.
μεν με το να αποκαλύψη την εσωτερικήν του διάθεσι, πράγμα που έγινε ολοφάνερον από το ότι δεν μετέβη ο ίδιος στον οίκο του.
από όλο το Ιουδαϊκόν έθνος. Διότι εκρίθη άξιος της Ουρανίου Βασιλείας και επέτυχε τα αγαθά τα οποία απήλαυσεν ο Αβραάμ, επειδή εθεώρησε τον εαυτόν του ανάξιον να δεχθή τον Χριστό στην οικία του.
Και για ποιόν λόγο, λέγει, ο λεπρός δεν επηνέθη, αφού επέδειξε μεγαλυτέραν πίστιν από τον εκατόνταρχο; Πράγματι εκείνος δεν είπε «ειπέ λόγω», αλλά κάτι πολύ μεγαλύτερο: «θέλησον μόνον», πράγμα που ο Προφήτης λέγει περί του Πατρός, ότι «πάντα όσα ηθέλησεν, εποίησεν». Αλλά και ο λεπρός
επηνέθη. Επειδή, όταν είπε «προσένεγκε (πρόσφερε) το δώρον, ο προσέταξε Μωϋσής, εις μαρτύριον αυτοίς», δεν εννοεί τίποτε άλλο από το ότι «συ θα γίνης κατήγορός τους με την πίστι που επέδειξες». Εξ άλλου δεν είναι το ίδιο να πιστεύση ένας Ιουδαίος και ένας αλλοεθνής. Αλλωστε το ότι ο εκατόνταρχος
δεν ήταν Ιουδαίος φαίνεται και από τους λόγους «Ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον».
Ήταν πολύ μεγάλο, άνθρωπος που δεν ανήκει στο Ιουδαϊκόν έθνος, να φθάση σε τόσον υψηλήν έννοια περί του Χριστού. Διότι, καθώς πιστεύω, έγινε με τους οφθαλμούς τής «ψυχής του θεωρός των ουρανίων στρατιών, ή είδε ότι τα πάθη τών ανθρώπων και ο θάνατος και
τα πάντα είναι υποτεταγμένα σ’ αυτόν, όπως στον ίδιο οι στρατιώτες. Γι’ αυτό και έλεγε «και γαρ εγώ άνθρωπός ειμί υπό εξουσίαν τασσόμενος», εννοώντας ότι εγώ εξουσιάζομαι από άλλους, συ όμως από κανέναν. Εάν λοιπόν εγώ, ο οποίος είμαι άνθρωπος και ευρίσκομαι υπό εξουσίαν άλλων, έχω τόσες δυνατότητες, πολύ περισσότερον αυτός ο οποίος και Θεός είναι και ανώτερος από κάθε εξουσία. Θέλει, δηλαδή, να τον πείση προβάλλοντας την υπερβολικήν διαφορά τους και
δεν συγκρίνει τον εαυτόν του με τον Χριστόν, αλλά φανερώνει με τα λόγια αυτά ότι τον θεωρεί ασυγκρίτως ανώτερον. Εάν, λέγη, σ’ εμέ που είμαι ισότιμος με τους υφισταμένους μου και ευρίσκομαι ο ίδιος υπό εξουσίαν άλλων, η μικρά αυτή υπεροχή παρέχει τόσες δυνατότητες, και κανείς δεν μου προβάλλει αντίρρησι, αλλά αυτά που διατάσσω γίνονται, όσο διαφορετικά κι αν είναι μεταξύ τους («λέγω γαρ τούτω πορεύου, και πορεύεται· και άλλω έρχου, και έρχεται»), πολύ περισσότερες δυνατότητες θα έχης εσύ. Μερικοί διαβάζουν αυτό το χωρίον και έτσι: «ει γαρ εγώ άνθρωπος ων», και θέτοντας εδώ σημείον στίξεως, συνεχίζουν «υπό εξουσίαν έχων υπ’ εμαυτόν στρατιώτας».
Συ όμως πρόσεξε, παρακαλώ, πώς έδειξεν ο εκατόνταρχος ότι
ο Χριστός εξουσιάζει και τον θάνατο και τον προστάζει ως Κύριός του. Διότι όταν λέγη ότι «Έρχου, και έρχεται» και «πορεύου, και πορεύεται», αυτό ακριβώς εννοεί, ότι
αν διατάξης τον θάνατο να μην έλθη στον δούλο μου, δεν θα έλθη.
Είδες πόσο πιστός ήταν; Πράγματι αυτό που επρόκειτο να γίνη αργότερα σε όλους φανερό, αυτό το εφανέρωσεν εκείνος από τώρα, ότι έχει την εξουσία του θανάτου και της ζωής, και «κατάγει εις πύλας άδου και ανάγει». Και δεν ανέφερε μόνο το παράδειγμα των στρατιωτών, αλλά και των δούλων, για να δείξη την πλήρη υποταγή. Αλλ’ όμως,
αν και είχε τόση πίστι, εθεωρούσε τον εαυτόν του ανάξιον. Ο δε Χριστός, δεικνύοντας ότι ήταν άξιος να εισέλθη στην οικία του, έκαμε κάτι πολύ μεγαλύτερο·
τον εθαύμασε, διεκήρυξε την αρετήν του και του έδωσε περισσότερα από όσα εζήτησε. Εκείνος ήλθε να ζητήση την σωματικήν υγεία τού δούλου, και ανεχώρησε, αφού
έλαβε την Βασιλεία των Ουρανών.
Είδες πώς εξεπληρώθη το «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν των ουρανών, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν»; Επειδή
επέδειξε πολλήν πίστι και ταπεινοφροσύνη, και τον ουρανό του έδωσε και την υγεία του προσέθεσε· και δεν τον ετίμησε μόνον με αυτό, αλλά και με το να δείξη ποιοι αποβάλλονται και εισάγεται αυτός. Από τώρα ακόμη κάμει γνωστό σε όλους, ότι
η σωτηρία θα προέλθη από την πίστι και όχι από την τήρησι του νόμου. Γι’ αυτό ακριβώς η δωρεά αφορά όχι μόνον τους Ιουδαίους, αλλά και τους εθνικούς· και μάλιστα εκείνους περισσότερον από αυτούς. Διότι, λέγει, μη νομίσετε, βεβαίως, ότι αυτό συνέβη μόνο στην περίπτωσι του εκατοντάρχου, αλλά
το ίδιο θα ισχύση και για όλην την οικουμένη. Και το έλεγε αυτό προφητεύοντας
περί των εθνών και
δίδοντάς τους καλές ελπίδες. Πράγματι μεταξύ αυτών που ακολουθούσαν υπήρχαν και αυτοί που προήρχοντο από την περιοχήν τής Γαλιλαίας που εκατοικείτο από εθνικούς. Το έλεγε
για να προφυλάξη τους εθνικούς από την απόγνωσι, αλλά και
για να ταπεινώση το φρόνημα των Ιουδαίων. Δεν κάμει ενωρίτερα λόγο για τους εθνικούς, ούτε τώρα αναφέρει καθαρώς περί αυτών, αλλά αφού πρώτα λαμβάνει αφορμήν από τον εκατόνταρχο· και αυτό
για να μην προσβάλη με τα λόγια του τους ακροατάς,
ούτε να τους δώση λαβήν για κατηγορία. Διότι δεν είπε «πολλοί από τους εθνικούς», αλλά «πολλοί από ανατολών και δυσμών», εννοώντας μεν τους εθνικούς, χωρίς όμως να προσβάλη τους ακροατάς, με τον συγκεκαλυμμένον τρόπο που το είπε. Και δεν μετριάζει μόνον με αυτόν τον τρόπο την εντύπωσι ότι με αυτήν του την διδασκαλία καινοτομεί, αλλά και με το να αναφέρη τους κόλπους τού Αβραάμ αντί της Βασιλείας· επειδή δεν τους ήταν γνωστός ο όρος αυτός, αλλά και περισσότερο τους επλήγωνε το ότι ανέφερε τον Αβραάμ. Για τον λόγον αυτό και ο Ιωάννης δεν είπε τίποτε εξ αρχής περί γεέννης, αλλά κάτι που τους ελύπησε περισσότερο: «Μη δόξητε (νομίσετε) λέγειν ότι παίδές εσμεν του Αβραάμ».
Μαζί δε με αυτά
φροντίζει και για κάτι άλλο, το να μη νομισθή ότι είναι αντίθετος με την Παλαιά Διαθήκη. Διότι αυτός που θαυμάζει τους Πατριάρχες και αποκαλεί τους κόλπους εκείνων ως το έσχατον των αγαθών, αναιρεί κάθε υποψία. Κανείς λοιπόν μη νομίζη ότι μία είναι η απειλή· διπλή είναι και για τους Ιουδαίους η κόλασις και για τους εθνικούς η ευφροσύνη.
Διότι οι μεν Ιουδαίοι όχι μόνον έμειναν έξω, αλλά έμειναν έξω από τα ιδικά τους· οι δε εθνικοί όχι μόνον απήλαυσαν την Βασιλείαν, αλλά επί πλέον απήλαυσαν κάτι που δεν προσδοκούσαν.
Και εκτός τούτου αυτοί έλαβαν ό,τι προωρίζετο για εκείνους. Υιούς δε της Βασιλείας εννοεί αυτούς για τους οποίους ήταν ετοιμασμένη η Βασιλεία· πράγμα που τους επλήγωνε ιδιαιτέρως. Αφού δηλαδή πρώτα έδειξε ότι σύμφωνα με την επαγγελία και την υπόσχεσιν ευρίσκονται στους κόλπους τού Αβραάμ, τότε τους εκβάλλει έξω. Έπειτα, επειδή αυτό που ελέχθη ήταν προαγγελία, το επιβεβαιώνει με το θαύμα· όπως ακριβώς αποδεικνύει και τα θαύματα από την προφητεία που επηκολούθησε. Αυτός λοιπόν που απιστεί στην θεραπεία που έγινε τότε στον δούλο, ας την πιστεύση από την προφητεία που έχει επαληθευθή σήμερα, αν και η προφητεία είχε επιβεβαιωθή από την πρώτη στιγμή με το θαύμα που είχε γίνει τότε. Γι’ αυτό ακριβώς εθεράπευσε τον παράλυτο, αφού προηγουμένως προανήγγειλεν εκείνο, ώστε να επιβεβαίωση τα μέλλοντα από τα παρόντα και το μικρότερον από το μεγαλύτερο. Διότι το να απολαύσουν τα αγαθά οι ενάρετοι και οι αντίθετοι να υποφέρουν τα λυπηρά δεν είναι καθόλου παράδοξο, αλλά πολύ λογικό και φυσικό· αλλά το να δέση σφιγκτά τα μέλη τού παραλύτου και να αναστήση νεκρούς ήταν κάτι που υπερέβαινε τους φυσικούς νόμους. Αλλ’ όμως στο μεγάλο αυτό και θαυμαστόν γεγονός δεν συνεισέφερε λίγο και ο εκατόνταρχος· αυτό το εφανέρωσε και ο Χριστός λέγοντας: «Ύπαγε, και ως επίστευσας γενηθήτω σοι». Είδες πώς η υγεία τού δούλου ανεκήρυξε και την δύναμι τού Χριστού και την πίστι τού εκατοντάρχου και επεβεβαίωσε αυτά που θα συμβούν στο μέλλον; Μάλλον δε όλα μαζί ανεκήρυτταν την δύναμι του Χριστού. Διότι δεν διώρθωσε μόνον το σώμα τού δούλου, αλλά και την ψυχήν τού εκατοντάρχου προσείλκυσε στην πίστι δια των θαυμάτων αυτών.
Συ όμως μην προσέχης μόνον αυτό, ότι αυτός επίστευσε και εκείνος ιάθη, αλλά θαύμασε και την
ταχύτητα. Αυτήν φανερώνει ο Ευαγγελιστής, όταν λέγη: «Και ιάθη ο παις αυτού εν τη ώρα εκείνη»· ακριβώς όπως είπε και στην περίπτωσι του λεπρού, ότι «ευθέως εκαθαρίσθη». Διότι επεδείκνυε την δύναμί του όχι μόνον με το να θεραπεύη, αλλά και με το να κάμνη αυτό με τρόπον παράδοξο και μάλιστα ακαριαίως. Και δεν ωφελούσε μόνον με αυτά, αλλά και με το ότι συνεχώς μαζί με την επίδειξι των θαυμάτων συνεδύαζε και τους λόγους περί της Βασιλείας των Ουρανών και προσείλκυεν όλους προς αυτήν. Διότι και αυτούς ακόμη που απειλούσε ότι θα τους εκβάλη από την Βασιλεία, τους απειλούσε όχι για να τους εκβάλη, αλλά για να τους προξενήση φόβο με τους λόγους του και έτσι να τους προσελκύση προς αυτήν. Εάν δε ούτε με αυτόν τον τρόπον ωφελούντο, η ενοχή θα ήταν εξ ολοκλήρου ιδική τους και όλων εκείνων που πάσχουν από την ιδίαν ασθένεια. Και αυτό ημπορεί να το ιδή κανείς όχι μόνον στους Ιουδαίους, αλλά και στους πιστούς. Πράγματι και ο Ιούδας υιός τής Βασιλείας ήταν και ήκουσε μαζί με τους άλλους μαθητάς το «επί δώδεκα θρόνους καθιείσθε», αλλ’ έγινεν υιός τής γεέννης· ενώ ο Αιθίοψ,
αν και ήταν άνθρωπος αλλοεθνής, από εκείνους που κατήγοντο από «Ανατολών και Δυσμών», θα απολαύση τους στεφάνους μαζί με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ.
Το ίδιο γίνεται τώρα και σ’ εμάς. Διότι λέγει: «Πολλοί έσονται πρώτοι έσχατοι και έσχατοι πρώτοι». Το λέγει αυτό, ώστε ούτε εκείνοι να ραθυμούν σαν να μην ημπορούσαν να επανέλθουν, ούτε αυτοί να παίρνουν θάρρος σαν να ήσαν αμετακίνητοι. Αυτό προαναφωνούσε και ο Ιωάννης λέγοντας από την αρχή: «Δύναται ο Θεός εκ των λίθων τούτων εγείραι τέκνα τω Αβραάμ». Επειδή αυτό επρόκειτο να συμβή, προκηρύττεται από μακρυά, ώστε κανείς να μη θορυβηθή από το παράδοξον του πράγματος. Αλλά εκείνος μεν το λέγει αυτό ως ενδεχόμενον, διότι ευρίσκετο ακόμη στην αρχή, ενώ ο Χριστός το προλέγει ως βέβαιον, παρέχοντας την απόδειξι με τα έργα του.
Ας μην έχωμε λοιπόν εμπιστοσύνη στον εαυτόν μας όσοι συμπεριλαμβανόμεθα μεταξύ των πιστών, αλλά να λέγωμε στους εαυτούς μας: «ο δοκών εστάναι, βλεπέτω μη πέση».
Ούτε να απογοητευώμεθα με τις πτώσεις μας, αλλά να λέγωμε στους εαυτούς μας: «Μη ο πίπτων ουκ ανίσταται;».
Διότι πολλοί, αν και ανέβησαν στην κορυφήν τού ουρανού και επέδειξαν κάθε καρτερία και κατέλαβαν τις ερήμους και ούτε στο όνειρό τους είδαν γυναίκα, έδειξαν προς στιγμήν αμέλεια, ενικήθησαν και έπεσαν στο ίδιο το βάραθρον της κακίας.
Αλλοι πάλι από εκεί κάτω ανέβησαν στον ουρανόν και μετεπήδησαν από την σκηνήν και την ορχήστρα στην αγγελικήν πολιτεία. Επέδειξαν μάλιστα τόσο μεγάλην αρετήν ώστε να εκδιώξουν και δαίμονες, και πολλά άλλα παρόμοια θαύματα να κάμουν. Οι Γραφές είναι γεμάτες από τις ιστορίες τους, αλλά και η ζωή μας πλήρης από τα σχετικά παραδείγματα. Βλέπουμε πόρνους και αδύναμους χαρακτήρες να
κλείνουν τα στόματα των αιρετικών Μανιχαίων, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι η κακία είναι ανίκητος υπηρετώντας έτσι τον διάβολο και παραλύοντας τα χέρια όσων θέλουν να αγωνισθούν, ανατρέποντας δε με τον τρόπον αυτό τα πάντα στην ζωή. Διότι όσοι πείθουν τον κόσμο με αυτήν την θεωρία, δεν τον βλάπτουν μόνον ως προς την μέλλουσα ζωήν, αλλά και εδώ τα κάμουν όλα άνω κάτω, όσον εξαρτάται από αυτούς…
Εμείς όμως, αφού έχουμε τόσα παραδείγματα από τις Γραφές και από όλη την ζωή μας, ας προσέχωμε πολύ και ας προσπαθούμε να μην πίπτουμε τόσο χαμηλά· αλλά και αν κάποτε πέσωμε, να μην παραμείνωμε στην κατάστασι της πτώσεως. Διότι εάν ο δίκαιος Δαυΐδ, επειδή προς στιγμήν ημέλησε, εδέχθη τοιαύτα τραύματα, τί θα πάθωμε εμείς οι οποίοι καθημερινώς αμελούμε; Μην ιδής ότι έπεσε και αποθαρρυνθής, αλλά σκέψου τί έπραξε στην συνέχεια· πόσους
θρήνους επέδειξε, πόσην
μετάνοια, προσθέτοντας στις ημέρες και τις νύκτες· τις
πηγές των δακρύων που έχυσε λούοντας με αυτά την κλίνη του, και εκτός αυτών τον σάκκο της μετανοίας που περιεβλήθη.
Εάν δε εκείνος είχεν ανάγκη από τόσην μεγάλην επιστροφή, πώς θα ημπορέσωμε εμείς να σωθούμε παραμένοντας ανάλγητοι μετά από τόσα αμαρτήματα; Διότι αυτός που έχει πολλά κατορθώματα, εύκολα θα ημπορούσε με αυτά να καλύψη τα αμαρτήματά του· ενώ ο γυμνός, όπου και αν δεχθή βέλος, η πληγή αποδεικνύεται Θανάσιμος.
Για να μη συμβή όμως αυτό, ας εξοπλίσωμε τους εαυτούς μας με έργα αγαθά, ώστε και αν πέσωμε σε κάποιο αμάρτημα, να το απαλύνωμε με αυτά· και έτσι να καταξιωθούμε, αφού ζήσωμε την παρούσα ζωήν προς δόξαν Θεού, να απολαύσωμε την μέλλουσα· «ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, χάριτι και φιλανθρωπία τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων». Αμήν.
(4ος – 5ος αιών -Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ε.Π.Ε. τόμ. 10 (Υπόμνημα), ομιλία ΚΣΤ σελ. 170. Η πρώτη παράγραφος είναι από την ομιλία ΚΕ’ 1. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 163)