Ἀπὸ τὶς πρῶτες κιόλας ἡμέρες τῆς Βιομηχανικῆς Ἐπανάστασης, στὰ τέλη τοῦ 18ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα, ἡ εἴσοδος τῶν μηχανῶν στὴν ἀνθρώπινη ἐργασία καὶ καθημερινότητα προκάλεσε ἀντιδράσεις φόβου καὶ ἀντιστάσεως. Στὴν Ἀγγλία, π.χ., οἱ Λουδῖτες ἔσπαγαν καὶ κατέστρεφαν τὶς ὑφαντουργικὲς μηχανές (1811-13), φοβούμενοι πὼς αὐτὲς οἱ κατασκευὲς θὰ ἀντικαθιστοῦσαν τὸν ἀνθρώπινο μόχθο, κάνοντας τὸν ἐργάτη περιττό. Ἡ ἀγωνία αὐτή, ποὺ ἡ ἱστορία ἀπέδειξε ἐν πολλοῖς βάσιμη, εἶχε κοινωνικὴ καὶ οἰκονομικὴ διάσταση. Πέρα ἀπὸ αὐτὲς ὅμως, ἐδῶ θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὴν ὑπαρξιακὴ ἀνησυχία, ποὺ συνοδεύει τὴν τεχνολογικὴ πρόοδο: τὸν φόβο, πὼς κάποτε οἱ ἴδιες οἱ μηχανές θὰ παύσουν νὰ ὑπακοῦν στὸν «δημιουργό» τους.
Βεβαίως, ἡ ἀγωνία αὐτὴ δὲν εἶναι σύγχρονη. Τὴν ἐντοπίζουμε σὲ πλῆθος ἀφηγήσεων, μύθων καὶ ἔργων τέχνης, ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ἀκόμη. Ἀπὸ τὸν μῦθο τοῦ Προμηθέα, ποὺ ἔκλεψε τὴν φωτιὰ τῶν θεῶν, γιὰ νὰ τὴν δώσει στὸν ἄνθρωπο, μέχρι τὸν Γκόλεμ, τὸ μυθικὸ ἀνθρωπόμορφο πλάσμα τῆς ἐβραϊκῆς λαογραφίας, ποὺ δημιουργήθηκε ἀπὸ πηλὸ ἢ λάσπη, καὶ τὸν Φρανκενστάιν τῆς νεώτερης λογοτεχνίας, ἐπαναλαμβάνεται τὸ ἴδιο μοτίβο: ὁ ἄνθρωπος δημιουργεῖ κάτι ἰσχυρότερο ἀπὸ τὸν ἴδιον, γιὰ νὰ τὸν ἐξυπηρετήσει (π.χ. τὶς μηχανές), καὶ κάποια στιγμή, τὸ «δημιούργημα» ἐπαναστατεῖ. Εἶναι δὲ ἐνδιαφερον, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀπέδωσε τὸν ἵδιο φόβο στούς θεούς, ποὺ ἐπινόησε, ὅπως ὁ Δίας, π.χ., ποὺ ἀπαγορεύει στοὺς ἀνθρώπους τὴν χρήση τῆς φωτιᾶς, ἐπειδὴ φοβᾶται ὅτι θὰ ἐξεγερθοῦν ἐναντίον του. Στὴν ἐποχή μας, ὁ ἀρχέγονος αὐτὸς φόβος ἀναζωπυρώνεται ἀπὸ τὴν ἀνάπτυξη τῆς ψηφιακῆς τεχνολογίας, καὶ δὴ τῶν ρομπὸτ καὶ τῆς τεχνητῆς νοημοσύνης.
Γιατί ὅμως φοβᾶται ὁ ἄνθρωπος, ὅτι ἡ τεχνολογία θὰ ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὸν ἐλεγχό του καὶ θὰ καταστεῖ αὐθύπαρκτη; Θεολογικὰ μιλώντας, ἡ ἀπάντηοη ἴσως εὑρίσκεται στὸν τρόπο, ποὺ σχετίσθηκε ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν Δημιουργό του, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν προπατορικὴ ἀνυπακοή.
Ὁ ἄνθρωπος, με τὴν τεχνολογία, νομίζει ὅτι ξεπερνᾶ τὴν φθορά, τὴν σωματικὴ ἀδυναμία, τὸν θάνατο, ὅπως μὲ τὴν γεύση τοῦ καρποῦ στὴν Ἐδέμ. Ὁδηγεῖται πάλι στὴν ψευδαίσθηση μιᾶς σχεδὸν θεϊκῆς δυνάμεως: «δημιουργεῖ», ἐξελίσσει ψηφιακοὺς κόσμους, παράγει «ζωή» (ὅπως στὰ βιο-τεχνολογικὰ πειράματα) ἢ ἔστω τὴν προσομοίωσή της, καὶ μετατοπίζει διαρκῶς τὰ ὅρια τοῦ δυνατοῦ (π.χ., ταξίδι στὸ διάστημα, γενετικὲς τροποποιήσεις φυτῶν κ.ἄ.).
Ἡ τεχνολογία, ἑπομένως, εἶναι ἡ θεατρικὴ σκηνή, στὴν ὁποίαν ὁ ἄνθρωπος βιώνει ἕναν ρόλο «δημιουργοῦ», χωρὶς βεβαίως νὰ εἶναι. Καί, σὲ αὐτὸν τὸν ρόλο, ἀνακατασκευάζει τὴν ἀνθρωπολογία του. Δέν θεωρεῖ πλέον ὅτι εἶναι τὸ κτίσμα, ποὺ ὀφείλει νὰ στρέφεται πρὸς τὸν Θεό – Δημιουργό του. Ἔχει τὴν ψευδαίσθηση τῆς θεϊκῆς κυριότητας ἐπάνω στὴν κτίση, στὸν χῶρο, τὸν χρόνο, τὸν ἄνθρωπο. Ξεχνᾶ ὅμως ὅτι, παρ’ ὅλα αὐτά, παραμένει μία ὕπαρξη φθαρτή, δεσμευμένη ἀπὸ τὴν κτιστότητά της, δηλαδὴ τὸν θάνατο.
Ὁ βαθύτερος φόβος τοῦ ἀνθρώπου, λοιπόν, ἀναδύεται ἀπὸ τὴν ἀνησυχία του, ὅτι θὰ τοῦ κάνουν αὐτά, ποὺ ὁ ἴδιος ἔκανε. Ὅπως ἐκεῖνος ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν Θεό-Δημιουργό του διὰ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἔτσι καὶ τὸ δικό του «δημιούργημα», ἡ τεχνολογία, φοβᾶται ὅτι μπορεῖ κάποτε να ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιον. Ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει ὅτι ἡ ἀποστασία αὐτὴ εἶναι δυνατή, διότι τὴν ἔχει ἤδη διαπράξει. Ἐφ’ ὅσον αὐτός, ὡς κτίσμα τοῦ Θεοῦ, ἐπέλεξε τὴν αὐτονόμησή του καὶ τὴν διακοπὴ τῆς σχέσεως μὲ τὸν Θεό, τότε καὶ ἕνα τεχνολογικὸ ὄν–ἔστω κι ἂν δέν εἶναι προικισμένο μὲ συνείδηση– εἶναι πιθανὸ νὰ ἀκολουθήσει τὴν ἴδια πορεία, ἀποδεσμευόμενο ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη πρόθεση. Μὲ ἄλλα λόγια, φοβᾶται ὅτι τὸ ἔργο του θὰ τὸν ἐγκαταλείψει, θὰ τὸν ὑπερβεῖ, θὰ παύσει νὰ τὸν ὑπακούει, ἐπειδὴ βαθιὰ μέσα του βιώνει τὴν δική του ἀποστασία ἀπὸ τὸν Θεό.
Ἀλλά, γιὰ ποιόν λόγο, ὁ ἄνθρωπος, μολονότι φοβᾶται τὴν τεχνολογία, ἐξακολουθεῖ νὰ τὴν ἀναπτύσσει; Διότι, μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀνάπτυξη, ἐλπίζει ὅτι θὰ θεραπεύσει τὴν προπατορικὴ ἀποτυχία του. Δηλαδή, ὅτι θὰ καταφέρει ἐπὶ τέλους νὰ αὐτοδημιουργηθεῖ καὶ νὰ γίνει ἀθάνατος – ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ κλήση τοῦ Θεοῦ πρός τὴν ἀθανασία εἶναι ἀνεξίτηλη. Ὡς ἐκ τούτου, ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νὰ τὴν παραβλέψει, οὔτε νὰ τὴν ἀγνοήσει. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅμως, δέν μπορεῖ νὰ τὴν ἱκανοποιήσει μὲ κανένα ὑποκατάστατο. Ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται, οὔτε με τὴν τεχνολογία.
(Περιοδικὸ «Ἐφημέριος», ἔτος 74, τεῦχος 5, Σεπτ.-Ὀκτ. 2025, σσ. 3-4)
Άλλα κείμενα του συγγραφέα:
Η οντολογία τής τεχνολογίας δημιουργεί το πρόβλημα, όχι η χρήση
Η τεχνολογία δεν είναι μόνο κάτι που χρησιμοποιούμε – είναι και κάτι που μας χρησιμοποιεί