Περί Θείας πρόνοιας (Αρχ. Μελέτιος Βαδραχάνης)

Με αφορμή την περικοπή του Ευαγγελίου της Κυριακής 3/7/2011 «Ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας καὶ πατὴρ ὑμῶν οὐράνιος τρέφει αὐτὰ οὒχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν;» (Μάτθ. 6, 26-27)

Ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια χαρακτηριστικά της ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, εἶναι καὶ μέριμνα πρὸς ἐξασφάλιση τῶν ἀναγκαίων ὑλικῶν ἀγαθῶν, ποὺ ἀπαιτοῦνται διὰ τὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. ἄνθρωπος μεριμνᾷ καὶ φροντίζει, μὲ ζῆλο καὶ πόθο καὶ προσπάθεια, γιὰ τὴν τροφή του, τὸ ποτό του, τὸ ἔνδυμά του, τὴν κατοικία του, τὶς ὑλικὲς ἀνάγκες τοῦ γενικά. Καὶ βέβαια, μιὰ λογικὴ φροντίδα καὶ μέριμνα, εἶναι κάτι τὸ φυσιολογικὸ καὶ δὲν τὸ ἀπαγορεύει Θεός. Ἐφὅσον ἔχουμε σῶμα μὲ ὑλικὲς ἀνάγκες καὶ μάλιστα Θεός μας ἔπλασε ἔτσι, ὥστε νὰ ἐξαρτώμεθᾳ καὶ ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ἀπαιτεῖται ἄνθρωπος νὰ φροντίζει καὶ νὰ ἐνδιαφέρεται διὰ τὰ πρὸς τὸ ζῆν.

Τὸ κακὸ ὅμως εἶναι ὅτι ἄνθρωπος δὲν φροντίζει ἁπλῶς, ἀλλὰ προσκολλᾶται στὰ βοιωτικά, στρέφει ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξη τοῦ πρὸς αὐτά, καταβάλλει ἀγωνιώδη καὶ ἐξαντλητικὴ προσπάθεια γιὰ νὰ τὰ ἐξασφαλίσει καὶ ἔτσι στὸ τέλος γίνεται δοῦλος τῶν ἀναγκῶν του. Δὲν τρώγει οὔτε πίνει οὔτε ντύνεται ἁπλῶς γιὰ νὰ ζεῖ, ἀλλὰ ζεῖ καὶ ὑπάρχει γιὰ νὰ τρώγει νὰ πίνει καὶ νὰ ντύνεται.

Κατὰ βάθος, αὐτὴ ἀγωνιώδης μέριμνα ὁποία χαρακτηρίζει ἄτομα καὶ σύνολα, ἐν τελευταῖᾳ ἀναλύσει, ὀφείλεται στὴν ἀνασφάλεια καὶ τὸν φόβο ποὺ νοιώθει ἄνθρωπος μπροστὰ στὸν θάνατο, μπροστὰ στὸ σκοτεινὸ καὶ ἀβέβαιο μέλλον. Καὶ μάλιστα, τὸν φόβο αὐτὸ τὸν νοιώθει ἀποκομμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ ἄνθρωπος, ποὺ δὲν πιστεύει στὸν Θεό, δὲν ἐλπίζει στὴν πρόνοιά του, δὲν τὸν νοιώθει σὰν πατέρα του. Εἶναι λοιπὸν φυσικό, μὴ ἔχοντας ποὺ νὰ στηριχθεῖ γιὰ νὰ ἀσφαλίσει τὴν ζωή του, νὰ συσσωρεύει ὑλικὰ ἀγαθά. Ἃς θυμηθοῦμε τὸν ἄφρονα πλούσιο, ποὺ ἀφοῦ γκρέμισε τὶς ἀποθῆκες, ἔκτισε καινούργιες καὶ τὶς γέμισε ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ εἶπε ἐκεῖνο τὸ περίφημο’ «ψυχή μου, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά, ἀναπαύου, φᾶγε, πίε, εὐφραίνου»(Λούκ.12~19). Ἃς θυμηθοῦμε αὐτὰ ποὺ διαβάζουμε στὶς ἐφημερίδες γιὰ «ζωτικὰ ἐδάφη», γιὰ «ζωτικὰ συμφέροντα», δηλαδὴ ὅτι ζωή μας ἐξαρτᾶται ἄμεσα ἀπὸ τὰ πετρέλαια, ἀπὸ τὸ οὐράνιο, ἀπὸ τὰ διαμάντια καὶ ὅλα τὰ παρεμφερῆ. Ἃς θυμηθοῦμε, ὅτι οἱ ὑποσχέσεις τῶν πολιτικῶν μας καὶ οἱ ἐπιδιώξεις τῶν συνδικαλιστῶν τῶν διαφόρων σωματείων, εἶναι κυρίως οἰκονομικὲς καὶ τότε θὰ καταλάβουμε πόσο εἰδωλολάτρες εἴμαστε καὶ πόσο ἔχουμε ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀκόμη καὶ ὅσοι πᾶμε στὴν Ἐκκλησία, περισσότερο πιστεύουμε στὸ πορτοφόλι μας, στὶς καταθέσεις μας, στ’ ἀκίνητά μας καὶ ὄχι στὸν Θεό.

Ἐπειδὴ λοιπὸν Θεὸς γνωρίζει τὴν ἀπιστία μας, τὴν κλονισμένη πίστη μας ἂν θέλετε, ὁποία ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νὰ στρέφεται ὁλόκληρη ὕπαρξή μας στὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ μόνο σ’ αὐτά, στὸ εὐαγγέλιό του, προσπαθεῖ μὲ ὠρισμένες εἰκόνες νὰ μᾶς μιλήσει γιὰ τὴν θεία πρόνοιά του. Ἔτσι μας λέγει’ «Μὴ ἔχετε ἄγχος τί θὰ φᾶτε, τί θὰ πιεῖτε, οὔτε τί θὰ ντυθεῖτε. Κοιτάξτε τὰ πουλιὰ τοῦ οὐρανοῦ ποὺ δὲν σπέρνουν οὔτε θερίζουν οὔτε συγκεντρώνουν στὶς ἀποθῆκες καὶ πατέρας σας οὐράνιος τρέφει αὐτά. Ἐσεῖς δὲν εἶσθε πολὺ ἀνώτεροι ἀπαὐτά; Ποιὸς ἀπό σας, ὅσο κι ἂν φροντίσει, μπορεῖ νὰ προσθέσει στὸ ἀνάστημα τοῦ ἕνα πῆχυ; Καὶ γιατί μεριμνᾶτε γιὰ ἐνδύματα; Παρατηρήσατε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πὼς αὐξάνουν. Οὔτε κοπιάζουν οὔτε γνέθουν, ἀλλά σας λέγω οὔτε Σολομῶν εἰς ὅλη του τὴν δόξα δὲν ντύθηκε σὰν ἕνα ἀπαὐτά. Ἐὰν τὸ χορτάρι τοῦ ἀγροῦ, ποὺ σήμερα ὑπάρχει καὶ αὔριο τὸ ρίχνουν στὸ φοῦρνο, Θεὸς τὸ ντύνει τόσο ὡραία, πόσο περισσότερο ἐσὰς ὀλιγόπιστοι; Μὴ μεριμνᾶτε λοιπὸν καὶ μὴ λέγετε, ‘Τί θὰ φᾶμε τί θὰ πιοῦμε τί θὰ ντυθούμε’; Διότι ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπιδιώκουν οἱ ἐθνικοί. Γνωρίζει πατέρας σας οὐράνιος ὅτι ἔχετε ἀνάγκη ἀπὅλα αὐτά. Ζητεῖτε πρῶτα τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνη του καὶ τότε ὅλα αὐτὰ θὰ σᾶς χορηγηθοῦν»(Μάτθ.6,25-33).

Λέγει ἁγία Γραφή’ « φυτεύσας τὸ οὖς οὐχὶ ἀκούει καὶ πλάσας τὸν ὀφθαλμὸν οὐχὶ κατανοεῖ»(Ψάλμ.93,9). Δηλαδή, ἄνθρωπε ἐσὺ ποὺ λέγεις «οὐκ ὄψεται Κύριος, οὐδὲ συνήσει Θεὸς τοῦ Ἰακώβ», αὐτὸς ποὺ ἔδωσε ὀφθαλμοὺς καὶ αὐτιὰ σὲ λογικὰ καὶ ἄλογα ὄντα, εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ ἀκούει καὶ νὰ μὴ βλέπει; Γιὰ πᾶτε νὰ σκοτώσετε μία μυίγα, ἀμέσως θὰ σᾶς δεῖ καὶ θὰ φύγει, γιατί ἔχει πολλὰ μάτια καὶ γίνονται ἀντιληπτὲς οἱ κινήσεις μας ἀμέσως. Πόσες μυῖγες, πόσα κουνούπια, πόσες μέλισσες, ὑπάρχουν στὸν κόσμο; Πόσα ἑκατομμύρια μάτια; Αἳ λοιπὸν αὐτὸς ποῦ ἔφτιαξε αὐτὸ τὸ πλῆθος τῶν ματιῶν δὲν ἔχει ἴδιος μάτια αὐτιά; Εἶναι δυνατόν; Στέκει λογικῶς αὐτό;

Κι ὅμως παρ’ ὅλες τὶς λογικὲς ἐνδείξεις πίστη τοῦ ἀνθρώπου στὴ θεία πρόνοια δοκιμάζεται. Κι αὐτὸ συμβαίνει πάντοτε σὲ κάθε περίοδο τῆς ἱστορίας. Ἔτσι ἂν ἀνοίξουμε τὸν προφήτη Ἠσαία π.χ. θὰ δοῦμε ἐκεῖ νὰ γράφει προφήτης’ «Μᾶς ἐγκατέλειπε Κύριος, μᾶς λησμόνησε»(Ἠσαίας 49,14).Καὶ ἀπαντᾷ Θεὸς στὰ παράπονα τῶν ἰσραηλιτῶν‘ «Μήπως εἶναι δυνατὸ ποτὲ μητέρα νὰ λησμονήσει τὸ παιδί της; Νὰ ξεχάσει τὸ σπλάχνο της; Ἀλλὰ κι ἂν ὑποθέσουμε ὅτι αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνει, ἐγὼ Θεὸς δὲν πρόκειται νὰ σᾶς ξεχάσω». Καὶ γιὰ νὰ διδάξει Θεός, ὅτι πράγματι δὲν ὑπάρχει πιθανότητα νὰ τοὺς λησμονήσει, ἀναφέρει τὴν ἑξῆς ἀνθρωπομορφικὴ εἰκόνα‘ «Ἱερουσαλὴμ σὲ ζωγράφισα στὰ χέρια μου, τὰ τείχη σου, τὶς πλατεῖες σου, τοὺς δρόμους σου, τὰ πάντα. Καὶ σὲ ἔχω μπροστά μου συνεχῶς». Τί ὡραία αὐτὴ ἀνθρωπομορφικὴ εἰκόνα τοῦ Ἠσαία! Μᾶς θυμίζει στιγμὲς τῆς μαθητικῆς μας ζωῆς. Ὅταν κάποιο ὄνομα δύσκολο, κάποια ἡμερομηνία, κάποια χημικὴ ἐξίσωση, κάτι ποὺ τέλος πάντων ἦταν βασικὸ γιὰ τὸ μάθημά μας καὶ δὲν θέλαμε νὰ τὸ ξεχάσουμε στοὺς διαγωνισμοὺς ,τὸ γράφαμε στὸ χέρι μας.

Μᾶς βεβαιώνει, λοιπὸν Θεός, πὼς δὲν εἶναι ἀναίσθητος, δὲν εἶναι ἄσπλαχνος, δὲν εἶναι κάπου μακριὰ ἀποτραβηγμένος, χωρὶς ἐνδιαφέρον καὶ φροντίδα γιὰ τὸν κόσμο μας. Τὸ ἀντίθετο μᾶλλον συμβαίνει. Μέσα στὶς μεγάλες παλάμες τοῦ Θεοῦ, δὲν βρίσκεται μόνο Ἱερουσαλὴμ γραμμένη. Κατὰ τοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, βρίσκεται καὶ τὸ ὄνομά μας’ καὶ δίπλα τοῦ ὅλες μας οἱ ὑλικὲς καὶ πνευματικές μας ἀνάγκες. Ἐκεῖ εἶναι σημειωμένες οἱ θλίψεις μας, οἱ δυσκολίες τῆς ζωῆς μας, τὰ δυσεπίλυτα προβλήματά μας. Τὰ βλέπει Θεός, τὰ μελετᾷ, καὶ ἐν καιρῷ δίδει θὰ δώσει τὶς ἀνάλογες λύσεις.

[Ψήφοι: 2 Βαθμολογία: 3.5]