Επιστολή Αγιορείτου Μοναχού
Αδελφοί μου εν Χριστώ, χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε, και σώζεσθε υπό το φως της χάριτος του Θεού. Κάτω από την Σκέπη της Παναγίας Μητέρας μας, επάνω στα αιματοβαμμένα και δακρύβρεχτα ίχνη των αγίων μας και μέσα στην Αγία, Ορθόδοξη και Αποστολική Εκκλησία μας, εκτός της οποίας δεν υπάρχει σωτηρία.
Προ ημερών αδελφοί μου, κάποια αιτία με ανάγκασε να βγω από το Άγιον Όρος και είδα, με πολύ πόνο, τον γυμνό πολιτισμό μας (;) να περιφέρεται στους δρόμους χωρίς ίχνος εντροπής, αδιαφορώντας αν προσβάλλεται το δημόσιο κοινό αίσθημα, και εις το αν η δική του ελευθερία, προσκρούει στην ελευθερία του πλησίον, το οποίο θυμίζει το «δίκαιο» του ισχυροτέρου, μάλλον των θηρίων, της ζούγκλας.
Πολλές φορές εκοκκίνησα από εντροπή για όσα έβλεπα, άλλοτε πάλι έκλαψα, βλέποντας την «εικόνα του Θεού» τόσο παραμορφωμένη. Θα πει κάποιος ότι «εικόνα του Θεού» είναι η ψυχή του ανθρώπου και όχι το σώμα κατά κανόνα όμως, τα λόγια η συμπεριφορά, και οι πράξεις των ανθρώπων, φανερώνουν την εσωτερική κατάσταση της ψυχής, και εξαίρεση αποτελούν μόνο κάποιες αθώες παιδικές ψυχές οι οποίες παραδειγματίζονται προς μίμηση των μεγαλυτέρων, και σύμφωνα με όσα τους υποβάλλει ο μεγάλος ψυχοκτόνος εγκληματίας, που ονομάζεται μικρή οθόνη.
Κατά την ταπεινή μου γνώμη, δύο κυρίως είναι τα αίτια που αναγκάζουν τον ευλογημένο άνθρωπο να γυμνώνεται ή να ντύνεται προκλητικά:
α) Το φοβερό πάθος της υπερηφάνειας, το οποίο δεν τον αφίνει να υπακούσει σε εντολές, κανόνες καλής συμπεριφοράς, και απαγορευτικές διατάξεις. Και ενώ τρέφει την αυταπάτη ότι απολαμβάνει την ελευθερία του(!), στην πραγματικότητα, όμως, γίνεται παίγνιο στα χέρια των δαιμόνων και υποδουλώνεται στο επάρατο αυτό πάθος, που έρριξε τους πρωτοπλάστους και ταλανίζει το ανθρώπινο γένος, και
β) το πάθος της φιλαρέσκειας, που πολεμά κυρίως το «αδύνατο φύλο», το όποιο δείχνοντάς μας πάντα την αδυναμία του παρασύρεται με ευκολία στο κακό, όπως η προμήτωρ Εύα (δεν θα παραλείψουμε, όμως, να του αναγνωρίσουμε ότι με την ίδια ευκολία ελκύεται στο καλό και την αρετή), και το οποίο πάθος αναγκάζει τον άνθρωπο να θέλει να τραβά την προσοχή και τα βλέμματα των άλλων.
Μακάριες και ευλογημένες ας είναι εκείνες οι ψυχές, που αγωνίζονται τον καλόν αγώνα της αρετής και της τελειότητας, για ν’ αξιωθούν να φορέσουν τον θεοΰφαντο χιτώνα της θείας δόξης, και επειδή οι αρετές λάμπουν ως ακτίνες επάνω τους, γίνονται άθελα τους παράδειγμα προς μίμηση του καλού για τους ανθρώπους. «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα υμών τον εν τοις Ούρανοίς» (Ματθ. ε’ 16).
Αλλοίμονο σ’ εκείνες τις ταλαίπωρες ψυχές οι οποίες, επειδή είναι άδειες από αρετές, προσπαθούν να γεμίσουν το κενό της ψυχής τους με τα «κάρβουνα» των παθών. Είναι μεγάλη ασέβεια και εμπαιγμός στο Πρόσωπο της Παναγίας μας, η Οποία, ενώ εικονίζεται εμπρός μας με πολλή σεμνότητα, αποκαλύπτοντάς μας μόνο το αγγελικό πρόσωπό της και τα κρινένια χέρια της, να βλέπει κανείς, την τραγική οξυμωρία, να σπεύδουν, δηλαδή κάποια ευλογημένα πλάσματα του Θεού (από άγνοια κυρίως), ημίγυμνα ή ντυμένα προκλητικά, κουρεμένα αγορίστικα και βαμμένα, για να προσφέρουν τον ασπασμό τους στην αγία εικόνα της, από την οποία κάθε άλλο παρά ευλογία και χάρη παίρνουν.
Να το κάνουν αυτό τα παιδιά μας συγχωρούνται ως ανήλικα και μικρόνοα, το να το κάνουν, όμως, ηλικιωμένοι άνθρωποι, είναι βαρύ παράπτωμα, α) διότι ασεβούν εμπρός στις αγίες εικόνες αλλά και εμπρός στην «εικόνα του Θεού», που είναι ο συνάνθρωπός τους, και β) διότι δίνουν το κακό παράδειγμα στα παιδιά μας. Ο Απόστολος Παύλος λέγει: «Οι γυναίκες να προσεύχονται με ενδυμασία σεμνή να στολίζουν τον εαυτό τους μάλλον με αίσθημα εντροπής και σωφροσύνης», και όχι με την αναίδεια της γυμνότητας και της πρόκλησης· μέσα από την αρχαιότητα, όπου ανθούσε η ειδωλολατρία και η σαρκολατρία, ο σοφός Πλούταρχος μας λέγει: «Η φρόνιμη και συνετή γυναίκα, ούτε τον πήχυ του χεριού της δεν αφίνει ελεύθερο, για να τον βλέπουν δημόσια». (Εμείς ως χριστιανοί καλούμεθα να υπερβούμε την αιδώ και την σύνεση των αρχαίων, εάν όντως επιθυμούμε να είμεθα του Χριστού, σταυρώνοντας το σαρκικό φρόνημα, μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες του).
Εξαίρεση αποτελούν κάποιες χειραφετημένες στην κυριολεξία γυναίκες, οι οποίες, σηκώνοντας την σημαία του φεμινισμού δήθεν για ισότητα, αλλά μάλλον από ανταρσία και ανευθυνότητα έναντι του Ιερού θεσμού της οικογενείας και του μεγάλου αξιώματος της μητέρας, τρέχουν την κατωφέρεια της χειραφετημένης απώλειάς τους.
Με αθυμία γέμισε η ψυχή μου, όταν διάβασα στις στήλες της εφημερίδος σας ότι προσβάλλεται το δημόσιο αίσθημα των Γάλλων, επειδή οι Μουσουλμάνες φορούν μαντήλι στο κεφάλι, ενώ για την ασυδοσία και την αναισχυντία του γυμνισμού δεν αισθάνεται κανείς προσβεβλημένος ούτε στην Γαλλία, αλλά ούτε και εδώ στην δόλια πατρίδα μας, εκτός ελαχίστων, όπως συμβαίνει πάντοτε, όταν πρόκειται για θέματα ηθικής. Ο άνθρωπος που αγαπά αληθινά τον Θεό και τις άγιες αρετές, αγωνίζεται πάντοτε και καθημερινά, για να κάνει τα πάντα με πολλή προθυμία και πλούσια όλα όσα εντέλλεται και αρέσκεται ο Θεός· ο άνθρωπος, που αγαπά τον κόσμο της αμαρτίας και τα πάθη του, καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια είτε δια της φιλοδοξίας, είτε δια της φιλαρέσκειας, για να κάνει πάντοτε όλα όσα προβάλλει και αρέσκεται ο κόσμος, τρέφοντας την αυταπάτη ότι με τα «ξυλοκέρατα της αμαρτίας» θα κορέσει την πνευματική πείνα του, η οποία κορέννυται μόνο δια της συνειδητής και αξίας Μεταλήψεως του Ουρανίου Άρτου, που είναι ο Χριστός και ότι με την προβολή του εαυτού του θα γεμίσει το κενό της ψυχής του, το οποίο κενό δημιουργεί η απουσία της θείας χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Ο αληθινός χριστιανός, που ζει βαθειά και συνειδητά την πνευματική ζωή του και δεν αρκείται μόνο στην επιφάνεια κάποιας ευσέβειας ή λίγων καλών πράξεων, τον στολίζει η σεμνότητα και η αιδώς, και δεν ανέχεται να προβάλει κάποιο μέλος του σώματός του βορά της ηδονοβλεψίας. Πολλοί δικαιολογούνται ότι, επειδή ζεσταίνονται, γι’ αυτό και γυμνώνονται. Αυτό όμως, είναι μία καθαρή πρόφαση εν αμαρτίαις διότι, ο πνευματικός άνθρωπος προτιμά να υπομείνει την μικρή δοκιμασία της ζέστης (δεν είναι άλλωστε και μαρτύριο). Παρά να σκανδαλίσει με την γυμνότητά του, έστω και μία ψυχή, την οποία δεν είναι άξιος όλος ο ορατός κόσμος, για να την εξαγοράσει, ή να δώσει κακό παράδειγμα προς μίμηση στους ασθενέστερους ως προς την πίστη. Γι’ αυτό το λόγο ο Κύριός μας επιτρέπει τους μεγάλους καύσωνες, θέλοντας να μας υπενθυμίση ότι, η φωτιά της κολάσεως καίει δριμύτερα και αιώνια εκείνους, οι οποίοι ασεβούν με την γυμνότητά τους ή την προκλητική ενδυμασία τους, προς σκανδαλισμό των αδελφών τους.
Ο άνθρωπος, ο οποίος αγαπά αληθινά τον Θεό τηρώντας τις άγιες εντολές Του, και αγωνίζεται για την πνευματική τελείωσή του και την απόκτηση των αρετών, μισείται από τους ανθρώπους του κόσμου, διότι είναι «δύσχρηστος» γι’ αυτούς, επειδή ελέγχονται τα κακά έργα και οι αμαρτίες τους από την φωτεινή και αγιασμένη ζωή του. Είναι πολύ διακινδυνευμένο το να λέμε σήμερα στους ανθρώπους (όταν οι πολλοί θρησκεύουν κατά την προσωπική βούλησή τους και όχι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού), ότι το να εκκλησιάζεται κάποιος, ν’ ανάβει ένα κερί και να κάνει τον σταυρό του είναι μεγάλο κατόρθωμα! Θα ήταν μάλλον πιο ωφέλιμο να τους συστήσουμε, ορθή πίστη (δόγμα και βίωμα), ειλικρινή μετάνοια και Μυστηριακή ζωή, διότι αυτά είναι η βάση πάνω στην οποία έχει την δυνατότητα ο κάθε πιστός, συνεργούσης της θείας χάριτος, να κτίσει το πνευματικό οικοδόμημα της ψυχής του, και τότε όλα τα καλά έργα που θα πράξει αποκτούν υπόσταση πνευματικής καρποφορίας, και χωρίς αυτή την βάση όλα τα καλά έργα των ανθρώπων είναι νεκρά. Χριστιανισμός δεν είναι η εκδήλωση κάποιων καλών έργων ή μιας τυπικής ευσέβειας, αλλ’ είναι βαθειά αγιοπνευματική εμπειρία της ψυχής, η οποία μετέχει της χάριτος του Θεού δια των έργων της προσευχής, της ασκήσεως, της ειλικρινούς μετά δακρύων μετανοίας, και της Μυστηριακής ζωής· τότε τα καλά έργα ως απότοκα αυτής της κοινωνίας της ψυχής με τον Θεό, ενεργούνται πλέον ως ανάγκη και επιθυμία της ψυχής, και όχι ως καθήκον…