Κυριακή Γ’ Ματθαίου: Οι Νεομάρτυρες, η δόξα τής Εκκλησίας μας (Φώτης Κόντογλου)

Τὸ νὰ μιλᾶ κανένας σήμερα καὶ νὰ γράφει γιὰ κάποια πράγματα τῆς θρησκείας, ὁ πολὺς κόσμος τὸ νομίζει γιὰ ἀνοησία. Καὶ ἀκόμα μεγαλύτερη ἀνοησία ἔχει τὴν ἰδέα πώς εἶναι τὸ νὰ γράφει γιὰ τοὺς ἅγιους μάρτυρες, καὶ μάλιστα γιὰ κείνους πού μαρτυρήσανε κατὰ τὰ νεότερα χρόνια πού βασιλεύανε οἱ Τοῦρκοι ἀπάνω στὴ χριστιανοσύνη, ἐπειδῆ ὁ λίγος καιρὸς πού μᾶς χωρίζει ἂπ’ αὐτοὺς κάνει ὥστε νὰ τοὺς νοιώθουμε πολὺ κοντά μας, ἀνθρώπους σὰν κι ἐμᾶς, ἐνῶ τοὺς ἀρχαίους μάρτυρες τοὺς βλέπουμε μέσα ἀπὸ τοὺς αἰῶνες πού περάσανε ἀπὸ τότε πού μαρτυρήσανε καὶ στὴ φαντασία μας παρουσιάζονται εὐκολότερα μὲ τὸν φωτοστέφανο τοῦ ἁγίου.

Κανένας λαὸς δὲν ἔχυσε τόσο αἷμα γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ὅσο ἔχυσε ὁ δικός μας, ἀπὸ καταβολὴ τοῦ χριστιανισμοῦ ἴσαμε σήμερα. Κι αὐτὸς ὁ ματωμένος ποταμὸς εἶναι μία πορφύρα πού φόρεσε ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, καὶ πού θὰ ’πρεπε νὰ τὴν ἔχουμε γιὰ τὸ μεγαλύτερο καύχημα, κι ὄχι νὰ τὴν καταφρονοῦμε καὶ νὰ μὴ μιλοῦμε ποτὲ γι’ αὐτή, καὶ μάλιστα νὰ ντρεπόμαστε νὰ μιλήσουμε γι’ αὐτή, σὲ καιρὸ πού δὲ ντρεπόμαστε γιὰ τὶς πιὸ ντροπιασμένες καὶ σιχαμερὲς παραλυσίες πού κάνουνε οἱ ἄνθρωποι στὸν ἀδιάντροπο καιρό μας.

Ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ πονηρεμένοι ἄνθρωποι φροντίζουμε μονάχα γιὰ τὴν καλοπέραση τοῦ κορμιοῦ μας, καὶ γιὰ τοῦτο ἡ ψυχὴ μας ἔχασε τὴν εὐαισθησία της, μ’ ὅλα τὰ πνευματικὰ γιατρικὰ πού λέμε πώς ἔχουμε. Καὶ γι’ αὐτὸ περιφρονοῦμε καὶ τοὺς λέμε ἀνόητους ἐκείνους πού δὲν κοιτάζουνε τὸ ὑλικὸ συμφέρο τους, ἀλλὰ κάνουνε κάποιες θυσίες. Κατὰ πολὺ ἀνόητους καὶ μικρόμυαλους θεωροῦμε ἐκείνους πού θυσιάσανε τὴ ζωή τους γιὰ τὴν πίστη τους, ἀφοῦ, κατὰ τὴν ἁμαρτωλὴ κρίση μας, δὲν κοιτάξανε νὰ χαροῦνε τὰ νιάτα τους καὶ ν’ ἀπολάψουνε τοῦτον τὸν κόσμο, πού εἶναι χειροπιαστὸς καὶ σίγουρος, ἀλλὰ βασανιστήκανε, φυλακωθήκανε, δαρθήκανε καί, στὸ τέλος, σφαχτήκανε ἢ κρεμαστήκανε, οἱ ἄμυαλοι, γιὰ κάποιους ἴσκιους πού λέγουνται ἀθάνατη ζωὴ καὶ βασιλεία τῶν οὐρανῶν…

… Μ αὐτὰ τὰ λόγια βροντοφωνεῖ πώς ἡ Ἐκκλησία μας, μὲ τὰ μαρτύρια πού τραβᾶ ἀπὸ αἰῶνες, εἶναι ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία, ἡ βλογημένη ἀπὸ τὸν Κύριο, κι ὄχι ἡ Δυτική, ἡ καλοπερασμένη ἡ ὑπερήφανη ἀφέντρα, πού ὄχι μονάχα τὸ αἷμα της δὲν ἔχυσε γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἔκαιγε τοὺς ἀνθρώπους πού δὲν τῆς ἤτανε ὑπάκουοι.

Οι δικοί μας οἱ ἅγιοι, πού μαρτυρήσανε στὸν καιρὸ πού εἴμαστε σκλάβοι στοὺς Τούρκους, ἤτανε ταπεινοί, ἁπλοί, λιγομίλητοι, μὲ τὴ φωτιὰ τῆς πίστης στὰ στῆθιά τους, ἀπονήρευτοι κι ἀγράμματοι, ἀφοῦ τὸ μόνο πού γνωρίζανε νὰ λένε μπροστὰ στὸν ἀγριεμένο τὸν κριτὴ ἤτανε «Χριστιανὸς γεννήθηκα καὶ Χριστιανὸς θ’ ἀποθάνω!» Νέοι ἄνθρωποι, παλικάρια ἀπάνω στ’ ἄνθος τῆς νιότης τους, πηγαίνανε προθυμερὰ νὰ παραδοθοῦνε γιὰ τ’ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, κι ἀντὶς ἀρραβωνιάσματα καὶ σφαζόντανε σὰν τ’ ἀρνιὰ ἡ κρεμαζόντανε μὲ τὴ θελιά στὸν λαιμό τους καί, γιὰ νὰ τοὺς τυραγνᾶνε περισσότερο οἱ ἄπιστοι, κόβανε τὸν λαιμὸ τους σιγὰ-σιγὰ μὲ στομωμένα μαχαίρια ἢ τους χωρίζανε μὲ σάπια σχοινιὰ πού κοβόντανε, γιὰ νὰ τους ξανακρεμάσουνε. Καὶ τὰ μόνα πού ξέρανε ἀπὸ τὴ Θρησκεία μας οἱ περισσότεροι ἂπ αὐτοὺς ἤτανε τὰ λόγια του Χριστοῦ, πού εἶπε: «Ὅποιος μὲ ὁμολογήσει μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ὁμολογήσω κὶ ἐγὼ μπροστὰ στὸν Πατέρα μου, πού εἶναι στὸν οὐρανό, κι ὅποιος μ’ ἀρνηθεῖ μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ἀρνηθῶ κ ἐγὼ μπροστὰ στὸν Πατέρα μου, πού εἶναι στὸν οὐρανό». Καθὼς καὶ τὰ λόγια, τοῦτα, πού εἶπε ὁ Κύριος: «Μὴ φοβηθεῖτε ἀπὸ κείνους πού σκοτώνουνε τὸ σῶμα, μὰ πού δὲν μποροῦνε νὰ σκοτώσουνε τὴν ψυχή», καί: «Ὅποιος χάσει τὴ ζωή του γιὰ τ ὄνομά μου, αὐτὸς θὰ ζήσει στὴν αἰώνια ζωή».

Ώ! Τί ὕψος καὶ πόση πνευματικὴ εὐπρέπεια εἶχε ἡ φυλή μας, τὸν καιρὸ πού θαρροῦμε ἐμεῖς πώς ἤτανε ἀγράμματη καὶ βάρβαρη. Ἐμεῖς, οἱ σημερινοί, εἴμαστε βάρβαροι, πού δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ νοιώσουμε ὅσο πρέπει τὴν εὐγένεια καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς θυσίας γιὰ τ’ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, πού τὴν προσφέρανε μὲ τὰ κορμιὰ τοὺς ἐκεῖνοι οἱ λεονταρόψυχοι, πού γι’ αὐτοὺς λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης πώς δὲν γεννηθήκανε ἀπὸ αἵματα, μήτε ἀπὸ θέλημα τῆς σάρκας, μήτε ἀπὸ θέλημα ἀντρός, ἀλλὰ πώς γεννηθήκανε ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ γενεὰ ἡ δική μας, «ἡ μοιχαλὶς καὶ ἁμαρτωλός», ἂς κάνει τὸν ἔξυπνον ἐκεῖ πού δὲν χωρᾶ καμιὰ ἐξυπνάδα, ἂς περιπαίζει ἐκείνους πού δώσανε τὸ αἷμα τους γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς. Θὰ ἔρθει μέρα πού θὰ δώσει ἀπολογία καὶ σὲ τοῦτο τὸν κόσμο καὶ στὸν ἄλλον, καὶ τότε θὰ καταλάβει σὲ τί σκοτάδι βρισκότανε…

 

 

(“Πονεμένη Ρωμιοσύνη”, Ἐκδόσεις “Ἀστήρ”)

 

(Πηγή ψηφ. κειμένου: agiazoni.gr)

[Ψήφοι: 1 Βαθμολογία: 5]