Ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος, σε απαντητικό κείμενο με τίτλο «Η Φιλοκαλία, ο μηδενισμός και η κρίση» (βλέπε www.alopsis.gr), υποστηρίζει ότι η φιλοκαλία δεν περιέχει μόνο μια ανθρωπολογία, αλλά περισσότερες. Ιδιαίτερα θεωρεί «ως εντελώς παράδοξη τη θέση του Ράμφου πως ο ανατολικός χριστιανισμός δεν διαθέτει καν ανθρωπολογία. Η απόλυτη ισότητα και ακεραιότητα των δύο φύσεων του Χριστού στη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, καθώς και ο μακρύς αντιμονοφυσιτικός αγώνας, που κατέληξε στη λαμπρή διατύπωση της απόλυτης ελευθερίας της ανθρώπινης βούλησης, για πρώτη φορά στην Ιστορία, στον Μάξιμο τον Ομολογητή και την Στ΄ Οικουμενική Σύνοδο, ενάντια στην παθητικότητα της βουδιστικής Ανατολής, θα αρκούσαν για να αποδείξουν αυτό». Αλλά ο Ράμφος κάνει και άλλες αστοχίες. Παραβλέπει το γεγονός ότι η φιλοκαλία δεν περιέχει το σύνολο της ορθόδοξης παράδοσης. Επίσης ότι δεν δίνει πρωτοκαθεδρία στο αίσθημα, αλλά ότι «τόσο το αίσθημα όσο και ο νους περιορίζονται στη διαδικασία της προσευχής». H φιλοκαλία δεν θεμελιώνει τον μηδενισμό, αλλά αξίες. Ο μηδενισμός κατά τον Χάιντεγκερ στηρίζεται «στην αυτοτοποθέτηση του σκεπτόμενου υποκειμένου ως προϋπόθεση κάθε αντικειμενικής μεταφυσικής του Είναι και η βούληση για δύναμη που ακολουθεί», όπως και από το γεγονός ότι το «φίλαυτο υποκείμενο» χάνει την επαφή με την κοινότητα και σχετικοποιεί κάθε αξία.
Στην ελληνική περίπτωση, η απουσία κανονιστικών δεσμεύσεων ή αναφοράς σε ένα συλλογικό όραμα, όπως ήταν παλαιότερα η Μεγάλη Ιδέα και κατόπιν η Εθνική Αντίσταση, δημιουργεί ένα μηδενισμό με τη μορφή ενός άγριου, ανορθολογικού και αντικοινωνικού ατομικισμού, πολύ διαφορετικού από το άτομο που δημιούργησε ο προτεσταντισμός και χρησιμοποίησε ο καπιταλισμός ως την αρχική καύσιμη ύλη του. Έτσι, ο υπάλληλος που τα παίρνει για να μην κάνει σωστά τη δουλειά του, ο πολιτικός που εισπράττει μίζες –από τη Ζίμενς για παράδειγμα– προξενώντας τεράστια ζημιά στην πατρίδα του, αποσκοπεί αποκλειστικά και μόνο στο όφελος του ατόμου του, χωρίς να αισθάνεται καμιά υποχρέωση απέναντι στην κοινωνία και στον τόπο του.
Ένας ασκητισμός –σαν των ιερών νηπτικών– που ελέγχει τις επιθυμίες και αντικαθιστά το ίδιο όφελος από το κοινωνικό, το αυτάρκες εγώ από το δόσιμο στον άλλο, προσφέρει στην κοινωνία μια έλλογη, συλλογική διέξοδο. Είναι μια απάντηση, χωρίς να είναι η μοναδική, στον μηδενισμό του ατομικισμού. Ο Ράμφος, επικρίνοντας την ασκητική παράδοση –ιδιαίτερα τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά και τη θεωρία του για τη θεία ουσία και τις άκτιστες ενέργειες– όπως και κάθε συλλογική ταυτότητα, σαν την οικογένεια ή την κοινότητα, συνειδητά ή όχι, προωθεί και δικαιώνει έναν ατομικισμό που είναι η μήτρα όχι ενός υψιπετούς μηδενισμού σαν αυτού του Σιοράν, αλλά ενός μηδενισμού θλιβερού και παρακμιακού, σαν αυτόν που απηχεί ο πολιτικός που ξεροσταλιάζει μπροστά από τα ταμεία της Ζίμενς για να λάβει το δώρο του.
Σε συνέντευξη στην Ελευθεροτυπία (25.5.2010), με σκοπό να παρουσιάσει το καινούργιο βιβλίο του, διατυπώνει διάφορες παράδοξες σκέψεις, πολλές από τις οποίες δεν περιέχονται –τουλάχιστον με αυτή τη μορφή και ένταση– στο Αδιανόητο Τίποτα. Βεβαίως, μπορεί να υπάρχει το ελαφρυντικό του προφορικού λόγου, αλλά επιβαρύνεται από το γεγονός ότι απευθύνεται σε ένα κοινό που δεν έχει ιδιαίτερη εξοικείωση με τις φιλοσοφικές έννοιες και άρα έχει αυξημένη ευθύνη απέναντί του. Λέγει λοιπόν: «Εάν δεχθούμε ότι, για να φτάσουμε στον Θεό, όπως ήθελαν οι ασκητές, πρέπει να εξοντώσουμε κάθε στοιχείο λογικό από μέσα μας, να το αφανίσουμε, τότε μένουμε στη θεότητα ως απόλυτο αίσθημα και βρισκόμαστε ένα βήμα από το μηδέν. Γιατί, αν το απόλυτο είναι κενό και δεν έχει καμία λογική, τότε δεν έχεις παρά να κυνηγάς σκιές. Η διαδικασία αυτή, που απορρίπτει τη λογική, διαμορφώνει ψυχολογίες ακράτητα συναισθηματικές, σαν αυτές που βλέπουμε στη σύγχρονη κοινωνία». Βεβαίως, παραλείπει να πει ότι αυτός που ισχυρίστηκε ότι δεν μπορούν να σταθούν οι λογικές αποδείξεις του Θεού είναι ο εισηγητής του κριτικού ορθολογισμού, ο Ε. Καντ. Όπως γράφει ο Π. Κανελλόπουλος: «Λογική απόδειξη για την ύπαρξη της Ελευθερίας και για την ύπαρξη του Θεού αποκλείεται κατά τον Καντ. Τις σελίδες του για τις Αντινομίες τις ακολουθούν, στην Κριτική του Καθαρού Λόγου, οι σελίδες όπου αποκρούει και τις “τρεις αποδείξεις” για την ύπαρξη του Θεού». Παραδόξως, ο Ράμφος δεν στρέφεται διόλου κατά του καντιανισμού, όπως κάνει με τη φιλοκαλία, ούτε τον θεωρεί εμπόδιο σε αυτό που ονομάζει «νεώτερη δημοκρατική κοινωνία».
Σε δύο τρία σημεία του έργου του (στη σελίδα 53 και αλλού), ο Ράμφος αναφέρεται στο σπουδαίο βιβλίο του Λουί Ντυμόν Δοκίμια για τον Ατομικισμό, χωρίς όμως να τον λαμβάνει πολύ σοβαρά υπόψη του. Σύμφωνα με τον Ντυμόν, ο χριστιανισμός –ανατολικός ή δυτικός– ανέπτυξε έναν ξεχωριστό ατομικισμό, που τον διαφοροποίησε από την ινδική, για παράδειγμα, κοινωνία. «Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία σχετικά με τη θεμελιώδη αντίληψη περί ανθρώπου, που πήγασε από τη διδασκαλία του Χριστού: όπως το είπε και ο Τραιλτς, ο άνθρωπος είναι ένα άτομο-σε-σχέση-με–τον-Θεό, πράγμα που σημαίνει, για τη δική μας χρήση, άτομο που ουσιαστικά είναι έξω από τον κόσμο… Από τη διδαχή, πρώτα του Χριστού και έπειτα του Παύλου, απορρέει ότι ο χριστιανός είναι «ένα άτομο-σε σχέση-με-τον Θεό. Στη σχέση με τον Θεό, λέει ο Τραιλτς, υπάρχει απόλυτος ατομικισμός και απόλυτος οικουμενισμός (universalisme)». Ένας τέτοιος ατομικισμός, που στρέφει τον άνθρωπο προς τα μέσα, μπορεί να στέκεται εχθρικά απέναντι σε ορισμένες εξουσίες (η αγάπη είναι το κριτήριο για την αποδοχή ή την αντίσταση στην εξουσία), συγχρόνως όμως εντάσσει το άτομο σε κοινωνικές συσσωματώσεις όπως είναι η κοινότητα.
(Πηγή: "Ρήξη", φ. 69, σελ. 23, 4/12/2010)