Πέντε σχόλια για το Facebook (π. Μιλτιάδης Ζέρβας)

Ψάχνω τοὺς φίλους μου στὸ Facebook

Ὄχι αὐτοὺς ποὺ ἀποδέχθηκαν ἕνα αἴτημα φιλίας στὸ smartphone τους, ἀλλὰ ἐκείνους ποὺ κάποτε γνώρισα στὴ γειτονιά, στὸ σχολεῖο, στὸ πανεπιστήμιο, στὸ στρατό, στὴ δουλειά· ἐκείνους ποὺ ἔπαιξα μαζί τους, ποὺ χάρηκα, μάλωσα, ἔκλαψα, ἐργάστηκα, γιόρτασα· αὐτοὺς ποὺ στὰ πρόσωπά τους ψηλάφισα τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μου.

Ἐντοπίζω τὰ ὀνόματά τους, ἐπιβεβαιώνω τὰ στοιχεῖα τους, μὰ δυσκολεύομαι νὰ τοὺς ἀναγνωρίσω. Ἡ ὄψη τους εἶναι διαφορετική. Οἱ φωτογραφίες ποὺ ἐναλλάσσονται στὸ προφίλ τους, φανερώνουν γωνιὲς τῶν προσώπων τους ἄγνωστες σὲ μένα. Τὰ λόγια τους ἠχοῦν παράδοξα κι οἱ λέξεις τους δὲν συνταιριάζουν στὴ χροιὰ τῆς φωνῆς τους. Οἱ προωθήσεις τους μὲ κάνουν νὰ ἀπορῶ γιὰ τὸ πόσο λίγο ξέρω τί θεωροῦν σημαντικὸ καὶ τί ἀσήμαντο.

Εἶναι στ’ ἀλήθεια ἐκεῖνα τὰ πρόσωπα ποὺ ἀγαπῶ ἢ οἱ ἔγχρωμες σκιὲς τοῦ διαδικτυακοῦ ἑαυτοῦ τους;

Ἐπιζητώντας τὸ like…

Ἕνα πλῆθος ἑτερόκλητων δημοσιεύσεων ἐμφανίζεται στὴν ὀθόνη. Εἰκόνες καὶ λέξεις προσπαθοῦν νὰ κερδίσουν τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ χρήστη. Ὄχι μόνο τὸ ἐνδιαφέρον ἀλλὰ καὶ τὴ συμπάθεια. Θέλουν ν’ ἀρέσουν στὸν θεατή-ἀναγνώστη τους. Μὰ καὶ κάτι περισσότερο: ἐπιδιώκουν ὁ παραλήπτης τοῦ μηνύματός τους, νὰ ἐκφράσει τὴν εὐμένειά του. Πῶς; Μ’ ἕνα like.

Στὴ ζωὴ τὴν ἀληθινὴ, συχνὰ καταφάσκουμε σὲ πράγματα ποὺ μᾶς ἀρέσουν, ἐνῷ ἄλλοτε ἐπιλέγουμε ἀκόμα καὶ νὰ ἀρνηθοῦμε κάποια ἀπὸ αὐτὰ τὰ εὐάρεστα. Ἡ ἀποδοχὴ μιᾶς θεώρησης ἐνεργεῖται σταδιακὰ μέσα ἀπὸ μιὰ διαδικασία στοχασμοῦ, διερεύνησης, συζήτησης. Στὴν ὀθόνη τῆς συσκευῆς ὅμως, ὑπάρχει μιὰ ἐπιτακτικὴ ἀπαίτηση τοποθέτησης: κάνε like, μὴν προσπερνᾶς.

Τούτη ἡ δημοσκοπικὴ διάσταση τῶν δημοσιεύσεων ἐγκαινιάζει ἕνα παιχνίδι ἀποδοχῆς καὶ ἀναγνώρισης μεταξὺ τῶν χρηστῶν τοῦ Facebook. Τὸ τί θὰ δημοσιεύσω ἐξαρτᾶται καίρια ἀπὸ τὸ τί τελικὰ ἀρέσει· ἀπὸ τὸ ποιές ἀναρτήσεις συγκεντρώνουν τὴν προσοχὴ καὶ τὴν ἀποδοχὴ τῶν πολλῶν· ἀπὸ τὰ παραγγέλματα τῶν καιρῶν· ἀπὸ τὸ ποιές εἶναι οἱ κυρίαρχες τάσεις· ἀπὸ τὸ «ποῦ φυσᾶ ὁ ἄνεμος».

Κατὰ κανόνα εὐπρόσδεκτα γίνονται ὅσα δὲν κουράζουν, ἐκεῖνα ποὺ εἶναι εὔκολα καὶ ἀνάλαφρα. Ἔτσι κατανοεῖ κανεὶς γιατί ἡ πλειοψηφία τῶν δημοσιεύσεων δὲν κομίζει ἀπολύτως τίποτα, ἀλλὰ ὑπηρετεῖ τὸ ἀσήμαντο καὶ τὸ γυαλιστερό.

Χρειάστηκε τὸ Facebook γιὰ νὰ καταφανεῖ πὼς ἡ ἐποχὴ μᾶς καλεῖ νὰ ἐκφράσουμε τὴν εὐαρέσκειά μας σὲ ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ εἶναι ἀνίκανα νὰ μᾶς συγκινήσουν ἀληθινά.

Κοινοποίηση τῆς τοποθεσίας σας…

Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη ν’ ἀναγνωρίζεται, νὰ καταθέτει τὸ στίγμα του. Κάθε πρόσωπο συνειδητὰ ἢ καὶ ἀσυνείδητα δηλώνει μὲ τρόπους πολλοὺς ὅτι ὑπάρχει· ὅτι ἀξίζει οἱ ἄλλοι νὰ τοῦ δώσουν σημασία καὶ προσοχή. Τοῦτο φαίνεται πολὺ χαριτωμένα στὰ παιδιά, ποὺ ἄλλοτε μὲ ἀταξίες, ἄλλοτε μὲ πολυλογία, ἄλλοτε μὲ κλάματα καὶ ὑπερβολὲς προσπαθοῦν νὰ κερδίσουν τὸ ἐνδιαφέρον τῶν μεγάλων.

Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος ὡριμάζει καλεῖται νὰ μεταποιήσει τούτη τὴν ἀνάγκη τῆς ἀναγνώρισης ἀπὸ παιχνίδισμα σὲ ἔργο δημιουργικό. Τὰ χέρια κι ἡ ψυχὴ πλάθουν καὶ ποιοῦν, καὶ τὰ γεννήματά τους, ἀπὸ τὴ μία μαρτυροῦν τὸ ποιός εἶναι κανεὶς καὶ τί ἀξίζει, ἀπὸ τὴν ἄλλη προσκαλοῦν τοὺς γύρω σὲ σχέση καὶ κοινωνία.

Ἐδῶ ἀκριβῶς εἶναι ποὺ τὰ μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης εἰσάγουν ἕναν ἰδιότυπο παλιμπαιδισμό. Προτείνουν νὰ προβάλεις τὸν ἑαυτό σου, ὄχι στὸ φάσμα τῆς δημιουργικότητάς σου, ἀλλὰ στὸ πλαίσιο τῆς πεζῆς καθημερινότητας.

Ἐπιλογὲς τυποποιημένες: νοιώθω, βλέπω, διαβάζω, ἀκούω, πίνω, τρώω, παίζω, πηγαίνω… μ’ ἕνα μόνο κλίκ. Διαφορετικὰ διηγοῦμαι τὴν ἱστορία μου live: Ἀγοράζω καφὲ στὸ τάδε κατάστημα καὶ κοινοποιῶ τὴν τοποθεσία μου· βρίσκομαι στὸν ἐργασιακό μου χῶρο καὶ ἐκφράζω ἔμμεσα ἢ ἄμεσα μὲ μιὰ ἀνάρτηση πὼς ἡ δουλειά μου μοῦ εἶναι ἀδιάφορη· τρώω τὸ μεσημεριανό μου καὶ φωτογραφίζω τὸ πιάτο μου· ἀφιερώνω λίγο χρόνο στὸ παιδί μου καὶ ἐκθέτω τὸ χαμόγελο τῆς εὐγνωμοσύνης του.

Τὸ παιχνίδι τοῦτο κορυφώνεται τελικὰ στὶς διακοπές. Τότε «ὀφείλω» νὰ γνωστοποιήσω στὸν κάθε «φίλο» μου, μὲ κάθε λεπτομέρεια, μὲ λόγια καὶ εἰκόνες, πόσο τέλεια ξοδεύω τὶς ἡμέρες μου, μπᾶς καὶ πείσω τὸν ἑαυτό μου πὼς περνάω καλά, ἴσως ἀκόμα πὼς ζῶ ἔτσι ὅπως ἀξίζει σὲ ἄνθρωπο.

Πίσω ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν δημοσιεύσεων, ἀπὸ τὶς φωτογραφίες τὶς γελαστές, ἀπὸ τὰ εὔθυμα ποσταρίσματα, ἀπὸ τὰ αἰτήματα καὶ τὶς ἀποδοχὲς κάποιας φιλίας, ἂν προσέξουμε καλά, θὰ διακρίνουμε πὼς ὁ ἄνθρωπος τοῦ Facebook ἀναζητᾶ μιὰ ζωὴ ἀληθινή, ἕναν ἑαυτὸ γνήσιο, σχέσεις ποὺ ν’ ἀξίζουν, ἀπαντήσεις στὰ καίρια. Μήπως ὅμως ψάχνει μ’ ἕνα μέσο, ποὺ εἶναι ἔτσι φτιαγμένο, ὥστε νὰ ταξιδεύει τὸν ἄνθρωπο μακριὰ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν σημασία καὶ νόημα;

Θραύσματα λόγων κάτω ἀπὸ μιὰ ἀνάρτηση

Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον ἔχουν οἱ δημοσιεύσεις ἐκεῖνες, οἱ ὁποῖες ὁδηγοῦν τὸν ἀναγνώστη στὸ νὰ ἀναλάβει κόπο συγγραφῆς καὶ κατάθεσης γνώμης καὶ ἄποψης, γιὰ τὰ ὅσα ἡ ἀρχικὴ ἀνάρτηση ὑποστηρίζει. Νὰ προσθέσει δηλαδὴ ἕνα σχόλιο κάτω ἀπὸ μιὰ δημοσίευση. Αὐτὴ ἡ ἀμεσότητα τοῦ διαλόγου μεταξὺ προσώπων, τὰ ὁποῖα συχνὰ δὲν γνωρίζονται, ποὺ τοὺς χωρίζουν ἀποστάσεις τοπικὲς ἢ ἰδεολογικές, τὰ ὁποῖα πιθανὸν δὲν ἔχουν ἄλλες εὐκαιρίες νὰ μετέχουν σὲ κάποιο δημόσια συζήτηση, εἶναι πραγματικὰ μιὰ μεγάλη εὐκαιρία. Τὸ Facebook θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς κάνει νὰ ἀγαπήσουμε τὸν διάλογο καὶ τὴν ἐπικοινωνία.

Κι ὅμως ἡ προσδοκία ὄχι ἁπλὰ μένει τραγικὰ ἀνεκπλήρωτη, ἀλλὰ τοὐναντίον ἑδραιώνεται ἡ στάση πὼς δὲν ἀξίζει νὰ μετέχει κανεὶς σὲ τέτοιους διαλόγους. Πόσο συχνὰ συμβαίνει κάτω ἀπὸ σημαντικὰ κείμενα, νὰ κατατίθεται ἕνας ὀρυμαγδὸς σχολίων, ποὺ ἐκτείνεται ἀπὸ τὴν αὐτοδοξαστικὴ πολυλογία μέχρι τὴν ἀπροκάλυπτη ἐπιθετικότητα;

Τοῦτο ἴσως συμβαίνει γιατὶ ἡ ἔλλειψη τῆς κατὰ πρόσωπο ἐπικοινωνίας ἐπιτρέπει πιὸ εὔκολα τὶς ἀποκλίσεις. Ἴσως ἀκόμα, γιατὶ μιὰ ὀθόνη, ὅσο κι ἂν χρησιμοποιεῖται ὡς ἐπιφάνεια γραφῆς, ποτὲ δὲν παύει νὰ εἶναι κι ἕνας καθρέφτης ποὺ ἀντανακλᾶ τὸ εἴδωλό μας, ὑπηρετώντας τὴν ὡραιοπάθεια καὶ τὸν ναρκισσισμὸ τοῦ καθενὸς ἀπὸ ἐμᾶς.

Οἱ νησίδες τῶν λέξεων καὶ τῶν εἰκόνων

Μέσα στὸ πέλαγος τῶν δημοσιεύσεων τοῦ Facebook αἰσθάνεσαι συχνὰ νααυγισμένος. Ξεκίνησες ἕνα ταξείδι (ἔστω μπροστὰ σὲ μιὰ ὀθόνη) κι ἄξαφνα ἔχεις βρεθεῖ ἀνάμεσα στὸν κίνδυνο νὰ σὲ καταποντίσει ἕνα τεράστιο κύμα ἀσημαντότητας. Γι’ αὐτὸ ὅταν συναντιέσαι μὲ κείμενα καὶ εἰκόνες ποὺ ἔχουν κάτι νὰ σοῦ ποῦν, αὐτὰ μοιάζουν μὲ νησίδες σωτήριες.

Εἶναι ἀλήθεια πὼς ὑπάρχουν πολλὰ πρόσωπα, ποὺ ἔχουν ἐμπνευστεῖ ἀπὸ τὸ μέσο αὐτὸ καὶ τὶς δυνατότητές του, χρησιμοποιώντας το γιὰ νὰ κοινωνήσουν σκέψεις, αἰσθήματα, ὁραματισμούς, μὲ ἕνα τρόπο εὑρηματικὸ κι ἀπαιτητικό, ἀληθινὸ καὶ σπουδαῖο.

Ναί, ὀφείλουμε νὰ τὸ ποῦμε: γίνεται νὰ καταθέσεις τὴν ψυχή σου καὶ στὸ ψυχρὸ κρύσταλλο μιᾶς ὀθόνης, ὅπως παλαιότερα ἄλλοι τὴν κατέθεσαν στὴν πέτρα καὶ στὸ μάρμαρο, στὸν πάπυρο καὶ στὸ χαρτί.

Ἀρκεῖ νὰ μὴν ξεγελαστεῖς καὶ πιστέψεις, πὼς ἡ ὀθόνη εἶναι ἡ ἴδια σου ἡ ψυχή.

 

(Από το περιοδικό “Πειραϊκή Εκκλησία” τχ 306, Σεπ. 2018)

 

(Πηγή ψηφ. κειμένου: “Aντίφωνο“)

[Ψήφοι: 2 Βαθμολογία: 5]