Ὁ Θεάνθρωπος ἀναστήθηκε. Αὐτὸ εἶναι ἕνα ἀναμφισβήτητο γεγονός. Εἶναι ἕνα γεγονὸς ὀντολογικό, ἱστορικό, ὑπαρξιακό.
«Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια». Ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος ἀναφωνεῖ: «Εἰ γὰρ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, ματαία ἡ πίστις ἡμῶν… Νυνὶ δὲ Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων». Καὶ συμπληρώνει ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος: «Ἀνέστη Χριστός, καὶ πεπτώκασι δαίμονες, Ἀνέστη Χριστὸς καὶ χαίρουσιν Ἄγγελοι, Ἀνέστη Χριστός, καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐν τῷ μνήματι».
Ἡ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως εἶναι τὸ ἰσχυρότερο χτύπημα κατὰ τῆς ὀλιγοπιστίας ποὺ τρέφεται μὲ τὴν ἀμφιβολία, τὴν ἀμφιβολία καὶ τὴν ἀπογοήτευση. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου εἶναι κοσμοσωτήριο γεγονός. Εἶναι θρίαμβος τῶν θριάμβων. Εἶναι νίκη κατὰ τοῦ θανάτου. Εἶναι συντριβὴ τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους. Εἶναι ἐξουδετέρωση τοῦ διαβόλου. «Πού σου, θάνατε, τὸ κέντρον; Πού σου, Ἅδη, τὸ νῖκος;… Ἀνέστη Χριστός, καὶ πεπτώκασι δαίμονες», βροντοφωνεὶ ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος.
Πέθανε ὁ Χριστός; Ὄντως πέθανε. Πέθανε, ὅμως, γιὰ νὰ συναντήσει τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖ ποὺ βρισκόταν, στὴν φθορὰ καὶ τὸν θάνατο, στὴν ὀδύνη καὶ στὴν ἀπογοήτευση, στὴν παράλογη ζωή του, γιὰ νὰ τὸν ἀναστήση.
Ἡ Ἀνάσταση Τοῦ Χριστοῦ, ὅπως προαναφέραμε, εἶναι ἱστορικό, ἀλλὰ καὶ ὑπαρξιακὸ γεγονός.
Ὁ λίθος πέφτει, οἱ σφραγῖδες λύνονται, οἱ στρατιῶτες, ἄλλοι τρέπονται εἰς φυγὴν κι ἄλλοι κείτονται ἀναίσθητοι στὸ ἔδαφος. Ὁ τάφος μένει κενὸς μὲ τὸ σουδάριο.
Ἐκλάπη ἀπὸ τοὺς Μαθητές; Γιατί, ὅμως, τὰ νεκροσάβανα εἶναι ἀνεπαφα;
Ἐκλάπη ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους; Γιατί δὲν Τὸν παρουσίασαν, γιὰ νὰ Τὸν γελοιοποιήσουν; Ἁπλούστατα δὲν συνέβησαν αὐτά, γιατί πραγματικὰ καὶ ἀληθινὰ ἀναστήθηκε Ὁ Θεάνθρωπος.
Τὴν Ἀνάστασή Του, τὴν βεβαιώνουν:
α. Ὁ κενὸς τάφος καὶ τὰ «ὀθόνια κείμενα μόνα».
β. Οἱ ἐμφανίσεις Του μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του στὴν Μητέρα Του, τὴν Μαρία την Μαγδαληνή, στὶς Μυροφόρες γυναῖκες, στὸν Ἀπόστολο Πέτρο, στὸν Λουκᾶ καὶ τὸν Κλεόπα, στὸ ὑπερῶο, στοὺς πεντακοσίους ἀνθρώπους ἐκτὸς τοῦ περιβάλλοντός Του, στὸν ἀδελφόθεο Ἰάκωβο, σὲ ὅλους τοὺς Μαθητές Του στὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ἀναληφθῇ, καὶ τέλος στὸν διώκτη τῶν χριστιανῶν Σαῦλο καὶ μετέπειτα διαπρύσιο κήρυκα τῆς Ἀναστάσεώς Του Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν Παῦλο.
Αὐτὲς οἱ ἐμφανίσεις ἔχουν τὰ ἑξῆς χαρακτηριστικά:
α. Δὲν εἶναι σὲ ἕνα πρόσωπο ἢ μόνο στὸ στενὸ Του περιβάλλον.
β. Δὲν συμβαίνουν σὲ ἕνα τόπο.
γ Δὲν ἐμφανίζεται στὸν ἴδιο χρόνο π.χ. μόνο τὴν νύκτα, ἀλλὰ ἀντιθέτως ποτὲ τὴν νύκτα, γιὰ νὰ μὴν θεωρηθῇ φάντασμα.
δ. Δὲν εἶναι οἱ ἐμφανίσεις σύντομες, γιὰ νὰ θεωρηθῇ ὀφθαλμαπάτη. Διαρκοῦν πολὺ χρόνο καί
ε. Δὲν εἶναι φανταστικὲς οἱ ἐμφανίσεις, ἀλλὰ ψηλαφᾶται.
Ἑπομένως, ὁ,τι κι ἂν ἐπικαλεσθοῦν οἱ ἀρνητές, Ὁ Θεάνθρωπος «ὄντως ἀνέστη».
Ἐκτός, ὅμως, ἀπὸ τὴν ἀναμφισβήτητη ἱστορικότητα τῆς Ἀναστάσεως, ὑπάρχει καὶ ἡ ἐμπειρικὴ τοιαύτη μέσα ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη λατρεία, τὴν Βυζαντινὴ Τέχνη καὶ κυρίως μέσα ἀπὸ τὴν προσωπικὴ ζωὴ τῶν Ἁγίων μας.
Ἡ Ἀνάσταση Τοῦ Χριστοῦ ἔρχεται σ’ αὐτὴ τὴν ἀλλοπρόσαλλη ἐποχή μας νὰ κηρύξη τὴν αἰωνιότητα καὶ τὴν βεβαιότητα τῆς καταργήσεως τοῦ θανάτου.
«Οὐκοῦν εἰσέλθετε πάντες εἰς τὴν χαρὰν Τοῦ Κυρίου ἡμῶν».
Αὕτη ἡ Ἀναστάσιμη χαρὰ εἶναι ἡ ἐμπειρία προγεύσεως τῶν ἀφθάρτων πραγματικοτήτων τῆς Βασιλείας Τοῦ Θεοῦ Πατρός.
Εἶναι ἡ Βασιλεία Του ἀπ’ αὐτὴ τὴν ζωή.
Γι’ αὐτό, αδελφοί μου, μποροῦμε, μὲ ἀκλόνητη πίστη, καὶ ὑπαρξιακὴ χαρά, νὰ ἀναφωνοῦμε, αἰωνίως: ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ! ΟΝΤΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!