Τραπ: μια επικίνδυνη παγίδα για απαίδευτα και φοβισμένα αυτιά (Γιώργος Κουτσαντώνης)

Για το οπτικοακουστικό φαινόμενο που ονομάζεται «Τραπ», έχουν μιλήσει και γράψει πολλοί/ες τις τελευταίες ημέρες, με αφορμή την οδηγική αυτοκτονία (ευτυχώς άνευ δολοφονίας) ενός Ελληνοαμερικανού τράπερ. Επομένως δε θα είχε πολύ νόημα, άλλο ένα καθαρά αφοριστικό κείμενο. Ως προς το ανάθεμα, θα αρκούσε να ειπωθεί πολύ συνοπτικά το εξής: η τραπ εθίζει τα παιδιά στο κακό, στην υπερβολή, στην αλαζονεία, στη χυδαιότητα…και όλο αυτό μοσχοπουλάει. Περισσότερο ενδιαφέρον, νομίζουμε, έχει μια σύντομη γενεαλογία του μουσικού είδους και κυρίως η προσπάθεια να απαντηθούν ερωτήματα όπως: α) πώς εξηγείται η απήχηση που φαίνεται να έχει στους νέους; β) πώς καταφέρνει να διεισδύσει, αυτή η χυδαία υποκουλτούρα, στη νεανική ψυχή;

Αν εξεταστεί, πολύ σύντομα, η γενεαλογία αυτής της μουσικής τάσης, θα διαπιστωθεί ότι η τραπ είναι ένα υπο-είδος ραπ που άρχισε να διαδίδεται από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Πήρε το όνομά της από το γνωστό «Trap House» στην Ατλάντα των ΗΠΑ, με την ανεξέλεγκτη διακίνηση και κατανάλωση ναρκωτικών ανάμεσα στα ερειπωμένα σπίτια. Εδώ δε θα μας απασχολήσει κυρίως η κοινωνιολογική σκοπιά του φαινομένου – και οι αιτίες για τις οποίες αναδύθηκε – αντιθέτως αρχικά θα εστιάσουμε στα καλλιτεχνικά/μουσικά «γιατί» της απήχησής του και στη ικανότητα να κερδίζει τη νεανική ψυχή και στο τέλος μόνο θα γίνει μια σύντομη αναφορά στις ενδεχόμενες αιτίες.

Πρέπει να σημειωθεί ότι η τραπ είναι μια μουσική υποκουλτούρα που διαφοροποιείται από την ραπ σε ένα βασικό στοιχείο: την έμφαση στη «μουσικότητα». Πράγματι, αν και τα δυο μουσικά είδη έχουν ως κοινό στοιχείο έναν αντιδραστικό και καταγγελτικό λόγο, η ραπ στηρίζεται κατά πολύ στο στίχο, και επομένως σε νοήματα του λόγου. Είναι αδιάφορο αν κάποια από αυτά τα νοήματα της ραπ είναι εντελώς αλλοπρόσαλλα. Έτσι, εύκολα μπορεί κανείς να παρατηρήσει, ότι η βάση της ραπ είναι συνήθως μια απλή μελωδία που δίνει έμφαση στα ντραμς – στοχεύει δηλαδή περισσότερο στο χρόνο-ρυθμό και πολύ λιγότερο στη μελωδία, διότι στόχος της είναι να ακουστούν καλά οι λέξεις. Αντιθέτως η τραπ έχει μια πιο «βιρτουόζικη» προσέγγιση καθώς επικεντρώνεται σε πιο περίπλοκες μελωδίες που δημιουργούνται μέσω ειδικών προγραμμάτων στον υπολογιστή και συχνά περιλαμβάνουν ηχητικές παραμορφώσεις των στίχων. Αυτός ο μουσικός τρόπος λειτουργεί σε βάρος του κειμένου στο οποίο η ραπ δίνει μεγάλη προσοχή.

Επομένως το δεύτερο κοινό τους στοιχείο, πέρα από τον καταγγελτικό λόγο, είναι η χρήση των ίδιων τυπικών ήχων της ηλεκτρονικής μουσικής, αλλά με διαφορετική έμφαση και στοχοθεσία. Σήμερα τραγούδια τραπ κατάφεραν να βρίσκονται σχεδόν σε όλες τις παγκόσμιες κατατάξεις – συχνά στις κορυφαίες θέσεις – ανατρέποντας μια προηγούμενη κατάσταση στην οποία η ραπ και η χιπ χοπ δεν κατάφεραν ποτέ να χωρέσουν και να διακριθούν. Κατά τη γνώμη μας, αυτή η επιτυχία της τραπ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη ραπ. Αν και εδώ και πολλά χρόνια, το ανθρώπινο αυτί έχει εξοικειωθεί με τον ηλεκτρονικό ήχο, νομίζουμε, ότι η ραπ – που προηγήθηκε – συνέβαλλε καθοριστικά στην εξάπλωση αυτής της εξοικείωση. Μπορεί η απήχηση της ραπ να μην υπήρξε τόσο σημαντική, ωστόσο ο ήχος και το γενικότερο στυλ «διαχύθηκαν» στα αυτιά των νέων, ανεξάρτητα από το αν τους κέρδισαν ή όχι. Σίγουρα πολλοί νέοι απομακρύνθηκαν από τη φυσικότητα των κλασσικών μουσικών οργάνων. Δεν είναι τυχαίο ότι στόχος της τραπ είναι μια ηλικιακή ομάδα μεταξύ γυμνασίου και λυκείου. Η συντριπτική πλειοψηφία των ενδιαφερομένων είναι πολύ νέα παιδιά με ιδιαίτερα απαίδευτα αυτιά και μυαλά. Πρόκειται για μια επιθετική μουσική που εισβάλει με σχετική ευκολία στον παιδικό νου και στην ψυχή γιατί προσφέρει μια πιο «εκλεπτυσμένη» ηλεκτρονική μουσικότητα, ενώ ταυτόχρονα εξυπηρετεί τον αντιδραστικό/καταγγελτικό σκοπό που ανέκαθεν γοητεύει του νέους. Άλλωστε φαίνεται ότι δεν έχει και τόση σημασία τί καταγγέλλεται: εν προκειμένω, με όχημα ένα νέο είδος στιχουργικού πρωτογονισμού και εκφραστικής βαρβαρότητας, καταγγέλλεται το «αντί-σύστημα». Ασφαλώς η βιομηχανία του κέρδους, εμπρός σε αυτή τη μεγάλη δεκτικότητα, απαίδευτων αυτιών και ψυχών, δε θα έμενε ασυγκίνητη. Τεράστια χρηματικά ποσά επενδύονται για τις διάφορες εκδηλώσεις, συναυλίες, το merchandising, τις προβολές βίντεο και την προώθηση δίσκων, στρατηγικές που προσφέρουν σε ορισμένους τράπερς πλούτο και σημαντική φήμη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα κάποιοι ερμηνευτές να γίνονται πρότυπα δημοφιλίας, αναφοράς και επιτυχίας για τους νέους. Μεγάλοι αριθμοί εφήβων προσπαθούν, στο YouTube, να μιμηθούν το ίνδαλμά τους προτείνοντας τα δικά τους τραγούδια. Βέβαια, είναι τόσο μεγάλος ο αριθμός των νέων που προσπαθούν να πετύχουν, στον κόσμο της εύκολης δημοφιλίας και του κέρδους, που, όπως είναι λογικό, ελάχιστοι στη συνέχεια γίνονται γνωστοί και πλουτίζουν.

Όσο κι αν αυτό αποτελεί κοινοτοπία, το πρόβλημα είναι, εκτός των άλλων, παιδείας, γενικής και μουσικής. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στην εκπαίδευση του αυτιού να ακούει λ.χ. μια κλασική σονάτα και να καταφέρνει να διακρίνει τις λεπτές αποχρώσεις του σύνθετου έργου, αλλά να αντιλαμβάνεται ότι και η μουσική, όπως κάθε άλλη ανθρώπινη/καλλιτεχνική δραστηριότητα, δεν μπορεί, ούτε πρέπει, να υπερβαίνει την ηθική. Δηλαδή να λειτουργεί αποκλειστικά και μόνο για την εύκολη και αυτόματη έξαψη του νου και έκσταση του αυτιού. Μάλιστα σε αυτή την περίπτωση οι λειτουργίες της τέρψης, της έκστασης και της έξαψης, επιτελούνται χωρίς την ανάγκη να υπάρχει κάποιο ολοκληρωμένο και σύνθετο νόημα -ενίοτε δεν χρειάζεται καν να είναι κατανοητά τα λόγια του τραγουδιού – που θα ωθήσει τον ακροατή/θεατή να στοχαστεί και να αναδιαμορφώσει το νου και την ψυχή του με γνώμονα κάτι καλό για τον άνθρωπο. Αυτό το είδος μουσικής δεν ενστερνίζεται καμία ηθική και κοινωνική δέσμευση, ούτε στοχεύει σε κάποια ιδεολογική δικαίωση, ανθρώπινη λύτρωση ή μεγάλη ουτοπία. Αντιθέτως υμνεί μια εντελώς απορυθμισμένη ζωή που για να αξίζει πρέπει να πλαισιώνεται από υπερβολικά πλούτη, τα οποία επιδεικνύονται συνεχώς, με προκλητικότητα και με χυδαιότητα, αδειάζοντας από το περιεχόμενό τους όλα τα μεγάλα συνετικά/κοινωνικά νοήματα. Στην ουσία, αυτή η τάση είναι ο ορισμός της αντι-στράτευσης» κάτι το πολύ σοβαρό που νομίζουμε ότι αξίζει να διερευνηθεί σε βάθος.

Η έρευνα των αιτιών, είναι ένα πολυσύνθετο ζήτημα – που αισθανόμαστε ότι μας ξεπερνάει ως αναλυτική πρόκληση – θα εκφράσουμε ωστόσο, με επιφυλάξεις, ορισμένες γενικότερες σκέψεις. Καταρχάς πρέπει να παραδεχτούμε ότι οι δεκαετίες που ζούμε αντιπροσωπεύουν την αποθέωση ενός ιδιαίτερα τοξικού αιώνα για το δυτικό πολιτισμό: του 20ου. Ο προηγούμενος αιώνας ήταν τόσο πυκνός από γεγονότα που είναι πολύ δύσκολο να ερμηνευθεί με σαφήνεια και με καθολικά αποδεκτό τρόπο. Από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο περάσαμε στο Φασισμό, και από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ στον Πόλεμο του Κόλπου. Αυτός ο αιώνας ανοίγει την αυλαία της νέας χιλιετίας με τεράστια ερωτηματικά, που αναπτύχθηκαν από τις προηγούμενες γενιές, οι οποίες όμως φαίνεται ότι διέθεταν περιορισμένη επίγνωση των συνεπειών, που θα είχε για το μέλλον, το τότε παρόν τους. Έτσι, έστω έμμεσα, συνέβαλαν στην κατάρρευση των βεβαιοτήτων και των πραγματικοτήτων που υπήρχαν μέχρι τότε. Σταδιακά εγκαινιάστηκε και κανονικοποιήθηκε η ακραία σχετικοποίηση (πολυάριθμα φύλλα και ισάξια γούστα, ο καθένας και η αλήθεια του, κ.λπ.), οι πολιτικές των ταυτοτήτων, ο δικαιωματισμός, η υπερκινητικότητα και η ρευστότητα που χαρακτηρίζουν ήδη τις δυο πρώτες δεκαετίες της νέας χιλιετίας. Τον 21ο αιώνα σχεδόν όλοι οι κανόνες αλλάζουν ραγδαία και, μαζί με αυτούς, πολλοί από τους παλαιότερους αξιακούς πυλώνες εξαφανίζονται. Σήμερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι νέοι διανύουν μια εποχή τεράστιων προσδοκιών σε ένα καθεστώς ελάχιστων βεβαιοτήτων και ευκαιριών. Από τότε που γεννήθηκαν, τα παιδιά αυτής της εποχής, ανέπνεαν τον αέρα της αβεβαιότητας, άλλωστε σήμερα μιλάμε για την εποχή του «ακατονόμαστου», κατά τον Roberto Calasso, και της απροδιοριστίας. Ιδού το ερώτημα: γιατί λοιπόν σε έναν κόσμο που τείνει να κυριαρχήσει η βίαιη αλλαγή, η ρευστότητα, η αστάθεια, η ακραία σχετικοποίηση και το παγκόσμιο ξερίζωμα να μην ανατείλει και μια σχεδόν απροσδιόριστη μουσική;

Στην πραγματικότητα, η τραπ μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος απροσδιόριστης και ηχηρής «αντι-κραυγής». Οι τράπερς ερμηνεύουν κενά τραγούδια, χωρίς να ζητούν ή να θέλουν να μεταδώσουν κάτι, ένα νόημα, αλλά την ίδια στιγμή είναι πολύ επιδραστικοί: δημιουργούν μια αφοπλιστική σφαίρα επιρροής μεταξύ των νέων. Ηλεκτρονικές και διαστρεβλωμένες βάσεις ζωής, παρεκκλίσεις, προκλήσεις και κόντρες στο δρόμο και στις κοινωνικές εκδηλώσεις, μισογυνισμός, σεξισμός, βία, ναρκωτικά, αλαζονεία και επίδειξη πλούτου, βαρύγδουποι ρυθμοί, όλα μοιάζει να σχηματίζουν μια παραμορφωμένη και δύσοσμη αύρα, ικανή όμως να προσελκύσει τους πρωτοπόρους της νέας χιλιετίας. Ίσως το φαινόμενο να αποτελεί ένα είδος περάσματος, μια εναλλακτική παρένθεση στην εφηβική φάση όλων των γενεών, όπως αυτή που σήμερα λέει αστόχαστα «Οκ boomer!». Μια μεταβατική ζώνη ασάφειας και άνεσης στην οποία οι νέοι χαλαρώνουν και κερδίζουν χρόνο, φοβισμένοι, χωρίς να γνωρίζουν ακόμη ακριβώς γιατί, εμπρός στο αμφίβολο μέλλον και στην αδυναμία τους να συγκρουστούν με την πραγματικότητα. Αυτή η γενιά, με τα τόσο θολά είδωλα και τις περιορισμένες προοπτικές, ως ένα σημείο, είναι το θύμα μια νέας «αντι-κουλτούρας», πολύ διαφορετικής από εκείνη του 1968. που τώρα προσπαθεί να δημιουργήσει, στο όνομα του κέρδους και όχι μόνο, τρομακτικούς υπαρξιακούς νόμους και μια νέα (μουσική) γλώσσα. Ίσως αυτό το τελευταίο είναι και το χειρότερο όλων, όπως πιθανότατα θα σημείωνε αν ζούσε σήμερα ο Τζορτζ Όργουελ.

Καταλήγοντας, πρέπει να σημειωθεί ότι η τραπ δεν είναι Ελληνική, αλλά ξενόφερτη μουσική με την αρνητική έννοια του όρου «ξενόφερτη». Δεν είναι απλά μια μουσική που έρχεται από το εξωτερικό, επιδρώντας δηλαδή θετικά και σε συνομιλία με την ντόπια μουσική σκηνή, αλλά μια μουσική που προάγει το μηδενισμό με εργαλείο ένα θλιβερό συντονισμό που πλαστικοποιεί τους ανθρώπους και διαγράφει όλα τα εγχώρια ποιοτικά στοιχεία. Και αυτό το κάνει χωρίς να παρεμποδίζει τις, εξίσου χαμηλής ποιότητας μουσικές προτάσεις, (όπως τα σκυλάδικα) που κυριαρχούν εν παραλλήλω. Για την Ελλάδα, ο προηγούμενος αιώνας υπήρξε εξίσου πυκνός, γεμάτος ιδεολογικές διαμάχες, παγκόσμιους πολέμους, εμφύλιο και δικτατορία, αμέτρητες ήττες, νίκες και καταστροφές. Υπήρξε, ωστόσο και ένας αιώνας μεγάλης ανοικοδόμησης της χώρας και δημιουργίας. Τη γενιά των ’30 διαδέχτηκε ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης (η μελοποίηση του Σεφέρη, του Καβάφη και του Ελύτη) και πόσοι ακόμη που ανεξάρτητα από την τοποθέτησή τους στο πολιτικό και ιδεολογικό φάσμα – έμπλεο αντιπαλότητας και αίματος – το έργο τους είχε ένα ανθρώπινο ύψος, έναν αξιακό κώδικα και μια, σε τελική ανάλυση, αγαθή ψυχή που, όπως και με τα κινήματα του 1968, δεν ήθελε να μηδενίσει τον άνθρωπο, αλλά να τον εξυψώσει, να προσπαθήσει, έστω και με λάθος τρόπο, να τον κάνει καλύτερο. Το γεγονός ότι αυτή η ξενόφερτη, μηδενιστική και άμουση τεχνική/δημιουργικότητα έχει απήχηση και στα μέρη μας, θα πρέπει να κινητοποιήσει εκείνες τις καλλιτεχνικές δυνάμεις που νομίζουμε ότι είναι ικανές, να αξιοποιήσουν την τεράστια παρακαταθήκη που άφησαν πίσω τους οι μεγάλοι Έλληνες συνθέτες, στιχουργοί και ποιητές. Μια κληρονομιά βάση για νέα ελληνικά μουσικά μονοπάτια που θα συμβάλλουν, από την πλευρά τους, στην έμπνευση και στο όραμα: προαπαιτούμενα, ζωτικής σημασίας, για την πολυπόθητη πνευματική αναγέννηση της χώρας.

 

(Πηγή: respublica.gr)

 

(*) Ο Γιώργος Κουτσαντώνης γεννήθηκε το 1973 στην Αθήνα. Μετά από επτά χρόνια σπουδών σε ιατρική σχολή της Ιταλίας (https://www.medicina.univpm.it/), εγκαταλείπει την ιατρική και ακολουθεί τη σπουδή της μετάφρασης. Σήμερα ασκεί, ως ελεύθερος επαγγελματίας, το επάγγελμα του μεταφραστή και διερμηνέα. Η ζωγραφική και η συγγραφή είναι τα δύο μεγάλα πάθη του μαζί με τη συστηματική μελέτη της πολιτικής φιλοσοφίας και της ιστορίας.

[Ψήφοι: 8 Βαθμολογία: 5]