοθά τους. Δεν τον κατεδίωκαν οι τύψεις, δεν σκέφθηκε την ιστορική έρευνα. Απλώς είχε οικονομικές δυσχέρειες, και σκέφθηκε να πουλήσει τις πληροφορίες, που είχε, μαζί με ένα τραγικό κειμήλιο, το χέρι του οικτρά διαμελισθέντος Μητροπολίτη, το οποίο είχε στην κατοχή του.

Οποιοδήποτε ανθρώπινο πλάσμα θα φρικιούσε, και μόνο στην ιδέα μιας τόσο ανίερης συναλλαγής, αλλά όχι ο Τούρκος δήμιος του Χρυσοστόμου. Άλλωστε, μόλις είχαν τελειώσει οι θηριωδίες της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης, και το ανθελληνικό μίσος είχε φουντώσει και πάλι στην Τουρκία.

Ο Ρουστέμ Μπέης Βάσιτς έστειλε κάποιους ανθρώπους του, για να βολιδοσκοπήσουν έναν πλούσιο ομογενή της Σμύρνης, αν ήθελε να αγοράσει το χέρι τού Χρυσοστόμου. Η συναλλαγή αυτή δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, αλλά ο Βάσιτς μίλησε μετά από αδρή αμοιβή.

Ακολουθεί η διήγηση του ίδιου του Ρουστέμ Μπέη:

«Ο Νουρεντίν δεν ήθελε να εκτελέσει τον Χρυσόστομο, δεν του αρκούσε η εκδίκηση αυτή. Ήθελε να τον ταπεινώσει, να τον εξευτελίσει και, στην συνέχεια, να τον παραδώσει στο μαρτύριό του. Την δεύτερη φορά που τον συνέλαβε, διέταξε να τον φέρουν εμπρός του και, μόλις τον είδε, άφησε να ξεσπάσει όλη του η λύσσα, να ξεχειλίσει ο βόρβορος της ψυχής του:

«Εσύ είσαι ο παπάς, που βρίζεις τους Τούρκους;», του φώναξε. «Γουρούνι, θα δεις τι τιμωρία σού ετοιμάζω. Εσύ και οι Έλληνές σου είστε λαός χαμάληδων και, έτσι, χαμάληδες θα σε δικάσουν εσένα και τους συντρόφους σου».

Και έτσι έγινε. Σε μία από τις αίθουσες του Διοικητηρίου είχε συγκεντρώσει χαμάληδες της Σμύρνης, τύπους κτηνώδεις, αδίστακτους. Ήταν οι «λαϊκοί δικασταί», που θα δίκαζαν τον Χρυσόστομο. Μόλις αυτοί τον είδαν, άρχισαν να καγχάζουν, να τραβούν τα ράσα του, να τον φτύνουν και να τον προπηλακίζουν. Μαζί με τον Χρυσόστομο βρίσκονταν και οι δυο δημογέροντες, ο Κλιμάνογλου και ο Τσουρουκτσόγλου. Αν και γνώριζαν ότι πλησιάζει το τέλος τους, δεν μπόρεσαν να συγκρατηθούν. Βλέποντας τον εξευτελισμό τού Χρυσοστόμου, θέλησαν να ορμήσουν, να τον προστατεύσουν με τα γεροντικά στήθη τους.

Δεν τους άφησαν όμως. Αμέσως τους έδεσαν, και τους υποχρέωσαν να παρακολουθήσουν και οι ίδιοι το μαρτύριο του ποιμενάρχη τους, που εξελισσόταν. Έκλαιγαν σπαρακτικά οι δύο δημογέροντες και η απελπισία τους κέντριζε την θηριωδία των Τούρκων, έκανε τις βρωμερές ψυχές τους να αναγαλλιάζουν. Μόνον ο Χρυσόστομος διατηρούσε την ψυχραιμία του. Μια θεϊκή γαλήνη είχε απλωθεί στο πρόσωπό του.

Τι να σκεπτόταν άραγε, την στιγμή εκείνη ο σεπτός ιεράρχης; Όσοι τον γνώριζαν δεν αμφιβάλλουν ότι θα αναλογιζόταν το μαρτύριο του Διδασκάλου του, και η ψυχή του θα πλημμύριζε από χαρά στην σκέψη ότι είχε βρει τον Σταυρόν που αναζητούσε. Οποιοσδήποτε άλλος θα δείλιαζε. Ο Χρυσόστομος, όμως, συνεχώς ψιθύριζε: «Γενηθήτω το θέλημά Σου, Κύριε…».

«Ήταν παλληκάρι ο παπάς σας», ομολόγησε με κάποιο ενστικτώδη σεβασμό, στην συνέχεια της διήγησής του ο Βάσιτς. «Δεν τον άκουσα να ικετεύει, να παραπονείται. Ως την τελευταία του στιγμή, δεν άκουσα καθόλου την φωνή του».

Κάποτε, το δικαστήριο των χαμάληδων εξέδωσε την απόφασή του: «Να σταυρωθεί… να σταυρωθεί, όπως ο Χριστός τους…», ούρλιαζαν, όταν αυτός που εκτελούσε χρέη …προέδρου τούς ρώτησε, ποια έπρεπε να είναι η ποινή.

Ο Νουρεντίν φώναξε αμέσως τον Ρουστέμ Μπέη Βάσιτς, και τον διέταξε να εκτελέσει την απόφαση του λαϊκού δικαστηρίου.

Στον Βάσιτς αναθέτει ο Νουρεντίν να οδηγήσει τον Χρυσόστομο στον Γολγοθά του, το Τρικυλίκ, κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό. Δεν αντέχει όμως, τον μισεί τόσο, ώστε, ακριβώς την ώρα, που το απόσπασμα με τους τρεις μελλοθάνατους κατέβαινε τις σκάλες του Διοικητηρίου, ο Νουρεντίν προβάλλει στο κεφαλόσκαλο.

Ήταν έξαλλος σαν λυσσασμένο θηρίο. Τα μάτια του κατακόκκινα, σαν να έσταζαν αίμα, το στόμα του γεμάτο αφρούς – ήταν ο πραγματικός Νουρεντίν, χωρίς καμμιά προσποίηση.

«Σκυλί», φωνάζει στον Χρυσόστομο, «από δικό μου βόλι θα πας». Και, τραβώντας το περίστροφό του, τον πυροβολεί. Αλλά έτρεμε από την οργή του, και η σφαίρα τελικά αστοχεί. Αντί να πλήξει τον Χρυσόστομο, τραυματίζει τον Κλιμάνογλου.

Ο πυροβολισμός του Νουρεντίν ήταν το σύνθημα. Στο προαύλιο του Διοικητηρίου ήταν συγκεντρωμένοι όλοι οι φονιάδες, οι ληστές, τα αποβράσματα της Σμύρνης. Οι πράκτορες του Κομιτάτου τούς είχαν όλους συγκεντρώσει, έναντι αδρής αμοιβής. Και όσο διαρκούσε η αποτρόπαιη εκείνη παρωδία της δίκης, τους πότιζαν ρακί. Είχαν κιόλας μεθύσει, όταν φάνηκε ο Χρυσόστομος μαζί με τους δύο συγκαταδίκους του. Περίμεναν ποιος θα κάνει την αρχή, και την έκανε ο Νουρεντίν. Μόλις ακούν τον πυροβολισμό, ορμούν στα ανυπεράσπιστα θύματά τους.

Θα χρειαζόταν η τραγική φαντασία ενός Δάντη, για να αποδώσει τις φρικιαστικές σκηνές, που συνέβησαν εμπρός στα μάτια του Νουρεντίν. Η ορδή των φονιάδων ορμά. Δεν έχουν όπλα, θα ήταν πολύ ευσπλαχνικός ο θάνατος.

Με τα χέρια τους, με πέτρες και με ξύλα κτυπούν τον Χρυσόστομο. Του ξερριζώνουν, αλαλάζοντας με μανία, τα κατάλευκα γένια του. Το αίμα τρέχει άφθονο, μουσκεύει τα ράσα του και η μυρωδιά του εξαγριώνει ακόμη περισσότερο τον διψασμένο για αίμα όχλο. Τον ντύνουν μετά, με μια άσπρη ρόμπα από ένα διπλανό κουρείο. Ένας βαστάζος του λιμανιού θέλει να διακριθεί και, με το μαχαίρι του, βγάζει το ένα μάτι του Χρυσοστόμου. Κλονίζεται ο Δεσπότης, γονατίζει. Αλλά οι δήμιοί του δεν τον αφήνουν.

Οι άνδρες του Βάσιτςτον σηκώνουν και, υποβαστάζοντάς τον, τον υποχρεώνουν να συνεχίσει την μαρτυρική πορεία του προς τον Γολγοθά. Φυσικά, δεν κάνουν την παραμικρή προσπάθεια, για να συγκρατήσουν τον όχλο, που συνεχίζει το αιματηρό όργιό του.

Μέσα σε λίγα λεπτά, ο Χρυσόστομος έχει τυφλωθεί. Τα μαλλιά και τα γένια του έχουν ξερριζωθεί, το πρόσωπό του είναι μια τεράστια πληγή, τον έχουν γδάρει κυριολεκτικά. Δεν βαδίζει πλέον, τον σέρνουν και τον ανασκολοπίζουν, αργά, μεθοδικά, με μανία. Και όμως δεν παραπονείται, δεν ικετεύει, δεν λυγίζει στον Τούρκο. Μόνο την τελευταία στιγμή, την ώρα που σωριάζεται στο χώμα, αφήνοντας την τελευταία του πνοή, αναφωνεί: «Θεέ μου…».

Το κεφάλι του με βγαλμένα τα μάτια, κομμένα τα αυτιά και την γλώσσα, με τα γένια ξερριζωμένα, μαύρο από το ξύλο, αιματοστάλαχτο, το έμπηξαν στην ποιμενική ράβδο του και η πομπή, μαινόμενη από βλαστήμιες και σαρκασμό, το περιέφερε στους Τουρκομαχαλάδες.

Ο Γεώργιος Κλιμάνογλου, ήδη τραυματισμένος από τη σφαίρα του Νουρεντίν, τελικά απαγχονίστηκε. Τον Νικόλαο Τσουρουκτσόγλου, αφού τον έδεσαν από τα πόδια σε ένα αυτοκίνητο, τον περιέφεραν σέρνοντάς τον στο κέντρο της Σμύρνης, ανάμεσα στον όχλο, ενώ το κεφάλι του συρόταν στα λιθόστρωτα καλντερίμια της πόλης, μέχρι που και αυτός ξεψύχησε. Η σωρός του δεν βρέθηκε ποτέ…».

 

(Πηγή: «Σμύρνη», Μικρασιατικά Χρονικά, τ. 26, ἔκδ. «Ἕνωσις Σμυρναίων», Ἀθήνα 2024, σσ. 498-503)

Κοινοποίηση:
[Ψήφοι: 0 Βαθμολογία: 0]
Both comments and pings are currently closed.
Powered by WordPress and ShopThemes