Οι Κολλυβάδες και ο Δωρόθεος Βουλησμάς. Το ζήτημα της “ανακρίσεως” του Πηδαλίου και του Κανονικού (Ιερά Μονή Παναγίας Χρυσοποδαριτίσσης Νεζερών)

«Κολλυβαδικὴ Γραμματεία 3»,
ἐκδ. «Τῆνος»,
Ἀθῆναι 2020
[ISBN: 978-960-273-168-0]
.

Ἡ παροῦσα ἔκδοση τῆς Ἱ. Μ. Παναγίας Χρυσοποδαριτίσσης Νεζερῶν ἀφορᾷ στὴν συμβολὴ τῶν Κολλυβάδων Πατέρων, ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου (†1809) καὶ Χριστοφόρου Προδρομίτου (†1813), ἀλλὰ καὶ τοῦ Μ. Ἱεροκήρυκος τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ἱερομονάχου Δωροθέου Βουλησμᾶ (†1819) στὴν αὐθεντικὴ ἑρμηνεία τῆς ὀρθοδόξου κανονικῆς παραδόσεως.

Οἱ δύο Κολλυβάδες Πατέρες προέβησαν, ὡς γνωστόν, ἐκ παραλλήλου στὴν σύνταξη δύο κανονικῶν συλλογῶν, τοῦ (πασιγνώστου) Πηδαλίου καὶ τοῦ (ἀγνώστου ἐν πολλοῖς καὶ μικρᾶς ἀξίας) Κανονικοῦ, τὰ ὁποῖα ἐξεδόθησαν ἀμφότερα τὸ ἔτος 1800. Τῆς ἐκδόσεως τῶν δύο ἔργων προηγήθηκε ἡ προβλεπομένη διαδικασία τῆς «ἀνακρίσεως», δηλαδὴ τῆς κριτικῆς θεωρήσεώς τους ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, προκειμένου νὰ λάβουν τὴν ἀπαιτουμένη πρὸς ἔκδοση ἐκκλησιαστικὴ ἔγκριση. Τὸ ἔργο αὐτὸ ἀνετέθη στὸν ἱερομόναχο Δωρόθεο Βουλησμᾶ, ὁ ὁποῖος – ἐκτὸς τῶν δύο «ἀνακρίσεών» του – στὸ χρονικὸ διάστημα 1791-1806 ἀνέπτυξε καὶ μίαν ἐκτενῆ ἀλληλογραφία μὲ τοὺς δύο Ἀθωνίτες συγγραφεῖς, ἡ ὁποία ἀφοροῦσε τόσον σὲ κάποιες (φιλολογικὲς καὶ ἑρμηνευτικὲς) θέσεις τοῦ Πηδαλίου καὶ τοῦ Κανονικοῦ (πρὸ τῆς ἐκδόσεώς τους), ὅσον καὶ σὲ κάποιες ἐπισυμβάσες ἀλλοιώσεις τους (κατὰ τὴν ἔκδοσή τους).

Ἐνῶ ὅμως ὁ ἅγιος Νικόδημος ἀπέφυγε τὴν περαιτέρω ὄξυνση τῆς διαφωνίας μὲ τὴν ἐνδεικτικὴ τοῦ μοναχικοῦ ἤθους του ὑπαναχώρηση καὶ ταπεινὴ παραδοχὴ τῶν κρίσεων τοῦ Βουλησμᾶ, ὁ Χριστοφόρος Προδρομίτης ἐπέδειξε ἀρχικῶς μία πιὸ ἀδιάλλακτη στάση. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔγινε ἀφορμὴ γιὰ τὴν προέκταση τοῦ ἐπιστολιμαίου διαλόγου του μὲ τὸν Βουλησμᾶ σὲ μίαν ὑψηλοῦ ἐπιπέδου «ἀντιρρητικὴ» κανονολογικὴ συζήτηση μεταξὺ τῶν δύο ἀνδρῶν. Ἡ ἀξία τῶν ἀντιρρητικῶν κειμένων ποὺ ἀντηλλάγησαν εἶναι πολὺ μεγάλη, διότι ἐκτὸς τῶν ἄλλων ἀφοροῦν καὶ στὰ θέματα τῆς διαφωνίας τοῦ Βουλησμᾶ μὲ τὸν ἅγιο Νικόδημο, ὁπότε, παρ’ ὅτι συνεγράφησαν ἐξ ἀφορμῆς τῆς «ἀνακρίσεως» τοῦ Κανονικοῦ, σχετίζονται ἐμμέσως πλὴν σαφῶς καὶ μὲ τὸ Πηδάλιον.

Ἡ σχετικὴ συζήτηση τοῦ Χριστοφόρου Προδρομίτου μὲ τὸν Δωρόθεο Βουλησμᾶ ἀνήχθη τελικῶς στὴν κρίση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἡ ὁποία δι’ ἐπισήμου ἀποφάσεώς της ἐπεκύρωσε τὰ κείμενα τοῦ Βουλησμᾶ, θέτοντας ἔτσι τέλος στὴν μακρὰ αὐτὴ διένεξη. Ὁ δὲ Χριστοφόρος ἀπεδέχθη καὶ αὐτὸς ταπεινοφρόνως τὴν συνοδικὴ κρίση τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς παρούσης ἐκδόσεως τῶν πατέρων τῆς Ἱ. Μ. Χρυσοποδαριτίσσης ἔγκειται στὸ ὅτι προσφέρει συνολικὴ ἔκδοση ὅλων τῶν (ἐκδεδομένων καὶ ἀνεκδότων) κειμένων ποὺ ἀντηλλάγησαν μεταξὺ τῶν τριῶν ἀνδρῶν, συνοδευομένη ἀπὸ πλούσιο σχολιασμό, βασισμένο σὲ ἐκτενῆ βιβλιογραφικὴ καὶ ἀρχειακῆ ἔρευνα. Τὸ περιεχόμενο τῆς ἐκδόσεως διαρθρώνεται ὡς ἑξῆς:

Μετὰ τὸν Πρόλογο (σσ. 9-13), ἀκολουθεῖ ἡ Εἰσαγωγὴ (σσ. 15-42), ὅπου ἐκτίθεται περιεκτικῶς τὸ χρονικὸ τῆς συγγραφῆς καὶ ἀνακρίσεως τοῦ Πηδαλίου καὶ τοῦ Κανονικοῦ (σσ. 15-17, 22-34), δίδονται τὰ ἀναγκαῖα στοιχεῖα περὶ τοῦ βίου καὶ τῆς δράσεως τοῦ Δωροθέου Βουλησμᾶ (σσ. 18-19) καὶ τῆς εὐρύτερης σχέσεώς του μὲ τοὺς Κολλυβάδες (σσ. 20-22), ἐνῷ διευκρινίζεται καὶ τὸ (ἀσαφὲς μέχρι σήμερα) πρόβλημα τοῦ προσωπικοῦ ἀρχείου τοῦ Δωροθέου Βουλησμᾶ (στὸ ὁποῖο ἐμπερείχετο τὸ σύνολο τῶν ἐκδιδομένων πηγῶν) καὶ τῆς πορείας ποὺ διέγραψε μέχρις ὅτου ἐναποτεθῇ στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Παντελεήμονος – Ρωσσικοῦ (σσ. 35-42).

Στὸ Α΄ Κεφάλαιο (σσ. 45-350) ἐκδίδεται ἡ ἀνέκδοτη Ἀλληλογραφία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου ἀλλὰ καὶ τοῦ Χριστοφόρου Προδρομίτου μετὰ τοῦ Δωροθέου Βουλησμᾶ. Πρόκειται γιὰ τὸ σημαντικώτερο ἴσως τμῆμα τοῦ βιβλίου, ἡ ἀξία τοῦ ὁποίου δὲν περιορίζεται μόνον στὶς πολύτιμες πληροφορίες ποὺ παρέχει ὡς πρὸς τὰ ἀμφιλεγόμενα κανονικὰ ζητήματα καὶ τὰ εὐρύτερα προβλήματα τῆς ἐκδόσεως τῶν δύο ἔργων, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται καὶ σὲ προσωπογραφικὸ ἐπίπεδο, φανερώνοντας τὸ πνευματικὸ ἦθος τῶν τριῶν ἀνδρῶν, κατεξοχὴν δὲ τὴν μεγάλη ταπείνωση καὶ αὐτομεμψία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, τὴν ὁποία ἐπέδειξε κατὰ τὴν μεστὴ θλίψεων καὶ δοκιμασιῶν ἐκδοτικὴ πορεία τοῦ «πολυπαθοῦς» ἔργου του.  Στὰ Προλεγόμενα τῆς Ἀλληλογραφίας (σσ. 47-64) ἐκτίθενται λεπτομερῶς τὰ σχετικὰ δεδομένα τῆς παλαιότερης ἔρευνας (σσ. 47-50), ἀλλὰ καὶ τὰ πολὺ σημαντικὰ νέα εὑρήματα ποὺ προέκυψαν ἀπὸ τὴν ἐπιτόπια ἔρευνα τῶν πατέρων τῆς Μονῆς Χρυσοποδαριτίσσης στὸ ἑλληνικὸ ἀρχεῖο τῆς Ἱ. Μ. Ἁγίου Παντελεήμονος (σσ. 50-58). Ἐνῶ δηλαδὴ μέχρι σήμερα (ἐπὶ τῇ βάσει τῆς ἔρευνας τῶν καθηγητῶν Ἀ. Α. Ταχιάου (†2018) καὶ Ν. Ζαχαροπούλου) ἦσαν γνωστὲς 29 ἐπιστολές, ἐκ τῶν ὁποίων 21 τοῦ ἁγίου Νικοδήμου καὶ 8 τοῦ Δωροθέου Βουλησμᾶ, ἡ νεώτερη ἔρευνα τῶν πατέρων ἐπεσήμανε 3 ἐπιπλέον ἄγνωστες ἐπιστολὲς τοῦ Δωροθέου Βουλησμᾶ (σσ. 50-53), 3 ἐπιπλέον ἄγνωστες ἐπιστολὲς τοῦ ἁγίου Νικοδήμου (σσ. 54-56), ἀλλὰ καὶ 5 ἄγνωστες ἐπιστολὲς τοῦ Χριστοφόρου Προδρομίτου, τοῦ ὁποίου μέχρι σήμερα δὲν εἶχε ἀνευρεθεῖ καμμία ἐπιστολὴ (σ. 56). Βεβαίως, ὅπως ἐπισημαίνεται σὲ εἰδικὴ παράγραφο (σσ. 56-57), ἀπὸ τὴν σωζομένη ἀλληλογραφία τῶν τριῶν ἀνδρῶν ὑποδηλώνεται ἡ ὕπαρξη καὶ 16 ἐπιπλέον ἐπιστολῶν (7 τοῦ Δωροθέου Βουλησμᾶ, 5 τοῦ ἁγίου Νικοδήμου καὶ 4 τοῦ Χριστοφόρου Προδρομίτου), οἱ ὁποῖες δυστυχῶς ἀκόμη λανθάνουν. Ἐκτὸς ὅμως τῶν ἀνωτέρω ἐπιστολῶν ἀνευρέθησαν καὶ τέσσερεις ἀκόμη ἄγνωστες πρὸς ἄλλα ἢ ἀπὸ ἄλλα ἐκκλησιαστικὰ πρόσωπα (σσ. 57-58), μὲ σημαντικώτερη τῶν ὁποίων τὴν ἐπίσημη Πατριαρχικὴ καὶ Συνοδικὴ Ἐπιστολὴ τοῦ ἔτους 1799 ποὺ ἀπεφάνθη τελεσιδίκως περὶ τοῦ σχετικοῦ διαλόγου. Συνολικῶς ἐκδίδονται 45 ἐπιστολές, ἐκ τῶν ὁποίων οἱ 40 ἦσαν ἀνέκδοτες. Τὰ κείμενα τῶν ἐπιστολῶν (σσ. 67-350) συνοδεύονται ἀπὸ ἐκτενῆ ἱστορικο-φιλολογικὸ καὶ θεολογικὸ σχολιασμό.

Στὸ Β΄ Κεφάλαιο (σσ. 353-477) ἐκδίδεται γιὰ πρώτη φορὰ τὸ ἀξιόλογο Σπούδασμα τοῦ Δωροθέου Βουλησμᾶ «Ὅτι πάντας δεῖ βαπτίζειν αἱρετικούς, τοὺς μὴ καθ’ ἐκατέραν τὴν δεσποτικὴν ἐντολὴν βαπτισθέντας, τήν  τε πρὸ τῆς ἀναστάσεως δηλαδὴ καὶ τὴν μετὰ τὴν Ἀνάστασιν». Τὸ ἔργο αὐτὸ – ποὺ μνημονεύεται στὴν Ἀλληλογραφία καθὼς ἐφείλκυσε τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ ἁγίου Νικοδήμου – ἀφορᾶ στὸ ἐπίμαχο ζήτημα τοῦ ἀναβαπτισμοῦ τῶν Λατίνων. Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν τὰ Προλεγόμενα τοῦ ἔργου (σσ. 355-382), ὅπου ἐκτίθεται (βάσει ἀνεκδότων πηγῶν) τὸ ἄγνωστο μέχρι σήμερα ἱστορικὸ πλαίσιο συγγραφῆς του, ἡ ἐκτίμηση τοῦ ἁγίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ πρὸς αὐτὸ καὶ ἡ φροντίδα ποὺ ἐπέδειξε γιὰ τὴν μετάφρασή του στὴν ρουμανική, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπήχηση ποὺ αὐτὴ ἡ μετάφραση εἶχε (σσ. 356-264). Ἐπίσης διερευνᾶται λεπτομερῶς τὸ ἐπίμαχο ζήτημα τῆς στάσεως τοῦ ἁγίου Νικοδήμου καὶ τοῦ Χριστοφόρου Προδρομίτου ἔναντι τοῦ βαπτίσματος (καὶ τῆς ἱερωσύνης) τῶν Λατίνων καὶ ἀναιρεῖται ἡ πολλάκις διατυπωθεῖσα ἄποψη ὅτι οἱ δύο Κολλυβάδες τηροῦσαν ἐν προκειμένῳ διαφορετικὴ θέση ἀπὸ αὐτὴ τοῦ Δωροθέου Βουλησμᾶ (σσ. 365-379). Τὸ κείμενο ἐκδίδεται κριτικῶς (σσ. 383-477) ἐπὶ τῇ βάσει 4 κωδίκων ποὺ διασώζουν διαφορετικὰ στάδια ἐπεξεργασίας τοῦ ἔργου ἀπὸ τὸν Βουλησμᾶ.

 Στὸ Γ΄ Κεφάλαιο (σσ. 479-519) ἐπανεκδίδεται κριτικῶς ἡ «Ἀνάκρισις» τοῦ Δωροθέου Βουλησμᾶ στὸ Πηδάλιον. Προτάσσονται τὰ ἱστορικοφιλολογικὰ Προλεγόμενα (σσ. 481-484) καὶ ἀκολουθεῖ τὸ κείμενο (σσ. 485-519), τὸ ὁποῖο συνοδεύεται ἀπὸ ἐκτενῆ σχολιασμό. Στὸν σχολιασμὸ ἀξιοποιοῦνται ἐν πολλοῖς καὶ τὰ σχετικὰ δημοσιεύματα τοῦ Μητροπολίτου πρ. Σουηδίας κ. Παύλου (Μενεβίσογλου), ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ πρῶτος ἐκδότης τῆς «Ἀνακρίσεως» καὶ ὁ εἰδικώτερος ἐρευνητὴς περὶ τοῦ Πηδαλίου.

Στὸ Δ΄ Κεφάλαιο (σσ. 521-547) ἐπανεκδίδεται κριτικῶς ἡ «Ἀνάκρισις» τοῦ Δωροθέου Βουλησμᾶ στὸ Κανονικόν τοῦ Χριστοφόρου Προδρομίτου, μετὰ τῶν σχετικῶν προλεγομένων (σσ. 523-525) καὶ τοῦ ἀναγκαίου σχολιασμοῦ. Τὸ ἔργο εἶχε ἐκδοθεῖ γιὰ πρώτη φορὰ ὑπὸ τοῦ καθηγητοῦ Θ. Γιάγκου.

Στὸ  Ε΄ Κεφάλαιο (σσ. 549-595) ἐπανεκδίδεται κριτικῶς τὸ ἔργο τοῦ Χριστοφόρου Προδρομίτου «Ἀπολογία εἰς τὰ τοῦ κυρίου Δωροθέου», διὰ τοῦ ὁποίου ἐπεχείρησε τὴν ἀναίρεση τῆς «Ἀνακρίσεως» τοῦ Βουλησμᾶ. Πρόκειται γιὰ πολὺ σημαντικὸ κείμενο, ἐνδεικτικὸ τῆς μεγάλης κανονολογικῆς καταρτίσεως τοῦ Χριστοφόρου. Προτάσσονται τὰ ἀπαραίτητα Προλεγόμενα (σσ. 551-553), καὶ ἀκολουθεῖ τὸ κείμενο μετὰ τοῦ ἀναγκαίου σχολιασμοῦ του (σσ. 555-595). Τὸ ἔργο εἶχε ἐκδοθεῖ γιὰ πρώτη φορὰ ὑπὸ τοῦ καθηγητοῦ Θ. Γιάγκου.

Στὸ Ϛ΄ Κεφάλαιο (σσ. 597-721) ἐκδίδεται γιὰ πρώτη φορὰ τὸ περισπούδαστο καὶ ἐκτενέστατο ἔργο τοῦ Δωροθέου Βουλησμᾶ «Αἱ πρὸς τὴν Χριστοφόρου Ἀπολογίαν Ἀνταποκρίσεις», τὸ ὁποῖο ἐγράφη κατὰ προτροπὴν τοῦ Πατριάρχου ἁγίου Γρηγορίου Ε΄ καὶ διὰ τοῦ ὁποίου ἀνασκευάζεται ἡ «Ἀπολογία» τοῦ Χριστοφόρου. Πρόκειται γιὰ τὸ σημαντικώτερο (ἀπὸ κανονικῆς ἀπόψεως) κείμενο τῆς παρούσης ἐκδόσεως, ἀφοῦ ἀποτελεῖ μίαν ἐξαντλητικὴ καὶ ἄκρως συστηματικὴ διερεύνηση ὅλων τῶν ἐπιμάχων ζητημάτων ποὺ ἐτέθησαν στὸν διάλογο τοῦ Βουλησμᾶ μὲ τοὺς δύο Κολλυβάδες Πατέρες. Τὸ ἔργο αὐτὸ ἔτυχε ἐπισήμου συνοδικῆς ἐπικυρώσεως (1799), γεγονὸς ποὺ τοῦ προσέδωσε ηὐξημένο ἐκκλησιαστικὸ κύρος. Ἡ ἔκδοση τῶν «Ἀνταποκρίσεων» βασίζεται σὲ 4 κώδικες. Λόγῳ ὅμως τῆς μεγάλης ἐκτάσεως τοῦ ἔργου δὲν παρατίθεται σχολαστικὸ κριτικὸ ἐπίμετρο (ὅπως στὰ ἄλλα ἔργα), ἀλλὰ καταγράφονται μόνον ἐν εἴδει ὑποσημειώσεων οἱ σημαντικώτερες παραλλαγὲς τῶν κωδίκων. Τὸ κείμενο συνοδεύεται ἀπὸ ἐκτενῆ σχολιασμὸ καὶ πλῆρες κατὰ τὸ δυνατὸν ὑπόμνημα πηγῶν. 

Στὸ Ζ΄ Κεφάλαιο (σσ. 723-765) ἐκδίδεται γιὰ πρώτη φορὰ τὸ ἄγνωστο μέχρι σήμερα ἔργο τοῦ Δωροθέου Βουλησμᾶ «Ἀνάκρισις εἰς τὰ λοιπὰ τῆς βίβλου τοῦ ἀδελφοῦ Χριστοφόρου», τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς κριτικῆς ἐπιστασίας του στὸ Κανονικὸν τοῦ Χριστοφόρου Προδρομίτου, ἀφοῦ, ὡς γνωστόν, ἡ πρώτη «Ἀνάκρισίς» του ἐκάλυπτε τὴν σχετικὴ ὕλη μόνον μέχρι τοῦ 68ου ἀποστολικοῦ κανόνος. Πρόκειται γιὰ πολὺ σημαντικὸ ἔργο, τὸ ὁποῖο – ἐν συνδυασμῷ πρὸς τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Χριστοφόρου – διαφωτίζει ἐπαρκῶς πλεῖστα ὅσα σημεῖα τοῦ διαλόγου τῶν δύο ἀνδρῶν καὶ τῆς τελικῆς ἐκβάσεώς του, ἀλλὰ προσφέρει ἐπίσης καὶ ἕνα νέο πλαίσιο ἱστορικοφιλολογικῆς προσεγγίσεως τοῦ Κανονικοῦ. Λόγῳ τοῦ εἰδικοῦ χαρακτῆρος τοῦ ἔργου ἡ ἔκδοσή του συνοδεύεται ἀπὸ ἐξαντλητικὸ σχολιασμό.

Τὸ Η΄ Κεφάλαιο (σσ. 767-999) ἀποτελεῖ ἕνα ἐκτενὲς «Ἐπίμετρον», στὸ ὁποῖο ἐκδίδονται (σὲ 11 θεματικὲς ἑνότητες) πολλὰ κείμενα – τὰ περισσότερα ἐκ τῶν ὁποίων ἀνέκδοτα – ποὺ ἀφοροῦν διάφορα ζητήματα ποὺ ἐτέθησαν στὸν διάλογο τῶν τριῶν ἀνδρῶν, ὅπως π.χ. οἱ προσθῆκες τοῦ Θεοδωρήτου στὸ Πηδάλιον, ἡ Ἑρμηνεία τοῦ Θεοδωρήτου στὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου, τὸ ζήτημα τοῦ ἀναβαπτισμοῦ κ.ἄ.

Τὸ βιβλίο κατακλείεται μὲ τὴν Βιβλιογραφία (σσ. 1001-1025), τὸν Πίνακα εἰκόνων καὶ φωτογραφιῶν (σσ. 1026-1037), τὸ Εὑρετήριο Ὀνομάτων (σσ. 1038-1049) καὶ τὰ Περιεχόμενα (σσ. 1050-1051).

Ἰδιαίτερη ἐντύπωση προκαλεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι καθ’ ὅλα τὰ ἔτη, κατὰ τὰ ὁποῖα διεξήγετο ὁ διάλογος τοῦ Δωροθέου Βουλησμᾶ μὲ τὸν ἅγιο Νικόδημο καὶ τὸν Χριστοφόρο Προδρομίτη, ἡ Κωνσταντινούπολη ἐμαστίζετο ἀπὸ τὴν ἐπιδημία τῆς πανώλης. Γιὰ τὴν δοκιμασία αὐτὴ κάνει λόγο ὁ Βουλησμᾶς τόσο στὸ πρῶτο χρονικὰ κείμενό του, δηλαδὴ τὴν «Ἀνάκρισιν» τοῦ Πηδαλίου (1791), ὅσον καὶ στὸ τελευταῖο, δηλαδὴ τὶς «Ἀνταποκρίσεις» (1797). Λόγῳ τοῦ κινδύνου αὐτοῦ ἀναγκαζόταν πολλάκις, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος, νὰ γράφῃ τὰ σχετικὰ κείμενά του «ἔγκλειστος … διὰ τὴν τοῦ λοιμοῦ ἀπειλήν»! Μὲ ἀφορμὴ αὐτὴν τὴν θανατηφόρο ἐπιδημία ὁ ἅγιος Νικόδημος συνέθεσε τὸν περίφημο Παρακλητικὸ Κανόνα στὸν ἅγιο Χαραλάμπη, τὸν ὁποῖον ἀπέστειλε στὸν Δωρόθεο, γιὰ νὰ τὸν ἐπιδώσῃ στὰ ἁρμόδια ἐκκλησιαστικὰ πρόσωπα ποὺ τοῦ τὸν εἶχαν ζητήσει. Στὸ Ἐπίμετρον μάλιστα δημοσιεύονται γιὰ πρώτη φορὰ δύο ἐπιστολὲς τοῦ Βουλησμᾶ πρὸς τὸν (μετέπειτα ἐθνομάρτυρα) Μητροπολίτη Δέρκων Γρηγόριο (σσ. 913-917), στὶς ὁποῖες ἐκφράζει τὸν θαυμασμὸ καὶ τὴν συγκίνησή του γιὰ τὸ κατανυκτικώτατο αὐτὸ ὑμνογραφικὸ πόνημα τοῦ ἁγίου Νικοδήμου, ἐκθέτει τὴν τυπικὴ διάταξη βάσει τῆς ὁποίας θὰ ἔπρεπε νὰ γίνῃ ἡ ἐπ’ ἐκκλησίας ψαλμώδησή του, ἀλλὰ καὶ τονίζει τὴν πνευματικὴ συνείδηση ποὺ πρέπει νὰ διακρίνῃ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὴν ἀντιμετώπιση τέτοιων δοκιμασιῶν…

[Ψήφοι: 5 Βαθμολογία: 4.2]