Κυριακή ΙΓ’ Λουκά: Ο πλούσιος νεανίας († Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος Bloom)

(Λουκ.18,18-27)

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Δὲν εἶναι μόνο φοβερό, κάποιες φορὲς μοιάζει τρομακτικὸ νὰ κηρύττεις τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, γιατὶ ὁ Κύριος εἶπε: «Ἀπό τὰ λόγια σας θὰ κριθεῖτε».

Θὰ κριθεῖτε, γιατὶ κηρύττετε τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ μένετε ἀργοὶ κι ὄχι δραστήριοι, σ’ αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς ἔχει προστάξει καὶ σ’ ὅ,τι ξέρετε ἀρκετὰ καλὰ γιὰ νὰ κηρύξετε σὲ ἄλλους, τότε – πῶς, θὰ σταθεῖτε ἐνώπιον τῆς κρίσης τοῦ Θεοῦ; Κι αὐτὸ ταιριάζει ὄχι μόνο σὲ ἱερεῖς, ἀλλὰ σὲ κάθε χριστιανό, ποὺ κλήθηκε νὰ γίνει μάρτυρας, ἀπόστολος, κάποιος ποὺ φέρει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο ποὺ βρίσκεται στὸ σκοτάδι ἤ στὸ ἡμίφως, ποὺ χρειάζεται τὸ θεῖο φῶς, τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ζωή.

Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ μᾶς προκαλεῖ τόσο ἔντονα.

Ξεκινάει μὲ λέξεις ποὺ μποροῦν νὰ μεταφραστοῦν μὲ περισσότερους ἀπὸ ἕναν τρόπους: «Ἀγαθὲ Κύριε – τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ ἔχω τὴν αἰώνια ζωή;». Καὶ ὁ Θεὸς ἀπαντᾶ: «Τί μὲ λέγεις “ἀγαθό”; Κανένας δὲν εἶναι ἀγαθὸς παρὰ μόνον ὁ Θεός». Δὲν λέει: «Εἶσαι λάθος». Δὲν τοῦ ἀρνεῖται τὸ δικαίωμα νὰ τὸν ὀνομάσει ἀγαθό, ὅπως ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθὸς καὶ ἐκ τούτου, σ’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν αὐτιὰ ν’ ἀκούσουν, σ’ αὐτούς ποὺ ἔχουν καρδιὰ ἱκανή νὰ διακρίνουν τὴν ἀνυπέρβλητη καλωσύνη τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, νὰ ὑπερβοῦν τὴν ἀνθρώπινη καλωσύνη, ὅλη τὴν ἀνθρώπινη ὀμορφιὰ καὶ ἀλήθεια- εἶναι μιὰ μαρτυρία. Ναί, μιλᾶς στὸν Θεὸ σου, εἶναι ὁ Θεὸς σου ποὺ ἀπαντᾶ στὴν ἐρώτηση σου.

Καὶ τότε ὁ Χριστὸς μᾶς ὑποδεικνύει δύο σημεῖα. Τὸ ἕνα εἶναι: ἄν ἐπιθυμεῖς τὴν αἰώνια ζωή, τήρησε τὶς Ἐντολές. Οἱ Ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μόνο κανόνες συμπεριφορᾶς, ἀλλά ὅπως ἕνας ἀπὸ τοὺς Ψαλμούς τὸ λέει, πρέπει νὰ εἶναι τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς μας. Θὰ πρέπει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας νὰ ἐφαρμόζουμε τὶς Ἐντολές· ὄχι γιατί μᾶς τὸ προστάζουν ἐξωτερικὰ, ἀλλά ἐπειδὴ ἔχουμε δεθεί μ’ αὐτὲς μὲ δεσμὰ ἀληθείας· ὄχι ἐπειδὴ ὁ Θεός μᾶς τὸ εἶπε, ἀλλὰ ἐπειδὴ μὲ ὅλο μας τὸ εἶναι ἀπαντᾶμε, «Ἀμήν»! Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀλήθεια, αὐτὸ εἶναι ἡ ζωή, αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος γιὰ τὴν αἰώνια ζωή.

Ὅταν ἀκοῦμε τὸν Χριστὸ νὰ μᾶς θυμίζει αὐτὲς τὶς Ἐντολές- πού βρισκόμαστε ἐμεῖς; Ποιός ἀπὸ ἐμᾶς μπορεῖ νὰ πεῖ ὅτι εἶναι πιστὸς σὲ κάθε λέξη αὐτῆς τῆς μικρῆς λίστας ποὺ ὑποδεικνύει αὐτὰ χωρὶς τὰ ὁποῖα δὲν μποροῦμε νὰ ζήσουμε; Ποῦ στεκόμαστε; Ἐγώ, ποὺ εἶμαι κήρυκας, ἐσὺ ποὺ ἀκοῦς, γιατί εἶναι τὸ ἴδιο ὑπεύθυνο νὰ ἀκοῦς, ὅσο καὶ τὸ νὰ μιλᾶς. Πόσο συχνὰ σκεφτόμαστε – ὅπως ὁ νέος ἄνδρας, καὶ μὲ τόσο μικρὴ ἀφορμὴ -ἐπιθυμοῦμε τὴν τελειότητα; Θέλουμε τὴν τελειότητα χωρὶς νὰ βαδίσουμε τὸν δρόμο τῶν Ἐντολῶν.

Ἀλλὰ ὁ Χριστός μᾶς τὸ λέει ἀρκετά καθαρά: «Ἄν θέλεις τελειότητα – δῶσε ὅλη τὴν περιουσία σου». Δὲν εἶναι μόνο τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ποὺ μποροῦμε νὰ δώσουμε∙ ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς ἔχει συσσωρευμένους θησαυρούς στὸ μυαλὸ καὶ τὴν καρδιά, στὴν ψυχή του, πράγματα ποὺ εἶναι πιὸ σημαντικά γι’ αὐτὸν ἀπὸ ὁποιοδήποτε ὑλικό, ποὺ εἶναι ὁ θησαυρός του. Ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς ἄς στραφεῖ μέσα του κι ἄς ἀναρωτηθεῖ: «Ποιός εἶναι ὁ δικός μου ἰδιαίτερος θησαυρός;» Ποιά εἶναι αὐτὰ τὰ πράγματα, ποὺ δὲν θὰ πέταγα ἀκόμα καὶ γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, γιὰ τὸν Θεό;»

Ἄς μὴν θέτουμε τὰ πράγματα μ’ ἕνα τόσο σκληρὸ τρόπο, ἀλλά ἄς ἀγκαλιάσουμε αὐτὰ ποὺ εἶναι τόσο πολύτιμα γιὰ ἐμᾶς, κι ἄς ἐλπίσουμε ὅτι θὰ μποῦμε στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, θὰ φθάσουμε τὴν τελειότητα∙ νὰ γίνουμε μ’ ὅλο μας τὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ κληθήκαμε νὰ γίνουμε, αὐτὸ τὸ εἶδος τῶν ἀνθρώπων ποὺ ὁ Θεὸς θέλησε ὅταν μᾶς ἔπλασε- καὶ δὲν ἔχει γίνει ἀλήθεια.

Στὸ βιβλίο τῆς Ἀποκάλυψης ὑπάρχει ἕνα ἀπόσπασμα ποὺ λέει, «Ἔχω μόνο ἕνα στοιχεῖο ἐναντίον σου – ξέχασες τὴν πρώτη σου ἀγάπη». Καὶ αὐτὴ ἡ πρώτη ἀγάπη πράγματι εἶναι γιὰ τὸν καθένα μας, ὁ Ζωντανὸς Θεός, τὸν ὁποίο ὀνομάζουμε μὲ τόσους πολλοὺς τρόπους: μπορεῖ νὰ Τὸν ὀνομάζουμε «ζωή», μπορεῖ «τελείωση», μπορεῖ «εὐτυχία», μπορεῖ μὲ ὅλα τὰ ὀνόματα ποὺ σημαίνουν πληρότητα τοῦ εἶναι μας. Κάποιες φορὲς ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι μόνο στὸν Θεὸ εἶναι ἐφικτό, κάποιες φορὲς φανταζόμαστε ὅτι μποροῦμε νὰ μεγαλώσουμε ἀπὸ μόνοι μας – ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ἡ πρώτη μας ἀγάπη: τὸ νὰ ὡριμάσουμε ὅσο ὁ Θεὸς ἤθελε γιὰ ἐμᾶς.

Καὶ δὲν ἀκολουθοῦμε τὶς Ἐντολὲς γιατί σκεφτόμαστε, ὅτι μποροῦμε νὰ τὰ καταφέρουμε μ’ ἕναν ἁπλὸ τρόπο· καὶ δὲν ἀποχωριζόμαστε ὅλα ὅσα ἔχουμε μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ὁ Θεὸς θὰ ἀποδεχτεῖ ἐμᾶς καὶ τὸ φορτίο μας.

Ἄς συλλογιστοῦμε αὐτὴν τὴν ἱστορία. Δὲν εἶναι μόνο μιὰ παραβολή, εἶναι κάτι ποὺ συνέβη στὸ νέο ἄνδρα. Συμβαίνει σ’ ὅλους μας, ὅταν ὁ Θεὸς λέει «Εἶσαι πιστὸς στὸν τρόπο ζωῆς ποὺ σοῦ ἔχω δώσει μὲσα ἀπὸ τὶς ἐντολές μου, στοχεύοντας σ’ αὐτὲς ὅπως κάποιος σημαδεύει ἕναν δρόμο; Θέλεις νὰ πετύχεις τὴν πληρότητα – ξεκίνα ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο». Κι ἄν ἀνησυχεῖς, ἄν εἶσαι πιστὸς σ’ αὐτά, τότε κάνε στὸν ἑαυτό σου τὴν ἑπόμενη ἐρώτηση: ποιός εἶναι ὁ θησαυρὸς τὸν ὁποῖο δὲν θὰ ἀφήσω, ἀκόμα κι ἄν πρόκειται γιὰ τὴν αἰώνια ζωή;

Ὁ νέος ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, κι ἔφυγε λυπημένος. Εἶχε ὑλικὰ ἀγαθὰ, ἀλλά ἔχουμε τόσα πράγματα ποὺ δὲν εἶναι ὑλικά, ἀλλὰ εἶναι τὸ φορτίο, τὰ δεσμά μας.

Καὶ ἔπειτα σ’ αὐτὴ τὴν ἱστορία ἕνα πράγμα μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει τόση ἐλπίδα. Ὁ Χριστὸς δὲν καταδικάζει τὸν νέο ἄνδρα· τὸν ἀφήνει νὰ φύγει χωρίς οὔτε μία λέξη κατηγορίας, γιατὶ ὅ,τι εἶπε ἦταν ὅπως ἕνας σπόρος σπαρμένος στὸ μυαλὸ καὶ τὴν καρδιὰ αὐτοῦ τοῦ νέου ἀνθρώπου. Τὸν ἀφήνει νὰ φύγει μὲ πληγωμένη καρδιά, προβληματισμένο, καλώντας τον νὰ γίνει ὁ ἑαυτός του μέσα ἀπὸ μιὰ πράξη ἠρωϊκῆς θέλησης καὶ παραδοχῆς, νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ὅπως ὁ Χριστὸς εἶπε, νὰ τ’ ἀφήσει ὅλα καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθήσει. Ποῦ; Ἀπὸ τὴν μιὰ στὸν δρόμο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη στὴν πληρότητα τῆς αἰώνιας ζωῆς.

Ὅταν ὁ Χριστὸς μᾶς λέει «Ἀκολουθεῖστε με», δὲν μᾶς καλεῖ νὰ βαδίσουμε ἕνα τρομακτικό, σκοτεινὸ δρόμο· λέει: «Ἐγὼ ἔχω περπατήσει αὐτὸν τὸν δρόμο, ξέρω κάθε στροφή του- μπορεῖς μὲ ἀσφάλεια νὰ τὸν ἀκολουθήσεις!». Εἶναι σὰν τὸν καλὸ βοσκὸ ποὺ βαδίζει μπροστὰ ἀπὸ τὰ πρόβατα του, ἀντιμετωπίζει ὅλους τοὺς κινδύνους ὁ ἴδιος γιὰ νὰ εἶναι ἀσφαλὲς τὸ ποίμνιο του».

Ὅλοι μποροῦμε νὰ ἐπιστρέψουμε σπίτι ὅπως ὁ νέος, ἴσως λυπημένοι, γιατὶ οὔτε «φυλάξαμε τὶς Ἐντολές» οὔτε εἴμαστε ἱκανοὶ ν’ ἀπαρνηθοῦμε τὴν πιὸ πολύτιμη περιουσία μας: ἀλλὰ θυμηθεῖτε – δὲν εἴμαστε καταδικασμένοι, ἔχουμε μπροστά μας μιὰ τελικὴ ἐπιλογή, κι ὅσο μποροῦμε ν’ ἀγωνιζόμαστε σ΄αὐτὴ τὴν γῆ – ὑπάρχει χρόνος.

Ἀλλὰ ἄς μὴν πλανιόμαστε ἀπὸ τὴν διάρκεια τοῦ χρόνου: ὁ Χρόνος κυλᾶ, ὁ χρόνος φεύγει- ἄς μὴν εἴμαστε τόσο ἀργοὶ, ἄς στραφοῦμε στὴν ζωή, κι ἄς γίνουμε ὅλα αὐτὰ ποὺ μποροῦμε νὰ γίνουμε.

Ἡ ἀπάντηση στὴν σημερινὴ περικοπὴ εἶναι ξεκάθαρη – «Ποιός λοιπὸν μπορεῖ νὰ σωθεῖ;» Γιὰ τὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι δυνατὸν, ἀλλὰ στὸν Θεὸ ὅλα εἶναι δυνατά». Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐλπίδα μας: Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας, καὶ τίποτα δὲν εἶναι δύσκολο γιὰ ἐμᾶς. Ἀμήν.

 

(Πηγή καί Ἀπόδοση στὴν νεοελληνική: agiazoni.gr)
[Ψήφοι: 2 Βαθμολογία: 5]