Ποτέ πριν στην ελληνική κοινωνία δεν ήταν τόσο έντονη όσο σήμερα η τάση δραπέτευσης των ατόμων από το παρόν. Καθώς οι δυσκολίες και οι οδύνες αυξάνονταν τα τελευταία χρόνια, φαινόταν ότι δεν υπήρχαν αρκετές δυνάμεις που θα αντέτασσαν στο πραγματικό, με τα αγκάθια του, ένα αντίρροπο πραγματικό. Αντί για έμπρακτες αντιδράσεις, κυριάρχησαν οι κινήσεις φυγής. Είδαμε ανθρώπους για τους οποίους η αγανάκτηση, μετά το πρώτο ξάφνιασμα, δεν ήταν παρά ένας σπασμός πριν από την παράλυση. Είδαμε, έπειτα, οικογένειες που έδιωξαν τα παιδιά τους στην αλλοδαπή με μια βιασύνη που έδειχνε το πόσο βαρύ τούς φαινόταν να αναδιοργανωθούν και να προσπαθήσουν για το καλύτερο υπό καθεστώς στενότητας. Ήταν, κυριολεκτικά, μια άτακτη φυγή. Παλαιότερα οι Έλληνες ξενητεύονταν επειδή φοβούνταν μήπως πεινάσουν∙ το σήμα της αναχώρησης το έδινε το στομάχι. Στις μέρες μας πολλοί ξενητεύονται επειδή τους τρόμαξαν τα αναπάντεχα∙ το σήμα της αναχώρησης το δίνει το μυαλό.
Δεν είναι αυτές οι μόνες ενδείξεις για το πώς αντιμετωπίζονται σήμερα στη χώρα μας οι δυσμενείς συνθήκες. Παρά τις διακυμάνσεις ως προς τον βαθμό της η ένταση που προκλήθηκε από την χρεωκοπία της χώρας, από την ανεργία, την ανασφάλεια, τις έγνοιες με τις οποίες φόρτωσε το κράτος η εισροή προσφύγων και μεταναστών, και, τέλος, από την πανδημία, συνολικά η ένταση αυτή έτεινε να σχηματίσει έναν κλοιό φτιαγμένο από υλικά πολύ πιο σκληρά από απλές, κακές συγκυρίες. Ενόσω περιέσφιγγε τα άτομα, φαινόταν ταυτόχρονα να τα ειδοποιεί για μονιμότερα βάσανα. Έναν κλοιό ή τον λύνει κανείς ή φαντάζεται πως τον λύνει ή πασχίζει να ξεχάσει πως υπάρχει. Αγγίζει το όριο ενός ιστορικού και ψυχολογικού παραδόξου το ότι η τρίτη εκδοχή επεκράτησε τόσο γρήγορα στον τόπο μας.
Ένα αυξανόμενο τμήμα του πάλαι ποτέ «γειωμένου» πληθυσμού της χώρας δεν θέλει πλέον ούτε καν να πατάει σ’ αυτή την κακοτράχαλη γη, προσδοκώντας να μεταπηδήσει σ’ ένα περιβάλλον νοερό και αέρινο. Έχει την ευκαιρία να το κάνει. Του την έχουν δώσει κάποιοι δορυφόροι και κάποια καλώδια με τα οποία το ζορισμένο μυαλό μπορεί δια μιας να βρεθεί μέσα σε κύματα που φωσφορίζουν, μέσα σε φευγαλέες, έγχρωμες εικόνες. Ένας μηχανισμός του «αέρα» πήρε έναν λαό ζυμωμένο με τα αισθητά και τις ανάγκες τους και τον περιφέρει συνεχώς σ’ έναν κόσμο φασμάτων. Θα πείτε πως αυτό κάνουν τα μαζικά μέσα ενημέρωσης παντού στον κόσμο. Έχει σημασία όμως το γεγονός ότι στην Ελλάδα η μέση ωριαία τηλεθέαση είναι από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη. Σε μια χώρα που οι αναστατώσεις και η φτώχεια την παραμονεύουν αδιάκοπα, το να αποσπάται ο πληθυσμός από το πεδίο της ανάγκης για να περιοδεύει νοερά από εντυπώσεις σε εντυπώσεις και να χάνεται μέσα στην εναλλαγή τους, αυτό δεν μπορεί παρά να ισοδυναμεί με άρνηση να δεχθεί τη ζωή με ό,τι κομίζει. Και αφού την αρνείται δεν ενδιαφέρεται να την αλλάξει, αλλά να την υποκαταστήσει με άλλη. Αναπόφευκτα, προβάλλουν δύο επιλογές. Έχουμε να διαλέξουμε ανάμεσα σε μια ζωή που αν και δύσκολη υπόσχεται στους κοπιώντες ορισμένες χαρές, και σε μια ζωή που υπόσχεται στους φυγόπονους μία και μόνη ευχαρίστηση: το ξεστράτισμα του νου, το ξεγλίστρημα από κάθε υποχρέωση.
Δεν τίθεται φυσικά ζήτημα πια από τις δύο προτάσεις είναι πιο δελεαστική. Προφανώς η ροπή προς το ευκολότερο και πιο άμεσο είναι ισχυρότερη. Οι άνθρωποι όλο και λιγότερο ενδιαφέρονται για τα κατοπινά, αυτό είναι άλλωστε και το κεντρικό αξίωμα του σύγχρονου πολιτισμού. Ο ίδιος ο πολιτισμός τούς λέει να μην τον εμπιστεύονται και πολύ: δεν αντέχει να διαρκέσει, οπότε ας πάρει ο καθένας ό,τι προφταίνει. Καθώς τα μαζικά μέσα προτρέπουν το άτομο να ευχαριστηθεί με τα προσωρινά, την ίδια στιγμή υπονομεύουν τόσο την ικανότητά του για ευχαρίστηση όσο και τη δική τους ικανότητα να του παρουσιάζουν αδιάκοπα αντικείμενα που μπορούν να το τέρπουν. Η αίσθηση του εφήμερου κατατρώει το σύστημα των εικόνων. Άπαξ και προβληθεί στην οθόνη ένα θελκτικό πράγμα ή κατάσταση ή και πρόσωπο, συνοδεύεται από την υποψία –που γρήγορα γίνεται βεβαιότητα– ότι ένα άλλο θα το διαδεχτεί συντομότατα. Επομένως ενώ ο θεατής καλείται να το εμπιστευτεί, απ’ την άλλη του διαμηνύουν, έμμεσα, να κρατά και μια επιφύλαξη. Από τις πολλές μερικές επιφυλάξεις εκκολάπτεται στο τέλος η ανία. Είναι το φόβητρο για την τηλεόραση και για ολόκληρο τον μηχανισμό της σύγχρονης ψυχαγωγίας. Όσες παραλλαγές και ανανεώσεις στα προϊόντα τους και να επινοήσουν οι έμποροι των εντυπώσεων, ο κίνδυνος του κορεσμού διατηρείται. Μάλιστα μεγαλώνει, εφόσον η αβεβαιότητα για τις πωλήσεις εξωθώντας σε όλο και μεγαλύτερη επιτάχυνση τη διαδοχή των προϊόντων, πιέζει τον εγκέφαλο να τρέχει στην ίδια γραμμή, γεγονός που γρήγορα τον κουράζει. Ως γνωστόν το πιο ευπαθές τμήμα της διανοίας σήμερα είναι η προσοχή. Όλοι οι σχεδιαστές πωλήσεων ενδιαφέρονται σφόδρα γι’ αυτήν και επειδή όλοι τη διεκδικούν ανταγωνιζόμενοι, την εξαντλούν. Είναι πιθανό να βαρεθεί κάποιος όταν για λόγους συμφέροντος διάφοροι τον κολακεύουν επιδεικτικά. Έρχεται, άραγε, μια τέτοια στιγμή που ο θεατής-μήλον της έριδος νιώθει πως τον υποτιμούν κι έχει τη διάθεση να αντιδράσει; Ιδού το κρίσιμο ερώτημα.
Σ’ ένα σημαντικό βαθμό η τροπή που θα πάρουν τα πράγματα στις κοινωνίες του καιρού μας θα εξαρτηθεί από την απάντηση που θα δοθεί. Τα στοιχεία δεν ευνοούν την αισιόδοξη άποψη. Αλλά το ζήτημα δεν μπορεί –και δεν πρέπει– να κλείσει με την απλή καταγραφή της παθητικότητας του σημερινού ανθρώπου. Άλλωστε, η ίδια η νευρικότητα που διακατέχει τους παραγωγούς γενικά της διασκέδασης δείχνει πως θα ήταν ασύνετο η πελατεία να θεωρηθεί υπερβολικά χειραγωγίσιμη. Όλο και κάτι δουλεύει υπογείως, μέχρι κάποια στιγμή να ανατρέψει τις εκτιμήσεις. Για τον λόγο αυτό ακριβώς και η διαφήμιση ανασκευάζει κάθε τόσο τις μεθόδους της και ψάχνει αγωνιωδώς για εργαλεία πιο αποδοτικά. Είναι ενδεικτικό ότι η ευρωπαϊκή νομοθεσία υποκύπτοντας σε πιέσεις εταιρειών επέτρεψε πρόσφατα την αύξηση του ποσοστιαίου χρόνου διαφήμισης στις τηλεοπτικές εκπομπές. Έτσι, σε κάθε ώρα εκπομπής ο τηλεθεατής θα αναγκάζεται να δει και ν’ ακούσει περισσότερα μηνύματα, μετατρεπόμενος σε πειραματόζωο ως προς τη «χωρητικότητα» της πρόσληψης και της μνήμης του.
Δεν ξέρουμε τι διεργασίες θα συντελεστούν στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Τουλάχιστον όμως ξέρουμε ότι μέσα στη ψυχή, ευρύτερα, έχουν εγγραφεί απαιτήσεις που δεν είναι εύκολο να ικανοποιηθούν με οπτικά και ακουστικά τεχνάσματα. Ας φέρουμε στο νου μας μια σκηνή από την καθημερινή ζωή σε ένα χωριό ή μια κωμόπολη της χώρας μας. Βρισκόμαστε σ’ ένα από εκείνα τα καφενεία που κάποτε έσφυζαν από τις κουβέντες μεταξύ των θαμώνων. Τώρα οι λίγοι άνδρες που κάθονται στα τραπέζια είναι σιωπηλοί και στραμμένοι σ’ έναν απ’ τους τοίχους απ’ όπου, στερεωμένο κατάλληλα, το «κουτί» με όλα τα νέα του πλανήτη μέσα του, φωνάζει, θυμώνει, ή χαχανίζει, χωρίς να προκαλεί στο κοινό του μία αντίστοιχη έξαψη. Εντυπωσιάζει η διαφορά ανάμεσα στο ύφος του πομπού και σ’ εκείνο του δέκτη και κάποιος που θα την έβλεπε πρώτη φορά ίσως σκεφτόταν πως μεταξύ τους αποκλείεται να συναφθεί μια σχέση διαρκείας. Ωστόσο, η σχέση αυτή εδραιώθηκε. Είναι μια σχέση εξάρτησης μέσα από την απάθεια. Πάνω στην όψη του κάθε θαμώνα δεν υπάρχει κάτι που να δείχνει πραγματική διέγερση του ενδιαφέροντος. Είναι σαν να έχει περάσει μια μεμβράνη ατονίας πάνω από το ανάγλυφο του προσώπου του. Και είναι μελαγχολικό να το παρατηρεί κανείς, ακριβώς διότι τα ίδια αυτά χαρακτηριστικά του προσώπου δείχνουν πως η ζωτικότητα δεν είναι απούσα, έχει μόνο ανασταλεί, έχει σπρωχτεί στην άκρη. Οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι που σε άλλες στιγμές κινούνται, μιλούν ή χειρονομούν συχνά μ’ έναν τρόπο πηγαίο, τώρα κάθονται σαν αγκυλωμένοι στις καρέκλες τους για να δουν στην οθόνη αυτά που γίνονται και λέγονται ερήμην τους και που παρελαύνουν σαν συμβάντα τα οποία θα πρέπει οπωσδήποτε να έχουν υπ’ όψιν τους. Ένα έγκλημα, μια πυρκαγιά, το κόψιμο της κορδέλας σε κάποια εγκαίνια από κάποιον επίσημο, ή η τελευταία αψιμαχία μεταξύ συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης.
Σύμφωνα με μια διάσημη ρήση, πολιτική είναι η τέχνη του να κάνεις να μην ενδιαφέρονται οι άνθρωποι γι αυτά που τους αφορούν. Η τηλεόραση, με τη δική της πολιτική, παραλλάσσει αυτόν τον κανόνα. Θέλει να κάνει τους ανθρώπους να νομίζουν πως όσα τους δείχνει τους αφορούν. Πώς το επιχειρεί; Με το να ρίχνει μπροστά στα μάτια τους μερικά πλάνα με δείγματα ζωής. Υπόσχεται πως από τα δείγματα θα περάσει στη συνέχεια σε μια ευρύτερη παρουσίαση, πλην όμως αυτό δεν θα γίνει ποτέ. Δεν θα γίνει, διότι δεν είναι στη φύση αυτού του μέσου να οδηγείται σε συνθέσεις και να διευκολύνει την εξαγωγή συμπερασμάτων. Το παν είναι να συνεχίζεται η ροή της μετάδοσης. Μέσα σε μια ροή δεν συγκρατείται το παραμικρό. Το ένα φέρνει το άλλο, αυτό είναι όλο. Κι αν είναι έτσι, τότε τι νόημα έχει να πει κανείς κάτι γι’ αυτό; Μοιάζει μάταιο να βάλεις λόγια πάνω σε πράγματα που κυλάνε συνέχεια, που τρέχουν μέχρι να έλθει η νύστα, ο ύπνος και τέλος η νέκρωση. Σαν ανακούφιση από την ακατάπαυστη κίνηση για την κίνηση.
Παραμένει δύσκολο να φαντασθούμε τον ηθελημένο θάνατο της συνείδησης των Ελλήνων. Αποτελεί γεγονός ότι η ψυχική και ηθική κληρονομιά από τις προηγούμενες γενιές, -για την ακρίβεια ό,τι απέμεινε απ’ αυτή- δεν ευνοεί την παραίτηση και το βύθισμα στην απραξία. Κατά τις δηλώσεις τους οι Έλληνες εξακολουθούν να θέλουν να είναι κύριοι του εαυτού τους, πράγμα που μπορεί να χαρακτηρισθεί βαυκάλημα ως ένα βαθμό ή, αντίθετα, μια ενδόμυχη αντίσταση απέναντι στις αρρώστιες της ψυχής στις οποίες, κατά τ’ άλλα, παραδίδονται. Ας μείνουμε στο τελευταίο. Η χειρότερη πάθηση για έναν λαό που κρατήθηκε επί αιώνες στη ζωή με το οξυγόνο της γλώσσας, είναι να μην έχει λόγια για να εκφράσει αυτό που βλέπει ή αυτό που σκέπτεται. Οι θαμώνες του καφενείου, αυτοί που άλλοτε διηγούνταν ιστορίες, σχολίαζαν πράξεις ή καμώματα συντοπιτών ή και δημοσίων προσώπων, ή φιλονικούσαν επιστρατεύοντας ό,τι πιο εύστοχο μπορούσε να βγει από τα αυλάκια του μυαλού τους, τώρα μένουν βουβοί, ή το πολύ-πολύ να μηρυκάσουν κάτι που το δανείσθηκαν από τα δελτία ειδήσεων. Άλλοτε, μέσα στα σπίτια, στα μαγαζιά και στις πλατείες, η γλώσσα ανασκεύαζε τα συμβάντα. Ήταν μια παράδοση, ένα καθημερινό τελετουργικό, ένα πάθος με το οποίο η προφορικότητα εμπλούτιζε τον δημόσιο βίο, κι έφερνε τον λαϊκό άνθρωπο εκεί απ’ όπου τον έδιωχνε η εξουσία. Σήμερα, με την υποχώρηση της γλωσσικής έκφρασης, αυτό το δυναμικό αχρηστεύεται. Προφανώς, αυτό δεν μπορεί να μείνει χωρίς γενικότερες συνέπειες.
Είναι αντιφατικό να λέγεται ότι η χώρα έχει επείγουσα ανάγκη από την ενεργοποίηση του πληθυσμού και από την άλλη ο πληθυσμός να αναλώνεται σε θεάματα και ακροάματα σε βαθμό που να φαίνεται ότι τα εννοεί ως «φάρμακα» για τη δυστυχία ή και για την πλήξη του. Θα ήταν εντελώς ανεδαφικό να περιμένουμε να περιορίσει ο ίδιος δραστικά και σε σύντομο διάστημα αυτή την εξάρτηση, που είναι ταυτόχρονα και αυθυποβολή. Η τηλεόραση, όπως και το διαδίκτυο, είναι πλέον οργανικό μέρος της τοξινωμένης σύγχρονης ζωής. Δεν έχει νόημα να εξαντλείται κανείς σε μομφές εναντίον του ψυχαγωγικού και ψευδο-ιαματικού μηχανισμού που αιχμαλώτισε δολίως τα πλήθη, ούτε και σε ελεεινολογίες για τους ευάλωτους «χρήστες», προδομένους από τη μαλθακή τους θέληση. Πολύ πιο γόνιμο θα ήταν να αναπτυχθεί μια δραστηριότητα αντιπερισπασμού. Να αναληφθούν πρωτοβουλίες ώστε η μουδιασμένη γλώσσα να αρχίσει και πάλι να δημιουργεί εικασίες, συλλογισμούς, προτάσεις. Κατά πάσα πιθανότητα το εκφραστικό απόθεμα δεν έχει καταστραφεί εντελώς (παρά τους αγγλισμούς και παρά τα εικονίδια που εκτοπίζουν τις λέξεις στα ψηφιακά μέσα). Αν ανοίξουν κάποια περιθώρια στη συνομιλία –με συνάξεις οργανωμένες για κοινούς σκοπούς, με τη φυσική παρουσία των συμμετεχόντων να τους διεγείρει έτσι ώστε να διατυπώνουν τη γνώμη τους πιο στέρεα και πιο πειστικά- είναι βέβαιο ότι η εξέλιξη αυτή, καθιστώντας ζωηρότερους τους πολίτες, θα έχει αποτελέσματα πιο ευεργετικά ακόμη και από μια μεγάλη εισροή χρηματικού κεφαλαίου στην πτωχευμένη χώρα μας. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο κεφάλαιο από την προθυμία για δράση. Αλλά στον τόπο μας είναι ένας όρος αρχέγονος –από την ησιόδεια εποχή– πως δεν δρα κανείς χωρίς να μπορεί να στολίσει με λόγια τη δράση του. Η ομιλία προεκτείνει την ύπαρξη. Ας ελπίσουμε πως δεν θα συμβιβαστούμε μόνο να υπάρχουμε.
*Το τελευταίο βιβλίο του Βασίλη Καραποστόλη είναι το «Όταν η Γνώση είναι Ζωή». Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
(Πηγή: antifono.gr)