Μηδενισμός και νεολαία (Γιώργος Ρακκάς, πολιτικός επιστήμονας και διδάκτορας κοινωνιολογίας)

Το πρώτο πράγμα που καλούμαστε να ξεκαθαρίσουμε σε μια συζήτηση που συσχετίζει τον μηδενισμό με την νεολαία, προκειμένου να αποφύγουμε τις παρεξηγήσεις είναι το τι εννοούμε με τον όρο «μηδενισμός» και γιατί το συσχετίζουμε ειδικότερα με την νεολαία.

Για το πρώτο ερώτημα θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο μηδενισμός αποτελεί ένα είδος γενικευμένης άρνησης, μια σκοτεινή ύλη που εισέρχεται στον κοινωνικό βίο, αλληλεπιδρά με τους μηχανισμούς αναπαραγωγής του, και τους εξουδετερώνει. Είναι μια διάθεση απόρριψης αξιών και θεσμών, στοιχείων που διατηρούν θεμελιώδη σημασία για την λειτουργία του κοινωνικού οργανισμού.

Το γιατί, τώρα, αυτή η διάθεση συνδέεται κατ’ εξοχήν με την νεολαία, τις νεώτερες γενιές, δεν έχει να κάνει με κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της νεότητας των ανθρώπων. Ούτε αποτελεί εμμονή των συντηρητικών αντανακλαστικών των μεγαλυτέρων, στο πλαίσιο του παραδεδομένου διαγενεακού ανταγωνισμού.

Αντίθετα, έχει να κάνει με την ιδιαιτερότητα της ιστορικής συγκυρίας την οποία βιώνουμε: Καθώς η υπερμοντέρνα οικονομική μεγαμηχανή εγκαινιάζει έναν νέο κύκλο ‘συσσώρευσης δια της αρπαγής’, η οποία προϋποθέτει τον βαθύ αποικισμό του ανθρώπινου κοινωνικού βίου, αυτός βιώνει μια σειρά ριζικών και επώδυνων τομών που πηγαίνουν βαθιά, σε πολύ συστατικά στοιχεία της ανθρώπινης εξέλιξης: Η ανάπτυξη του μηδενισμού είναι συστατικό μέρος αυτής της διαδικασίας μετάβασης σε μια υπερμοντέρνα κατάσταση, όπου η τεχνόσφαιρα μεταλλάσσει τον ίδιο τον άνθρωπο από μια βιοψυχοκοινωνική ολότητα, καταπώς θα τον αποκαλέσει ο Εντγκάρ Μορέν, σε προϊόν, θα λέγαμε «εργαστηρίου».

Οι νεώτερες γενιές, τώρα, είναι εκείνες που έχουν διαμορφωθεί σε μεγαλύτερο βαθμό από την επίδραση των στοιχείων που εργάζονται για την έλευση αυτού του νέου θαυμαστού κόσμου. Και άρα, αναγκαστικά, είναι εκείνες που φέρουν τα χαρακτηριστικά του εντονότερα –εξ ου και η συσχέτιση μεταξύ μηδενισμού και νεολαίας: Στην πραγματικότητα η τελευταία αποτελεί πειραματόζωο πάνω στο οποίο το οικονομικό αυτόματο θα αποπειραθεί την έλευση του «μετανθρώπου»· υπ’ αυτή την έννοια, οι επισημάνσεις που γίνονται στο πλαίσιο της παρούσας εισήγησης, πραγματοποιούνται με μια διάθεση να παρέχουν επιχειρήματα, έναν λόγο για την αμφισβήτηση αυτού του πειράματος ανθρωπολογικής και κοινωνικής μηχανικής.

Η πραγματικότητα του ανθρώπου και η μετάβαση

Προκειμένου να κατανοήσουμε την ιδιαίτερη λειτουργία που προορίζεται να παίξει ο μηδενισμός στην έλευση του «μετα-ανθρώπου» πρέπει να περιγράψουμε σε τι συνίσταται ακριβώς αυτή η διαδικασία της μετάβασης που την προετοιμάζει.

Μέχρι τα τώρα, η συζήτηση που έχουμε πραγματοποιήσει για τον «μετάνθρωπο», ήταν αναφορικά σε σχέση με τον ‘τεχνολογικά επαυξημένο άνθρωπο’. Δηλαδή, μιλούσαμε για την δραστική παρέμβαση της τεχνόσφαιρας πάνω στην ανθρώπινη φύση. Για να συντελεστεί, όμως, κάτι τέτοιο θα πρέπει να υπάρξουν και οι αντίστοιχες κοινωνικές, ψυχολογικές, εν τέλει ανθρωπολογικές προϋποθέσεις: Όπως η οικονομία της αγοράς, απαιτεί την προσαρμογή του κοινωνικού οργανισμού στα πρότυπα μιας κοινωνίας της αγοράς, και την ανάδειξη του απόλυτου ατομοκεντρισμού σε κυρίαρχο ανθρωπολογικό πρότυπο, έτσι και ο μετάνθρωπος απαιτεί μια «μετα-κοινωνία» και ένα αντίστοιχο ανθρωπολογικό πρότυπο.

Η συζήτηση αυτή αφορά στις ριζικές ανάγκες του ανθρώπου, τα στοιχεία δηλαδή εκείνα που διαμορφώνουν την πραγματικότητά του, και το πώς υπονομεύονται από τις κατευθύνσεις που έχει πάρει η σύγχρονη κοινωνία: Αν δούμε το πως σκιαγραφείται πλέον αυτό το νέο ανθρωπολογικό πρότυπο στο πλαίσιο της κυρίαρχης κουλτούρας, θα διαπιστώσουμε ότι αυτό παρουσιάζεται πλέον ωσάν να έχει αποστερηθεί από όλες εκείνες τις σχεσιακές διαστάσεις που άλλοτε λειτουργούσαν ως προϋποθέσεις για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του: Η εκδοχή του ατόμου, το οποίο περιστρέφεται σαν δορυφόρος γύρω από τα ιδεώδη της αυτοπραγμάτωσης και της αυθεντικότητας, εδώ και τώρα, σε μια απόλυτη παροντικότητα, και λειτουργεί ως επιθυμητική μηχανή, είναι απελπιστικά μονοδιάστατη, εξαιρετικά ατροφική στις κοινωνικές της διαστάσεις, απελπιστικά φτωχή σε νόημα και πνευματικότητα.

Εξαιτίας αυτών της των χαρακτηριστικών έρχεται να προκαλέσει μια βαθιά κρίση σε στοιχεία που ήταν πολύ κεντρικά για την διαμόρφωση και την αναπαραγωγή του ανθρώπου και της κοινωνίας: Βλέπουμε, για παράδειγμα, το άτομο αυτό, με τις ιδιότητες που το περιγράψαμε, να θέτει σε αμφισβήτηση τον διαφυλετικό χαρακτήρα της οικογένειας, την ίδια την βιοψυχοκοινωνική υφή του φύλου, να θεωρεί ότι μπορεί να ανακατασκευάσει αυτές τις πολύ βαθιά ριζομένες στην ανθρώπινη, κοινωνική εξέλιξη πραγματικότητες κατά το δοκούν στην βάση της σεξουαλικής του επιθυμίας, να θέλει να κατοχυρώσει και… νομικά αυτό το δικαίωμα. Αυτή η πολιτισμική τομή, δεν έχει διόλου να κάνει με την καταπολέμηση του στιγματισμού και των διακρίσεων στην βάση της σεξουαλικής επιλογής, αλλά με την αξίωση μετάβασης σε μια πραγματικότητα όπου μεταβάλλονται θεμελιωδώς οι ίδιες οι διαδικασίες διαμόρφωσης του ανθρώπου.

Φανταστείτε πώς θα διαμορφώνεται ο σύγχρονος άνθρωπος εφόσον υλοποιηθούν οι επιταγές αυτής της υπερμοντέρνας κατάστασης: Πώς επιδρά πάνω στην διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας η πολύ ουσιαστική στρέβλωση του οικογενειακού δεσμού; Η δε αποδόμηση/σύγχυση βασικών κοινωνικών ρόλων1 που αποδίδονται στον άνθρωπο, συνδέονται με την βιολογική διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης και μεταπλάθονται κοινωνικά στην βάση της εκάστοτε πολιτιστικής επεξεργασίας;

Γνωρίζουμε πλέον, έπειτα από την συμβολή της συστημικής σκέψης στην κοινωνιολογία και την ψυχολογία, την συνεισφορά της ορθόδοξης πατερικής θεολογίας στις σύγχρονες αναζητήσεις της κοινωνικής οντολογίας, ότι η διαμόρφωση του ατόμου είναι σχεσιακή, και πολιτισμική, και ότι οι μηχανισμοί της υπερβαίνουν κατά πολύ τα στενά όρια της ατομικότητας. Αξίζει εδώ να θυμηθούμε τι έγραφε στα 21 του χρόνια ο Κώστας Παπαϊωάννου: «Το ανθρώπινο άτομο δεν υπάρχει καθ’ εαυτό, αλλά μόνο σαν συνάρτηση όλης της δημιουργικής προσπάθειας της κοινωνίας, που εκφράζεται μες τον πολιτισμό της».

Η συζήτηση που έχουν πραγματοποιήσει τα προαναφερόμενα ρεύματα σκέψης, μας επιτρέπει να κατανοήσουμε ότι η ανθρώπινη πραγματικότητα μπορεί να νοηθεί μόνο κβαντικά2, ταυτόχρονα ως «προσωπική ετερότητα» και σχέση, ότι η μοναδικότητά του διαμορφώνεται από την επαφή του με τους άλλους, ενώ πλαισιώνεται από μια ευρύτερη κοινότητα πολιτισμού που υπερβαίνει κατά πολύ και τους διαπροσωπικούς ορίζοντες· ότι χρησιμοποιεί τις συλλογικές του ταυτότητες ως κάτοπτρα πάνω στην οποία χτίζει την ατομικότητά του.

Ωστόσο το ιδεώδες της απόλυτης ατομικής αυτονομίας, που προάγεται μέσα στην σύγχρονη κοινωνία, έρχεται να υπονομεύσει καίρια αυτές τις διεργασίες, διαπροσωπικές και συλλογικές, που είναι συστατικές στον βίο του ανθρώπου και αποτελούν ριζικές ανάγκες της ανθρώπινης ύπαρξης.

Μια άλλη διάσταση αυτής της διαδικασίας αφορά την ιδέα που προάγεται μέσα από το ιδεολόγημα της πολυπολιτισμικότητας, όπου η «αποδοχή του άλλου σε όλη την έκταση της ετερότητάς του» χρησιμοποιείται ως πρόσχημα, προκειμένου να τεθεί υπό αμφισβήτηση η πολιτιστική ορίζουσα του εκάστοτε κοινωνικού οργανισμού. Στο γεγονός, δηλαδή, ότι αυτός συγκροτείται πάνω σε μια κεντρική συμφωνία γύρω από θεμελιώδεις πολιτιστικές αξίες –και είναι ακριβώς αυτή η νοερή κοινότητα που θεμελιώνει την έννοια του εμείς. Αυτό που ο Κορνήλιος Καστοριάδης θα περιγράψει ως φαντασιακή θέσμιση ή κοινωνική θέσμιση των κεντρικών σημασιών, δίχως τις οποίες, λέει, ο κόσμος θα ήταν χάος ακατασκεύαστο.

Αυτήν την ολιστική αντίληψη που συνδέει κοινωνία και πολιτισμό, αξίζει εδώ να θυμηθούμε τον Κλώντ Λεβί Στρως και την πολύ χαρακτηριστική διατύπωσή του που λέει ότι «δεν αντιστοιχούν σε δύο διαφορετικά αντικείμενα αλλά σε δυο συμπληρωματικές όψεις του ίδιου αντικειμένου: και ο ένας όρος και ο άλλος το περιγράφουν πλήρως, ανάλογα με την σκοπιά από την οποία τα βλέπει κανείς»3, έρχεται ακριβώς να αμφισβητήσει το ιδεώδες της πολυπολιτισμικότητας, καταγγέλλοντάς την ως «εθνοκεντρισμό». Σα συνέπεια αυτού του πράγματος αυτό που τίθεται υπό αίρεση είναι η ίδια η ενότητα και η συνοχή των κοινωνιών, καθώς αναγκαστικά πολυπολιτισμικότητα σημαίνει κοινωνικός πολυκατακερματισμός, συγκρούσεις και φατριασμός, σημαίνει επίσης ταυτόχρονα και άρνηση νοήματος, και αποτελούν εξελίξεις με πολύ βαρύνουσες συνέπειες.

Θίξαμε εν τάχει, το πώς οι εθνοπολιτιστικές ταυτότητες επιδρούν ακόμα και πάνω στην ατομική διαμόρφωση, και ταυτόχρονα το πώς θεμελιώνουν την κοινωνική ύπαρξη του ανθρώπου. Στην πραγματικότητα, ισχύει αυτό που υποστηρίζει ο Ισραηλινός ανθρωπολόγος Γιουβάλ Νοα Χαράρι, ένας από τους χαρακτηριστικότερους εκπροσώπους της «μοναδιαίας σκέψης» που χαιρετίζει την σταδιακή υπέρβαση της πραγματικότητας του Homo Sapiens, προς κάποιον υποτιθέμενο Homo Deus –ανθρωποθεό– ότι «είμαστε τα μόνα ζώα που μπορούμε να συνεργαστούμε ευέλικτα σε τόσο μεγάλα πληθυσμιακά σύνολα. Και αν εξετάσετε κάθε μορφή ανθρώπινης συνεργασίας στην μεγάλη κλίμακα, πάντοτε θα βρείτε ότι στηρίζεται σε κάποιο αφήγημα όπως το έθνος».

Αυτός βέβαια, καθώς απηχεί τις κυρίαρχες αντιλήψεις, προσθέτει στα αφηγήματα αυτά για το χρήμα και τα ατομικά δικαιώματα, αλλά δεν είναι αυτό που θα πρέπει να μας απασχολήσει στο πλαίσιο της παρούσας συζήτησης. Αντίθετα, έχει σημασία να κατανοήσουμε το γιατί κάθε μορφή ανθρώπινης συνεργασίας στην μεγάλη κλίμακα προϋποθέτει ταυτότητες όπως εκείνην του έθνους: Πολύ απλά διότι, με το να σφυρηλατεί ευρύτερες μορφές πνευματικής κοινότητας καταφέρνει να εξοικειωθεί σχετικά με κοινωνικούς οργανισμούς που έχουν κατακτήσει έναν αξιοσημείωτο βαθμό μαζικότητας και πολυπλοκότητας. Δίχως αυτήν την οικειότητα, θα διολισθαίναμε στην ιδιότυπη και εξαιρετικά αντιφατική κατάσταση μιας κοινωνίας ξένων –που πραγματικά θα ομοίαζε με τον λαβύρινθο του Κάφκα. Εδώ ακριβώς κρύβεται και η απάντηση στο αίνιγμα της επανενίσχυσης των εθνοπολιτισμικών ταυτοτήτων σε μια περίοδο όπου οι δυναμικές διεθνοποίησης κάθε πλευράς του ανθρώπινου βίου αυξάνουν δραματικά τον βαθμό της κοινωνικής πολυπλοκότητας, και άρα την αίσθηση αποξένωσης του ανθρώπου εντός της.

Ο εθνομηδενισμός, λοιπόν, απειλεί τις σύγχρονες κοινωνίες, και ιδιαιτέρως την δική μας με μια ακόμα τομή στην ανθρωπολογική κλίμακα θέτοντας ενώπιών μας την προοπτική μιας «κοινωνίας ξένων», δηλαδή την ριζική αναδιοργάνωση της ανθρώπινης πραγματικότητας που από θεμελιωδώς κοινωνική διολισθαίνει στην κατάσταση του μοναχικού πλήθους.

Πράγμα που, για να συντελεστεί και να καταστεί βιώσιμο προϋποθέτει την κλιμάκωση των μηχανισμών μαζοποίησης του ανθρώπου: Αφού αυτός ο πολυδιάστατος μηδενισμός έρχεται να αμφισβητήσει όλες αυτές τις διεργασίες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να ριζώσει μέσα στην κοινωνία, και να κατακτήσει έναν αυξημένο βαθμό ελευθερίας ώστε να αποφασίζει για την ίδια του την ύπαρξη, κάπως το κενό πρέπει να καλυφθεί: Και είναι ακριβώς εκεί που ξεπροβάλλει ένας νέος ρόλος για το κράτος –δεν είναι τυχαίο ότι στα ριζοσπαστικά εκπαιδευτικά προγράμματα που απεργάζεται ο υπερμοντέρνος οδοστρωτήρας προβλέπεται ότι το σχολείο (δηλαδή το υπουργείο παιδείας) θα κατασκευάζει την αντίληψη των νέων γενεών για το φύλο –εξ ου και όλες αυτές οι γελοιωδέστατες θεματικές εβδομάδες που θα οργανώσει η Υπουργεία του Γαβρόγλου.

Και φυσικά, στο ίδιο πλαίσιο εντάσσονται και οι αλλαγές που δρομολογούνται στην σχολική ιστορία, όπου ακριβώς αμφισβητείται η αξία και η σημασία του αισθήματος της οικειότητας στην διδασκαλία της: Ότι απαγορεύεται πλέον να διδάσκουμε «την ιστορία μας», ως λαού, ως συγκεκριμένης πολιτιστικής κοινότητας στο σχολείο, γιατί τάχα η εθνική μνήμη συνιστά αυτόματα «αποκλεισμό» και «άρνηση του άλλου», είναι εξ ορισμού συγκινησιακή, και δεν επιδέχεται εκλογίκευσης. Πρόκειται επί της ουσίας για κούφια λόγια, που δεν σημαίνουν τίποτα, και λειτουργούν ως περιτύλιγμα για μια διαδικασία υποκατάστασης της εθνικής συνείδησης, στην θέση της οποίας εγκαθίσταται μια παγκόσμια ιστορική συνείδηση-πουρές, όπου οι μαθητές καλούνται να κατανοήσουν όχι τα συγκεκριμένα γεγονότα, που επηρεάζουν την ιστορική πορεία συγκεκριμένων συλλογικών υποκειμένων, αλλά αφηρημένες έννοιες όπως «η τομή της βιομηχανικής επανάστασης», «η τομή της νεωτερικότητας», «η τομή των ατομικών δικαιωμάτων» και όλα τα λοιπά ιδεολογήματα τα οποία χτίζουν την συνείδηση του απάτριδα υπηκόου. Έτσι, ίσως και για πρώτη φορά στο πλαίσιο οποιουδήποτε εκπαιδευτικού μηχανισμού, η διδασκαλία δεν θα θεμελιωθεί στην προαγωγή του «εμείς», αλλά στην επισήμανση της αξίας που διατηρούν για τον σύγχρονο βίο, οι ψυχρές εννοιολογικές κατασκευές, η ετερότητα, και οι απρόσωποι μηχανισμοί –οι οποίοι μάλιστα καλούνται να μεταπλάσουν τις νέες γενιές στην βάση των επιταγών μιας κρατικής αλήθειας, εκπορευόμενης εκ των άνω.

Μέσω αυτών των διεργασιών, συντελείται ένας μεγάλος μετασχηματισμός: Αξίζει κανείς να αναρωτηθεί τι θα έχει απομείνει από αυτό που ο Μορέν θα αποκαλέσει «ανθρωπινότητα» του ανθρώπου εφόσον το σύγχρονο πρόγραμμα κυριαρχίας επιτύχει έστω και μερικώς να αφαιρέσει από πάνω του τον οικογενειακό δεσμό, την βιοψυχοκοινωνική πραγματικότητα του φύλου, την πολιτιστική του ορίζουσα, την πολιτιστική του κοινότητα. Μήπως στο κενό όλων αυτών είναι που τροφοδοτείται και γιγαντώνεται η αναγκαιότητα για τον τεχνολογικά επαυξημένο άνθρωπο, με τον ίδιο τρόπο, για παράδειγμα, που η υποβάθμιση της πνευματικότητας των σύγχρονων κοινωνιών έχει οδηγήσει σε μια θεαματική αύξηση των ψυχοτρόπων υποκατάστατών της; Το μόνο που μπορούμε να πούμε ότι τέτοια ανθρωπολογική υπέρβαση δεν πρόκειται να συντελεστεί με επιτυχία αν παρουσιάζεται μόνον με την φυσιογνωμία του καταναγκασμού –αν και η οικολογική κρίση, μια άλλη παράμετρος που δεν αφορά στο ζήτημα της συζήτησης, ίσως αποτελέσει εξίσου προωθητικό παράγοντα για κάτι τέτοιο. Ωστόσο, υπάρχει και η πλευρά που αξιώνει να εξασφαλίσει την εθελούσια συμμετοχή των ανθρώπων σε αυτόν τον θαυμαστό νέο κόσμο –εκεί όπου ριζικές ανατροπές στην πορεία της εξέλιξης του ανθρώπου και της κοινωνίας του επενδύονται θετικά: Η παντοδυναμία της αρχής της επιθυμίας, που οδηγεί στην αέναη επέκταση του συστήματος αναγκών, και από εκεί στο «δικαίωμα στην ικανοποίησή τους». Μια εκδοχή του μετανθρώπου, που δεν σπεύδει να υπερβεί την ανθρωπινότητά του στην προοπτική της σωτηρίας του από έναν οικολογικό κατακλυσμό που προκαλεί ο ίδιος, αλλά για να διατρανώσει το ιδεώδες της επιθυμητικής μηχανής. Είναι κι αυτή μια πλάγια οδός.

Σε οποιαδήποτε περίπτωση, ωστόσο, αυτή ακριβώς η ανθρωπινότητα πρέπει πρώτα να υποβαθμιστεί θεματικά, να εκμηδενιστεί και αυτή είναι η λειτουργία του μηδενισμού στο πλαίσιο της κυρίαρχης τάσης που διαμορφώνεται μέσα στο σύστημα: Ανοίγει δρόμους για έναν μετασχηματισμό, μετά τον οποίον, η έννοια της ανθρώπινης ελευθερίας θα είναι μάλλον αδιανόητη.

 

____________________

1. Δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε, ότι η καμπή θα πραγματοποιήσει το φεμινιστικό κίνημα από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 κι έπειτα, θα συμβάλει καθοριστικά στην αποδόμηση –όχι της συγκεκριμένης κατανομής των ρόλων μεταξύ των δύο φύλων που λειτουργούσε στο πλαίσιο της πατριαρχικής κοινωνίας που έδυε εκείνην την εποχή, αλλά στην αποδόμηση εν γένει κάθε κοινωνικού ρόλου που σχετίζεται με το φύλο. Είναι η στιγμή όπου η κριτική στο κυρίαρχο μοντέλο από «γυναικεία σκοπιά» εγκαταλείπεται από το φεμινιστικό κίνημα, που αρχίζει και πιστεύει ότι η λύση στην αντίθεση μεταξύ των φύλων δεν έγκειται στην διεκδίκηση ενός μεγαλύτερου βαθμού ισονομίας στην κατανομή των ρόλων τους, αλλά στην αποδόμηση των ίδιων των φύλων.
Είναι η στιγμή όπου οι φεμινιστικές σπουδές προσανατολίζονται προς την κατεύθυνση των θεωριών περί κοινωνικής κατασκευής των φύλων, και εγκαταλείπουν την ιδέα μιας γυναικείας κριτικής στον καπιταλισμό. Πού θα μπορούσε να οδηγήσει, για παράδειγμα, τις σύγχρονες κοινωνίες στο να αναγνωρίσουν σε πολύ μεγαλύτερη έκταση τον θεμελιώδη ρόλο που παίζει το γυναικείο φύλο στην διαμόρφωση και την αναπαραγωγή τους μεταβάλλοντας τον πατριαρχικό τους χαρακτήρα. Τι θα σήμαινε πρακτικά αυτό; Την υλοποίηση ενός διαφορετικού προγράμματος, όχι της ισότητας δια της ισοπέδωσης των φύλων, που συντελέστηκε εν τέλει μέσα στην παγκοσμιοποίηση, αλλά του εκδημοκρατισμού των σχέσεων μεταξύ των δύο φύλων, καθώς η κοινωνία θα αναγνώριζε την ισοτιμία των δύο φύλων με το να απελευθέρωνε τους γυναικείους ρόλους από τον αποκλεισμό τους στην ιδιωτική, οικιακή σφαίρα. Πράγμα που θα σήμαινε, έναν ριζικό επαναπροσδιορισμό στην ιεράρχηση των συλλογικών δραστηριοτήτων που πραγματοποιεί η κάθε κοινωνία, την δραστική μείωση του εργάσιμου χρόνου, την αναβάθμιση του ρόλου της γυναίκας μέσα στην εκπαίδευση, την κοινωνική πρόνοια την φροντίδα, αλλά και σε ορισμένες μορφές οικονομικής διαχείρισης όπου οι γυναίκες αποδεικνύονται στην πράξη πιο αποτελεσματικές και δίκαιες, ίσως γιατί η μακραίωνη κυριαρχία τους στην σφαίρα της οικιακής οικονομίας, έχει οικοδομήσει ένα συγκριτικό πολιτισμικό πλεονέκτημα. Πρόκειται για τον δρόμο που θα πάρει το φεμινιστικό κίνημα σε μη-δυτικές κοινωνίες, κατ’ εξοχήν στην Ινδία, όπου το ζήτημα της καταπίεσης των γυναικών συνιστά μια από τις κεντρικότερες αντιθέσεις της εκεί κοινωνίας.
Δυστυχώς, στην Δύση επιλέχθηκε η οδός της αποδόμησης, και της αμφισβήτησης του ίδιου του συστήματος των ρόλων μεταξύ των δύο φύλων, με αποτέλεσμα μια βαθιά κρίση στις σχέσεις μεταξύ τους, η οποία θα δημιουργήσει ένα τεράστιο κύμα μοναχικότητας, με όλες τις συνέπειες που μπορεί να έχει κάτι τέτοιο στον ψυχισμό του σύγχρονου ανθρώπου.

2. Επί της ευκαιρίας αξίζει να κάνουμε ένα σχόλιο για την καταπληκτική ευστοχία της ορθόδοξης ανθρωπολογίας, που μέσω της δικής της ιδιαίτερης διαδρομής θα καταφέρει να αποτυπώσει, στο δικό της λεξιλόγιο βέβαια, αυτήν την κβαντική υφή της ανθρώπινης υπόστασης: «Ο πυρήνας της ψυχοσωματικής ανθρώπινης υπόστασης», λέει ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος, «ως εσχατολογικός φορέας του Όλου, παραμένει ένα αποφατικό μυστήριο, το οποίο ουδέποτε θα σταθεί δυνατό να ορισθεί με στατικό τρόπο». [π. Νικόλαος Λουδοβίκος, Ορθοδοξία και εκσυγχρονισμός: Βυζαντινή εξατομίκευση, Κράτος, και Ιστορία, στην προοπτική του ευρωπαϊκού μέλλοντος, Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2006, σελ. 72]. Το παράδειγμα αυτό αποτελεί μια πολύ καλή ευκαιρία για να ξεκαθαρίσουμε ότι το αίτημα της μιας αυθεντικής εκκοσμίκευσης δεν συνεπάγεται την άρνηση της σημαντικής πνευματικής παραγωγής που έχουν να επιδείξουν οι πολιτισμοί στις εποχές όπου θα κυριαρχήσει εντός τους η θρησκευτικότητα, όπως νομίζει η Δύση, αλλά αντίθετα περνάει μέσα από την εκλογίκευσή της, καθώς έχει να συνεισφέρει ουσιωδώς στα ζητήματα που ταλανίζουν την σύγχρονη σκέψη.

3. Αναφέρεται στο Fernand Braudel, H γραμματική των πολιτισμών, Εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000, σελ. 66.

 

 

(Δημοσιεύθηκε στο 16ο τεύχος της περιοδικής έκδοσης της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικού Πολιτισμού, Νέος Ερμής ο Λόγιος, Φθινόπωρο 2017)

[Ψήφοι: 1 Βαθμολογία: 5]