Κυριακή Ι’ Λουκά: Περί της συγκυπτούσης και πώς δει τιμάν τας Εορτάς (Ηλίας Μηνιάτης, Επίσκοπος Κερνίκης και Καλαβρύτων)

(Λουκ. ιγ΄ 10- 17)

Μία ἀθλία γυναῖκα, ἀπὸ συνεργίας τοῦ δαίμονος, δέκα καὶ ὀκτὼ χρόνους ἐπειράζετο ἀπὸ ἕνα πάθος τόσον βαρύ, ὅπου δὲν ἠδύνατο παντελῶς νὰ σηκώσῃ τὴν κεφαλήν· ὅθεν ἔπρεπε νὰ πηγαίνῃ πάντα συγκύπτουσα κάτω, μὲ πολὺν ἀγῶνα, καὶ ἦταν θέαμα ἐλεεινὸν νὰ τὴν βλέπωσιν. Ἐδίδασκεν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς τὴν Συναγωγήν, μίαν ἡμέραν Σαββάτου· τὴν εἶδε, τὴν ἐλυπήθη, τὴν προσκάλεσε, τὴν ἕγγιξε μὲ τὴν παντοδύναμον ἰαματικὴν δεξιάν Του καὶ τὴν ἰάτρευσε· ἡ γυναίκα, ὅλο χαρά, ἐδόξαζε τὸν Θεόν, πὼς ἰατρεύθη, «παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν».

Ὁ λαὸς ὅπου εἶδε τὸ θαῦμα, ἐχαίρετο ὑπερβολικὰ εἰς τὰ ἔνδοξα κατορθώματα τοῦ θαυματουργοῦντος Δεσπότου. Τώρα, ποὺ ὁ Χριστὸς θαυματουργεῖ, διατὶ ἐκείνη ἡ γυναίκα τὸν εὐχαριστεῖ καὶ τὸν δοξάζει, καὶ ὁ λαὸς εὐφραίνεται εἰς τὴν διδασκαλίαν Του καὶ εἰς τὰ θαύματά του, οἱ Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὅμως, ὑποκριταὶ καὶ φθονεροί, σκανδαλίζονται, κι ὁ Ἀρχισυνάγωγος περισσότερον ἀπὸ ὅλους θυμωθείς, εὑρίσκει τάχα πρόφασιν καὶ λέγει πρὸς τὸν λαόν: «ἕξ ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος ἔχετε νὰ ἐργάζεσθε· εἰς αὐτάς, λοιπόν, νὰ ἔρχεσθε νὰ ἰατρεύεσθε καὶ μὴ τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου, εἰς τὴν ὁποίαν πρέπει νὰ φυλάττετε σχόλην». «Καὶ καλά, ὁ νόμος τινας προστάζει τὴν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου νὰ μὴ δουλεύῃ, ἀλλὰ δὲν ἐμποδίζει ἕνα ἄρρωστον νὰ ἰατρευθῆ! Ἀλλά, ὅπως λέγει ὁ Θεοφύλακτος, ὁ Σατανᾶς ἀπὸ τὴν γυναῖκα, τὴν ὁποίαν εἶχε πρῶτα δεμένην μὲ τὴν ἀσθένειαν, ἐπέρασεν εἰς τὸν ἀρχισυνάγωγον, καὶ τὸν ἔδεσε μὲ τὸν φθόνον· ὅθεν, αὐτὸς ἀγανακτεῖ εἰς τὴν ἐνέργειαν τοῦ θαύματος, διατὶ φθονεῖ τὴν δόξαν τοῦ θαυματουργοῦντος. Ὥστε, τοῦτο ὁποῦ λέγει, δὲν προέρχεται ἀπὸ ζῆλον εἰς τὸν νόμον, ἀλλὰ μάλιστα ἀπὸ τὸν φθόνον πρὸς τὸν Χριστόν.

Ἀλλ’ ἐγὼ τοῦτο τὸ ἴδιον, ὁποῦ ὁ Ἀρχισυνάγωγος λέγει, διὰ σατανικὸν φθόνον, πρὸς τὸν λαὸν τῶν Ἰουδαίων, θέλω νὰ εἰπῶ, διὰ Εὐαγγελικὸν ζῆλον, πρὸς τὸν λαὸν τῶν χριστιανῶν. «Ἕξ ἡμέραι εἰσιν, ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Σαββάτου», ἤγουν, ἕξ ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος ἔχετε νὰ κάνετε τὰ ἔργα σας καὶ τὰς ἐργασίας σας, καὶ μὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Σαββάτου, δηλαδὴ τὴν ἑορτήν, εἰς τὴν ὁποίαν εἶναι σχόλη ἀπὸ πᾶσαν ὑπόθεσιν κοσμικήν…

Ὁ Θεός, ὁποῦ εἶναι Κύριος πάντων, ὁποῦ ἡμπορεῖ νὰ προστάξῃ ὅ,τι θέλει, καὶ τινὰς δὲν δύναται νὰ τοῦ ἐναντιωθῇ, ἠμποροῦσε, ἐὰν ἤθελε, νὰ προστάξῃ ἀπὸ τὰς ἑπτὰ ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, νὰ δουλεύωμεν δι’ Αὐτὸν ἕξ ἡμέρας καὶ μίαν μόνην δι’ ἡμᾶς. Μ’ ὅλον τοῦτο, διὰ ἄκραν συγκατάβασιν, ἕξι ἡμέρας ἐχάρισεν εἰς ἡμᾶς, διὰ τὴν ζωοτροφίαν μας, τὴν κυβέρνησιν τῆς οἰκογενείας μας, καὶ μίαν μόνην ἐκράτησε δι’ Αὐτόν, θέλοντας αὐτὴν τὴν ἡμέραν νὰ Τοῦ δουλεύωμεν, καὶ τοῦτο πάλιν εἶναι διὰ ἰδικόν μας καλόν. Διατὶ δουλεύοντες διὰ λόγου μας τὰς ἕξ ἡμέρας, κάμνομεν τὴν κυβέρνησιν τῆς ζωῆς μας εἰς τοῦτον τὸν κόσμον. Δουλεύοντες διὰ τὸν Θεὸν μίαν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς, ἐργαζόμεθα τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς μας, διὰ τὸν Παράδεισον.

Ὁ Θεὸς ἠδύνατο εἰς μίαν στιγμὴν νὰ κάμῃ ὅλον τὸν κόσμον ὁρατὸν καὶ ἀόρατον, πλὴν ἠθέλησε νὰ τὸν κάμῃ εἰς ἕξ ἡμέρας, διὰ νὰ μάθωμεν πὼς ἡ ἑβδόμη εἶναι ἡμέρα καταπαύσεως. Ἀπὸ τὸν καιρὸν τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐδῶ, τρέχει ἡ ἑβδόμη ἡλικία ἀπὸ κτίσεως κόσμου, ἕως τῆς Μελλούσης Κρίσεως, καὶ μετὰ τὴν Μέλλουσαν Κρίσιν, θέλει ἀκολουθήση ἡ ὀγδόη ἡλικία, ὁ αἰὼν ὁ ἀπέραντος καὶ αἰώνιος.

Διὰ νὰ μάθωμεν πόσον εἶναι ἱερὸς καὶ σεβάσμιος ὁ ἕβδομος ἀριθμὸς καὶ κανὼν τῶν ἑορτῶν τῆς Παλαιᾶς καὶ σύμβολον τῶν ὑψηλοτέρων μυστηρίων τῆς Νέας Διαθήκης, ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἐγεννήθη τὸν ἕβδομον μῆνα τοῦ ἔτους καὶ ἀρχὴ τοῦ νέου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους τῶν χριστιανῶν. Μὲ τὸν ἀριθμὸν ἐτοῦτον ἐχαρακτήρισεν ὁ Θεὸς τὴν Κυριακήν, ὅπου εἶναι ἡ ἑβδόμη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, τὴν ὁποίαν ὁ Θεὸς ἁγίασε καὶ μὲ ἄλλα ἐξαίρετα προνόμια. Διατί, Κυριακὴν ἄρχισε νὰ πλάθῃ τὸν κόσμον τῆς φύσεως καὶ Κυριακὴν ἀνέπλασε τὸν κόσμον διὰ τῆς χάριτος. Κυριακὴν ἐγεννήθη ὁ Χριστός, Κυριακὴν ἀνεστήθη ἐκ νεκρῶν, Κυριακὴν ἔπεμψε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὴν Ἁγίαν Πεντηκοστήν, Κυριακὴν ὁρίζει ἡ Ἐκκλησία νὰ εἶναι ἀφιερωμένη εἰς δόξαν Αὐτοῦ, καὶ σιμὰ καὶ τὰς ἑορτὰς εἰς μνήμην τῶν ἁγίων, ὡσὰν ἡμέρας ἐδικάς Του, διὰ νὰ μὴ κάνωμεν κανένα ἄλλο ἔργον, παρὰ νὰ δοξάζωμεν Αὐτόν, τὸν Δεσπότην, καὶ νὰ τιμῶμεν τοὺς πιστοὺς δούλους Του.

Ἑορτὴ θέλει νὰ εἰπῇ: ἡμέρα ἀφιερωμένη τῷ Θεῷ. Καὶ λοιπόν, καθὼς μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν στεκόμασθε σεμνὰ καὶ εὐλαβητικά, διατὶ εἶναι οἶκος Θεοῦ, ἔτσι τὴν αὐτὴν σεμνότητα καὶ εὐλάβειαν πρέπει νὰ ἔχωμεν, τόσον καθήμενοι μέσα εἰς τὸ σπίτι, ὅσον καὶ περιπατοῦντες ἔξω εἰς τὸν δρόμον, τὴν ἑορτήν, διατὶ εἶναι ἡμέρα Θεοῦ. Μία ἁμαρτία ὅπου κάμνομεν μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, εἶναι ἱεροσυλία, διατὶ αὐτὴ εἶναι τόπος Θεοῦ. Καὶ πάλιν, ἱεροσυλία εἶναι κάθε ἁμαρτία ὁποῦ κάμωμεν τὴν ἑορτήν, διατὶ αὐτὸς εἶναι καιρὸς τοῦ Θεοῦ. Τὸ αὐτὸ εἶναι νὰ κλέψῃ ἤ νὰ πορνεύσῃ τινας μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ νὰ κλέψῃ ἤ νὰ πορνεύσῃ τὴν ἑορτήν· διατὶ ἐκείνη καὶ ἐτούτη εἶναι ἀφιερωμένη τῷ Θεῷ. Ἑορτὴ θέλει νὰ εἰπῇ ἡμέρα ἁγία, τὴν ὁποίαν πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ ἁγιάζωμεν, νὰ γενώμεθα ἅγιοι, συντρέχοντες εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἀκούοντες τὰς Ἀκολουθίας, μάλιστα τὴν Λειτουργίαν, τὴν ὁποίαν δὲν ἠμποροῦμεν νὰ τὴν ἀφήσωμεν, χωρὶς κρῖμα θανάσιμον. Ἀναγινώσκοντες τὴν θείαν Γραφὴν ἤ τοὺς βίους τῶν Ἁγίων, καὶ τὸ ἐπίλοιπον εἰς προσευχήν, ἐξομολογούμενοι καὶ μεταλαμβάνοντες τὰ Ἄχραντα Μυστήρια, καθὼς ἔκαμαν οἱ παλαιοὶ χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι «ἦσαν προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν Ἀποστόλων, τῇ κοινωνίᾳ, τῇ κλάσει τοῦ Ἄρτου, καὶ ταῖς προσευχαῖς», τιμῶμεν τὸν Θεὸν καὶ ἁγιαζόμεθα.

Ἑορτὴ τέλος πάντων θέλει νὰ εἰπῇ, ὅπως λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος: «ἀγαθῶν ἔργων ἐπίδειξις, ψυχῆς εὐλάβεια, πολιτείας ἀκρίβεια». Δηλαδή, νὰ δείξωμεν τὰ καλά μας ἔργα καὶ ὄχι τὰ καλά μας φορέματα. Ἀλλ’ ἡμεῖς, τότε μόνον ἀγωνιζόμεθα νὰ ἑορτάζωμεν ἑορτήν, ὅταν οἱ ἄνδρες φανῶσι στολισμένοι ὡσὰν καὶ αἱ γυναῖκες· αἱ γυναῖκες ὡσὰν εἴδωλα «περικεκοσμημέναι ὡς ὁμοίωμα ναοῦ», ὡς λέγει ὁ Προφήτης, ἤτοι, ἔρχονται εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, περισσότερον διὰ νὰ προσκυνῶνται, παρὰ διὰ νὰ προσκυνήσωσι. Καὶ «ψυχῆς εὐλάβεια», ὅπου θέλει νὰ εἰπῇ, ὄχι μέθη, σπατάλη, ξεφαντώματα. Ἐγὼ λυποῦμαι νὰ βλέπω καὶ ἐντρέπομαι νὰ εἰπῶ, μὲ ποῖον τρόπον ἐργάζουσιν οἱ χριστιανοὶ τὸν καιρὸν τοῦτον. Μά, καὶ εἰς τὰ πανηγύρια τί γίνεται; Τί θέλει ὁ Ἅγιος Νικόλαος, ὁ Ἅγιος Δημήτριος κ.λπ.; Βλέποντες τοὺς χριστιανοὺς νὰ τοὺς ἑορτάζωσι πλέον μὲ τραγούδια, παρὰ μὲ ψαλμούς, μὲ θυσίας εἰδωλολατρικὰς εἰς τὰ καπηλεῖα, μὲ σπατάλην δαιμονιῶσαν, παρὰ χριστιανικὴν εὐλάβειαν καὶ χοροὺς χωρὶς φόβον Θεοῦ, ἡμεῖς ἔχομεν τὴν ἑορτὴν μάλιστα ἀφορμὴν διὰ νὰ κολάζωμεν περισσότερον τὴν ψυχήν μας. Εἰς τρόπον ὥστε ἠμπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ εἰπῇ ἐκεῖνο, ὅπου εἶπε μίαν φορὰν μὲ τὸ στόμα τοῦ Ἡσαΐου: «τὰς νεομηνίας ὑμῶν καὶ τὰ σάββατα μισεῖ ἡ ψυχή μου». Δὲν λέγω ἄλλο, μόνο τοῦτο παρακαλῶ σας, ἀδελφοί: Τώρα ποὺ ἐβγαίνετε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τηρήσατε πολιτείας ἀκρίβεια καὶ τοῦτο θέλει νὰ εἰπῇ, πὼς ὅλας τὰς ἡμέρας πρέπει νὰ ζῶμεν μὲ φόβον Θεοῦ, ὡς καλοὶ χριστιανοί, ἐξαιρέτως δὲ τὴν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς, κατ’ ἀκρίβειαν, διὰ νὰ γινώμεθα χριστιανοὶ ἅγιοι, καὶ τούτην τὴν διδαχὴν νὰ εἰπῆτε εἰς ὅσους ὁ νοητὸς Φαραώ, ὁ διάβολος, τοὺς ἐκράτησε μακρὰν τῆς Ἐκκλησίας.

 

(Διδαχαὶ καὶ Λόγοι, Ἐκδ. Ρηγοπούλου. Ἀπόσπασμα)

 

 

(Πηγή ψηφ. κειμένου: orthodoxostypos.gr)

[Ψήφοι: 6 Βαθμολογία: 4.2]