Ο άγιος μεγαλομάρτυς Γεώργιος (Κωνσταντίνος Γανωτής)

Ο άγιος μεγαλομάρτυς Γεώργιος γεννήθηκε στην Καππαδοκία της Μικράς Ασίας μέσα σε μια πλούσια αλλά χριστιανική οικογένεια, ήταν δε και ο ίδιος ευσεβής χριστιανός. Σε ηλικία δέκα ετών έμεινε ορφανός από πατέρα και η μητέρα του τον πήρε και πήγαν στην ιδιαίτερη πατρίδα της την Παλαιστίνη, όπου είχε πολλά κτήματα.

Σε ηλικία δεκαοκτώ ετών ο Γεώργιος εκλήθη στο στρατό και έγινε σημαιοφόρος. Σε λίγον καιρό πέθανε και η μητέρα του. Τότε ο Γεώργιος επώλησε την περιουσία που κληρονόμησε και μοίρασε τα χρήματα στους φτωχούς, ελευθέρωσε τους δούλους και πήγε και παρουσιάστηκε μπροστά στον αυτοκράτορα Διοκλητιανό (285-305 μ.Χ.), που μαζί με τους συνάρχοντές του συνεδρίαζαν για να οργανώσουν καλύτερα τον διωγμό των Χριστιανών. Έλεγξε με θάρρος τον Διοκλητιανό για τη μανία του κατά των χριστιανών και από τη στιγμή εκείνη άρχισε το μαρτύριό του.

Ένας άρχοντας, ο Μαγνέντιος, που του ανέθεσε ο Διοκλητιανός να απαντήσει στον έλεγχο του Γεωργίου, προσπάθησε να μεταπείσει τον Γεώργιο με υποσχέσεις και απειλές· οι απαντήσεις όμως του Γεωργίου ήταν σαφείς:

– Είμαι δούλος του Χριστού μου· γι’ αυτό εμπιστεύτηκα στη δύναμή Του και ήρθα να σας ελέγξω.

Τότε επεμβαίνει ο βασιλεύς και διατάζει τους στρατιώτες του να κεντήσουν με τα όπλα τους τον Γεώργιο και να τον κλείσουν στη φυλακή. Μέσα στη φυλακή έβαλαν τα πόδια του στη φάλαγγα και πάνω στο στήθος του τοποθέτησαν μια βαριά πέτρα.

Την άλλη ημέρα τον έβγαλαν από τη φυλακή και τον υπέβαλαν στο μαρτύριο του τροχού. Ο τροχός γύριζε το σώμα του μάρτυρος και το περνούσε από αιχμηρά πηρούνια και λάμες και το κατέκοπτε. Ο βασιλεύς με χαιρεκακία παρακολουθούσε το μαρτύριο του αγίου και τον ρωτούσε:

– Γεώργιε, που είναι ο Θεός σου να σε σώσει;

Τότε σκοτείνιασε ο ουρανός και μέσα σε βροντές και αστραπές ακούστηκε φωνή απ’ τον ουρανό να λέει:

– Μη φοβάσαι, Γεώργιε, γιατί εγώ είμαι μαζί σου.

Και τότε παρουσιάστηκε ο Γεώργιος μπροστά στο βασιλέα λυμένος και υγιέστατος. Τότε δυό χιλίαρχοι, ο Ανατόλιος και ο Πρωτολέων, πίστεψαν στο Χριστό και ομολόγησαν μπροστά σε όλους ότι ένας είναι ο αληθινός Θεός, ο Θεός των Χριστιανών. Και ο βασιλεύς διέταξε αμέσως να αποκεφαλιστούν.

Ύστερα διέταξε ο Διοκλητιανός να ρίξουν το μάρτυρα μέσα σε λάκκο με ασβέστη. Σε τρεις μέρες, που πήγαν να μαζέψουν τα κόκκαλά του, όπως πίστευαν, τον βρήκαν ζωντανόν και υγιή να προσεύχεται. Ο Διοκλητιανός έλεγε ότι τα θαύματα, που γίνονται στον άγιο, ήταν αποτέλεσμα μαγείας. Ο άγιος του απάντησε ότι είναι μωρός και γι’ αυτό θεωρεί μαγείες τις ευεργεσίες του Θεού. Ο βασιλεύς τότε διέταξε να δείρουν το μάρτυρα στο στόμα και σ’ όλο του το σώμα. Ο άγιος μέσα στα αίματα ευχαριστούσε το Θεό και το πρόσωπό του έλαμπε σαν τον ήλιο. Ο Διοκλητιανός όμως που επέμενε ότι όλα αυτά είναι μαγείες εκάλεσε ένα γνωστό μάγο, για να διαλύσει τις μαγείες του Γεωργίου και να τον νικήσει.

Ο Αθανάσιος έφερε εκεί δυο πήλινα αγγεία με ισχυρά δηλητήρια. Το ένα προκαλούσε σ’ αυτόν, που θα το έπινε, τρέλλα, ενώ το άλλο ήταν θανατηφόρο. Ο Γεώργιος μετά από προσευχή ήπιε και από τα δύο και δεν έπαθε τίποτα. Ο Διοκλητιανός επέμενε ότι αυτά τα κατορθώματα του αγίου οφείλονταν σε μαγικές τέχνες. Ο άγιος απαντούσε ότι όλα έγιναν με τη δύναμη του Χριστού, που παραγγέλλει στους πιστούς Του να μη φοβούνται τίποτε. Στην ερώτηση του βασιλέως: «Και τι μπορεί να κάνει ο Χριστός;» ο άγιος απάντησε: «Θεραπείες ασθενειών, αναστάσεις νεκρών και πολλά άλλα». Τότε ο βασιλεύς ζήτησε από τον άγιο να αναστήσει ένα νεκρό, που ο τάφος του ήταν λίγο πιο πέρα. Ο άγιος είπε ότι θα το κάνει χάριν του κόσμου που παρακολουθεί, γιατί ο βασιλεύς και οι άνθρωποί του είναι στην πλάνη και δεν πείθονται. Και μετά από προσευχή έγινε βροντή μεγάλη και ο νεκρός αναστήθηκε. Τότε ο μάγος Αθανάσιος, που παρακολουθούσε τα γινόμενα, πίστεψε στο Χριστό και έπεσε στα πόδια του αγίου ζητώντας συγχώρεση. Ο Διοκλητιανός όμως διέταξε αμέσως να σκοτώσουν τον Αθανάσιο και τον μόλις αναστηθέντα νεκρό, τον δε Γεώργιο να τον κλείσουν στη φυλακή δεμένον.

Εκεί στη φυλακή έτρεχαν πολλοί και ζητούσαν από τον άγιο θεραπείες. Ήταν κι ένας φτωχός γεωργός, ο Γλυκέριος, που του ψόφησε το βόδι μέσα στο χωράφι. Πήγε κι αυτός στον άγιο και του ζητούσε να αναστήσει το βόδι του. Κι όταν είδε ο Γλυκέριος το βόδι του όρθιο, γύρισε στη φυλακή κι ευχαρίστησε τον άγιο κι έλεγε:

– Αληθινά μέγας Θεός είναι ο Θεός των χριστιανών.

Οι στρατιώτες όμως που τον άκουσαν τον συνέλαβαν και τον έφεραν στο Διοκλητιανό, ο οποίος αποφάσισε αμέσως τον αποκεφαλισμό του.

Αυτοί, που ανήκαν στο περιβάλλον του Διοκλητιανού, βλέποντας την απήχηση που είχαν τα θαύματα του αγίου, συμβούλεψαν τον βασιλέα να θανατώσει τον άγιο. Κι ο άγιος μέσα στη φυλακή είδε στον ύπνο του το Χριστό να τον φιλεί και να του λέει:

– Μη φοβάσαι, Γεώργιε, αλλά έχε θάρρος, γιατί αξιώθηκες να βασιλεύσεις κοντά μου.

Όταν ξύπνησε ο άγιος κάλεσε έναν υπηρέτη του, που παρακολουθούσε το μαρτύριό του, και του ανήγγειλε ότι θα φύγει απ’ αυτή τη ζωή και να μη λυπάται, αλλά να μεταφέρει το σώμα του στην Παλαιστίνη, στην πατρίδα της μητέρας του, κι εκεί να το θάψει.

Την άλλη ημέρα ο Διοκλητιανός κάλεσε τον Γεώργιο να θυσιάσει στον Απόλλωνα. Ο άγιος απάντησε ότι δέχεται να τον συνοδεύσει στο ναό. Μπαίνοντας στο ναό των ειδώλων ο άγιος έκανε το σημείο του Σταυρού και τότε ακούστηκαν φωνές από το είδωλο, που έλεγαν:

– Δεν είμαι εγώ θεός ούτε κανένας άλλος από μας. Θεός είναι μόνον αυτός, που εσύ κηρύττεις. Εμείς ήμασταν κάποτε άγγελοι και από την υπερηφάνεια μας γίναμε δαίμονες και αναγκάζουμε τους ανθρώπους να μας προσκυνούν. Και ο άγιος τους είπε:

– Και γιατί λοιπόν είσαστε εδώ που παρευρίσκομαι κι εγώ;

Τότε ακούστηκαν κλάματα και τα αγάλματα έπεσαν και τσακίστηκαν. Αμέσως κάποιοι από τους ιερείς των ειδώλων έπιασαν τον άγιο και δέρνοντάς τον τον έβγαλαν έξω.

Τότε κατόρθωσε και η βασίλισσα Αλεξάνδρα, η σύζυγος του Διοκλητιανού, που είχε κι αυτή πιστέψει στο Χριστό, να φτάσει εκεί που ο βασιλιάς έβριζε τον άγιο για τη συντριβή των ειδώλων και έπεσε στα πόδια του αγίου και τον ευχαριστούσε. Στις παρατηρήσεις του συζύγου της απάντησε με περιφρόνηση και σ’ αυτόν και στα είδωλα. Τότε ο βασιλιάς έβγαλε την απόφαση να θανατωθεί ο Γεώργιος μαζί με τη βασίλισσα Αλεξάνδρα. Και μέσα στη φυλακή η βασίλισσα πέθανε και μετά δυο ημέρες οι στρατιώτες οδήγησαν τον άγιο μεγαλομάρτυρα Γεώργιο έξω από την πόλη, όπου ο άγιος, αφού προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο, έσκυψε το κεφάλι με χαρά στο δήμιο. Οι στρατιώτες αποκεφάλισαν τον μάρτυρα και η ψυχή του πέταξε στον ουρανό κοντά στον πολυπόθητο Χριστό. Το σώμα του παρέλαβε ο υπηρέτης του και το μετέφερε στην Παλαιστίνη.

Η μνήμη του εορτάζεται από την Εκκλησία την 23η Απριλίου, αν όμως συμπέσει να διαρκεί η Μεγάλη Τεσσαρακοστή μετατίθεται στη Δευτέρα της Διακαινησίμου.

 

(Πηγή: koinoniaorthodoxias.org)

[Ψήφοι: 2 Βαθμολογία: 5]