Μια παράλογη αγνωμοσύνη χαρακτηρίζει τις σύγχρονες δυτικές και εν γένει αναπτυγμένες κοινωνίες: βαφτίζοντας αρετή τη διαρκή εξέγερση κατά πάντων και την επανάσταση χωρίς αιτία, απορρίπτουν και καταρρίπτουν οτιδήποτε κατεστημένο χωρίς να το γνωρίζουν εις βάθος, κατά κανόνα ταυτίζοντας το σύνολό του με την πιο αδύναμη και νοσηρή του πτυχή και ιστορία. Προπάντων, όμως, αγνοώντας ότι στη συγκεκριμένη καθεστηκυία τάξη πραγμάτων (αξίες, θεσμοί, κανόνες, ήθη, παραδόσεις, ιερά και όσια) οφείλουν την ίδια τη δυνατότητά τους όχι μόνο να μπορούν να την αμφισβητούν και να τη μάχονται αλλά εν τινί τρόπω να υπάρχουν κιόλας αξιοπρεπώς. Είναι γνωστό, φερ’ ειπείν, πως χωρίς τη χριστιανική καθιέρωση της απόλυτης αξίας του προσώπου, της ελευθερίας της βούλησης αλλά και της αδελφότητας των θνητών δύσκολα θα φτάναμε στις διακηρύξεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εντούτοις, ανάμεσα στους επιγόνους του Διαφωτισμού συναντάμε σήμερα τους πλέον δογματικούς και φανατικούς σκοταδιστές.
Σε γενικές γραμμές, σε αυτές εδώ τις περιοχές της οικουμένης, το σύνολο σχεδόν των όρων που μετερχόμαστε, είτε μας αρέσει είτε όχι, έχει χριστιανική ή εκχριστιανισμένη προέλευση. Βλέπουμε, αισθανόμαστε και σκεπτόμαστε ιουδαιοχριστιανικά, καθότι ο χριστιανισμός στη βαθιά, οντολογική του διάσταση περιλαμβάνει στην ουσία ολόκληρη την γκάμα των αντιληπτικών, διανοητικών, συναισθηματικών, αξιακών και πραξιακών μας δεδομένων και δυνατοτήτων, εντός των οποίων φυσικά κατέχουν πρωταγωνιστικό και αντιρροπιστικό ρόλο και οι αμέτρητες εκδηλώσεις απόκλισης, άρνησης, αποκήρυξης, απέχθειας, υπονόμευσης ή καταπολέμησής του. Κατά τον μεγάλο Unamuno «είμαστε όλοι τέκνα ενός εκκοσμικευμένου χριστιανικού πολιτισμού και φέρουμε τον χριστιανισμό, είτε το θέλουμε είτε όχι, είτε το γνωρίζουμε είτε όχι, στο μεδούλι της ψυχής μας. Μέχρι και οι άθεοι ανάμεσά μας είναι χριστιανοί». Κάτι που η βιαστική και προκατειλημμένη ματιά δεν αντιλαμβάνεται ούτε υποψιάζεται, αλλά που η μεθοδική και αμερόληπτη ανακαλύπτει αμέσως, όχι δίχως μια κάποια έκπληξη.
Παρά τη σημαντική ανθρωπολογική αλλοίωση που επέφεραν οι κατά τα άλλα αναπόφευκτες εξελίξεις σε επίπεδο κοσμοειδώλου, πολιτικο-κοινωνικο-οικονομικής οργάνωσης αλλά και αυτοεικόνας· παρά την επέλαση της εκκοσμίκευσης ως βίαιης πριμοδότησης και κατίσχυσης του λογικού έναντι του ανορθολογικού και του ενδοκοσμικού εις βάρος του υπερβατικού, ακόμη δεν συντελέστηκε εξάλειψη του πολιτισμικού μας γονιδιώματος. Κάποιοι φοβούνται πως με τους τρέχοντες ρυθμούς είναι ζήτημα δεκαετιών. Ο Novalis, από τους πρώτους που διαισθάνθηκαν το πρόβλημα, σημειώνει στο προφητικό Χριστιανοσύνη ή άλλως Ευρώπη: «Να εκμηδενιστεί εντελώς εκείνη η αθάνατη αίσθηση (του αοράτου) είναι αδύνατον, να θολώσει μόνο μπορεί, να παραλύσει, να εκτοπιστεί από άλλες αισθήσεις». Άλλοι, όπως ο M. Eliade, διαπιστώνουν απλή μεταμφίεση του «ιερού» υπό τη μορφή του μύθου σε σύγχρονες, ενίοτε αδιόρατες εκδηλώσεις του «βέβηλου». Αισιόδοξη διαπίστωση, αν δεχτούμε ότι ο εκκολαπτόμενος, μελλοντικός άνθρωπος παραμείνει ενεργός στις επιδιώξεις του και δεν γίνει απαθής. Διότι ο μεγάλος εχθρός της ανθρωπότητας είναι η μεταφυσική και θρησκευτική αδιαφορία από απάθεια. Μπορεί, όμως, τελικά ο ψυχορραγών homo metaphysicus –ή μάλλον animal metaphysicum– να ψοφήσει πλάι στον νεκρό Θεό του; Καταπώς φαίνεται, ναι. Και μπορεί να πεθάνει χωρίς να πεθάνει μαζί και ο homo sapiens; Σε καμία περίπτωση. Το θρησκευτικό, δηλαδή το ουσιωδώς πνευματικό υπόβαθρο κάθε ανθρώπου και κάθε κοινωνίας είναι ο εγκέφαλος (όχι με την έννοια μόνο των νοητικών λειτουργιών) κάθε οργανισμού. Η καρδιά δύναται να λειτουργήσει και με μηχανική υποστήριξη. Αλλά αν πεθάνει το πνεύμα, δεν μιλάμε πλέον για άνθρωπο. Η λήθη του Θεού, λέει ο καθολικός θεολόγος Karl Rahner, ισοδυναμεί με «ανάστροφη εξέλιξη», επιστροφή στο ζώο, αφού «ο άνθρωπος υπάρχει ως τέτοιος μόνο όταν λέει “Θεός”, τουλάχιστον ως ερώτηση». Διότι η θρησκεία και η θρησκευτικότητα (σημ.: ανεξαρτήτως πίστεως!) δεν ανήκουν μαζί με τη μαγεία, τα παραμύθια και τις δεισιδαιμονίες σε κάποια ανώριμη φάση της εξέλιξης του είδους αλλά στη δομή της ανθρώπινης συνείδησης. Αφορούν δε κάτι τόσο θεμελιώδες ώστε με βάση αυτές (σημ.: το ενδιαφέρον γι’ αυτές) μετράται ακριβώς η ποιοτική στάθμη προσώπων, πραγμάτων και καταστάσεων και, σε τελική ανάλυση, τόσο πρωτεύον ώστε η καλλιέργειά τους (σημ.: η μέριμνα για ό,τι πραγματεύονται) θα όφειλε να συνιστά την επιτακτικότερη προτεραιότητα κάθε ατόμου και κάθε συλλογικότητας. Η μόνη αληθινή ανάπτυξη και ωρίμαση τόσο σε οντογενετική όσο και σε φυλογενετική κλίμακα έγκειται στην επιμέλεια της μεταφυσικής αίσθησης, του μυστηριακού αισθητηρίου, του θρησκευτικού αισθήματος, της θεολογικής ευαισθησίας.
Απέραντο και υπεραπαιτητικό θέμα. Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν το θρησκευτικό αίσθημα αποτελεί μετεξέλιξη της μεταφυσικής αίσθησης (A. Schopenhauer), η μεταφυσική υποπροϊόν της θρησκείας (F. Nietzsche) ή όπως βεβαιώνει ο Max Scheler αν το θρησκευτικό προηγείται του μεταφυσικού· αν υπάρχει το «θρησκευτικό ένστικτο», που μας πληροφορεί για το ιερό (R. Otto) και αν, τελικά, η έννοια «ιερό» υπερισχύει της έννοιας «Θεός» (N. Söderblom)· αν το αίνιγμα του θανάτου οδηγεί στη θρησκευτικότητα (E. B. Tylor) ή αν πράγματι αυτός «δεν συνιστά τόσο το αντικείμενο της μεταφυσικής σκέψης όσο το υπαρξιακό της κίνητρο» (E. Fink). Όλα λίγο-πολύ αληθεύουν. Εκείνο, όμως, που δεν χωρά καμία αβεβαιότητα είναι πως ο στοχασμός και η πίστη –αν υποθέσουμε πως χωρίζονται– γεννώνται και συναρτώνται με την αμφιθυμική εμπειρία του Μυστηρίου (ως θάμβος, απορία, ανημπόρια, τρόμος, αγωνία κ.ά.) καθώς επίσης και ότι, όπως προείπαμε, αυτή η συνάρτηση αποτελεί το κατεξοχήν ειδοποιό και διαφοροποιητικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου ως προς τα έτερα ζώα αλλά και ως προς τους συνανθρώπους του. Ο Schopenhauer, κατά τον οποίο η συνείδηση του θανάτου μαζί με την οδύνη και την αθλιότητα της ζωής «δίνουν την πιο δυνατή ώθηση στον φιλοσοφικό στοχασμό και τις μεταφυσικές ερμηνείες του κόσμου», εξετάζοντας τη «μεταφυσική ανάγκη των ανθρώπων», τονίζει: «Όσο πιο χαμηλά στέκει ένας άνθρωπος από διανοητική άποψη, τόσο λιγότερο αινιγματώδες θεωρεί το Είναι ως τέτοιο».Ό,τι ισχύει για το μεμονωμένο άτομο ισχύει και για την κοινωνία, τη χώρα ή τον λαό.
Το ότι αποκλείεται «να στερέψουν οι πηγές της μεταφυσικής σκέψης» (Π. Κονδύλης) ή να εκριζωθεί αυτό το σχετικό όργανο, δεν θα πει ότι δεν μπορεί να ατροφήσει. Και όταν ατροφεί, το σώμα πάσχει και νοσεί, διατελεί σε θανατηφόρα κρίση. «Η κρίση είναι, κατά βάθος, κρίση θρησκευτικότητας ή, μάλλον, αθρησκευτικότητας, είναι μια κρίση θρησκευτική» φώναζε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ο Unamuno. «Όλες οι πολιτικές κρίσεις συνιστούν στην ουσία θρησκευτική κρίση», φώναζε την ίδια εποχή και η αδελφή ψυχή, N. Berdyaev. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι και οι δύο αυτοί σοφοί έζησαν από τα μέσα την Ιστορία και γνώριζαν όσο λίγοι πολιτική. Γράφει κάπου ο Ισπανός: «Η οικονομική και υλική ζωή δεν είναι αντίθετη στην πνευματική ζωή, ούτε μπορεί να είναι ξεκομμένη πλήρως από αυτή και αφηρημένη (…) Ολόκληρη η υλική ζωή δεν είναι παρά η εκδήλωση της πνευματικής ζωής όπου βρίσκονται οι ρίζες της (…) μπορεί να θεωρείται ως παράγωγο της πνευματικής».
Ας σταχυολογήσουμε και ας ακούσουμε για μια στιγμή τούς δύο βοώντες εν τη ερήμω:
«Το υπερκόσμιον και μεταφυσικόν δεν εισέρχεται έξωθεν εις τον άνθρωπον, αλλά αναδύεται εξ αυτού από το εσώτατον βάθος (…) Η γηραιά Ευρώπη πρόδωσε το παρελθόν της. Το αρνήθηκε. Ο αστικός πολιτισμός, ο αντιθρησκευτικός, κατανίκησε την παλιά ιερή της κουλτούρα (…) Η φοβερώτερη μορφή αθεΐας σίγουρα δεν είναι αυτή που εμφανίζεται στον στρατευμένο και παράφορο αγώνα εναντίον της ιδέας του Θεού και εναντίον αυτού του ίδιου του Θεού, αλλά αυτή που εμφανίζεται στην αθεΐα της πρακτικής ζωής, στην αδιαφορία και στην ψυχρότητα (…) Η παράφορη εξέγερση και η πάλη κατά του Θεού μπορεί να οδηγήσουν σε περισσότερο φως και σε υψηλότερη μορφή θρησκευτικής σκέψης (…) Η αγανάκτηση που οι χριστιανοί δείχνουν έναντι των αθεϊστών και της στρατευμένης αθεΐας συχνά είναι ευτελής, διότι είναι οι δικές τους παραμορφωμένες αντιλήψεις για τον Θεό και ο δικός τους άθεος βίος, που προκαλούν αυτή την αθεΐα (…) Δεν είναι χριστιανός αυτός που είναι αυτοϊκανοποιημένος και περιφρονεί τους άλλους, για τους οποίους το πρόβλημα του Θεού είναι βασανιστικό (…) Ο άθεος μπορεί να είναι καλύτερος από αυτόν που επαναλαμβάνει “Κύριε, Κύριε” (…) Η μοίρα της κουλτούρας εξαρτάται από την πνευματική κατάσταση των εργατικών μαζών, από το αν θα εμπνευστούν από τη χριστιανική πίστη ή τον αθεϊστικό υλισμό (…) Το πρόβλημα περί Θεού είναι το αιώνιο πρόβλημα, το πρόβλημα όλων των εποχών, είναι πάντα το πρώτο και κυριότερο, αλλά το πρόβλημα της εποχής μας είναι το πρόβλημα του ανθρώπου, περί της σωτηρίας του ανθρώπινου προσώπου από την αποσύνθεση, περί της αναγνώρισης και της αποστολής του ανθρώπου, περί της απάντησης των βασικών προβλημάτων της κοινωνίας και του πολιτισμού υπό το φως της χριστιανικής περί ανθρώπου ιδέας (…) Ο πεσιμισμός περικλείει ένα υγιές στοιχείο, στρέφει τον άνθρωπο προς την υπεργήινη ζωή» (N. Berdyaev).
«Απ’ την κατάσταση του πνευματικού περιβάλλοντος της κοινωνίας εξαρτάται ο ερεθισμός του μυστηρίου μες στο μυστήριο της ψυχής μας (…) Ένας λαός μπορεί να παρακμάζει πνευματικά, ενώ προοδεύει στην οικονομία, τη βιομηχανία, το εμπόριο ακόμα και την επιστήμη και τις τέχνες (…) Είναι αναγκαίο για την πνευματική ζωή να επανακάμψουν οι μεταφυσικές ανησυχίες (…) Ένας λαός ο οποίος δεν μιλάει για τίποτε άλλο παρά για δουλειές και απολαύσεις είναι ένας λαός εντός του οποίου θα φυτρώσει και θα ριζώσει η θλιβερή απαισιοδοξία, όχι αυτή της πείνας αλλά η χειρότερη, της βαρυστομαχιάς (…) Ενόσω μεγαλώνει και βαθαίνει η ανησυχία μου για την ατομική μοίρα και το πέραν του τάφου, μεγαλώνει και βαθαίνει η ανησυχία μου για τα κοινωνικά ζητήματα. Η δυστυχία εμποδίζει να κοιτάξουμε τον ουρανό (…) Για κάθε λαό το ζωτικό του πρόβλημα, ζωής και θανάτου, είναι να βρει τη δική του θρησκεία, εκείνη που εκφράζει ή ορίζει το πνεύμα του και ικανοποιεί τις διανοητικές και συναισθηματικές του ανάγκες (…) Ποια θρησκεία; Εκείνη όλων των θρησκευόμενων ανθρώπων, που είναι ίσως στο βάθος η ίδια, του αιωνίου ερωτήματος. Διότι να είσαι θρησκευόμενος θα πει να το θέτεις, ακόμα κι αν δεν βρίσκεται απάντηση, και άθρησκος να το αποφεύγεις (…) Όλες οι θρησκείες είναι αληθινές, εφόσον κάνουν τους λαούς που τις ομολογούν να ζουν πνευματικά, εφόσον τους παρηγορούν που έπρεπε να γεννηθούν για να πεθάνουν, και για κάθε λαό η πιο αληθινή θρησκεία είναι η δική του, εκείνη που τον έφτιαξε» (Unamuno). Βέβαια, δεν έχουν πάντα οι –έστω και ανορθόδοξοι– πιστοί το μονοπώλιο παρόμοιων διαγνωστικών. Θεολογικά αντανακλαστικά συναντάμε σε κάθε ενδοσκοπικό και ευαίσθητο ον. Ο J. L. Borges δεν ήταν που έγραψε πως «κάθε καλλιεργημένος άνθρωπος είναι ένας θεολόγος, και για κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητη η πίστη»; Αρκεί, πράγματι, ένα minimum πνευματικής κατάρτισης και, φυσικά, υπαρξιακής κινητικότητας. Ο E. Ionesco, που διέθετε και τα δύο στον ανώτατο βαθμό, υπογράμμισε: «Δεν μπορεί να υπάρξει ζωή, δεν μπορεί να υπάρξει πολιτισμική ζωή χωρίς τη μεταφυσική και το θρησκευτικό αίσθημα».
Ο ραγδαίος αποχριστιανισμός της Δύσης δεν θα ήταν κάτι τόσο ανησυχητικό εάν μαζί με την πίστη στο δόγμα και τη μετοχή στη λατρεία δεν μειωνόταν και γενικώς η (προ)διάθεση προς το ιερό, το μυστήριο, το θείο, εάν δεν επέφερε γενικευμένη αποϊεροποίηση. Απεναντίας, θα μπορούσε ν’ αποτελεί ακόμα και αναγκαία φάση μιας καθαρτικής, εξυγιαντικής, σωτήριας κρίσης εντός των κόλπων της επίσημης θρησκείας, που ως βασικός υπεύθυνος εκφυλίστηκε, με αποτέλεσμα να χάσει προοδευτικώς τον ρόλο και το κύρος της. Από μία άποψη, το φαινόμενο της εκκοσμίκευσης, έτσι όπως αυτό εξελίχθηκε, μπορεί να αναχθεί σε αμιγώς ενδοεκκλησιαστικά αίτια. Μια χριστιανική, δηλαδή μια χρηστή πνευματικά, ποιμαντικά, πολιτικά και κοσμικά συμπεριφορά πολύ δύσκολα θα προκαλούσε την αντίδραση που προκλήθηκε, η δε πορεία του ευρωπαϊκού πνεύματος κατά πάσα πιθανότητα δεν θα έπαιρνε τη μορφή επιχείρησης υπέρβασης ή/και απαλοιφής του φιλοσοφικού ή θεολογικού Απολύτου, οδηγώντας στον σημερινό homo indifferens. Στην πραγματικότητα, τα πεπραγμένα της θεσμικής Εκκλησίας, ως μοναδικού «εκπροσώπου του θείου», η προδοτική ταύτισή της με τη φαύλη πολιτική και οικονομική εξουσία, η αέναη δογματική ομφαλοσκόπηση και η εγκατάλειψη του καταφρονεμένου και αγωνιούντος ανθρώπου, προξένησαν δικαιολογημένο odium theologicum. «Αυτό που αρχικά ήταν προσωπικό μίσος κατά της καθολικής πίστης μεταβλήθηκε αργά αλλά σταθερά σε μίσος κατά της Βίβλου, κατά της χριστιανικής πίστης και τελικά αυτής της ίδιας της θρησκείας», ειδοποιούσε ο Novalis.
Παράλληλα, μέσα στην κατακλυσμιαία δυναμική της εμμένειας, η φιλοσοφία απομακρύνθηκε από τα μεταφυσικά ζητήματα, αφήνοντάς τα στη δικαιοδοσία της θεολογίας, η οποία εξελίχθηκε από προνομιακό σε αποκλειστικό σχεδόν «διαχειριστή» τους, πλάι στην τέχνη, που όταν δεν θερμαίνεται από αυτήν, καταλήγει αργά ή γρήγορα στην άδοξη ανάφλεξη. Την ίδια στιγμή, η θεολογία, στην ανάγκη της να νομιμοποιήσει την ύπαρξη και το κύρος της, ταυτίστηκε και αφέθηκε να ταυτιστεί με το δόγμα και κυρίως την πίστη, με αποτέλεσμα να εμπεδωθεί η παρανόηση ότι η θεολογική βίωση και εξέταση των αιωνίων ερωτημάτων προαπαιτεί ομολογιακής φύσεως διαπιστευτήρια. Έτσι, με τη σταδιακή αποδυνάμωση του ενδιαφέροντος για τη θρησκεία αλλά και της λατρευτικής ζέσης εντός του θρησκεύματος συρρικνώθηκε και ο ύστατος –τώρα που οι τέχνες έγιναν στην πλειονότητά τους «ψυχαναλυτικές»– χώρος εμπερίστατης διαπραγμάτευσης και ευρείας καλλιέργειας της ανθρώπινης μεταφυσικότητας.
Όμως, η θρησκεία (κατά κανόνα, η πάτρια) προσφέρεται για τον θνητό και φθαρτό και αδαή και ανεπαρκή άνθρωπο όχι ως ένα αλάνθαστο ούτε καθ’ όλα «αποτελεσματικό», πάντως, ως το καλύτερο δυνατό και άμεσα διαθέσιμο μέσο προσανατολισμού εντός του αγνώστου της εγκόσμιας περιπέτειας: φίλτρο ερμηνείας, πηγή έμπνευσης, μοντέλα αναφοράς, γνώμονα ηθικής, άξονα οργάνωσης, πρότυπο συμβίωσης, καταφύγιο παρηγορίας, δεξαμενή ελπίδας, χορηγό νοήματος. Το μόνο, ουσιαστικά, «όπλο» έναντι της θνητότητας και του θανάτου. Σ’ αυτήν και δι’ αυτής εκφράζεται από καταβολής κόσμου και με τον πλέον εξελιγμένο τρόπο η θεμελιωδέστερη διάσταση και ανάγκη του ανθρώπου, η μεταφυσική, εκείνη που σχετίζεται με το μυστήριο του υπάρχειν και που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί και να ευδοκιμήσει παρά σε αρχαία, παγκόσμια, δοκιμασμένα, πλούσια, ολοκληρωμένα συστήματα, και όχι επιμέρους πολιτικές ιδεολογίες ή επιστημονικές θεωρίες που διεκδικούν οικουμενικότητα, αντιποιώντας απεγνωσμένα την αρχή της. Όπως είπαμε, έχουμε να κάνουμε με μια δομική ιδιότητα. Υπό αυτή την έννοια, η φθίση ή η απουσία της συνεπάγεται βαρύτατες επιπτώσεις στην ψυχοδομή του ατόμου και το κλίμα της εποχής. Το άγχος, το οποίο χαρακτηρίζει τον σημερινό άνθρωπο και τις σημερινές κοινωνίες, η αίσθηση ανασφάλειας, σύγχυσης, θυμού, αποπροσανατολισμού, βιασύνης, απληστίας, στέρησης, απελπισίας, αδικίας, κενού και έλλειψης νοήματος, όλα με τον έναν ή τον άλλον τρόπο συνδέονται με την παραμέληση της παραπάνω σταθεράς, με την απώλεια «ενός πνευματικού κέντρου, μιας απάντησης έστω και συμβολικής ή έμμεσης στο ερώτημα της ύπαρξης της ζωής», που λέει ο λουθηρανός φιλόσοφος P. Tillich. Ειδικότερα, στο κομβικό θέμα του θανάτου, βλέπουμε πόσο στον σύγχρονο κόσμο «άδειασε από θρησκευτική σημασία, εξομοιώθηκε με το μηδέν, με αποτέλεσμα ο σύγχρονος άνθρωπος να παραλύσει από την αγωνία» (M. Eliade). O C.G. Jung, σε έναν απολογισμό της όλης ερευνητικής και θεραπευτικής δραστηριότητάς του, θα επισημάνει ότι από όλους τους ενήλικες ασθενείς του «ούτε ένας δεν υπήρξε που το πρόβλημά του σε τελική ανάλυση να ήταν η εύρεση μιας θρησκευτικής οπτικής της ζωής (…) όλοι αρρώστησαν επειδή έχασαν εκείνο που όλες οι ζωντανές θρησκείες προσφέρουν πάντοτε στους ακολούθους τους». Στο ίδιο μήκος κύματος θα κινηθεί και ο Eliade: «Η υπαρξιακή κρίση είναι, σε τελική ανάλυση, “θρησκευτική”, καθώς στα αρχαϊκά επίπεδα του πολιτισμού, το είναι συγχέεται με το ιερό (…) συνεπώς, η θρησκεία αποτελεί την υποδειγματική λύση κάθε υπαρξιακής κρίσης». Εκεί που η νεωτερικότητα βλέπει απλώς ένα άρρωστο παρελθόν που ξεπεράστηκε, εκεί ακριβώς βρίσκεται η μοναδική δυνατότητα μιας κάποιας ίασης, αφού ο «ανεπίκαιρος» θεολογικός «ανορθολογισμός» αποδεικνύεται απείρως πιο καίριος κι ωφέλιμος απ’ ό, τι το αντιπνευματικό πνεύμα των καιρών έχει ορίσει.
Κλείνοντας την περιδιάβασή μας, ας επιστρέψουμε στην αρχική παρατήρηση περί αγνωμοσύνης, αν και εν προκειμένω θα έπρεπε να μιλάμε μάλλον για τραγική ειρωνεία. Όλοι γνωρίζουμε την ευμενή στάση μεγάλου μέρους της αριστεράς απέναντι σε ορισμένους ολοκληρωτισμούς (π.χ. έμπρακτος κομμουνισμός, δηλαδή κομμουνισμός, καθώς δεν εγκαθιδρύθηκε ποτέ και πουθενά ο «ορθός» κομμουνισμός) και ανελεύθερα πολιτισμικά μοντέλα οργάνωσης βίου (π.χ. πολιτικό ισλάμ, δηλαδή ισλάμ, καθώς δεν υφίσταται μη πολιτικό ισλάμ) ή τις ολοένα και εντονότερες αιτιάσεις της περί «δικτατορίας» ή «αστυνομοκρατίας». Αν υπήρχε η στοιχειώδης γνώση ή, καλύτερα, η παραμικρή βιωματική εμπειρία των υπερασπιζόμενων και καταγγελλόμενων πραγματικοτήτων, επί παραδείγματι, να είχε ζήσει κανείς ως ελευθερόφρων στο ανατολικό μπλοκ, ως γυναίκα στο Πακιστάν ή ως αντιφρονών στη Χιλή του Pinochet, η τοποθέτηση θα ήταν εντελώς διαφορετική, ενώ θα γλίτωνε και ο δημόσιος λόγος ικανό μέρος από τη συστηματική του απαξίωση εξαιτίας της κατάχρησης των διαφόρων σχημάτων λόγου. Ομοίως, στη χριστιανική ή χριστεπώνυμη Εσπερία, οι αδιαφορούντες για τα θρησκευτικά δεν φαντάζονται πόσο θρησκευτικά είναι τα προβλήματά τους, όσο δε για τους περιφρονητές και τους συκοφάντες της χριστιανοσύνης, ούτε κι αυτοί υποψιάζονται πόσο το δικαίωμα αλλά και η ικανότητά τους να χλευάζουν και να κατηγορούν θεμελιώνονται εν πολλοίς πάνω σε προϋποθέσεις και στοιχεία εκείνου που ανυποψίαστοι και περήφανοι κατηγορούν και χλευάζουν.
Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να επισημανθεί πως δεν κινδυνεύουν με πλήρη μαρασμό και αφανισμό όλες οι θρησκείες με τους κάθε λογής πιστούς τους. Η απίσχνανση του θρησκευτικού αισθήματος στις ποικίλες εκφάνσεις της, από την απάθεια έως την απαξίωση και την αποκαθήλωση των πάντων, αποτελούν φαινόμενα σχεδόν αποκλειστικά των χριστιανικών κοινωνιών (εξαιρέσεις η Ιαπωνία και η Ν. Κορέα). Έξω απ’ τις χώρες του πολιτικώς/οικονομικώς/τεχνολογικώς αναπτυγμένου κόσμου, και ειδικότερα στον αποκαλούμενο «τρίτο κόσμο», οι θρησκείες διατηρούν τις δυνάμεις και την επιρροή τους, ιδιαίτερα δε στα μουσουλμανικά κράτη και στις μουσουλμανικές κοινότητες εντός μη μουσουλμανικών κρατών παρατηρούνται τάσεις ριζοσπαστικοποίησης, επέκτασης και επεκτατισμού. Σημειωτέον, το ισλάμ δεν γνώρισε ούτε μπορεί να γνωρίσει Αναγέννηση, Μεταρρύθμιση, Διαφωτισμό, δημοκρατία, γενικώς όλα τα καλά και τα κακά της εκκοσμίκευσης. Δεν ανέχεται τη δυσπιστία, απαγορεύει την έσωθεν ή έξωθεν κριτική και τιμωρεί με θάνατο την έσωθεν και έξωθεν ασέβεια και βλασφημία. Παρ’ όλα αυτά, σημαντική μερίδα χριστιανών και αριστερών που ελεεινολογούν την παρακμή της πίστης και το τέρας του καπιταλισμού, αντιστοίχως, κοιτάζουν με ευμένεια το μουσουλμανικό παράδειγμα, εκφράζοντας κατανόηση προς απαράδεκτες θεσμικές αξιώσεις των μουσουλμάνων αλλά και επιείκεια ή συμπάθεια προς τους παράφρονες της ισλαμικής βίας/τρομοκρατίας. Στο όνομα της χαμένης πίστης και της αποικιοκρατικής ενοχής ή της γενικής παρακμής εξαίρεται αλόγιστα και αδιακρίτως το ασύμβατο με τη δυτική θεμελίωση ισλάμ, εκεί που θα έπρεπε να αναζητούνται συγκλονιστικά παραδείγματα στη μεγαλειώδη ινδική πνευματικότητα (ινδουισμός, βουδισμός, τζαϊνισμός). Οι θρησκείες και οι παραδόσεις, μολονότι αντανακλούν, δημιουργούν, διαμορφώνουν και υπηρετούν τις εκάστοτε ανάγκες του κάθε λαού, σαφώς διαφέρουν αξιολογικώς μεταξύ τους (κάποιες, αναντίρρητα, είναι πνευματικότερες ή ειρηνικότερες από κάποιες άλλες) και κάθε σοβαρός μελετητής του αντικειμένου γνωρίζει την ιστορία, τον πλούτο, την επίδραση, τη συμβολή και τις οφειλές της καθεμιάς. Ωστόσο, αυτό που σήμερα πρωτίστως θα έπρεπε να ενδιαφέρει είναι ο βαθμός θεσμικής και βιοτικής συμβατότητας κι εναρμόνισης των ανθρωπολογικών και πολιτικοκοινωνικών μοντέλων που αυτές προτείνουν, δηλαδή ενσαρκώνουν, κάτι όχι και πολύ δύσκολο να διαπιστωθεί. Εφόσον, βέβαια, αποφασίσουμε να δράσουμε προς γενικό όφελος με γνώμονα την πραγματικότητα, την αξιοπρέπεια, τον σεβασμό και την ειρήνη, και μπορέσουμε επιτέλους ν’ απαλλαγούμε από ολέθριες ιδεολογικές στρεβλώσεις, προκαταλήψεις και φαντασιώσεις της άγνοιας και της μόδας («ισλαμοφοβία», «διαφορετικότητα», «πολυπολιτισμικότητα» κ.ά.). Εδώ η νοσούσα, αυτοϋπονομευτική, εν τέλει, αυτοκτονική μοίρα της Εσπερίας καθρεφτίζεται εύγλωττα στις επιθέσεις στο Charlie Hebdo (και, προπαντός, στη μερική ή πλήρη δικαιολόγησή τους), στον φετφά κατά του S. Rushdie, στις ύβρεις κατά του M. Houellebecq, στις διώξεις του Thilo Sarrazin, ή, παρ’ ημίν, στις κατηγορίες εις βάρος της γενναίας Σώτης Τριανταφύλλου, και γενικώς σε κάθε λόγο ή ενέργεια που αμφισβητεί, αναθεωρεί και απεμπολεί επί δυτικού εδάφους τα κορυφαία ανθρωπιστικά και πολιτειακά κατορθώματα και κεκτημένα της Δύσης.
(Πηγή: mag.frear.gr)