1204, η διαμόρφωση του νεώτερου Ελληνισμού (Γεώργιος Καραμπελιάς)

Η πρώτη Αλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204. Σχόλιο του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου Ιεροθέου, για το βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά.

(ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ)

Το βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά «1204, η διαμόρφωση του νεωτέρου Ελληνισμού» είναι αρκετά ενδιαφέρον και προξενεί την προσοχή του αναγνώστη.

Διάβασα σχεδόν όλο το βιβλίο, ανέγνωσα όμως προσεκτικότερα μερικά κεφάλαια που με ενδιέφεραν ιδιαίτερα, μεταξύ των οποίων το κεφάλαιο «Φιλοσοφία και ησυχία». Διεπίστωσα ότι με κομβικό σημείο το έτος 1204, κατά το οποίον έγινε η πρώτη άλωση-καταστροφή της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους, κατά την Δ Σταυροφορία, εξάγονται πολλά συμπεράσματα για την μετέπειτα ιστορία της σύγχρονης ζωής.
Ουσιαστικά το βιβλίο αυτό είναι το πρώτο της τριλογίας, ήτοι «της τριμερούς ιστορίας», με τα οποία ασχολήθηκε και θα ασχοληθή ο συγγραφεύς. Το πρώτο είναι το παρόν βιβλίο, το δεύτερο θα είναι ο Διαφωτισμός (1700-1821) και το τρίτο «Η Μεγάλη Ιδέα» (1829-1922).
Θα ήθελα να παρουσιάσω με συντομία τρία σημεία.

1. Χαρίσματα του συγγραφέως
Όταν μελετά κανείς διάφορα φαινόμενα, ιδεολογικά, πολιτικά, οικονομικά, όπως ο ίδιος ο συγγραφεύς γράφει, δεν μπορεί να τα ξεχωρίση από τους εκφραστές τους. Το ίδιο όταν μελετά κανείς ένα βιβλίο, δεν μπορεί να το αποσυνδέση από τον συγγραφέα του. Το ίδιο συμβαίνει και με το παρόν βιβλίο.
Παρακολουθώ εδώ και πολύ καιρό την πορεία και την εξέλιξη της προσωπικότητος και της σκέψης του Γιώργου Καραμπελιά. Ο ίδιος πέρασε μέσα από επαναστατικές ομάδες, δραστηριοποιήθηκε στην εναλλακτική Αριστερά, συμμετείχε στον αντιδικτατορικό αγώνα και στον Μάη του ’68 στο Παρίσι, υπήρξε μέλος των οικολόγων και εναλλακτικών, δημιούργησε με άλλους το βιβλιοπωλείο και τις εκδόσεις «Κομμούνα», που σήμερα ονομάζεται «Εναλλακτικό Βιβλιοπωλείο-Εκδόσεις», συμμετέχει στην συντακτική Επιτροπή του «Άρδην» και στην συντακτική Επιτροπή της 15μερης εφημερίδας «Ρήξη». Οπότε, με τα δεδομένα αυτά το παρόν βιβλίο αποτελεί έναν άθλο.
Ακόμη ο Γιώργος Καραμπελιάς έχει μεγάλα διανοητικά προσόντα, γερό μυαλό, ισχυρή κριτική σκέψη και καταπληκτική διεισδυτικότητα. Επίσης, παρατηρεί κανείς ότι για την συγγραφή του βιβλίου αυτού έχει μελετήσει πολλά βιβλία, απέκτησε γνώσεις πολλές, γι’ αυτό μπορεί να πη κανείς ότι είναι ένα βιβλίο με έναν πλούτο εγκυκλοπαιδικών-ιστορικών γνώσεων και το σπουδαιότερο είναι ότι έχει μια ενοποιούσα αρχή.
Επί πλέον ο Γιώργος Καραμπελιάς έχει τόλμη, είναι ένας ρηξικέλευθος άνθρωπος. Κάνει ρήξεις στην ζωή του, στις σκέψεις του και αναθεωρήσεις στον ίδιο του τον εαυτό. Αυτό προϋποθέτει όχι μόνον κριτική, αλλά και ελεύθερη σκέψη. Στο παρόν βιβλίο κάνει λόγο για «στρεβλώσεις που έχουν συσσωρευθεί επί αιώνες» σχετικά με την βυζαντινή ιστορία, σύμφωνα με το σχήμα Γίββων και Βολταίρος που ενστερνίστηκε εν πολλοίς ο Κοραής και ο ελληνικός κλασσικισμός, για «ασύγγνωστες πλάνες μου (μας)» σχετικά με το Βυζάντιο, για τις αποσιωπήσεις των ιστορικών, για υποτίμηση του Βυζαντίου από Έλληνες διανοούμενους, για την απέχθεια αυτών που προέρχονται από την Αριστερά στον μεγαλοϊδεατισμό, για την «πανίσχυρη βυζαντινή προκατάληψη της μεταπολίτευσης» κλπ.
Ο συγγραφέας σαφέστατα παρατηρεί ότι το Βυζάντιο «ακόμη και την τελευταία περίοδο, παρ’ όλο που είχε αρχίσει να υστερεί στις οικονομικές επιδόσεις και την τεχνολογία, προηγείτο στην “κοινωνική πολιτική” έναντι της Δύσης, το επίπεδο του “πολιτισμού” ήταν υψηλότερο, ενώ η κοινωνία είχε αρχίσει να μετεξελίσσεται εις βάθος». Μάλιστα, αφού αναφέρεται σε παλαιότερες αποσπασματικές και διαστρεβλωτικές απόψεις της Αριστεράς, καταλήγει: «Το Βυζάντιο, στην ακεραιότητά του, υπήρξε ταυτόχρονα έκφραση της ορθόδοξης πνευματικότητας, συνεχιστής του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, πρωτοπόρο στην “Αναγέννηση” των νέων χρόνων και –μετά τον 11ο η τον 12ο αιώνα– πρώτη πολιτισμική και πολιτειακή έκφραση του νέου ελληνισμού».

2. Η σημασία της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως το 1204
Η βασική σκέψη του συγγραφέως, όπως φαίνεται και στον τίτλο του βιβλίου, είναι η μεγάλη σημασία του έτους 1204 για την διαμόρφωση του νεωτέρου ελληνισμού. Πρόκειται για μια συμβολική αφετηρία, από την άποψη ότι προηγήθηκαν του έτους αυτού διάφορες γονιμοποιήσεις, αλλά και ακολούθησαν άλλα γεγονότα.
Είναι γνωστόν ότι η παλαιότερη «διαφωτιστική» άποψη των διανοουμένων που χαρακτηριζόταν, ως φιλοδυτική, υποστήριζε ότι το ορόσημο για την γένεση του νεοελληνικού Κράτους ήταν το 1453, ενώ η νεώτερη γενιά διανοουμένων μεταθέτει αυτό το ορόσημο στην περίοδο μετά το 1821. Ο Γιώργος Καραμπελιάς προχωρεί πιο πέρα από τις απόψεις αυτές για να τονίση ότι το ορόσημο αυτό πρέπει να προσδιορισθή το έτος 1204, όσα προηγήθηκαν αυτού και όσα ακολούθησαν.
Βέβαια ο όρος «νεοέλληνας» – «νέος έλληνας» πρώτη φορά αναφέρεται σε βιβλίο το 1675 που τυπώθηκε στην Βενετία από τον Ιερέα Γεώργιο Κονταρή και χρησιμοποιήθηκε κυρίως με την ίδρυση του ελληνικού Κράτους, μετά την Επανάσταση του 1821, σε μια προσπάθεια χειραφετήσεως του νέου ελληνισμού από την αρχαιοελληνική και ρωμαίϊκη παράδοση. Ο Γιώργος Καραμπελιάς γνωρίζει αυτήν την πραγματικότητα, γι’ αυτό χρησιμοποίησε τον όρο «νεώτερο Ελληνισμό», όπως θα λέγαμε αρχαία εποχή, μέση και νεώτερη.
Πάντως οι λόγοι που οδήγησαν τον Γιώργο Καραμπελιά σε αυτήν την άποψη είναι πολλοί, ήτοι ότι με την επιθετική εμφάνιση των Δυτικών «ολοκληρώνεται η συνείδηση της διαφορετικότητας και της ενότητας των βυζαντινών Ελλήνων», «οι άρχουσες τάξεις» του Κράτους προσεγγίζουν «την ελληνική ταυτότητα των λαϊκών στρωμάτων», μετά την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως το 1204 δημιουργούνται «πολλές εστίες αντίστασης» και επομένως αυτό αποτελεί «και την οριστική επιβεβαίωση της αναδύσεως του νεωτέρου ελληνισμού», από την περίοδο εκείνη και μετά το 1054 επήλθε «οριστική ρήξη της Ορθοδοξίας με τους Δυτικούς», ότι ακόμη παρατηρείται μια στροφή στους αρχαίους Έλληνες, με αποτέλεσμα να αναπτυχθή η μεγάλη «παλαιολόγεια Αναγέννηση», «στα γράμματα και τις τέχνες».
Επί πλέον το έτος 1204 υπήρξε και σημαντικό για την Δύση, γιατί με τις ληστρικές αρπαγές των Σταυροφόρων συσσωρεύθηκαν διάφορα υλικά κεφάλαια στην Δύση. Αυτό θα συντελέση στην «ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού ορισμένους αιώνες αργότερα». Οι ιταλικές πόλεις Βενετία και Γένουα και οι Φράγκοι θα απομυζήσουν τον βυζαντινό χώρο και τις αραβικές περιοχές. «Η πρώτη σύγχρονη αποικιοκρατική αυτοκρατορία, η Βενετία, θα δημιουργηθεί λεηλατώντας τα ελληνικά εδάφη», το ίδιο θα γίνη και με την Γένουα. Με «το έμβλημα του ιερού πολέμου» ολόκληρη η Δύση, Ιταλοί και Φράγκοι, Νορμανδοί και Άγγλοι, Ισπανοί και Καταλανοί, Ναβαρραίοι, Λατίνοι κληρικοί και μοναχοί, θα κάνουν αυτήν «την πρώτη μεγάλη αποικιακή εξόρμηση». Παρατηρούνται «ληστεία και αρπαγή», «φεουδαλική κατάτμηση και εκμετάλλευση των αγροτών». Παρά το ότι όλοι αυτοί έχουν αντιθέσεις μεταξύ τους «ως προς τις διανομές της λείας, θα μείνουν συνασπισμένοι ως το τέλος, απέναντι στους “αιρετικούς” Ορθοδόξους, σε μια πρώτη “πειραματική” εκδοχή ιμπεριαλιστικής συμμαχίας». Επομένως, «η συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Δύσης είχε ως πρώτο ιστορικό αναβαθμό την υποταγή και την λεηλασία της ευρωπαϊκής Ανατολής».
Η μεγάλη σημασία της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως του 1204, όπως την παρουσιάζουν πολλοί, μεταξύ των οποίων και ο χρονικογράφος Νικήτας Χωνιάτης, τόσο για την Ανατολή όσο και για την Δύση, συνετέλεσε ώστε να επιχειρηθή η αποσιώπησή της. Όλοι ομιλούν για την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453 από τους Οθωμανούς, από την οποία άρχισε επισήμως η Τουρκοκρατία, και σχεδόν αποσιωπάται η άλωση (πρώτη) κατά το έτος 1204 από τους Δυτικούς, που υπήρξε πιο σημαντική και τραγική. Κατά τον συγγραφέα «αυτή η παρασιώπηση συνεπάγεται την απόκρυψη των αποικιακού τύπου σχέσεων που εγκαθιδρύθηκαν έκτοτε ανάμεσα στους Δυτικούς κατακτητές και τους Έλληνες του ύστερου Βυζαντίου, παραχαράσσοντας, επί πλέον, την ίδια την παγκόσμια ιστορία, ειδικότερα στο αποφασιστικό κεφάλαιο που αφορά στην αποικιοκρατική συγκρότηση της Δύσης».
Και πριν το 1204 το Βυζαντινό Κράτος με τις λεγόμενες «διομολογήσεις στους ξένους εμπόρους» αποτελούσε μια «ημι-αποικία», αλλά το έτος αυτό με την πρώτη άλωση παίχτηκε «η τελευταία πράξη του δράματος». Μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως το 1261 δεν μπόρεσε αυτή ποτέ να ορθοποδήση, οπότε μοιραία επήλθε το τέλος κατά το 1453.
Πράγματι, «η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα αποτέλεσε κυριολεκτικώς μια σπουδή αποικιοκρατίας». Την περίοδο αυτή γίνεται μια άμεση εκμετάλλευση, ο πλούτος συγκεντρώνεται «στα χέρια των Φράγκων φεουδαρχών και των Ιταλών εμπόρων», «πραγματοποιείται εποικισμός με την μεταφορά εποίκων από τις “μητροπόλεις” της Δύσης στα κατακτημένα εδάφη», «επιχειρείται να επιβληθεί στους κατακτημένους η θρησκεία και η γλώσσα των κατακτητών, ενώ καταστρέφονται τα επιτεύγματα του πολιτισμού τους –λεηλασία μνημείων, καταστροφή χειρογράφων κ.ο.κ».
Φυσικά, στην αποικιακή αυτή επιδρομή της Δύσεως στην ανατολή, που είναι πρώτα οικονομική και έπειτα εδαφική, παρατηρείται «η ιδιοπροσωπία του νεωτέρου ελληνισμού ως αντιστασιακής εθνικής ταυτότητας». Στο βιβλίο αυτό που μελετάμε περιγράφονται πολλές τέτοιες αντιστάσεις και επαναστατικά κινήματα.
Γενικά το 1204, κατά τον συγγραφέα, είναι η στιγμή «της παραδειγματικής γένεσης της νεώτερης ταυτότητά μας, η οποία είναι ταυτόχρονα και η πράξη της γένεσης μιας κατακτητικής ληστρικής Ευρώπης».
Ο Γιώργος Καραμπελιάς παρατηρεί ότι και σήμερα ως Κράτος βρισκόμαστε σε παράλληλη εποχή, αφού σύγχρονα γεγονότα (από Ανατολή και Δύση) μας απειλούν «με σύνθλιψη», και ερωτά: «Η Δύση, στην κυρίαρχη σήμερα ατλαντική εκδοχή της, είναι άραγε διατεθειμένη να “προστατεύσει” η θέλει να μας “προσφέρει” ως αντάλλαγμα για την “εξημέρωση” της τουρκικής “Ανατολής”, όπως είχε κάνει και τότε;». Και προσφέροντας μια θετική πρόταση γράφει ότι «η Ευρώπη είναι υποχρεωμένη να μετακινηθή “ανατολικότερα” και να συναντήσει την βυζαντινή της καταγωγή που όχι απλώς έχει αποκρύψει, αλλά και την είχε βίαια ποδοπατήσει».
Το βιβλίο «1204, η διαμόρφωση του νεώτερου Ελληνισμού» διαιρείται σε έξι μεγάλες ενότητες. Η πρώτη ενότητα έχει τίτλο «Βυζαντινή πραγματικότητα» και αναφέρεται στο Βυζάντιο και στην ιστορία του, την παιδεία, την κοινωνία, την οικονομία, το δίκαιο, την πρόνοια, την ιατρική, την τέχνη κλπ.
Η δεύτερη ενότητα έχει τίτλο «Πρόκληση και Επανάσταση» και αναφέρεται στην πρώτη άλωση, τις εσωτερικές αντιθέσεις και εξωτερικές επιβουλές, την Φραγκοκρατία, την Τουρκοκρατία, την σχέση των Βυζαντινών με τους Λατίνους και τους Τούρκους, το κίνημα των ζηλωτών, την στροφή στην αρχαία Ελλάδα κλπ.
Η τρίτη ενότητα έχει τίτλο «Μια ελληνική αναγέννηση» στην οποία γίνεται λόγος για μια αναγέννηση που γίνεται με την λογοτεχνία, το λόγιο μυθιστόρημα, τον έρωτα και την σάτιρα, την ερωτική και σατιρική ποίηση, την λογιότητα, το γλωσσικό ζήτημα, την αισθητική των εικόνων.
Η τέταρτη ενότητα έχει τίτλο «Φιλοσοφία και ησυχία» στην οποία επιχειρείται μια παρουσίαση των φιλοσόφων και των ησυχαστών, που έζησαν και έδρασαν την περίοδο πριν την δεύτερη άλωση του 1453.
Η πέμπτη ενότητα έχει τίτλο «Το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο» και εκθέτει όλη την ζωή του Ελληνισμού μετά την τελική πτώση της Κωνσταντινουπόλεως.
Η έκτη ενότητα έχει τίτλο «Χρονολόγιο-βιβλιογραφία-ευρετήριο» και δίδει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την έρευνα την οποία έχει κάνει.
Στο τέλος του βιβλίου παρουσιάζονται χάρτες και εικόνες που συμπληρώνουν την συγκρότησή του.
Διαβάζοντας το βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά εντόπισα την σκέψη του που προκάλεσε το ενδιαφέρον μου, στην οποία κάνει λόγο για την μεγάλη αναγέννηση που άρχισε τον 19ο αιώνα μετά την κατασυκοφάντηση του Βυζαντίου, ενώ το Βυζάντιο παρουσιάσθηκε ως «Κιβωτός του Ελληνισμού και ως εκφραστής ενός πρωτότυπου πολιτισμού» από πλευράς φιλολογίας, λαογραφίας, ιστοριογραφίας, ιστοριογραφίας της ιατρικής, νομικής επιστήμης, ιστορίας της τέχνης, επιστήμης φιλοσοφίας, βυζαντινής θεολογίας.

3. «Φιλοσοφία και ησυχία»
Όπως προανέφερα, καίτοι διάβασα σχεδόν όλο το βιβλίο, ανέγνωσα προσεκτικά το 4ο κεφάλαιό του με τίτλο «Φιλοσοφία και ησυχία».
Ο λόγος που με προακάλεσε είναι ότι όταν έχω μπροστά μου ένα βιβλίο και παρατηρώ τα περιεχόμενά του, κατ’ αρχάς ανατρέχω στο κεφάλαιο εκείνο το οποίο με ενδιαφέρει και για το οποίο έχω ασχοληθή. Εκεί ακριβώς προσπαθώ να διερευνήσω κατά πόσον ο συγγραφεύς έχει μελετήσει τα θέματα και διακρίνεται από μια σοβαρότητα και αντικειμενικότητα. Όταν γνωρίζη κανείς καλά ένα θέμα, τότε μπορεί να «παλέψη» –να εκτιμήση θετικά η αρνητικά– με τον συγγραφέα που ασχολείται με το ίδιο θέμα.
Εδώ και 40 περίπου χρόνια έχω ασχοληθή με την περίοδο του 14ου αιώνος, δηλαδή μεταξύ της πρώτης αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους (1204) και της δεύτερης αλώσεως από τους Οθωμανούς (1453). Ιδιαιτέρως ασχολήθηκα με την περίοδο που έζησε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και με όλο το κίνημα του λεγομένου ησυχασμού που αναπτύχθηκε την περίοδο εκείνη. Έτσι, εξέδωσα πολλά βιβλία γύρω από αυτό το θέμα και μελέτησα όλη σχεδόν την βιβλιογραφία.
Ακριβώς αυτό με έκανε να ανατρέξω στο κεφάλαιο του βιβλίου του Γιώργου Καραμπελιά, στο οποίο κάνει λόγο για την φιλοσοφία και τον ησυχασμό. Καίτοι φαίνεται ότι ο συγγραφέας δεν έχει μελετήσει τα έργα μου, εν τούτοις όμως συμπίπτουμε. Διεπίστωσα ότι κάνει καλή χρήση των πηγών, χωρίς να τις διαστρέφη. Μάλιστα βρήκα και μερικές λεπτομέρειες τις οποίες δεν γνώριζα μέχρι σήμερα, παρά το ότι ασχολούμαι τόσα χρόνια με το θέμα αυτό.
Βεβαίως, το αλάθητο δεν ανήκει στα κτιστά όντα και στον άνθρωπο, ο οποίος είναι και εθελότρεπτος. Όμως, ο συγγραφεύς κάνει μια πολύ καλή ανάλυση.
Θα ήθελα, ως προς το θέμα αυτό, να υπογραμμίσω τρία σημεία.
Το πρώτον είναι ότι παρουσιάζει τον βίο και τις απόψεις των πρωταγωνιστών του 14ου αιώνος, δηλαδή των φιλοσόφων και των ησυχαστών, κυρίως του Βαρλαάμ και του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, καθώς και των υποστηρικτών τους. Αυτό το κάνει με σύντομη παρουσίαση, αλλ’ όμως δεν αστοχεί.
Το δεύτερον είναι ότι παρουσιάζει τα ρεύματα του δυτικού σχολαστικισμού και του ανατολικού ησυχασμού, καθώς επίσης και τα βασικά γνωρίσματά τους.
Ο σχολαστικισμός του Βαρλαάμ οδηγούσε στην νοησιαρχία, λογικοκρατία, ταυτίζοντας το ratio με τον λόγο, ενώ ο ησυχασμός του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά ήταν «θεολογία πραγμάτων και όχι εννοιών η ιδεών, που έχει ως βάση την θεοφάνεια, την θέα των ακτίστων ενεργειών του Θεού», διέκρινε τον λόγο από τον νου. Μάλιστα δε ο ησυχασμός προετοίμασε το γένος μας για να αντιμετωπίση όλες τις δυσκολίες της δουλείας στους Οθωμανούς.
Το τρίτο σημείο είναι ότι εκθέτει τα ιδεολογικά ρεύματα μεταξύ των αριστοτελιστών και των πλατωνιστών όχι μόνον στην διαφορά μεταξύ Ανατολής και Δύσης, αλλά και μεταξύ των εκπροσώπων τους μέσα στο Βυζαντινό κόσμο. Επομένως, φαίνεται η διείσδυση του σχολαστικισμού στο Βυζάντιο, με τον Βαρλαάμ, τον Δημήτριο Κυδώνη κλπ. και διείσδυση των Ενωτικών στην Δύση με τον Βαρλαάμ, Βησσαρίωνα κλπ. που προκάλεσε και την Αναγέννηση.
Προσωπική άποψη του Γιώργου Καραμπελιά είναι ότι στις διαμάχες μεταξύ ησυχαστών και σχολαστικών, ύστερα από δυό ληστρικές αλώσεις, δεν μπόρεσε να επιτευχθή μία δημιουργική σύνθεση. Ενώ ο ελληνικός κόσμος αποτελούσε το πρότυπο του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, από το 1204 και το 1453 έπαυσε να είναι. Η Δύση θα επανερμηνεύση την ελληνική σύνθεση και θα δημιουργήση ένα «νέο πολιτισμικό πρόσταγμα», «προς μια χρησιμοθηρική και τεχνοκεντρική κατεύθυνση». Έπειτα και ο δικός μας υλικός πολιτισμός, επιστήμη, τεχνολογία και φιλοσοφία θα ακολουθήσουν αυτό το δυτικό υπόδειγμα.
Σήμερα που η δυτική ηγεμονία βρίσκεται στο λυκόφως «και το δυτικό πρότυπο αναδεικνύει τις καταστροφικές όψεις του εγγελιακού διαφωτισμού στο ιστορικό, οικολογικό και ανθρωπολογικό πεδίο, αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε για την νέα σύνθεση».
Βέβαια, την σύνθεση την βλέπει σε ένα πολιτικό και πολιτιστικό επίπεδο. Γι’ αυτό στο τέλος του βιβλίου ως πρόταση αναφέρεται στην καινούρια «Μεγάλη Ιδέα» που είναι «η σύνθεση ανάμεσα στην Αθηναϊκή Δημοκρατία και τον “ένδοξό μας βυζαντινισμό” και γράφει ότι μπορούμε να «νιώσουμε και πάλι μια ισότιμη συνιστώσα» «σε έναν κόσμο όπου η Μικρά Ασία θα είναι επιτέλους δημοκρατική και κατά συνέπεια οι λαοί και οι περιφέρειές της θα έχουν ανακτήσει το δικαίωμα της αυτοέκφρασής τους, σε έναν κόσμο όπου οι βαλκανικοί λαοί θα έχουν ξεπεράσει τις διαμάχες τους και το όραμα του Ρήγα θα μπορεί να γίνει πράξη, όπου η παραγωγή θα έχει έρθει κοντά στους ανθρώπους και ο καταναλωτισμός θα έχει υποχωρήσει. Σε μια Ευρώπη, τέλος, που θα ανασυγκροτηθεί με την ισχυρή συμβολή της ελληνικής και σλαβικής-ορθόδοξης συνιστώσας και όπου η νοησιαρχική αντίληψη της κυριαρχίας θα έχει υποχωρήσει μπρος στην ελληνική ισορροπία ύλης και πνεύματος. Μόνο σε έναν τέτοιο κόσμο, το πρότυπο της βυζαντινής πνευματικότητας, της περιστολής του αχαλίνωτου κέρδους, της κοινωνικής αλληλεγγύης, θα μπορούσε και πάλι, σαν τον “μαρμαρωμένο βασιλιά”, να αναστηθεί με σύγχρονους όρους».
Πρέπει να παρατηρήσω ότι η σύνθεση αυτή μεταξύ ελληνικής φιλοσοφίας και χριστιανικής σκέψεως έχει γίνει τον 4ο αιώνα από τον Μέγα Βασίλειο και τους Καππαδόκες Πατέρες στα οντολογικά, κοσμολογικά και ανθρωπολογικά προβλήματα. Βεβαίως, με αφετηρία την προσπάθεια των Πατέρων του 4ο αιώνος και μέσα στο «πνεύμα» τους μπορούμε να κάνουμε αυτήν την σύνθεση μέσα στα σύγχρονα ρεύματα, τα οποία κινούνται στις ίδιες προοπτικές. Βέβαια αυτή η σύνθεση δεν μπορεί να επιβληθή με την βία και τα όπλα. Όμως ο Καραμπελιάς βλέπει αυτήν την σύνδεση σε πολιτικό και πολιτιστικό επίπεδο. Πράγματι αυτή πρέπει να είναι η σύγχρονη Μεγάλη Ιδέα του γένους μας.
Πάντως, το βιβλίο του Γιώργου Καρπαμπελιά «1204, η διαμόρφωση του νεωτέρου Ελληνισμού» θέτει πολλούς προβληματισμούς, διάφορα ερωτήματα και σημαντικές τοποθετήσεις. Μελετά τα προβλήματα και δημιουργεί προβληματισμό. Είναι ένα βιβλίο καταστάλαγμα έντονης μελέτης και ανοίγει έναν δημιουργικό διάλογο.
Αναμένουμε και τα άλλα δύο έργα της τριλογίας, ήτοι το περί Διαφωτισμού και το περί της Μεγάλης Ιδέας, για τα οποία μας έχει ήδη προϊδεάσει με το παρόν βιβλίο.
Τον ευχαριστώ για τις ρήξεις του και την απομάκρυνση από αγκυλώσεις, καθώς επίσης και για το άνοιγμα ενός γόνιμου διαλόγου.–

(Πηγή: “Εκκλησιαστική Παρέμβαση”, Μάρτιος 2007)

 

_________________________________________________

Μνήμες της Άλωσης

Γιώργου Καραμπελιά

(από το βιβλίο του, 1204, η Διαμόρφωση του Νεώτερου Ελληνισμού, Εναλλακτικές Εκδόσεις σσ. 383 – 391)

Κωνσταντίνος Παλαιολόγος εις μάχην 1453, Μυτιλήνη μουσείο Θεόφιλου

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης προκάλεσε τόσο βαθιά εντύπωση στους Έλληνες, από τον Πόντο και την Παλαιστίνη έως τη Νότια Ιταλία, ώστε αναρίθμητοι θρήνοι, δημοτικοί ή λογιότεροι, πλάστηκαν ή γράφτηκαν γι’ αυτό το σχεδόν απίστευτο κοσμοϊστορικό γεγονός. Παρ’ ότι η Βασιλεύουσα ήταν πια σκιά του εαυτού της, ερημωμένη και ερειπωμένη, μια νησίδα στην οθωμανική θάλασσα, εντούτοις η ύπαρξή της σηματοδοτούσε ακόμα την ύπαρξη του βυζαντινού ελληνισμού[1]. Γι’ αυτό και το τέλος της άργησε να γίνει πιστευτό από τους ραγιάδες και βιώθηκε ως μια ανεπανόρθωτη καταστροφή.

Ταυτόχρονα όμως, υπογραμμίζει ο Νικόλαος Πολίτης, η Άλωση λειτούργησε λυτρωτικά, απελευθέρωσε τους Έλληνες από τις φρούδες ελπίδες της ανάστασης ενός σεσηπότος οργανισμού και από την κατάθλιψη που τους βάραινε μπρος στο αναπόφευκτο τέλος:
Προ ταύτης μεν [δηλ. της αλώσεως] τα περί του μέλλοντος μαντεύματα ήσαν απαίσια και προανήγγελλον όλεθρον και καταστροφάς, μετά δε την άλωσιν αντίθετα όλως διεδίδοντο, μαρτυρούντα μεταβολήν του φρονήματος του έθνους. Από πολλού μεν χρόνου προ της αλώσεως της πρωτευούσης του κράτους ανεφέροντο χρησμοί περί της επικειμένης καταστροφής, ευθύς δ’ όμως μετά την άλωσιν εγεννήθησαν αίσιαι περί της μελλούσης τύχης του έθνους ελπίδες, και ερριζώθη η πεποίθησις παρά τω ελληνικώ λαώ ότι αφεύκτως διά της σπάθης θ’ ανακτήσει την διά της σπάθης αρπασθείσαν υπό των εχθρών πατρικήν κληρονομίαν[2].
Ο Γεώργιος Ζώρας, στη Βυζαντινήν Ποίησιν, καταγράφοντας τους «θρήνους» της Άλωσης, εμφαίνει τη διαφοροποίηση ανάμεσα σε όσους γράφτηκαν αμέσως μετά την Άλωση και τους μεταγενέστερους, αφού είχε μεσολαβήσει η σκληρή δοκιμασία της σκλαβιάς. Ο άγνωστος συγγραφέας στην «Ἅλωσι Κωνσταντινουπόλεως», από τους 1045 στίχους –που άλλοτε αποδίδονταν στον Εμμανουήλ Γεωργιλά– επικρίνει τους Βυζαντινούς, διότι «τρία πράγματα ἐχάλασαν τὴν Ῥωμανίαν ὅλην:/ὁ φθόνος, ἡ φιλαργυρία καὶ ἡ κενὴ ἐλπίδα», καθώς και τους Δυτικούς για την αδιαφορία τους:
     296 Ὦ Βενετία φουμιστή, μυριοχαριτωμένη,
             Αὐθέντες εὐγενέστατοι, λάθος μεγάλον ἦτον,
       Εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν μεγάλο κρῖμα ἦτον·
299 Ποῦ ἦτον ἡ βοήθεια σας, αὐθέντες Βενιτζιάνοι;[3]
Ωστόσο, επιχειρεί να συγκινήσει τους χριστιανούς, και κυρίως τον πάπα, ώστε να οργανώσουν μια απελευθερωτική σταυροφορία:
289 Ἦλθε καιρὸς τῶν χριστιανῶν, Λατίνων καὶ Ῥω­μαί­ων,
        Ῥού­σων καὶ Βλά­χων καὶ Οὐγγρῶν, Σέρβων καὶ Ἀλαμάνων,
291  ὅ­λοι νὰ ὁ­μο­νοι­ά­σου­σιν, νὰ γέ­νου­σι τὸ ἕ­να [ ]
604 Ὦ κο­ρυ­φὴ τῆς ἐκ­κλη­σι­ᾶς, πα­να­γι­ώ­τα­τε πά­πα,
        Τῆς πί­στης τὸ στε­ρέ­ω­μα, Χρι­στια­νῶν ἡ δό­ξα,
        ’ς τὴν ἁ­γι­ο­σύ­νη σου κρε­μᾷ ὅλ’ ἡ χριστιανοσύνη·
        νὰ τοὺς ἐ­φέ­ρῃς εἰς καλὸν ἐκ τὴν δι­ατανωσύνη [ ]
608  καὶ νὰ ση­κώ­σῃς τὸν σταυ­ρὸν μὲ φόβον καὶ μὲ τρόμον[4].
Όμως, ενάμιση αιώνα αργότερα, και ενώ συνεχίζονται να γράφονται θρήνοι για την Άλωση, ο επίσκοπος Μυρέων Ματθαίος, το 1619, στο βιβλίο του «Ἑ­τέ­ρα ἱ­στο­ρί­α τῶν κα­τὰ τὴν Οὐγ­γρο­βλα­χί­αν τε­λε­σθέν­των, ἀρ­ξα­μέ­νη ἀ­πὸ Σερ­μπά­νου βο­η­βόν­δα μέ­χρι Γα­βρι­ὴλ βο­η­βόν­δα, τοῦ ἐ­νε­στῶ­τος δου­κός, ποι­η­θεῖ­σα πα­ρὰ τοῦ ἐν ἀρ­χι­ε­ρεῦ­σι πα­νι­ε­ρω­τά­του μη­τρο­πο­λί­του Μυ­ρέ­ων κυ­ροῦ Ματ­θαί­ου τοῦ ἐκ Πω­γω­νια­νῆς, καὶ ἀ­φι­ε­ρω­θεῖ­σα τῷ ἐν­δο­ξο­τά­τω ἄρ­χον­τι κυ­ρί­ῳ Ἰ­ω­άν­νῃ τῷ Κα­τρι­τζῇ», αφιερώνει τους στίχους 2305-2764 στην Άλωση από όπου ήδη αναφαίνεται μια ριζικά διαφορετική ιδεολογία. Ο Ματθαίος οικτίρει τους «Έλληνες» (Ὦ πῶς ἐ­κα­τα­στά­θη­κε τὸ γέ­νος τῶν Ἑλ­λή­νων –στ. 2360), που περιμένουν τη σωτηρία τους από τους ξένους και από τους ψευδοχρησμούς:
2328 Οὐαὶ σ’ ἐμᾶς, ἀ­φέν­τη μου, μὲ τὴν ὀ­λί­γην γνῶ­σι,
          ὁ­π’ ἔ­χο­μεν τὸ θάρ­ρος μας μέ­σα εἰς τὴν Σπανί­αν,
          κ’ εἰς τὰ χοντρὰ τὰ κάτεργα ποὺ ’ναι ’ς τὴν Βενετίαν,
          νὰ ἔλ­θουσι μὲ τὸ σπαθὶ τὸν Τοῦρκον νὰ σκοτώσουν,
          νὰ πά­ρουν τὸ βασίλειον κ’ ἐμᾶς νὰ μᾶς τὸ δώσουν·
2335 Ἐλ­πί­ζο­μεν εἰς τοὺς χρη­σμούς, ’ς τὲς ψευ­δο­προ­φη­τεῖ­ες,
          Καὶ τὸν και­ρόν μας χά­νο­μεν ’ς τὲς μα­ται­ο­λο­γί­ες,
          Εἰς τὸν βορ­ρᾶν ’ς τὸν ἄ­νε­μον ἔ­χο­μεν τὴν ἐλ­πί­δα,
2338 Νὰ πά­ρουν ἀ­πὸ πά­νω μας τοῦ Τούρ­κου τὴν πα­γί­δα[5].
Για τον επίσκοπο Μυρέων, η μόνη καταφυγή των υπόδουλων «Ελλήνων» είναι πλέον ο εαυτός τους και ο Θεός. Αν οι ίδιοι είναι πιστοί και ξεπεράσουν τις αδυναμίες τους και εάν Εκείνος το επιθυμεί, θα ελευθερωθούν. Την ίδια στιγμή, ένας άλλος επίσκοπος, ο Διονύσιος ο «Σκυλόσοφος» της Λάρισας, με την εξέγερσή του, θα δοκιμάσει να θέσει σε εφαρμογή το «συν Αθηνά και χείρα κίνει»!
Τόσο έντονα σφραγίστηκε η λαϊκή φαντασία από την πτώση της Πόλης, ώστε δημιουργήθηκαν θρύλοι και παραδόσεις πανελλήνιας εμβέλειας και μακροχρόνιας αντοχής, όπως για τα μισοτηγανισμένα ψάρια, τον μαρμαρωμένο βασιλιά, τον παπά της Αγίας Σοφίας ή την Αγία Τράπεζα κ.λπ.
Τον καιρό που είχαν ζώση την Πόλη οι Τούρκοι, ένας καλόγερος ετηγάνιζε εφτά ψάρια ‘ς το τηγάνι. Τα είχε τηγανίση από τη μία μεριά κι’ ό,τι ήταν να τα γυρίση από την άλλη, έρχεται ένας και του λέει, πως πήραν οι Τούρκοι την Πόλη˙ «Ποτέ δεν θα πατήσουν την Πόλη οι Τούρκοι, λέγει ο καλόγερος. Τότε θα το πιστέψω αυτό, αν αυτά τα ψάρια τα τηγανισμένα ζωντανέψουν!» Δεν απόσωσε το λόγο, και τα ψάρια πήδησαν από το τηγάνι ζωντανά, κ’ έπεσαν ‘ς ένα νερό εκεί κοντά. Και είναι ως τα σήμερα τα ζωντανεμένα εκείνα ψάρια ‘ς το Μπαλουκλύ, και θα βρίσκωνται εκεί μισοτηγανισμένα και ζωντανά, ως να έρθη η ώρα να πάρωμε την Πόλη. Τότε λεν πως θαρθή ένας άλλος καλόγερος να τ’ αποτηγανίση[6].
Το γεγονός της Άλωσης μόνο με μια θαυματουργία θα μπορούσε να πιστοποιηθεί, να πηδήσουν τα μισοτηγανισμένα ψάρια στο νερό. Παράλληλα, επιβεβαιώνεται η πίστη στην αναπόφευκτη ανακατάκτηση. Την ίδια ή και μεγαλύτερη διάδοση είχε και ο θρύλος του «μαρμαρωμένου βασιλιά»:
Όταν ήρθε η ώρα να τουρκέψη η Πόλη, και μπήκαν μέσα οι Τούρκοι, έτρεξε ο βασιλιάς μας καβάλλα ‘ς τάλογό του να τους εμποδίση. Ήταν πλήθος αρίφνητο η Τουρκία, χιλιάδες τον έβαλαν ‘ς τη μέση, κ’ εκείνος χτυπούσε κ’ έκοβε αδιάκοπα με το σπαθί του. Τότε σκοτώθη τ’ άλογό του, κ’ έπεσε κι αυτός. Κ’ εκεί που ένας Αράπης σήκωσε το σπαθί του να χτυπήση το βασιλιά, ήρθε άγγελος Κυρίου και τον άρπαξε, και τον πήγε σε μία σπηλιά βαθιά ‘ς τη γη κάτω, κοντά ‘ς τη Χρυσόπορτα. Εκεί μένει μαρμαρωμένος ο Βασιλιάς, και καρτερεί την ώρα νάρθη πάλι ο άγγελος να τον σηκώση. [ ] Όταν είναι το θέλημα του Θεού, θα κατεβή ο άγγελος ‘ς τη σπηλιά και θα τον ξεμαρμαρώση, και θα του δώση ‘ς το χέρι πάλι το σπαθί, που είχε ‘ς τη μάχη. Και θα σηκωθή ο βασιλιάς και θα μπή ‘ς την Πόλη από τη Χρυσόπορτα, και κυνηγώντας με τα φουσσάτα του τους Τούρκους, θα τους διώξη ως την Κόκκινη Μηλιά. Και θα γίνη μεγάλος σκοτωμός, που θα κολυμπήση το μoυσκάρι ‘ς το αίμα[7].
Μια παράδοση εξόχως ενδεικτική για τη διαμόρφωση της ελληνικής αυτοσυνειδησίας, μέσα από τους μαιάνδρους της ιστορικής εμπειρίας, είναι αυτή η οποία αφορά στην Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας:
Την ημέρα που πάρθηκε η Πόλη έβαλαν ‘ς ένα καράβι την αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφιάς, να την πάη ‘ς τη Φραγκιά, για να μην πέση ‘ς τα χέρια των Τούρκων. Εκεί όμως ‘ς τη θάλασσα του Μαρμαρά άνοιξε το καράβι και η αγία τράπεζα εβούλιαξε ‘ς τον πάτο. Στο μέρος εκείνο η θάλασσα είναι λάδι, όση θαλασσοταραχή και κύματα κι’ αν είναι γύρω. Και το γνωρίζουν το μέρος αυτό από τη γαλήνη που είναι πάντα εκεί και από την ευωδία που βγαίνει. [ ] Όταν θα πάρωμε πάλι την Πόλη, θα βρεθή και η αγία Τράπεζα και θα την στήσουν ‘ς την Αγία Σοφιά, να γίνουν ‘ς αυτή τα εγκαίνια[8].
Επρόκειτο, αρχικώς, για την αυθεντική Αγία Τράπεζα την οποία είχε τοποθετήσει ο Ιουστινιανός και την είχαν λεηλατήσει και κατατεμαχίσει οι Φράγκοι το 1204. Τότε πλάστηκε ο θρύλος ότι βούλιαξε στην Προποντίδα, όταν οι Ενετοί αποπειράθηκαν να τη μεταφέρουν στην Ιταλία. Το θαυματουργό γεγονός περιγράφει και ο χρονογράφος Δωρόθεος, επίσκοπος Μονεμβασίας – το Χρονικό του οποίου τυπώθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1637 και γνώρισε 18 εκδόσεις στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας: «ὑ­πα­γαί­νουν τι­νὲς ἐ­κεῖ μὲ πε­ρά­μα­τα, καὶ λαμ­βά­νουν ἀ­πὸ τὴν θά­λασ­σαν ἐ­κεί­νην, ὅ­που εἶ­ναι ἡ ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα, καὶ μυ­ρί­ζει θαυ­μα­σι­ώ­τα­τα μυ­ρω­δί­ας, ἀ­πὸ τὸ ἅ­γιον μύ­ρον ὅ­που ἔ­χει καὶ τῶν ἄλ­λων ἀ­ρω­μά­των»[9].
Στη μεταγενέστερη παράδοση, η σύληση της Αγίας Τράπεζας από τους Φράγκους μεταβάλλεται σε προσπάθεια να διασωθεί με τη μεταφορά της… στη «Φραγκιά»! Έτσι, διατηρείται ο παλαιότερος πυρήνας για τη μεταφορά της, αλλά σε ένα πλαίσιο ριζικά διαφορετικό, σύμφωνα με τη νέα «βασική αντίθεση» που είναι η τουρκική κατοχή. Τέλος, σε μία αρχαιότερη εκδοχή, πριν από την Άλωση του 1204, η Αγία Τράπεζα έμελλε να καταστραφεί από το «γύναιον Μόδιον», λίγο πριν την έλευση του Αντιχρίστου. «Όθεν αι τύχαι της Αγίας Σοφίας και των ιερών σκευών αυτής [ ] συνάπτονται προς τας τύχας του ελληνικού έθνους»[10].
Αναρίθμητες είναι οι παραδόσεις που αφορούν στην Άλωση και στην πίστη στην «επιστροφή» της Πόλης στα χέρια των Ελλήνων, όπως ο φωτεινός σταυρός που φαίνεται πάνω απ’ την Αγιά Σοφιά ή ο θρύλος για τη λειτουργία της Αναστάσεως, που κατά μυστηριώδη τρόπο τελείται κάθε χρόνο στη μεταβληθείσα σε τζαμί εκκλησιά.

H Κωνσταντινούπολη το 1450

Η καθημερινότητα
Αλλά, εκτός από τη μνήμη του βυζαντινού κράτους των Ελλήνων και τους θρύλους της Άλωσης, αναρίθμητα «βυζαντινά» στοιχεία συναντούμε στην ίδια την καθημερινότητα, κάποτε και τη θεσμική, των μεταβυζαντινών.
Άμεση συνέπεια της τουρκικής κυριαρχίας και της επιβολής των οθωμανικών θεσμών πάνω στη βυζαντινή κληρονομιά ήταν «ο αποκεφαλισμός της, στο επίσημο επίπεδο, και η απομόνωση στο λαϊκό», όπως εύστοχα υπογραμμίζει ο Σπύρος Βρυώνης[11]. Η τουρκική κατοχή προκάλεσε βαθύτατες αλλαγές: στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, απλοποίηση της ταξικής δομής, οικονομική πτώχευση, εθνική αποσύνθεση, θρησκευτική οπισθοδρόμηση, στέρηση ατομικών δικαιωμάτων, αποθεσμοποίηση του πολιτισμού και πολιτισμική απομόνωση[12]. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η βυζαντινή κληρονομιά καταδύεται κυρίως στο λαϊκό επίπεδο, τις παραδόσεις, τις συμπεριφορές, την εκκλησία, την τέχνη, και εκεί εγκαταβιώνει ριζωμένη στην καθημερινότητα των ραγιάδων[13]. Γι’ αυτό και οι κατώτερες τάξεις, ο λαϊκός κλήρος, οι ορεσίβιοι, οι νη­σιώτες, όσοι, δηλαδή, στην καθημερινή τους ζωή, έρχονται λιγότερο σε επαφή με τους Οθωμανούς κατακτητές, θα διατηρήσουν σχεδόν αλώβητη τη βυζαντινή παράδοση, έστω και αν κάποτε αγνοούν το ιστορικό υπόβαθρο και τα μνημεία της ιστορικής συνέχειας.
Ωστόσο, και στο θεσμικό πεδίο, δεν εξαφανίζονται εντελώς οι επιβιώσεις αυτής της κληρονομιάς[14]. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα που αφορούν στο βυζαντινό δίκαιο, το οποίο εχρησιμοποιείτο για έξι ολόκληρους αιώνες, μέχρι την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, το 1946! Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, κυκλοφόρησαν παραφράσεις του Αρμενοπούλου και της επιτομής του Βλαστάρεως στη δημώδη, όπως το Νομοκριτήριον, τον 17ο αιώνα. Μαρτυρούνται, επίσης, μορφές επιβίωσης της βυζαντινής Προτιμήσεως – που προστάτευε τους ελεύθερους αγρότες από τους γαιοκτήμονες[15]: Όντως, σε νόμους και έθιμα των διοικήσεων της Μυκόνου (1647), της Σύρου (1697, 1700, 1812), του Πόρου, της Σαντορίνης, της Φολεγάνδρου, εφαρμοζόταν μια ανάλογη πρακτική, γνωστή ως προτιμή, η οποία ίσχυε και σε περίπτωση πλειστηριασμού για χρέη, εξ αιτίας αδυναμίας καταβολής του χαρατσιού.
Για το δίκαιο της θάλασσας είναι ακόμα στενότερη η συνάφεια του νεώτερου εθιμικού δικαίου –όπως εκείνου της Ύδρας (1793)– με τον βυζαντινό «Νόμον Ῥοδίων Ναυτικὸν» που ρύθμιζε τα ναυτικά δάνεια ή κατένειμε τα κέρδη και τις ζημιές ανάμεσα στον πλοίαρχο και το πλήρωμα των σκαφών – πρακτική που συνεχίζεται και σήμερα στα ψαράδικα σκάφη[16].
Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, η βυζαντινή νομοθεσία αποτελούσε την κύρια πηγή του δικαίου μαζί με το εθιμικό δίκαιο. Στα πρώτα Συντάγματα (1821-1827), το δίκαιο οριζόταν «συμφώνως προς τους νόμους των αειμνήστων Βυζαντινών αυτοκρατόρων», ενώ ο Καποδίστριας θεσμοθέτησε την Ἑ­ξά­βι­βλο του Αρμενοπούλου (1345) ως την αποκλειστική πηγή του αστικού δικαίου. Το διάταγμα 152 της 15/27 Αυγούστου 1830 θέσπιζε πως τα δικαστήρια θα έπρεπε να συμβουλεύονται και να εφαρμόζουν τους νόμους των Βυζαντινών αυτοκρατόρων που περιείχοντο στην Ἑ­ξά­βι­βλο. Εν τέλει δε, το ιδιωτικό δίκαιο ρυθμίστηκε, κατά τη διάρκεια της Αντιβασιλείας, με το διάταγμα της 23ης Φεβρουαρίου του 1835, σύμφωνα με τους νόμους των Βυζαντινών αυτοκρατόρων που περιλαμβάνει η Ἑ­ξά­βι­βλος, έως ότου εκδοθεί νέος Αστικός Κώδικας, πράγμα που συνέβη μόλις το 1946![17]
Αν η θρησκευτική ζωή των Ελλήνων και η τέχνη –ζωγραφική, μουσική– παραμένει μέχρι σήμερα σφραγισμένη από το Βυζάντιο, δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως, ορισμένες δεκαετίες πριν, ο αγροτικός κόσμος ζούσε, καλλιεργούσε και διασκέδαζε με μορφές παραπλήσιες, αν όχι ταυτόσημες, με τους Βυζαντινούς. Και αδιάψευστο μάρτυρα συνιστούν οι παραδόσεις, οι μύθοι, οι παροιμίες, τα τραγούδια[18].
Μια απλή καταγραφή των «βυζαντινών» στοιχείων που επιβιώνουν στη μακρά διάρκεια, σε παροιμίες, αποφθέγματα, γνωμικά –είναι άρρηκτα δεμένα με τον εθνικό χαρακτήρα των λαών, με τις συνέχειες και τις ασυνέχειές τους, τις τομές και τις τροπές τους–, αποτελεί από μόνη της ένα τιτάνιο έργο. Θα σταχυολογήσουμε απλώς ορισμένα λήμματα από τις συλλογές παροιμιών, αποφθεγμάτων και παροιμιωδών εκφράσεων των βυζαντινών συγγραφέων και φιλολόγων, υπενθυμίζοντας ότι πολλές από αυτές ανάγονται στον Αίσωπο και έχουν ζωή τουλάχιστον δύο χιλιάδων χρόνων.
Ανάμεσα σε εκείνους που συνέλεγαν παροιμίες κατά τη βυζαντινή περίοδο ήταν και ο Ψελλός, ο Πλανούδης, ο Γλυκάς, ο Μιχαήλ Αποστόλης, ενώ ο Κοραής, αρχικώς, και εν συνεχεία ο Σάθας, ο Κουρτς (Eduard Kurtz) και ο Κρουμπάχερ υπήρξαν από τους πρώτους που τις κατέγραψαν. Ο Κρουμπάχερ είχε καταμετρήσει 129, ενώ, λίγα χρόνια μετά, ο Νικόλαος Πολίτης καταγράφει ήδη 222[19]. Διαβάζουμε, λοιπόν, ορισμένες παροιμίες από τις παλαιότερες συλλογές: Από τα Αισώπεια, «Τὸ ταχὺ καὶ χάριν ἔχει» ή «Ὕδωρ ἱστάμενον ὄζει»· από τη συναγωγή του Μιχαήλ Ψελλού, «Μία χερέα νερὸ πνίγει με», «Ἀπὸ σαλοῦ καὶ με­θυ­στοῦ τὴν ἀ­λή­θειαν ἄ­κου­ε», «Ὁ λύ­κος τὴν τρί­χα ἀ­λλάσ­σει, τὴν δὲ γνώ­μην οὐκ ἀ­λλάσ­σει», «Ὁ κό­σμος ἐ­πον­τί­ζε­τον καὶ ἡ γυ­νή μου ἐ­στο­λί­ζε­τον»[20]. Από βυζαντινές συλλογές που έχουν εξαρχαΐσει το γλωσσικό ιδίωμα: «Τῶν φρονί­μων τὰ παι­δί­α πρὶν πει­νά­σουν μα­γε­ρεύ­ουν», «Ἂν ἔ­χῃς τύ­χην τρέ­χε, καὶ ἂν οὐκ ἔ­χῃς τύ­χην τί τρέ­χεις;» «Εἰς κουφοῦ θύ­ραν ὅ­σα θέ­λεις κρά­ζε», «Ἐκε­ῖ ὅπου ἔνι πολ­λοὶ πε­τει­νοὶ τα­κεῖ ἡ­μέ­ρα οὐ γί­νε­ται», «Ἄλ­λο­θι τὰ ᾄ­σμα­τα, ἀλ­λα­χοῦ δὲ γεν­νῶ­σιν ἀ­λε­κτο­ρί­δες», «Ἀ­πο­ρί­α ψάλ­του βήξ», «Ἀρ­χη­γοῦ πα­ρόν­τος, ἀρ­χὴ παυ­σά­σθω», «Τρεῖς ᾄ­δου­σι, δύ­ο δὲ χο­ρεύ­ου­σι», «Χαί­ροις φί­λε – Κυά­μους σπεί­ρω»[21].
Ο Κουκουλές, για να καταδείξει την άμεση συνάφεια της νεώτερης ελληνικής και των εκφράσεών της με τη γλώσσα του Βυζαντίου[22], αφιέρωσε έναν τόμο της Ιστορίας του, το «Παράρτημα» του Ε΄ τόμου, στη «νέα ελληνική γλώσσα κατά τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά έθιμα». Ανάμεσα στ’ άλλα μας θυμίζει πως η παροιμιώδης έκφραση «έμεινε στα κρύα του λουτρού» αναφέρεται στα βυζαντινά ατμόλουτρα –ρωμαϊκής προελεύσεως, τα οποία περιγράφει και ο Γαληνός–, όπου ο λουόμενος περνούσε διαδοχικά από τρία διαμερίσματα, ψυχρό, χλιαρό και θερμό, ή κυρίως λουτρό. Αν, για οποιονδήποτε λόγο, διακοπτόταν το λουτρό, έμενε κυριολεκτικά «στα κρύα του λουτρού»[23].
Το «κοντὸς ψαλμός, ἀλληλούια» σημαίνει πως ένα γεγονός θα ολοκληρωθεί τόσο γρήγορα όσο σύντομα επέρχεται ο ενταφιασμός μετά τον «κοντό» ψαλμό και το αλληλούια. Και ήδη, στον 7ο αιώνα, απαντάται η φράση «εἰ δὲ τῇ το­μῇ θά­να­τος ἐ­πι­δρά­μοι, βρα­χὺς ψαλ­μὸς ἐ­πι­κή­δει­ος ἀ­παλ­λάτ­τει τὸν πά­σχον­τα»[24]. Ο «κερατάς» αποκαλείται έτσι διότι, όπως τονίζει και ο Ψελλός στη μικρή μελέτη του «Πό­θεν τὸ τοῦ κε­ρα­τᾶ ὄ­νο­μα», τα κερασφόρα ζώα, σε αντίθεση με τα μη κερασφόρα, δεν είναι ζηλότυπα, εξ ου και η ονοματοδοσία κερατάς:
τῶν γὰρ ἀ­λό­γων ζῴ­ων ὅ­σα μὲν οὐκ ἔ­χει κέ­ρα­τα, ὀρ­γί­λα καὶ ζη­λό­τυ­πα πε­ρὶ τὰς εὐ­νάς… τὰ δὲ κε­ρα­σφό­ρα σχε­δὸν εἰ­πεῖν ξύμ­παν­τα ῥᾷ­στα τὸ πά­θος ὑ­φί­σταν­ται· ἐν­τεῦ­θεν γοῦν τὸν μὴ πε­ρὶ τὴν ἰ­δί­αν γα­με­τὴν ζη­λο­τυ­ποῦν­τα μη­δ’ ἄλ­λως ἀ­γα­να­κτοῦν­τα ἐ­πὶ τῷ πράγ­μα­τι, κε­ρα­τᾶν ὁ ὀ­νο­μα­το­θέ­της  ὠνό­μα­σεν.
Πιθανότατα δε η έκφραση να προέρχεται από την αρχαιότητα, δεδομένου ότι ο Αρτεμίδωρος, στα Ὀνειροκριτικά του, τον Β΄ μ.Χ. αιώνα, υπογραμμίζει πως για τον ατιμαζόμενο σύζυγο έλεγαν ήδη «κέ­ρα­τα αὐ­τῷ ποι­εῖ»[25]. Η έκφραση «δεν έμεινε ρουθούνι» παραπέμπει στη συνήθεια που υπήρχε στον Μεσαίωνα να κόβουν τις μύτες και τα αυτιά των νεκρών αντιπάλων, την οποία εφάρμοσαν στη συνέχεια και οι Τούρκοι, αλλά και οι Έλληνες κατά την επανάσταση του ’21. Ήδη, ο βυζαντινός χρονογράφος του 11ου αιώνα, Γεώργιος Κεδρηνός, στη Σύ­νο­ψιν ἱ­στο­ρι­ῶν του, αναφέρεται στον στρατηγό Γεώργιο Μανιάκη, που, αφού εφόνευσε πολλούς Άραβες, «τὰς ῥῖ­νας καὶ τὰ ὦ­τα τῶν πε­σόν­των ἀ­πο­τε­μὼν δι­ε­κό­μι­σε ἐν Καπ­πα­δο­κί­ᾳ τῷ βα­σι­λεῖ» ενώ, σε ακριτικό άσμα του Πόντου, αναφέρεται πως ο ήρωας
Χι­λί­ους ἀ­π’ ἔμ­πρ’ ἐ­σκό­τω­σεν καὶ μύ­ριους ἀ­π’ ὀ­πί­σω,
Ἐν­νἄ κο­φί­νια ’­φόρ­τω­σεν ὠ­τί­α καὶ μυτ­τί­α[26].
Η έκφραση «θα πεθάνεις στην ψάθα» ή «πέθανε στην ψάθα» παραπέμπει στο γεγονός ότι οι φτωχοί Βυζαντινοί κοιμόντουσαν όντως κατάχαμα, στην ψάθα, σε αντίθεση με τους εύπορους, που κοιμόνταν σε κρεβάτι. Έτσι, ο Πτωχοπρόδρομος λέει: «καὶ σὺ κοι­μᾶ­σαι εἰς τὸ ψα­θὶν καὶ γέ­μεις καὶ τὰς φθεῖ­ρας», ενώ αλλού: «Σὺ ἐ­κοι­μῶ εἰς τὸ ψα­θὶν κι’ ἐ­γὼ εἰς τὸ κλι­νά­ριν»[27].
Θα κλείσουμε με την πασίγνωστη έκφραση «τα ’κανε(ς) θάλασσα», που παραπέμπει στην καταστρεπτική δράση πλημμυρών και την υπερχείλιση ποταμών. Έτσι, διαβάζουμε στην Άννα Κομνηνή: «πλημ­μύ­ρας οὖν γε­νο­μέ­νης τῶν πο­τα­μί­ων ῥευ­μά­των καὶ ὑ­περ­χει­λί­σαν­τος τοῦ ὕ­δα­τος, θά­λασ­σαν ἦν ὁ­ρᾶν ἅ­παν τὸ πε­δί­ον ἐ­κεῖ­νο»[28].
Όσο και αν μπαίνουμε στον πειρασμό να συνεχίσουμε αυτή την παράθεση, που αρκεί, σχεδόν αφ’ εαυτής, για να απαντηθεί το ζήτημα της ταυτότητας του ύστερου Βυζαντίου και της συνέχειας του ελληνισμού της Τουρκοκρατίας και του ελλαδικού κράτους με αυτό, αυτή η σύντομη αναφορά θέλει να υπομνήσει πως η εθνική συνέχεια δεν αποτελεί μόνον προνόμιο των λογίων ή των ιερωμένων. Αντιθέτως, εάν δεν ανιχνεύεται στην καθημερινότητα, τη λαϊκή θρησκευτικότητα και παράδοση, τότε είναι συχνά κίβδηλη. Ακόμα και αν τίποτε δεν είχε επιβιώσει από τη γραπτή παράδοση, όπως συνέβη με ένα μεγάλο μέρος της κατά τους σκοτεινούς αιώνες που ακολούθησαν την Άλωση, θα αρκούσε η ζωντανή μνήμη του λαού για να επανασυνδέσει τα «διεστώτα μέλη» της ιστορίας μας.

 


 

[1] Για την Άλωση, βλέπε μεταξύ άλλων, Μιχαήλ Δούκας, Βυζαντινοτουρκική Ιστορία, εκδ. Κανάκη, Αθήνα 1997· Κριτόβουλος Ίμβριος, Ιστορία, εκδ. Κανάκη, Αθήνα 2005· Σφρατζής Γώργιος, PG 156, σ. 551-1022, καθώς και Βραχύ Χρονικό, εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα 2006· Γουσταύος Σλουμπερζέ, Άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1954· Στ. Ράνσιμαν, Η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, Μπεργαδής, Αθήνα 1979· Ευ. Χρυσός (επιμ.), Η άλωση της Πόλης, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1994· Μ. Κορομηλά, Η ύστατη αγωνία της Βυζαντινής πρωτεύουσας, Πολιτιστική Εταιρεία «Πανόραμα», Αθήνα 1992· Έντουιν Πήαρς, Η Καταστροφή της Ελληνικής Αυτοκρατορίας. Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, Στοχαστής, Αθήνα· Αιμιλία Ιωαννίδου, Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2000.

 

[2] Γεωργίου Ζώρα, Βυζαντινή…, ό.π., σ. 36.

 

[3] Βλ. «Άλωσις Κωνσταντινουπόλεως», στο Γ. Ζώρα, Βυζαντινή…, ό.π., σ. 183.

 

[4] Γεωργίου Ζώρα, Βυζαντινή…, ό.π., σ. 183.

 

[5] Γ. Ζώρα, ό.π., σσ. 207-208.

 

[6] Νικολάου Πολίτου, Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού. Πα­ρα­δόσεις, μέρος Α΄, Αθήνα 1904, φωτ. ανατύπωση, Βιβλιόραμα, Αθήνα 1998, σ. 21.

 

[7] Νικολάου Πολίτου, ό.π., σ. 22.

 

[8] Νικολάου Πολίτου, ό.π., σ. 24.

 

[9] Δωρόθεος Μονεμβασίας, Βιβλί­ον Ἱστορι­κὸν πε­ρι­έχον ἐν συ­νό­ψει δι­α­φό­ρους καὶ ἐ­ξό­χους ἱστο­ρί­ας, ἀρ­χό­με­νον ἀ­πὸ κτί­σε­ως κό­σμου, μέ­χρι τῆς ἁ­λώ­σε­ως Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως καὶ ἐ­πέ­κει­να…, (Ἐ­νε­τί­η­σι 11637) 21781, σσ. 482-483.

 

[10] Νικολάου Πολίτου, ό.π., μέρος Β΄, σ. 682.

 

[11] Speros Vryonis, «The Byzantine Legacy and Ottoman Forms», Dumbarton Oaks Papers 23-24 (1969-1970), σσ. 251-308.

 

[12] Speros Vryonis, «The Greeks under Turkish Rule», στο Νικηφόρος Διαμαντούρος (επιμ.), Hellenism and the First Greek War of Liberation (1821-1830): Continuity and Change, ΙΒΣ, Θεσσαλονίκη 1976, σσ. 45-58.

 

[13] Βλέπε και Δημήτρης Αποστολόπουλος, «Η ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών», στο, Παν. Κρήτης, 1453, Η άλωση…, ό.π., σσ. 61-71.

 

[14] Αναλυτικότερα πραγματεύομαι αυτό το ζήτημα στο υπό έκδοση βιβλίο μου, Η ελληνική Αναγέννηση, 1700-1821, β΄ τόμο του συνολικού έργου, 1204-1922, Η διαμόρφωση του νεώτερου ελληνισμού.

 

[15] Η «προτίμησις» είχε θεσπιστεί τον 10ο αιώνα και, σύμφωνα με αυτή, όταν επωλείτο ένα αγροτεμάχιο, υπήρχε μια κλίμακα «προτιμήσεως» των αγοραστών: προηγούντο οι συγγενείς, ακολουθούσαν οι γείτονες κ.ο.κ.

 

[16] Speros Vryonis, «Η βυζαντινή κληρονομιά στον επίσημο και έντεχνο πολιτισμό των βαλκανικών λαών», στο John Yiannias (επιμ.), Η βυζαντινή…, ό.π., σσ. 35-68.

 

[17]Karoula Argyriadis-Kervegan, «Byzantine law as practice and as history in the nineteenth century», στο David Ricks, Paul Magdalino…, ό.π., σ. 36.

 

[18] Συνιστά όνειδος για τη νεώτερη ιστοριογραφία το ότι, μετά τον Φαίδωνα Κουκουλέ και το μνημειώδες έργο του Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, ελάχιστα πράγματα έχουν προστεθεί, ενώ η λαογραφία, που ανιχνεύει τη μακρά διάρκεια στην ιστορία των λαών, έχει μεταβληθεί στο αποπαίδι του σύγχρονου εκπαιδευτικού μας συστήματος. 

 

[19] Νικολάου Πολίτου, Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού. Πα­ροιμίαι, μέρος Α΄, Αθήνα 1899, ανατύπωση «Βιβλιόραμα», Αθήναι 1998, σσ. στ΄- θ΄.

 

[20] Νικολάου Πολίτου, ό.π., κεφ. Α΄, Συλλογαί Βυζαντινών Παροιμιών, σσ. 4-9.

 

[21] Νικολάου Πολίτου, ό.π., σσ. 16, 19, 26, 27, 72, 75, 75, 120.

 

[22] Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών…, ό.π., τόμ. Ε΄. Επίσης R. Browning, Η μεσαιωνική και νέα ελληνική γλώσσα, Παπαδήμας, Αθήνα 21983· Εμμ. Κριαράς, Λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας 1100-1669, τόμοι 14, Θεσσαλονίκη 1969-1997.

 

[23] Φ. Κουκουλέ, ό.π., σ 32.

 

[24] Φ. Κουκουλέ, ό.π., σ. 52.

 

[25] Φ. Κουκουλέ, ό.π., σσ.  65-66.

 

[26] Φ. Κουκουλέ, ό.π., σ. 86.

 

[27] Φ. Κουκουλέ, ό.π., σ. 92.

 

[28] Φ. Κουκουλέ, ό.π., σ. 107.

 

(Πηγή: ardin-rixi.gr)

 

 

[Ψήφοι: 1 Βαθμολογία: 5]