Από την παράδοση στην παράβαση, και από την χρήση στην κατάχρηση

Η “La Tomatina”, πίσω από την εικόνα της εορτής, αποτελεί υπενθύμιση του ότι έχουμε ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουμε, ώστε να σεβόμαστε πραγματικά το αγαθό της τροφής και τους ανθρώπους, που το στερούνται.
Οι κοντινοί πρόγονοί μας, που είχαν περάσει παγκοσμίους, εντοπίους ή εμφυλίους πολέμους, και είχαν ζήσει με πολλές δυσκολίες και στερήσεις, ακόμη και αυτού του ίδιου του φαγητού, συνήθιζαν, μετά το τέλος των γευμάτων τους, να περισυλλέγουν όχι μόνον τα περισσεύματα των πιάτων, αλλ’ ακόμη και αυτά τα ψίχουλα του ψωμιού, που παρέμεναν στο φτωχικό τους τραπέζι, «ἵνα μή τι ἀπόληται».
Αυτή βεβαίως η πράξη τους, που κατέληξε ως μια «καλή συνήθεια» για τις δύσκολες εποχές των παππούδων μας, χάνοντας έτσι το βαθύτερο νόημά της, γινόταν προηγουμένως επί αιώνες από τους χριστιανούς, οι οποίοι, ακόμη και σε περιόδους ανέσεως και αυτάρκειας, ήθελαν να ακολουθούν τις εντολές του Θεού, που μεταξύ άλλων λέγουν: «Ὁ ἐλεῶν πτωχὸν αὐτὸς διατραφήσεται, τῶν γὰρ ἑαυτοῦ ἄρτων ἔδωκε τῷ πτωχῷ» (Παροιμ. 22, 9), «Διάθρυπτε [=θρυμμάτιζε] πεινῶντι τὸν ἄρτον σου» (Ἡσ. 58, 7), «Τοὺς πτωχοὺς χορτάσω ἄρτων» (Ψαλμ. 132, 15), «Ἄρτος ἐπιδεομένων ζωὴ πτωχῶν, ὁ ἀποστερῶν αὐτὴν ἄνθρωπος αἱμάτων» (Σοφ. Σειρ. 34, 21), κτλ.
Επίσης, ήθελαν μιμηθούν το παράδειγμα του Χριστού, ο Οποίος, μετά το θαύμα του πολλαπλασιασμού «τῶν πέντε ἄρτων» και τον χορτασμό «τῶν πεντακισχιλίων ἀνδρῶν», είπε: «Συναγάγετε τὰ περισσεύσαντα κλάσματα, ἵνα μή τι ἀπόληται». Και τότε οι μαθητές Του «συνήγαγον καὶ ἐγέμισαν δώδεκα κοφίνους κλασμάτων ἐκ τῶν πέντε ἄρτων» (Ἰω. 6, 12-13).
Σήμερα, όμως, μέσα στην κοινωνία της υπερ-αφθονίας και της υπερ-καταναλώσεως, που χαρακτηρίζει τις ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες, έχουν αλλάξει οι διατροφικές μας συνήθειες και οι αντιλήψεις μας απέναντι στο αγαθό, που λέγεται τροφή. Έχουμε συνηθίσει να μη θεωρούμε την τροφή ως κάτι «ιερό», που μας δίδεται «άνωθεν» για λόγους της αναγκαίας επιβιώσεώς μας και μόνο (πρβλ. Ματθ. 6, 11), αλλά μας φαίνεται ως κάποια «δόσις» αυτονόητη και χαριστική— γι’ αυτό και τόσο εύκολα την «προσβάλλουμε» και ασυνείδητα την σπαταλούμε, φθάνοντας συχνά σε ακραίες μορφές.
“La Tomatina”
Έτσι, για παράδειγμα, κάθε χρόνο, στο Μπουνιόλ της Ισπανίας, χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρώνονται, για να «πολεμήσουν» με ντομάτες, σε μια γιορτή που ονομάζεται “La Tomatina”. Φέτος, μάλιστα, περισσότεροι από 120 τόνοι ντομάτας θυσιάστηκαν για λίγες ώρες θεάματος και διασκέδασης. Κι όμως, πίσω από τα γέλια, τις φωτογραφίες και τα βίντεο, που κατακλύζουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κρύβεται μια σκληρή πραγματικότητα: η αλόγιστη σπατάλη τροφίμων σε έναν κόσμο, όπου εκατομμύρια άλλων ανθρώπων υποφέρουν καθημερινά από την πείνα.
Ασφαλώς, το έθιμο αυτό έχει κάποιες παλαιές ρίζες, τις οποίες οι διοργανωτές δεν θέλουν να χάσουν. Επίσης, υποστηρίζουν ότι οι ντομάτες, που χρησιμοποιούνται, δεν είναι βρώσιμες, αλλά καλλιεργούνται αποκλειστικά για τον σκοπό της εορτής. Όμως, ακόμη κι αν αυτά ισχύουν, η εικόνα ενός τροφίμου που πετιέται και καταστρέφεται χάριν διασκεδάσεως, εκπέμπει ένα μήνυμα απο-ιεροποιήσεως ενός πολύτιμου αγαθού.
Παράλληλα, κάθε καλλιέργεια ντομάτας, όπως και κάθε καρπός της γης, είναι αποτέλεσμα κόπου και ανθρώπινης φροντίδας. Συνεπάγεται μια κατανάλωση σπανίζοντος νερού, ενέργειας και πόρων. Δηλαδή και πάλι πρόκειται για μια σπατάλη μέσα σε έναν κόσμο, που δοκιμάζεται από την επισιτιστική κρίση.
Την ίδια στιγμή λοιπόν, που η “La Tomatina” μετατρέπεται σε θέαμα και εκδήλωση, για να προσελκυσθούν εγχώριοι ή ξένοι επισκέπτες στο Μπουνιόλ, υπάρχουν 800 εκατομμύρια ανθρώπων στον πλανήτη μας, που ζουν σε συνθήκες υποσιτισμού. Χιλιάδες παιδιά χάνουν την ζωή τους καθημερινά, λόγω ελλείψεως των βασικών θρεπτικών στοιχείων. Έτσι, η εικόνα ανθρώπων που καλύπτονται με χυμό ντομάτας χάριν ψυχαγωγίας, έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με την εικόνα παιδιών, που ψάχνουν στα σκουπίδια για λίγο φαγητό.
Όχι μόνο στην Δύση
Η τάση να χρησιμοποιούμε τα τρόφιμα ή άλλους πόρους ως μέσο «διασκεδάσεως» δεν είναι μόνο ξενικό φαινόμενο. Στην Ελλάδα π.χ., το έθιμο των αλευρο-μουτζουρωμάτων στο Γαλαξείδι προσφέρει ένα ανάλογο παράδειγμα, όπου οι συμμετέχοντες αλληλο-καλύπτονται με αλεύρι, προκειμένου να συντηρήσουν ένα παλαιό έθιμο. Πρόκειται για μια «εορτή» που, αν και προγενέστερη, έλαβε μεγάλες διαστάσεις μετά το έτος 1840, καθώς οι ναυτικοί του Γαλαξειδίου αποχαιρετούσαν με τον τρόπο αυτόν τις οικογένειές τους.
Όμως, σήμερα, αν και οι συμμετέχοντες το βλέπουν ως «παιχνίδι ή ως παράδοση», η εικόνα της μαζικής καταστροφής του αλευριού παραμένει προβληματική, καθώς μεγάλες ποσότητες ενός πολύτιμου προϊόντος, που θα μπορούσε να καλύψει κάποιες βασικές ανάγκες σε μερικές πτωχές χώρες, σπαταλώνται μαζικά για λίγες στιγμές «χαράς». Αλλά κάτι τέτοιο υπογραμμίζει την ανάγκη επαναξιολόγησης του τι θεωρείται ως «απλή» διασκέδαση, και ποια είναι η ηθική ευθύνη όλων μας απέναντι στις διατροφικές πρώτες ύλες.
Το έθιμο και η κοινωνική ευθύνη
Έτσι, αναδύεται ένα βαθύτερο ερώτημα: Τι είδους διασκέδαση μπορεί να είναι αυτή, που βασίζεται σε μια σπατάλη και σε μια καταστροφή; Μπορεί άραγε μια τέτοια «χαρά», που προκύπτει από την αλλοτριωμένη χρήση ενός αγαθού, το οποίο αλλού λείπει, να είναι τόσο αθώα και ανεπίληπτη; Μήπως δεν μοιάζει να αγνοεί την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, να μειώνει την ίδια την σημασία του καλλιεργητικού μόχθου και, τελικά, να απο-ιεροποιεί την ίδια την τροφή; Και τότε, κάθε παρόμοια «εορτή» μετατρέπεται σε μια θλιβερή υπενθύμιση, του πόσο αποκομμένες μπορεί να είναι οι κοινωνίες της αφθονίας από την πραγματικότητα της πείνας.
Επίσης, το έθιμο αυτό, όσο κι αν καλύπτεται υπό το πέπλο της «διασκεδάσεως», φαίνεται να εμφανίζει απτά σημεία βανδαλισμού. Σύμφωνα μάλιστα με το λεξικό, «“βανδαλισμός” είναι η σκόπιμη πρόκληση φθοράς ή καταστροφής» διαφόρων αντικειμένων.Και «“βάνδαλος” είναι εκείνος, που φθείρει ή καταστρέφει σκόπιμα κάτι, χωρίς να ενδιαφέρεται για την αξία των όσων καταστρέφει», δηλαδή είναι «ο άξεστος, ο βάρβαρος. ο απολίτιστος». Γι’ αὐτό «“Βάνδαλοι” ονομάστηκαν οι γερμανικοί λαοί, οι οποίοι εισέβαλαν στην Ρώμη και την Γαλατία (4ος-5ος αι μΧ.) δημεύοντας την περιουσία της Εκκλησίας και των συγκλητικών, και προκαλώντας καταστροφές» (Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 2005, σ. 345).
Είναι γεγονός βέβαια ότι, κάθε έθιμο, όσο αλλοτριωμένο κι αν είναι, επιφέρει μια αμεσότερη επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων και προσδίδει την χαρά ενός περασμένου και λησμονημένου κοινοτικού τρόπου ζωής. Κάτι που είναι τόσο αναγκαίο, ιδιαίτερα στην εποχή μας, όπου κινδυνεύουν οι διαπροσωπικές σχέσεις από τον αυξημένο κίνδυνο μιας απρόσωπης και απάνθρωπης διαδικτυακής επικοινωνίας. Σ’ αυτό, άλλωστε, φαίνεται να στηρίζεται και η «επιτυχία» τέτοιων «παραδοσιακών» εθίμων.
Όμως, παράλληλα, κάποια τέτοια έθιμα, σαν τα παραπάνω, ίσως αποκαλύπτουν το (υποσυνείδητο) πολιτιστικό μας επίπεδο, που τείνει προς την απο-ιεροποίηση των πάντων. Κι αυτό είναι άμεσο αποτέλεσμα της απο-χριστιανοποιημένης κοινωνίας μας. Επίσης, φανερώνουν την βιαιότητα και την επιθετικότητα, που κρύβουμε όλοι μέσα μας, αλλά συνήθως τις καλύπτουμε με διάφορα πέπλα «πολιτιστικά, ψυχαγωγικά, κτλ».
Κατά συνέπεια, αν προσπαθούσαμε να αποφύγουμε κάποιες ακραίες και ιδιοτελείς συμπεριφορές, σπαταλώντας διάφορες τροφές, χάριν της ατομικής ευδαιμονίας μας ή χάριν της προσκαίρου διασκεδάσεώς μας, τότε θα μπορούσαμε να υπερασπισθούμε και να διασφαλίσουμε την ιερότητα ενός αγαθού, αισθανόμενοι την ευθύνη μας απέναντι σε έναν κόσμο, που υποφέρει από κοινωνικές και διατροφικές ανισότητες.
Μακάρι λοιπόν κάθε έθιμο, να διασώζει το περιεχόμενό του (είτε παλαιό, είτε νέο), και να αποτελεί μια επί πλέον ευκαιρία, που δεν θα βεβηλώνει πλέον την ζωή μας, αλλά θα νοηματοδοτεί τον βίο μας και θα εμπλουτίζει τις ανθρώπινες δραστηριότητές μας, κάνοντάς μας συνειδητοποιημένους και ισορροπημένους σε όλες τις ενέργειές μας …
Σκέψεις της Άλλης Όψεως
ΣΧΕΤΙΚΟ:
Η τροφή και οι θεολογικές προεκτάσεις της